Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρόσχημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρόσχημα, το, ουσ. [<αρχ. πρόσχημα], το πρόσχημα· καθετί που διατυπώνεται ως δικαιολογία: «με το πρόσχημα ότι ήταν άρρωστος, την έκανε κοπάνα απ’ τη δουλειά»·
- αφήνω τα προσχήματα, εκδηλώνομαι απροκάλυπτα, ντόμπρα: «κάποια στιγμή εκνευρίστηκε τόσο πολύ, που άφησε τα προσχήματα και τον διαβολόστειλε»·
- για τα προσχήματα, με τρόπο ή συμπεριφορά ως προς τους τύπους, για να συγκαλύψω τις πραγματικές μου προθέσεις εναντίον κάποιου και να μην προκαλέσω αρνητικά σχόλια σε βάρος μου: «το ξέρω πως τον εχθρεύεσαι, πες του όμως έναν καλό λόγο, έτσι για τα προσχήματα! || ξέρω πως δεν έγιναν έτσι τα πράγματα, αλλά για τα προσχήματα, ρε παιδάκι μου, πες μου, τουλάχιστον, μια καλή δικαιολογία!»·
- δίνω το πρόσχημα (σε κάποιον), δίνω την αφορμή σε κάποιον, για να μπορέσει να ενεργήσει σε βάρος μου: «με την κοπάνα που έκανες απ’ τη δουλειά, του ’δωσες το πρόσχημα να σε απολύσει»·
- κρατώ τα προσχήματα, ενεργώ ή συμπεριφέρομαι ως προς τους τύπους, για να συγκαλύψω τις πραγματικές μου προθέσεις εναντίον κάποιου και να μην προκαλέσω αρνητικά σχόλια σε βάρος μου: «μπορεί να κάνει ό,τι κάνει και να λέει ό,τι λέει, αλλά, τουλάχιστον, έχει το μυαλό να κρατάει τα προσχήματα»·
- σώζω τα προσχήματα, βλ. φρ. κρατώ τα προσχήματα·
- τηρώ τα προσχήματα, βλ. φρ. κρατώ τα προσχήματα.