Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρόσταγμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρόσταγμα, το, ουσ. [<αρχ. πρόσταγμα], το πρόσταγμα, η προσταγή: «με το πρώτο πρόσταγμα του λοχαγού μας όλοι πεταχτήκαμε πάνω»·
- έχει το γενικό πρόσταγμα, α. ελέγχει και διοικεί κάποιους ή κάτι: «αυτός που βλέπεις έχει το γενικό πρόσταγμα στο εργοστάσιο». β. είναι υπεύθυνος για την οργάνωση μιας εκδήλωσης, ιδίως συγκέντρωσης: «ο πρώην υπουργός παρά τω πρωθυπουργώ έχει το γενικό πρόσταγμα της προεκλογικής συγκέντρωσης του κόμματος». γ. (στη γλώσσα του στρατού) ο αξιωματικός για τον οποίο γίνεται λόγος, είναι ο υπεύθυνος του στρατεύματος, ιδίως σε μια παρέλαση ή άλλη τελετή: «και φέτος, όπως και πέρσι, ο τάδε αξιωματικός θα έχει το γενικό πρόσταγμα στην παρέλαση της 28ης Οκτωβρίου».