Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρόσοψη

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρόσοψη, η, ουσ. [<αρχ. πρόσοψις], η πρόσοψη· το μούτρο, το πρόσωπο, η φάτσα του ανθρώπου: «είναι αθλητικός τύπος, αλλά από πρόσοψη δε λέει τίποτα»·
- του χαλώ την πρόσοψη, του παραμορφώνω το πρόσωπό του από τα δυνατά χτυπήματα που του καταφέρω: «τον άρχισε στις μπουνιές και του χάλασε την πρόσοψη».