Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προίκα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

προίκα, η, ουσ. [<αρχ. προίξ, αιτιατ. προῖκα], η προίκα. 1. αυτό που κατέχει κάποιος ως γνώση και που μπορεί να το χρησιμοποιήσει προς όφελός του ή για να βελτιώσει την κατάστασή του, ιδίως την οικονομική: «παντρεύτηκε ένα καλό κορίτσι, που εκτός απ’ τα προικιά που του ’δωσε, έχει και προίκα τα λογιστικά της για μια δύσκολη στιγμή». 2. οτιδήποτε θεωρεί κάποιος ως ξεχωριστό απόκτημα που θα καλυτερεύσει τη ζωή του: «για μένα προίκα είναι η καλή σου καρδιά». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω μόνο, προίκα μου, για σπίτι και παλάτια, την μαύρη την ελίτσα σου και τα γλυκά σου μάτια
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, βλ. λ. κέντημα·
- έχει (την) προίκα αφάγωτη, ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, δεν παντρεύτηκε ακόμα, είναι ελεύθερος: «αυτός ο νέος και μορφωμένος είναι και καλή δουλειά έχει και μπορεί να πάει καλύτερα, γιατί έχει την προίκα αφάγωτη». Λέγεται με την έννοια πως, αφού δεν παντρεύτηκε, δεν πήρε από καμιά γυναίκα προίκα.

κέντημα

κέντημα, το, ουσ. [<αρχ. κέντημα <κεντῶ], το κέντημα. 1. το τρύπημα με την άκρη μυτερού εργαλείου ή αντικειμένου: «όταν θα κόβεις τα τριαντάφυλλα, πρόσεξε το κέντημα απ’ τ’ αγκάθια». 2. το τσίμπημα μέλισσας ή άλλων εντόμων: «απ’ όλα πιο οδυνηρό είναι το κέντημα της σφήγκας». 3. η παρακίνηση, η προτροπή: «αν δεν του ’κανες εσύ το κέντημα να προχωρήσει τη δουλειά, θα βρισκόταν ακόμα στην αρχή». Από την εικόνα του ατόμου που πετάγεται μπροστά, όταν κάποιος το πιέσει δυνατά από πίσω με κάποιο αιχμηρό αντικείμενο, ή από το κέντημα των βοδιών με τη βουκέντρα για να προχωρήσουν. 4. ο αυνανισμός, η μαλακία: «έχει τρελαθεί στο κέντημα αυτός ο άνθρωπος». Από το ότι, όπως και στο κέντημα, έτσι και στην περίπτωση αυτή μεσολαβεί το χέρι. 5. (θαυμαστικά) κατασκευή, ιδίως χειροποίητη, που έχει προσεχτεί πάρα πολύ ακόμα και στις πιο μικρές λεπτομέρειες: «μου ’κανε μια δουλειά κέντημα!». 6. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι άνετοι και με απαράμιλλη τέχνη ελιγμοί ποδοσφαιριστή ή και ολόκληρης της ομάδας μέσα στο γήπεδο με την μπάλα στα πόδια: «όταν αρχίζει το κέντημα αυτός ο παίχτης, χάνουν οι άλλοι την μπάλα». Από το ότι, για να γίνει ένα καλό κέντημα, απαιτείται μεγάλη δεξιοτεχνία. Συνών. ζωγράφισμα. 7. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) τα συνεχόμενα τρυπήματα από τις ενδοφλέβιες χρήσεις·
- αν ήταν η βλακεία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, είναι πάρα πολύ βλάκας·
- αν ήταν η μαλακία κέντημα, θα ’χε κάνει την προίκα του, είναι πάρα πολύ μαλάκας.