Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρώην

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρώην, επίρρ. [<αρχ. πρώην]. 1. λέγεται για αξίωμα, ιδιότητα ή γεγονός που έχει παρέλθει, που δεν ισχύει ή δε συμβαίνει πια: «είναι πρώην υπουργός της τάδε κυβέρνησης || είναι πρώην χρήστης ναρκωτικών». 2. ως ουσ. ο, η, πρώην, ο άλλοτε, ο τέως: «αυτός είναι ο πρώην σύζυγος της τάδε || αυτή είναι η πρώην σύζυγος του τάδε»·