Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προσέχω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

προσέχω, ρ. [<αρχ. προσέχω], προσέχω. 1. επιτηρώ, έχω υπό την ευθύνη μου, υπό την επίβλεψή μου κάποιον ή κάτι: «όσο θα λείπεις, θέλω να προσέχεις το γιο μου || όσο θα λείπω, θέλω να προσέχεις τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: σαν τη μάνα κανείς δε σε προσέχει· και χαρά σ’ όποιον την έχει). 2. παίρνω τις απαραίτητες προφυλάξεις, είμαι επιφυλακτικός, προσεκτικός: «η νέα γενιά πρέπει να προσέχει τον ιό του έιτζ». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- ας πρόσεχες! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που μας αναφέρει πως αντιμετωπίζει κάποια δυσκολία, κάποιο πρόβλημα ή πως υπέπεσε σε κάποιο παράπτωμα που επισύρει νομικές ή άλλες κυρώσεις και έχει την έννοια, καλά να πάθεις·
- δεν προσέχει τη γραμμή της (του), βλ. λ. γραμμή·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! βλ. λ. μυρμήγκι·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! βλ. λ. πολυέλαιος·
- πρόσεχε μη βγάλεις κανένα σαγόνι ή πρόσεχε μη σου φύγει κανένα σαγόνι, βλ. λ. σαγόνι·
- πρόσεχε μη σκίσεις κανένα μάγουλο, βλ. λ. μάγουλο·
- πρόσεχε μην πάθεις τη δουλειά ή πρόσεχε μην πάθεις καμιά δουλειά ή πρόσεχε μην την πάθεις τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πρόσεχε τα λόγια σου! βλ. λ. λόγος·
- πρόσεχε τη γλώσσα σου! βλ. λ. γλώσσα·
- πρόσεχε τη γλώσσα του, βλ. λ. γλώσσα·
- πρόσεχε το στόμα σου! βλ. λ. στόμα·
- πρόσεχε το στόμα του, βλ. λ. στόμα·
- προσέχει τους τύπους, βλ. λ. τύπος·
- προσέχουμε για να έχουμε, βλ. λ. έχω·
- προσέχω πώς και πώς (κάτι), βλ. λ. πώς·
- προσέχω τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. λ. κώλος·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις πού τα βάζεις, βλ. λ. υπογραφή·
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·

γραμμή

γραμμή, η, ουσ. [<αρχ. γραμμή <γράφω], η γραμμή. 1. το όριο: «η ιδιοκτησία σου φτάνει μέχρι αυτή τη γραμμή». 2. η εξωτερική εμφάνιση, το παρουσιαστικό, η μορφή, το περίγραμμα ανθρώπινου σώματος ή πράγματος: «αυτή η γυναίκα έχει ωραία γραμμή || αυτό τ’ αυτοκίνητο έχει ωραία γραμμή». (Τραγούδι: είσαι παιδί μου πειρασμός, σεισμός, α για, για, για, για, στόμα, χαμόγελο, κορμί, γραμμή, α για, για, για για). Συνών. κοψιά (2) / σουλούπι. 3. σειρά ανθρώπων που βρίσκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό: «πήγα να βγάλω εισιτήρια για τον αγώνα, αλλά έφυγα, γιατί υπήρχε μια γραμμή εκατό μέτρα». 4. (για μεταφορικά μέσα) συγκεκριμένο δρομολόγιο που γίνεται πάνε έλα: «αυτή η γραμμή του αστικού μέχρι πού πάει;»· βλ. και φρ. της γραμμής. 5α. ως επιρρ., ίσια, κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «απ’ τη δουλειά πήγε γραμμή στο σπίτι». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ ένα μικρό βαρκάκι γραμμή για το νησάκι κι ούτε γάτα ούτε ζημιά).β. διαδοχικά, στη σειρά: «στην προκυμαία, υπάρχουν γραμμή τα ουζερί του νησιού». 6α. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) μονάδα βάρους των ναρκωτικών, που χαρακτηρίζει και μια δόση, το γραμμάριο: «με το κυνήγι της αστυνομίας που γίνεται τον τελευταίο καιρό, δεν μπορείς να βρεις ούτε γραμμή στην πιάτσα». β. ναρκωτικό απλωμένο σε λεπτή γραμμή, για να το ρουφήξει ο χρήστης από τη μύτη: «άπλωσε τη γραμμή πάνω στο καθρεφτάκι του κι μ’ ένα γιουφ την πήρε με μια ρουφηξιά απ’ τη μύτη του». 7. ως επιφών. γραμμή! (στη ναυτική ορολογία) εντολή για σταθερή πορεία. (Ακολουθούν 70 φρ.)·
- άγονη γραμμή, ακτοπλοϊκή γραμμή που δεν αποφέρει κέρδος, γιατί δεν έχει μεγάλη επιβατική κίνηση επειδή συνδέει κάποιο κέντρο με μικρά και απομακρυσμένα νησιά και επιχορηγείται από το κράτος: «τα νησιά της άγονης γραμμής δεν έχουν αναπτυγμένο τουρισμό». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη χάθηκες νωρίς, σαν πλοίο άγονης γραμμής)·     
- ακολουθώ τη γραμμή μου, βλ. φρ. έχω τη γραμμή μου·
- άναψαν οι γραμμές, βλ. φρ. άναψαν τα τηλέφωνα, λ. τηλέφωνο·
- ανοίγω γραμμή, βλ. φρ. πιάνω γραμμή·
- ανοιχτή γραμμή (ενν. τηλεφωνική), ελεύθερη και άμεση τηλεφωνική επικοινωνία μεταξύ δυο ανθρώπων: «οι πρωθυπουργοί των δυο κρατών έχουν ανοιχτή γραμμή μεταξύ τους»·
- αφήνω τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- αφήνω τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- βάζω γραμμή, α. κατευθύνομαι: «μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, έβαλα γραμμή για το γνωστό μας στέκι». β. επιδιώκω συστηματικά να πετύχω κάτι: «έβαλε γραμμή για βουλευτής κι άρχισε τις περιοδείες του σ’ όλο το νομό || έβαλε γραμμή να πάρει το πτυχίο του και ξημεροβραδιάζεται στο διάβασμα»·
- βάζω κάποια γραμμή ή βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. βάζω μια γραμμή·
