Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προστάτης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

προστάτης, ο, ουσ. [<αρχ. προστάτης <προΐσταμαι], ο προστάτης. 1. ο αρχηγός της οικογένειας, ο σύζυγος, ο πατέρας: «υποφέρει αυτή η οικογένεια, απ’ τη μέρα που έχασε τον προστάτη της». (Λαϊκό τραγούδι: πώς καρτερείς το θάνατο για να σε ξεκουράσει, μα σκέφτεσαι το σπίτι σου δε θα ’χει πια προστάτη στον κόσμο αυτόν που κυβερνά το ψέμα κι η απάτη). 2. νεαρός, που είναι ο μόνος άντρας του σπιτιού, της οικογένειας και επιπλέον δεν υπηρετεί τη στρατιωτική του θητεία ή υπηρετεί το μισό χρονικό διάστημα: «από τη μέρα που σκοτώθηκε ο πατέρας του, είναι ο προστάτης της οικογένειας». (Λαϊκό τραγούδι: εικοσιενός χρονών παιδί, της μάνας μου προστάτης, συ, Χάρε, είσ’ υπεύθυνος, π’ άναψες τη φωτιά της). 3. άντρας που προστατεύει πόρνη, ο νταβατζής, ο αγαπητικός: «πέρασε ο καιρός που κάθε πουτάνα είχε και τον προστάτη της, γιατί σήμερα μπορεί να υπερασπιστεί μονάχη της τον εαυτό της». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αλισβερίσι μέσ’ στο μπαρ έχει φουντώσει κι η πόρνη ακουμπά το χρήμα στον προστάτη, οι συμφωνίες βρέχονται με ουίσκι, πριν καταλήξουν, όπως πάντα, στο κρεβάτι). 4. άντρας που εισπράττει μηνιαίως εκβιαστικά χρήματα από διάφορους επιχειρηματίες, ιδίως νυχτερινών κέντρων, για να προστατεύει δήθεν τις επιχειρήσεις τους από επιθέσεις συμμοριών ή από άλλους ταραξίες: «τα τελευταία χρόνια οι μεγάλες πόλεις έχουν γεμίσει από προστάτες, που εκμεταλλεύονται εκβιαστικά τους τρομοκρατημένους επιχειρηματίες». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) ο κρατούμενος που υπολογίζεται για αρχηγός: «όταν έχει κάποιος ένα πρόβλημα, πηγαίνει και το λέει στον προστάτη, μήπως και μπορέσει να τον βοηθήσει».