πτώμα
πτώμα, το, ουσ.
[<αρχ. πτῶμα], το πτώμα. 1. άνθρωπος σωματικά εξαντλημένος ή ηθικά
εξουθενωμένος, το ερείπιο, το ράκος: «τέτοιο πτώμα δεν έχω ξαναδεί στη ζωή μου».
(Λαϊκό τραγούδι: βρε μοίρα, δεν κουράστηκες να τυραννάς ακόμα ένα ταλαίπωρο
κορμί που το ’χεις κάνει πτώμα;).2. χαρακτηρίζει
ειρωνικά ή υποτιμητικά το πολύ νωθρό άτομο: «άνοιξε, ρε πτώμα, λίγο το βήμα
σου, γιατί θα μας πιάσει η νύχτα!». 3. απευθύνεται και με υποτιμητική
διάθεση σε άτομο: «τι συμβαίνει, ρε πτώμα, και παραπονιέσαι;»·
-
βαδίζω επί πτωμάτων, βλ. συνηθέστ. πατώ επί πτωμάτων·
-
γίνομαι πτώμα, ταλαιπωρούμαι, εξαντλούμαι σωματικά, εξουθενώνομαι
ψυχικά: «είχα τόσο κουραστική δουλειά σήμερα, που έγινα πτώμα || έγινε πτώμα,
μόλις έμαθε το θάνατο του πατέρα του || κάθε μέρα γίνομαι πτώμα απ’ την κούραση».
Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα·
-
είμαι ένα πτώμα και μισό, επιτείνει την αμέσως παρακάτω ερμηνεία (που
είναι, δηλαδή, ένα πτώμα, συν ακόμη άλλο μισό): «μόλις γύρισα στο σπίτι ξάπλωσα
να κοιμηθώ, γιατί ήμουν ένα πτώμα και μισό»·
-
είμαι πτώμα, είμαι ταλαιπωρημένος, εξαντλημένος σωματικά, είμαι εξουθενωμένος
ψυχικά: «δε θα ’ρθω το βράδυ μαζί σας στα μπουζούκια. γιατί είμαι πτώμα ||
είμαι πτώμα μετά το θάνατο του πατέρα μου κι εσύ μου λες για γλέντια!». Πολλές
φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το ένα. (Τραγούδι: στον ώμο μου
όταν γέρνεις, κι ας είμαι απ’ το χορό ένα πτώμα, νιώθω πιο σπουδαίος, κι
απ’ τον πρωθυπουργό ακόμα)·
-
έπεσα πτώμα, κατέρρευσα ή ξάπλωσα, γιατί ήμουν πολύ ταλαιπωρημένος, πολύ
εξαντλημένος: «μόλις μπήκα στο σπίτι, έπεσα πτώμα στο κρεβάτι»·
-
θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα μου, δηλώνει κατηγορηματική άρνηση σε
κάποιον για κάτι, που η επιτυχία του εξαρτάται από εμάς τους ίδιους ή δηλώνει
τη μεγάλη αποφασιστικότητα κάποιου να σταθεί εμπόδιο σε κάποιον, ώστε να μην πραγματοποιήσει,
να μην πετύχει αυτό που επιδιώκει ή αυτό που θέλει να αποκτήσει «θα περάσεις
πάνω απ’ το πτώμα μου για να μπεις μέσα || θα πρέπει να περάσεις πάνω απ’ το
πτώμα μου για να παντρευτείς την αδερφή μου»·
-
μόνο πάνω απ’ το πτώμα μου…, βλ. φρ. θα περάσεις πάνω απ’ το πτώμα
μου·
-
όρθιο πτώμα, α. αυτός που είναι πολύ ταλαιπωρημένος, πολύ εξαντλημένος,
που είναι εξουθενωμένος σωματικά και ψυχικά: «απ’ τη μέρα που πέθανε ο πατέρας
του, είναι συνέχεια ένα όρθιο πτώμα». β. (ειρωνικά) αυτός που είναι πολύ
αργόστροφος, που αντιδρά πολύ καθυστερημένα: «του ζήτησα έναν ξύπνιο για τις
πωλήσεις και μου ’στειλε αυτό το όρθιο πτώμα»·
-
πατώ επί πτωμάτων, δε διστάζω να χρησιμοποιήσω κάθε μέσο προκειμένου να
πετύχω το σκοπό μου, το στόχο μου: «για να κάνει όλη αυτή την τεράστια
περιουσία που έχει, λένε πως πάτησε επί πτωμάτων»·
-
τον κάνω πτώμα, τον ταλαιπωρώ, τον εξαντλώ σωματικά, τον εξουθενώνω
ψυχικά: «τον πλάκωσα στη δουλειά και τον έκανα πτώμα || τον έκανα πτώμα, μόλις
άρχισα να του αναλύω ένα ένα τα λάθη της ζωής του». (Λαϊκό τραγούδι: έρωτα
πλάνε, τις φτωχές τις πονεμένες τις καρδιές τις κάνεις πτώμα, αχ, βρε
σατράπη, σαδιστή, μου έχεις πάρει τη ζωή, τι θες ακόμα).