- βάζω μια γραμμή ή βάζω σε μια γραμμή, α. νοικοκυρεύω, συγυρίζω, ιδίως έναν κλειστό χώρο: «επιτέλους, μπόρεσα κι έβαλα σε μια γραμμή το υπόγειο». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μια γραμμή στην άστατη καρδιά σου). β. τακτοποιώ διάφορες εκκρεμότητες, τις βάζω σε μια σειρά, σε μια τάξη: «απ’ τη μέρα που έβαλα τις υποθέσεις μου σε μια γραμμή, είμαι πιο ήρεμος». Συνών. βάζω μια αράδα ή βάζω σε μια αράδα / βάζω μια σειρά ή βάζω σε μια σειρά / βάζω μια τάξη ή βάζω σε μια τάξη / βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- βάζω στη γραμμή (κάποιους ή κάτι), βάζω, τοποθετώ κάποιους τον έναν πίσω από τον άλλον: «ο αξιωματικός έβαλε στη γραμμή τους στρατιώτες και τους οδήγησε στο πεδίο βολής || έβαλε στη γραμμή τα κιβώτια για να μπορέσει να τα μετρήσει ευκολότερα». Συνών. βάζω στην αράδα (κάποιους ή κάτι) / βάζω στη σειρά (κάποιους ή κάτι) / βάζω σε τάξη (κάποιους ή κάτι ή βάζω τάξη (σε κάποιους ή κάτι)·
- βγάζω γραμμή, βλ. λ. πιάνω γραμμή·
- βγαίνω απ’ τη γραμμή, βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα : «κάποια στιγμή βγήκα απ’ τη γραμμή για ν’ αγοράσω τσιγάρα απ’ το περίπτερο κι όταν επέστρεψα, δε μ’ άφηναν να ξαναπάρω τη θέση μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα / βγαίνω απ’ τη σειρά·  
- βγαίνω απ’ τη γραμμή μου, βγαίνω από τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, αποδιοργανώνομαι: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στα γλέντια, γι’ αυτό βγήκα λίγο απ’ τη γραμμή μου». Συνών. βγαίνω απ’ την αράδα μου / βγαίνω απ’ τη σειρά μου / βγαίνω απ’ την τάξη μου· βλ. και φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, πρωτοστατώ δυναμικά σε διάφορους κοινωνικούς, πνευματικούς ή πολιτικούς αγώνες: «απ’ τα νεανικά μου χρόνια βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή, αγωνιζόμενος για μια καλύτερη κοινωνία»· βλ. και φρ. πολεμώ στην πρώτη γραμμή·
- γραμμή πλεύσεως, προδιαγεγραμμένο σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα ενεργήσει κάποιος: «σύμφωνα με τα δεδομένα, πρέπει ν’ ακολουθήσουμε τη γραμμή πλεύσεως που ήδη σας έχω προτείνει». Από τη ναυτική ορολογία·
- γραμμή πυρός, πολεμικό μέτωπο, όπου διεξάγονται εχθροπραξίες: «στη γραμμή πυρός μάχονται επίλεκτες μονάδες»·
- δεν έχει γραμμή, δεν έχει οργάνωση, σύστημα, τάξη στη δουλειά του και γενικά στη ζωή του: «πώς να πάει μπροστά ο άνθρωπος, αφού δεν έχει γραμμή στη δουλειά του!». Συνών. δεν έχει αράδα / δεν έχει σειρά / δεν έχει τάξη·
- δεν προσέχει τη γραμμή της (του), δεν ενδιαφέρεται αν είναι λεπτή (λεπτός) ή παχιά (παχύς): «όσες φορές επιχείρησε να κάνει δίαιτα, δεν τα κατάφερε, κι έτσι, το πήρε απόφαση και δεν προσέχει πια τη γραμμή της»·  
- διακεκομμένη γραμμή, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, επιτρέπει και την προσπέραση: «όπου υπάρχει απόλυτη ορατότητα στην εθνική οδό, υπάρχει και διακεκομμένη γραμμή»·   
- δίνω γραμμή, α. υποδεικνύω τον τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους: «η κεντρική επιτροπή του κόμματος έδωσε γραμμή στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις». β. (για τηλεφωνήτριες ή τηλεφωνητές τηλεφωνικών κέντρων) συνδέω τηλεφωνικά κάποιον με άλλον: «επειδή δεν μπορούσα να πιάσω γραμμή απ’ το δωμάτιο του ξενοδοχείου, ζήτησα να μου δώσουν γραμμή απ’ το τηλεφωνικό κέντρο»·
- διπλή γραμμή ή διπλές γραμμές, οδική σήμανση στη μέση του καταστρώματος του δρόμου που, εκτός του ότι οριοθετεί τα δυο αντίθετα ρεύματα κυκλοφορίας των τροχοφόρων, απαγορεύει και την προσπέραση ή οδική σήμανση σε στροφή δρόμου μέσα σε κατοικημένη περιοχή που απαγορεύει τη στάση: «επειδή η εθνική οδός στα Τέμπη είναι πολύ στενή, έχει σ’ όλο το μήκος της διπλή γραμμή». (Λαϊκό τραγούδι: θα κάνω στάση σε μια διπλή γραμμή του δρόμου, πόσο κοστίζει μια παράβαση του νόμου
- είναι πιασμένη η γραμμή, βλ. φρ. μιλάει η γραμμή·
- είναι φορτωμένες οι γραμμές, υπάρχει έντονη τηλεφωνική επικοινωνία πολλών ταυτοχρόνως ανθρώπων μεταξύ τους, πράγμα που δυσκολεύει κάποιον να επικοινωνήσει με αυτόν που θέλει: «προσπαθώ ώρες να τον πιάσω, αλλά δεν μπορώ, γιατί είναι φορτωμένες οι γραμμές»·
- είναι φορτωμένη η γραμμή, βλ. συνηθέστ. μιλάει η γραμμή·
- έκλεισε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- έπεσε γραμμή, έχει υποδειχθεί ο τρόπος ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως από πολιτικό κόμμα: «έπεσε γραμμή απ’ το κόμμα στους συνδικαλιστές για νέες απεργιακές κινητοποιήσεις»·
- έπεσε η γραμμή, διακόπηκε η τηλεφωνική επικοινωνία με κάποιον λόγω στιγμιαίου προβλήματος του τηλεπικοινωνιακού δικτύου: «εκεί που μιλούσαμε, ξαφνικά έπεσε η γραμμή»·
- έπιασα γραμμή, πέτυχα να συνδεθώ τηλεφωνικά με κάποιον: «μόλις έπιασα γραμμή, του ανακοίνωσα την απόφασή μου ν’ αποσύρω την υποψηφιότητά μου για την προεδρία του συλλόγου μας»·
