Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προστυχάνθρωπος
προστυχάνθρωπος, ο, ουσ. [<πρόστυχος + άνθρωπος], επιτείνει την έννοια του πρόστυχου, του χυδαίου: «είναι τόσο προστυχάνθρωπος, που όλοι τον αποφεύγουν».
προστυχάνθρωπος, ο, ουσ. [<πρόστυχος + άνθρωπος], επιτείνει την έννοια του πρόστυχου, του χυδαίου: «είναι τόσο προστυχάνθρωπος, που όλοι τον αποφεύγουν».