Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρόφαση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρόφαση, η, ουσ. [<αρχ. πρόφασις], η πρόφαση·
- προφάσεις εν αμαρτίαις, οι προσπάθειες που κάνει κανείς για να δικαιολογήσει κάποιο ατόπημα, κάποιο ολοφάνερο παράπτωμά του: «εγώ ξέρω πως εσύ ήσουν η αιτία που δεν πήραμε τη δουλειά κι όσα μου λες τώρα είναι προφάσεις εν αμαρτίαις».