- έρχομαι γραμμή, πηγαίνω εκεί που με καλούν ή επιστρέφω στον προορισμό μου κατευθείαν, χωρίς παρεκκλίσεις: «μόλις με καλέσατε, ήρθα γραμμή ||  μόλις τέλειωσα τη δουλειά μου, ήρθα γραμμή στο σπίτι»·
- έχασα τη γραμμή μου, πάχυνα: «τον τελευταίο καιρό τρώω πολύ κι έχασα τη γραμμή μου»·
- έχει τη γραμμή του, είναι οικονομικά τακτοποιημένος, έχει αξιόλογο κοινωνικό κύκλο, είναι νοικοκυρεμένος: «δεν ζήτησε ποτέ του δανεικά λεφτά από κανέναν, γιατί έχει τη γραμμή του ο άνθρωπος!». Συνών. έχει την αράδα του / έχει τη σειρά του·
- έχω τη γραμμή μου, ενεργώ πάνω σε προδιαγεγραμμένο σχέδιο, ακολουθώ το πρόγραμμά μου: «δε μ’ ενδιαφέρει τι κάνουν οι άλλοι, εγώ έχω τη γραμμή μου»·
- η γραμμή μετώπου, το στρατιωτικό μέτωπο: «όλοι οι μάχιμοι άντρες βρίσκονται στη γραμμή μετώπου»·
- η γραμμή της ζωής, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με το μήκος ή το πάχος της υποδηλώνει τη διάρκεια της ζωής του ατόμου: «η γραμμή της ζωής σου δείχνει πως θα ζήσεις πάνω από εκατό χρόνια!»·
- η γραμμή της καρδιάς, (στη χειρομαντεία) σημάδι στο δέρμα της παλάμης σε μορφή γραμμής, που ανάλογα με την κατεύθυνση και το σχήμα που δίνει, χαρακτηρίζει τη συναισθηματική ζωή του ατόμου: «η γραμμή της καρδιάς σου, δείχνει άστατη ερωτική ζωή»·  
- η πρώτη γραμμή, α. τα σύνορα κράτους και οι μάχιμοι άντρες που υπηρετούν εκεί: «πήρε μετάθεση για την πρώτη γραμμή || η πρώτη γραμμή έχει υψηλό φρόνημα». (Λαϊκό τραγούδι: η δοξασμένη Ελλάδα μας με κάλεσε κοντά της, εκεί στην πρώτη τη γραμμή με όλα τα παιδιά της)· βλ. και φρ. γραμμή πυρός. β. η περιοχή σπουδαίων, πολύ σημαντικών ιδίως γεγονότων: «οι δημοσιογράφοι ήταν στην πρώτη γραμμή για την ενημέρωση του κόσμου σχετικά με το φονικό τσουνάμι τα Χριστούγεννα του 2004 || από μικρό παιδί ήταν στην πρώτη γραμμή των δημοκρατικών αγώνων»·
- θερμή γραμμή, βλ. φρ. κόκκινη γραμμή·
- κίτρινη γραμμή, οδική σήμανση εντός των κατοικημένων περιοχών, δίπλα στα ρείθρα των πεζοδρομίων, που απαγορεύει εντελώς τη στάθμευση κάθε τροχοφόρου: «ακριβώς πάνω στη στροφή υπήρχε κίτρινη γραμμή, για να μπορούν να στρίβουν με άνεση τα λεωφορεία»·
- κόκκινη γραμμή, βλ. συνηθέστ. κόκκινο τηλέφωνο, λ. τηλέφωνο·
- κόπηκε η γραμμή, βλ. φρ. έπεσε η γραμμή·
- κρατώ σκληρή γραμμή, βλ. φρ. κρατώ σκληρή στάση, λ. στάση·
- κρατώ τη γραμμή μου, ενεργώ σύμφωνα με το σχέδιο που είχα προδιαγράψει: «εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, πάντως εγώ, για να τελειώσω τη δουλειά, θα κρατήσω τη γραμμή μου»· βλ. και φρ. προσέχω τη γραμμή μου·
- μεθοριακή γραμμή, η μεθόριος, τα σύνορα ενός κράτους: «κάθε στρατεύσιμος, αν δεν είναι γιος βουλευτή ή υπουργού, είναι υποχρεωμένος να υπηρετήσει εννιά μήνες απ’ τη θητεία του στη μεθοριακή γραμμή»·
- μιλάει η γραμμή, είναι κατειλημμένο το τηλεπικοινωνιακό δίκτυο: «προσπαθώ απ’ το πρωί να επικοινωνήσω τηλεφωνικά μαζί του, αλλά συνέχεια μιλάει η γραμμή»·
- μπαίνω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. μπαίνω σε μια γραμμή·
- μπαίνω σε μια γραμμή, α. τακτοποιώ, διευθετώ, νοικοκυρεύω τη ζωή μου, την εργασία μου: «μόλις μπω σε μια αράδα, θα πάω ένα ταξιδάκι». β. αρχίζω να ζω ήρεμη ζωή: «ήταν άνθρωπος γλεντζές και ξενύχτης, αλλά απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, μπήκε σε μια γραμμή». Συνών. μπαίνω σε μια αράδα / μπαίνω σε μια σειρά / μπαίνω σε μια τάξη / μπαίνω σε μια σειρά και τάξη ·
- μπαίνω στη γραμμή, μπαίνω πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «μπήκα στη γραμμή για να βγάλω εισιτήριο». Συνών. μπαίνω στην αράδα / μπαίνω στη σειρά·
- μπήκε στη γραμμή (κάποιος), ενώ συνομιλούσα με κάποιον στο τηλέφωνο, συνδέθηκε και κάποιος άλλος στην ίδια τηλεφωνική γραμμή: «κι εκεί που μιλούσαμε για τα χθεσινά γεγονότα, ξαφνικά μπήκε στη γραμμή κάποιος, που ακούστηκε να βρίζει τη γυναίκα του»·
- ξεφεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. φρ. βγαίνω απ΄ τη γραμμή μου·
- παίρνω γραμμή, α. πηγαίνω, επισκέπτομαι στη σειρά, διαδοχικά διάφορους ανθρώπους, διάφορους χώρους ή σημεία, διάφορα στέκια: «κάθε φορά που έχω οικονομικό πρόβλημα, παίρνω γραμμή τους φίλους μου για να με βοηθήσουν || κάθε βράδυ παίρνω γραμμή τα μπαράκια και τα κοπανάω». Συνών. παίρνω αράδα / παίρνω στη σειρά. β. ενεργώ σύμφωνα με τον τρόπο που μου υποδεικνύει κάποιος ή κάποιοι, ιδίως πολιτικό κόμμα: «αυτός δεν κάνει τίποτα, αν δεν πάρει πρώτα γραμμή απ’ το κόμμα του». γ. αντιλαμβάνομαι, παίρνω είδηση: «ευτυχώς που πήρα γραμμή πως ήθελαν να με μπλέξουν σε μια ύποπτη δουλειά, και την κοπάνησα»·
- πάω γραμμή, κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος, προς ένα σημείο: «κάθε βράδυ που χωρίζουμε με την παρέα, πάω γραμμή στο σπίτι μου». (Λαϊκό τραγούδι: και γραμμή στο Μπόστον πάω γιατί πολύ τ’ αγαπάω, βρίσκω όλο  μερακλήδες ομορφάντρες ζεϊμπεκλήδες
- περνώ γραμμή, επιβάλλω συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπορεί να περάσει γραμμή στην κυβέρνηση σχετικά με το συνταξιοδοτικό»·
- περνώ τη γραμμή μου, επιβάλλω το δικό μου συγκεκριμένο τρόπο ενέργειας σε κάποιον ή σε κάποιους, ιδίως ως πολιτικό κόμμα: «η αντιπολίτευση δεν μπόρεσε να περάσει τη γραμμή της στην κυβέρνηση για το συνταξιοδοτικό»·
- πιάνω γραμμή, συνδέομαι τηλεφωνικώς με κάποιον: «μόλις κατάφερα να πιάσω γραμμή, του διαβίβασα όλα τα καθέκαστα»·
- πολεμώ στην πρώτη γραμμή, πολεμώ εκεί όπου διεξάγονται γενικευμένες εχθροπραξίες, πολεμώ στο μέτωπο: «στο αλβανικό μέτωπο ο πατέρας μου πολέμησε στην πρώτη γραμμή»· βλ. και φρ. βρίσκομαι στην πρώτη γραμμή·
- προσέχω τη γραμμή μου, κάνω δίαιτα για να διατηρώ τη σιλουέτα μου: «απ’ τη μέρα που άρχισα να προσέχω τη γραμμή μου, νιώθω γενικά άλλος άνθρωπος»·
- πρώτης γραμμής, βλ. φρ. πρώτης τάξεως, λ. τάξη. (Λαϊκό τραγούδι: κιθάρες και μπουζούκια βιολιά πρώτης γραμμής κι ο Παπαϊωάννου στην πόρτα για νταής
- σε γενικές γραμμές, συνοπτικά, περιληπτικά: «πες μας σε γενικές γραμμές πώς έγινε το περιστατικό»·
- σε χοντρές γραμμές, χοντρικά, σε γενικές γραμμές: «σε χοντρές γραμμές κάπως έτσι έγιναν τα πράγματα»·
- στέκομαι στη γραμμή, παίρνω θέση πίσω από αυτούς που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον και περιμένουν για τον ίδιο σκοπό με μένα: «στεκόμουν στη γραμμή μισή ώρα, μέχρι να φτάσω κι εγώ στα εκδοτήρια των εισιτηρίων». Συνών. στέκομαι στην αράδα / στέκομαι στη σειρά·
- της γραμμής, (για μεταφορικά μέσα) που εκτελεί πήγαινε έλα ένα συγκεκριμένο και προκαθορισμένο δρομολόγιο: «πήρε το πλοίο της γραμμής και πήγε στο νησί του». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’ταν δώδεκα του Μάρτη, μεσημέρι Κυριακής, τότε που ’φυγες στρατιώτης μ’ ένα τραίνο της γραμμής
- τον βγάζω απ’ τη γραμμή του, τον υποχρεώνω να ενεργεί διαφορετικά από ό,τι είχε προγραμματίσει, τον αποδιοργανώνω: «η δουλειά του πήγαινε μια χαρά, μέχρι που ήρθε ο άλλος και τον έβγαλε απ’ τη γραμμή του». Συνών. τον βγάζω απ’ την αράδα του / τον βγάζω απ’ τη σειρά του·
- του δίνω τη γραμμή, βλ. φρ. του περνώ τη γραμμή·
- του περνώ τη γραμμή, τον συνδέω τηλεφωνικά στο χώρο που μου υποδεικνύει: «επειδή δεν ήθελε ν’ ακούσει κανείς τη συνομιλία του με τη γυναίκα του, ζήτησε απ’ την τηλεφωνήτριά του να του περάσει τη γραμμή στο ιδιαίτερό του γραφείο»·
- του πήρα τη γραμμή, τον υποσκέλισα και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «πετάχτηκε μέχρι το περίπτερο να πάρει τσιγάρα κι έτσι του πήρα τη γραμμή». Συνών. του πήρα την αράδα / του πήρα τη σειρά·
- του ’φαγα τη γραμμή, τον υποσκέλισα με πονηριά και στάθηκα πριν από αυτόν στη σειρά: «έπιασε κουβέντα μ’ έναν γνωστό του κι εγώ βρήκα την ευκαιρία και του ’φαγα τη γραμμή». Συνών. του ’φαγα την αράδα / του ’φαγα τη σειρά·
- τους βάζω σε κάποια γραμμή, βλ. φρ. τους βάζω σε μια γραμμή·
- τους βάζω σε μια γραμμή, οργανώνω μια ομάδα ανθρώπων έτσι ώστε να δουλεύουν πιο αποδοτικά, να παράγουν περισσότερο έργο: «στο εργοστάσιο επικρατούσε χάος, αλλά ο καινούριος διευθυντής τους έβαλε όλους σε μια γραμμή». Συνών. τους βάζω σε μια αράδα / τους βάζω σε μια σειρά / τους βάζω σε μια τάξη / τους βάζω σε μια σειρά και τάξη·
- τραβώ γραμμή, α. κατευθύνομαι χωρίς παρεκκλίσεις προς ένα μέρος: «απ’ το καφενείο τράβηξε γραμμή για το σπίτι του». (Λαϊκό τραγούδι: όσα βγάζω μου τα παίρνεις, βρε τσαχπίνα, και τραβάς γραμμή να παίξεις στα καζίνα). β. διαχωρίζω τη θέση μου από μια κοινή ενέργεια ή από την ενέργεια κάποιου: «επειδή δε συμφωνώ μαζί σας, εγώ τραβώ γραμμή κι εσείς κάν’ τε ό,τι θέλετε». γ. διαγράφω τις ενέργειες κάποιου, ιδίως τις κακές ή τις παράνομες: «επειδή καταλαβαίνω πως θέλεις να επανορθώσεις, τραβώ γραμμή σ’ όλες τις βλακείες σου και σου δίνω από δω και πέρα νέα ευκαιρία». δ. (για ηλεκτρολόγους) επεκτείνω το ηλεκτρικό δίκτυο σε ένα χώρο: «ζήτησα απ’ τον ηλεκτρολόγο, να τραβήξει μια γραμμή απ’ το σαλόνι στο μπαλκόνι»·
- φεύγω απ’ τη γραμμή, βλ. φρ. βγαίνω απ’ τη γραμμή·
- φεύγω απ’ τη γραμμή μου, βλ. συνηθέστ. βγαίνω απ’ τη γραμμή μου·
- χάνω τη γραμμή μου, α. βγαίνω από μια σειρά ανθρώπων που στέκονται ο ένας πίσω από τον άλλον για τον ίδιο σκοπό με μένα και δεν μπορώ να επανακτήσω την ίδια θέση που είχα και προηγουμένως: «πετάχτηκα μέχρι την τουαλέτα κι έχασα τη γραμμή μου». β. χάνω τον μέχρι τώρα οργανωμένο ρυθμό της ζωής μου, της εργασίας μου, αποδιοργανώνομαι: «έμπλεξα με κάτι παλιόφιλους στα γλέντια και τα ξενύχτια κι έχασα τη γραμμή μου». Συνών. χάνω την αράδα μου / χάνω τη σειρά μου. γ. παχαίνω: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξα στο φαγητό κι έχασα τη γραμμή μου».

έχω

έχω, ρ. [<αρχ. ἔχω], έχω. 1. διατηρώ κάτι στην κατοχή μου, το κρατώ, μου ανήκει: «το έχω απ’ τη γιαγιά μου». 2. διαθέτω: «δεν έχω τίποτα να σου δώσω || η αγορά σήμερα δεν είχε φρέσκο πράμα». 3. κοστίζω: «πόσο έχουν τα λεμόνια;». 4. νομίζω, θεωρώ, λογαριάζω, εκτιμώ: «δεν τον είχα για τέτοιο ρεμάλι». 5. υποφέρω, πάσχω: «έχει την καρδιά του γι’ αυτό μην τον στενοχωρείς». 6. περιέχω: «μπορείς να το φας κι εσύ γιατί δεν έχει αλάτι». Για φρ. που περιέχουν το έχω βλ. και λ. δεν. (Ακολουθούν 1661 φρ.)·
- αγάλια αγάλια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αγκάθια έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. κώλος·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. κώλος·
- αγκάθια έχεις; βλ. λ. αγκάθι·
- άκου πώς έχει το πράγμα ή άκου πώς έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αλάργα αλάργα το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- αλί που το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες ή άμα το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες ή είναι να μην το ’χει η κούτρα του να κατεβάζει ψείρες, βλ. λ. κούτρα·
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, βλ. λ. άλλος·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- άμα έχεις το μπαμπάκι, όπου θες κάνεις κονάκι, βλ. λ. μπαμπάκι·
- αν δεν έχεις να ξυστείς, μην περιμένεις τα ξένα, βλ. λ. νύχι·
- αν δεν έχεις φίλο, είσαι μ’ ένα χέρι, βλ. λ. φίλος·
- αν είχα τόσα λεφτά, θα παντρευόμουν, βλ. λ. λεφτά·
- αν είχε η γιαγιά μου αρχίδια, θα τη λέγαμε παππούλη, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου καρούλια, θα ’ταν αυτοκίνητο, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η γιαγιά μου τροχούλια, θα ’ταν πατίνι, βλ. λ. γιαγιά·
- αν είχε η τσουτσού μου νύχι, θα ’ταν δάχτυλο, βλ. λ. τσουτσού·
- αν είχε στόμα, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- αν έχεις αρχίδια, έλα να λογαριαστούμε ή αν έχεις αρχίδια, έλα να μετρηθούμε, βλ. λ. αρχίδι·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. λ. κώλος·
- αν έχεις νύχια, έλα να μας τα ξύσεις ή αν έχεις νύχια, έλα να μου τα ξύσεις (ενν. τα αρχίδια), βλ. λ. ξύνω·
- αν έχεις νύχια, θα ξυστείς και αν δεν έχεις, θα σε φάνε οι ψείρες, βλ. λ. νύχι·
- αν έχεις παντελόνια, έλα, βλ. λ. παντελόνι·
- αν έχεις (τα) κότσια, έλα, βλ. λ. κότσι·
- αν έχετε την καλοσύνη, βλ. λ. καλοσύνη·
- αν ήταν το μουνί βιολί, θα το είχανε πολλοί, βλ. λ. μουνί·
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μιλάς με στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, βλ. λ. Θεός·
- ανάρια ανάρια το φιλί, για να ’χει νοστιμάδα, βλ. λ. φιλί·
- απ’ όλα έχει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- απ’ όλα έχει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- από δω τον είχα, από κει τον είχα, βλ. λ. εδώ·
- ασημένιο είναι το κλουβί, μα έχει μέσα κουκουβάγια, βλ. λ. κουκουβάγια·
- αυτά έχει η ζωή, βλ. λ. ζωή·
- αυτά τα χείλη έχουμε, τέτοια φιλιά δίνουμε, βλ. λ. χείλι·
- βελόνες έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- για να ’χουμε καλό ρώτημα, βλ. λ. ρώτημα·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. λ. Θεός·
- για της ορφανής τον κώλο, έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, βλ. λ. άλλος·
- γλώσσα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. γλώσσα·
- γλώσσα που την έχει! βλ. λ. γλώσσα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε σ’ έχω άξιο να…, βλ. λ. άξιος·
- δε σ’ έχω για…, θεωρώ πως δεν είσαι αυτό που προβάλλεις προς τα έξω: «εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δε σ’ έχω για παλικάρι || μπορεί να έχεις πέντε φράγκα μέσ’ στην τσέπη σου, αλλά δε σ’ έχω για λεφτά»·
- δε σ’ έχω ικανό να…, βλ. λ. ικανός·
- δεν έχει, α. δηλώνει κατηγορηματική άρνηση, αποκλείεται, ξέγραψέ το: «θα μου δώσεις τα λεφτά που σου ζήτησα; -Δεν έχει». Πολλές φορές, προτάσσεται το σου είπα. β. δηλώνει απαγόρευση: «αν δε φας όλο το φαγητό σου, δεν έχει παιχνίδι». γ. δηλώνει αδυναμία να πραγματοποιήσουμε κάτι: «φέτος δεν έχει διακοπές, γιατί δεν υπάρχει μία»·
- δεν έχει γιατί, α. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου με το γιατί, όταν θεωρούμε πως κάτι είναι αυτονόητο, δεδομένο. β. δίνεται ως απάντηση στην απορία κάποιου που εκφράζεται με το γιατί, όταν δεν έχουμε τη διάθεση να του δώσουμε καμιά ερμηνεία, καμιά πληροφορία·
- δεν έχει να κάνει, α. δεν ενδιαφέρει: «απ’ τη στιγμή που έκανες το κακό, δεν έχει να κάνει η συγνώμη σου». β. δεν πειράζει: «δεν έχει να κάνει που δεν ήρθες, γιατί δε σε χρειάστηκα»·
- δεν έχει να κάνει με…, δεν έχει καμιά σχέση, είναι εντελώς διαφορετικό: «αυτό που σου λέω δεν έχει να κάνει μ’ αυτό που μου λες»·
- δεν έχει να κάνει τίποτα, βλ. λ. τίποτα·
- δεν έχει ξεκολλημό ή ξεκολλημό δεν έχει, βλ. λ. ξεκολλημός·
- δεν έχει πώς, βλ. φρ. δεν έχει γιατί·
- δεν έχει τι, βλ. φρ. δεν έχει γιατί·
- δεν έχω τι να κάνω, βλ. λ. κάνω·
- δεν ξέρει τι έχει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πάμπλουτο: «όσα και να ξοδέψει δεν έχουν τελειωμό, γιατί δεν ξέρει τι έχει». (Λαϊκό τραγούδι: αρχοντόπουλο με πλούτη και παλάτια, που δεν ήξερε τι είχε μια φορά, την καρδιά του είδα να γίνεται κομμάτια και στης μοίρας του τραβά τη συμφορά). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι ο ίδιος·
- δεν τα ’χω για πέταμα, βλ. λ. πέταμα·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι, που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- δόξα να ’χει ο γιαραμπή ή δόξα να ’χει ο γιαραμπής, βλ. λ. γιαραμπής·
- δόξα να ’χει ο Θεός, βλ. λ. Θεός·
- δουλειά δεν είχαμε και δουλειά βρήκαμε, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, γαμούσε τα παιδιά του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος, δουλειά βρήκε να κάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο διάβολος κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά· 
- δουλειά δεν είχε ο καλόγηρος και με τις μύγες πάλευε, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε ο τεμπέλης κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο τεμπέλης δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή όταν ο τεμπέλης δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του, βλ. λ. δουλειά·
- δουλειά δεν είχε το μουνί και μάθαινε τσαγκάρης, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο, και μικρό, μεγάλη χάρη έχει, βλ. λ. δώρο·
- εγώ του λέω χαντούμης είμαι, κι αυτός ρωτάει πόσα παιδιά έχεις; βλ. λ. χαντούμης·
- εδώ σ’ έχω, βλ. λ. εδώ·
- είναι να το ’χει η κούτρα σου, βλ. λ. κούτρα·
- είναι να το ’χεις να… ή είναι να το ’χει κανείς να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις να γίνεις ζωγράφος, αλλιώς γίνεσαι ένας σαν και τους τόσους άλλους || είναι να το ’χεις να γίνεις ποιητής, γιατί αλλιώς θα είσαι κι εσύ ποιητής εκ του προχείρου || είναι να το ’χει κανείς να γίνει καλός έμπορος»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, βλ. λ. αίμα·
- έτσι έχει η υπόθεση, βλ. λ. υπόθεση·
- έτσι έχει το ζήτημα, βλ. λ. ζήτημα·
- έτσι έχει το θέμα, βλ. λ. θέμα·
- έτσι έχει το πράγμα ή έτσι έχουν τα πράγματα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- είχα θρήνο, βλ. λ. θρήνος·
- είχαμε ατραξιόν, βλ. λ. ατραξιόν·
- είχαμε γέλιο ή είχαμε γέλια, βλ. λ. γέλιο·
- είχαμε γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- είχαμε κηδεία στο σπίτι, βλ. λ. κηδεία·
- είχαμε πορδές σακιά, μας ήρθανε κι απ’ τα χωριά, βλ. λ. πορδή·
- είχαμε σκύλο κι εβόηθα το λύκο, βλ. λ. λύκος·
- είχαμε τη γριά λεχούσα, γέννησε κι ο γέρος, βλ. λ.γριά·
- είχαμε την κουβέντα σου, βλ. λ. κουβέντα·
- είχαμε το λόγο σου, βλ. λ. λόγος·
- είχε άγιο, βλ. λ. άγιος·
- έχει ανοιχτή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είχε άσχημη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε άσχημο τέλος, βλ. λ. τέλος·
- είχε δεν είχε, βρήκε τρόπο να πραγματοποιήσει αυτό που επιδίωκε: «είχε δεν είχε, του πήρε πάλι τα δανεικά που του χρειαζόταν»·
- είχε δεν είχε μας (με, τον, τους) κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δεν είχε τα κατάφερε ή είχε δεν είχε το κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δεν είχε την κατάφερε, βλ. λ. καταφέρνω·
- είχε δύσκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε εύκολη γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε Θεό, βλ. λ. Θεός·
- είχε κακή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε κακό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- είχε καλή γέννα, βλ. λ. γέννα·
- είχε λάδι (ενν. στο καντήλι του), βλ. λ. λάδι·
- είχε κρυμμένο λαγό στο καπέλο του, βλ. λ. λαγός·
- είχε ως αποτέλεσμα, βλ. λ. αποτέλεσμα·
- εμείς ψωμί δεν έχουμε κι η γάτα σέρνει πίτα, βλ. λ. ψωμί·
- εσύ τι φαγούρα έχεις; ή εσύ φαγούρα έχεις; βλ. λ. φαγούρα·
- έτσι την έχω δει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι την έχω κόψει τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έτσι το ’χετ’ εδώ; ή έτσι το ’χετ’ εσείς; ή έτσι το ’χετ’ εσείς εδώ; βλ. λ. έτσι·
- έτσι το ’χουμ’ εδώ ή έτσι το ’χουμ’ εμείς ή έτσι το ’χουμ’ εμείς εδώ, βλ. λ. έτσι·
- έχε γεια! βλ. λ. γεια·
- έχε το μυαλό σου! βλ. λ. μυαλό·
- έχε το μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- έχε το νου σου! βλ. λ. νους·
- έχε το νου σου, βλ. λ. νους·
- έχε το υπόψη σου ή έχε υπόψη σου, βλ. λ.υπόψη·
- έχε χάζι να…, βλ. λ. χάζι·
- έχε χάρη που..., βλ. λ. χάρη·
- έχε χάρη τον…, βλ. λ. χάρη·
- έχει (έναν, λίγο) αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αγκάθια η καρέκλα του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει άγρια μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει άγρια διάθεση ή έχει άγριες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άγρια πρόθεση ή έχει άγριες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άδεια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει άδειο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει ακόμα δουλειά ή έχει δουλειά ακόμα, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ακριβά γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει αλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- έχει ανοιχτά αφτιά, βλ. λ. αφτί·
- έχει ανοιχτή αυλόπορτα ή έχει αυλόπορτα ανοιχτή, βλ. λ. αυλόπορτα·
- έχει ανοιχτή εξώπορτα ή έχει εξώπορτα ανοιχτή, βλ. λ. εξώπορτα·
- έχει ανοιχτό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει ανοιχτό τέλος, βλ. λ. τέλος·
- έχει ανοιχτό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει άπονη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει αριστοκρατικό αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει άστατη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει άσχημα φυσικά, βλ. λ. φυσικός·
- έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άσχημη αρρώστια, βλ. λ. αρρώστια·
- έχει άσχημη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει άσχημη διάθεση ή έχει άσχημες διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει άσχημη πρόθεση ή έχει άσχημες προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει άσχημο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει άσχημο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει άσχημο χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει αυτό το κάτι ή έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. λ. άλλος·
- έχει αυτό το κατιτίς, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει αχαλίνωτη φαντασία, βλ. λ. φαντασία·
- έχει άχυρα στο κεφάλι του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει άχυρα στο μυαλό του, βλ. λ. άχυρο·
- έχει βαθιά μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει βάθος πάγκου, βλ. λ. πάγκος·
- έχει βαθύ πάγκο, βλ. λ. πάγκος·
- έχει βαρβάτα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει βαρίδια στα πόδια του, βλ. λ. βαρίδι·
- έχει βάρος η γνώμη του, βλ. λ. γνώμη·
- έχει βάρος ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- έχει βαρύ κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει βαρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει βαρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει βάση, βλ. λ. βάση·
- έχει βασιλικό αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει βελόνες η καρέκλα του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει βιβλιάριο, (για γυναίκες), βλ. λ. βιβλιάριο·
- έχει βίδα, βλ. λ. βίδα·
- έχει βλάβη στο μυαλό, βλ. λ. βλάβη·
- έχει βλήμα στον εγκέφαλο, βλ. λ. βλήμα·
- έχει βουλοκέρι στ’ αφτιά του, βλ. λ. βουλοκέρι·
- έχει βρόμικο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει γανωμένη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει γεμάτη τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει γεμάτο πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει γενναία καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει γερά θεμέλια, βλ. λ. θεμέλιο·
- έχει γερά νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- έχει γερή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει γερή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει γερή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει γερό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει γερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει γερό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει γερό κομπόδεμα, βλ. λ. κομπόδεμα·
- έχει γερό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει γερό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει γερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει γερό ρουθούνι, βλ. λ. ρουθούνι·
- έχει γερό σκαρί, βλ. λ. σκαρί·
- έχει γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- έχει γκαραντί, βλ. λ. γκαραντί·
- έχει γλυκά χείλη, βλ. λ. χείλι·
- έχει γλυκιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει γλυκό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει γούστο! βλ. λ. γούστο·
- έχει γούστο να...! βλ. λ. γούστο·
- έχει δεν έχει, είτε έτσι είτε αλλιώς, υποχρεωτικά: «έχει δεν έχει όρεξη, θα πάει να δουλέψει || να του πεις πως πρέπει να μου επιστρέψει τα δανεικά, έχει δεν έχει»·
- έχει δημοσιότητα, βλ. λ. δημοσιότητα·  
- έχει διαλείψεις, βλ. λ. διάλειψη·
- έχει διεύθυνση, βλ. λ. διεύθυνση·
- έχει δίκτυο, βλ. λ. δίκτυο·
- έχει διπλή ζωή, βλ. λ. ζωή·
- έχει διπλή προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει διχασμένη προσωπικότητα, βλ. λ. προσωπικότητα·
- έχει δουλειές με λοφίο, βλ. λ. δουλειά·
- έχει δουλειές με φούντες, βλ. λ. δουλειά·
- έχει δυνατή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει δυνατή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει δυνατό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει δυο αγκαλιές, βλ. λ. αγκαλιές·
- έχει δυο μέτρα και δυο σταθμά, βλ. λ. μέτρο·
- έχει δυο πρόσωπα, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει δυσκολία στην κίνηση, βλ. λ. κίνηση·
- έχει ελαφρύ τιμόνι, βλ. λ. τιμόνι·
- έχει ελαφρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει ελευθέρας, βλ. λ. ελεύθερος·
- έχει ελεφαντίαση στο μυαλό, βλ. λ. ελεφαντίαση·
- έχει ένα κάρο λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει ένα κεφάλι σαν αεροδρόμιο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καζάνι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ένα κεφάλι σαν καρπούζι, βλ. λ. καρπούζι·
- έχει ένα όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει ένα πράμα που είναι σαν βγαλμένο χέρι, βλ. λ.πρά(γ)μα·
- έχει ένα σκάλωμα, βλ. λ. σκάλωμα·
- έχει ένα στόμα! βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν πηγάδι, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν απόπατο ή έχει ένα στόμα σκέτο απόπατο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν βόθρο ή έχει ένα στόμα σκέτο βόθρο, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα στόμα σαν χρεία ή έχει ένα στόμα σκέτη χρεία, βλ. λ. στόμα·
- έχει ένα χέρι σαν πένσα, βλ. λ. πένσα·
- έχει ένα χέρι σαν τανάλια, βλ. λ. τανάλια·
- έχει έναν γλυκό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν καλό λόγο για τον καθένα, βλ. λ. λόγος·
- έχει έναν κουβά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει έναν κώλο να! βλ. λ. κώλος·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. λ. κώλος·
- έχει έρωτα (με κάποιον, με κάποια), βλ. λ. έρωτας·
- έχει έρωτα (με κάτι), βλ. λ. έρωτας·
- έχει έτοιμα τα δάκρυα, βλ. λ. δάκρυ·
- έχει ζήτηση, βλ. λ. ζήτηση·
- έχει ζούρλα, βλ. λ. ζούρλα·
- έχει η θάλασσα νερό; ή έχει νερό η θάλασσα; βλ. λ. θάλασσα·
- έχει θάλασσα, βλ. λ. θάλασσα·
- έχει θέα, βλ. λ. θέα·
- έχει ιώβεια υπομονή, βλ. λ. υπομονή·
- έχει καβαλημένο καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- έχει καβαλήσει το καλάμι, βλ. λ. καλάμι·
- έχει καβούρια η τσέπη του ή έχει καβούρια στην τσέπη του ή έχει καβούρια στις  τσέπες του, βλ. λ. καβούρι·
- έχει καθαρή καρδιά ή έχει καρδιά καθαρή, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καθαρή σκέψη ή έχει σκέψη καθαρή, βλ. λ. σκέψη·
- έχει καθαρό μυαλό ή έχει μυαλό καθαρό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχει και στην πλάτη μάτια, βλ. λ. μάτι·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει και τα κακά του, βλ. λ. κακός·
- έχει και τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει και την κακή πλευρά του ή έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει και τις κακές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, βλ. λ. πλευρά·
- έχει και του πουλιού το γάλα, βλ. λ. πουλί·
- έχει καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έχει κακή διάθεση ή έχει κακές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει κακή πρόθεση ή έχει κακές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει κακή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει κακιά γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει κακιά καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κακιά ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει κακό μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει κακό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει κακό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει κακό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει κακό χτύπημα, βλ. λ. χτύπημα·
- έχει κακούς τρόπους, βλ. λ. τρόπος·
- έχει καλή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει καλή διάθεση ή έχει καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχει καλή πρόθεση ή έχει καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχει καλή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει καλή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καλή μάσα ή έχει καλές μάσες, βλ. λ.μάσα·
- έχει καλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει καλή πένα, βλ. λ. πένα·
- έχει καλή φήμη, βλ. λ. φήμη·
- έχει καλή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει καλό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει καλό κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει καλό μάτι ή έχει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει καλό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει καλό όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει καλό πόδι, βλ. λ. πόδι·
- έχει καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχει κάλο στο μυαλό, βλ. λ. κάλος·
- έχει καλό στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει καλούς τρόπους ή έχει τρόπους, βλ. λ.τρόπος·
- έχει καλώς, βλ. λ. καλώς·
- έχει κάνει καν και καν, βλ. λ. καν·
- έχει κάποια χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει κάποια χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. καμπούρα·
- έχει κάποια χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. πλάτη·
- έχει βαπόρια, βλ. λ. βαπόρι·
- έχει καράβια, βλ. λ. καράβι·
- έχει καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά αγκινάρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά αμπάρι, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά από ατσάλι ή έχει ατσαλένια καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά από μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- έχει καρδιά από πέτρα ή έχει καρδιά πέτρα ή έχει καρδιά σκληρή σαν πέτρα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά λαγού, βλ. λ. λαγός·
- έχει καρδιά λιονταριού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μάλαμα, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μικρού παιδιού, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά μπαξέ, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρδιά περιβόλι, βλ. λ. καρδιά·
- έχει καρφιά η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει κατεβασμένα ρολά ή έχει κατεβασμένα τα ρολά, βλ. λ. ρολό·
- έχει κάτι πόδια σαν βάρκες, βλ. λ. βάρκα·
- έχει κάτι χέρια σαν φτυάρια, βλ. λ. φτυάρι·
- έχει καύλα με…, βλ. λ. καύλα·
- έχει κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι σένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- έχει κι ο Γιάννης καΐκι, βλ. λ. Γιάννης·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει κίνηση η αγορά, βλ. λ. αγορά·
- έχει κλειδωνιά στο στόμα του, βλ. λ. κλειδωνιά·
- έχει κλείσει η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κλινικές αρετές, βλ. λ. κλινικός·
- έχει κλινικές χάρες, βλ. λ. κλινικός·
- έχει κόζι η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει κοκόρου γνώση, βλ. λ. κόκορας·
- έχει κόλλημα, βλ. λ. κόλλημα·
- έχει κόλλημα στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει κομμένη την ουρά του, βλ. λ. ουρά·
- έχει κουινάκια στο μυαλό του, βλ. λ. κουινάκι·
- έχει κουρκουμπίνια στο μυαλό του, βλ. λ.κουρκουμπίνι·
- έχει κουσούρι, βλ. λ. κουσούρι·
- έχει κούφιο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει κοφτερή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει κοφτερό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει κρύα καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει κρύο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχει λασκαρισμένη βίδα, βλ. λ. βίδα·
- έχει λεπτά αισθήματα, βλ. λ. αίσθημα·
- έχει λερωμένα χέρια ή έχει λερωμένα τα χέρια του ή έχει τα χέρια του λερωμένα ή έχει χέρια λερωμένα, βλ. λ. χέρι·
- έχει λερωμένη φωλιά ή έχει λερωμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του λερωμένη ή έχει φωλιά λερωμένη βλ. λ.φωλιά·
- έχει λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με ουρά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με τη σέσουλα, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το ζεμπίλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το καντάρι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λεφτά με το τσουβάλι, βλ. λ. λεφτά·
- έχει λίγο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει λίρα με ουρά ή έχει λίρες με ουρά, βλ. λ. λίρα·
- έχει λουκέτο στο στόμα του, βλ. λ. λουκέτο·
- έχει μακρύ χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει μανούρα, βλ. λ. μανούρα·
- έχει μαράζι στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μάσα ή έχει μάσες, βλ. λ. μάσα·
- έχει μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει μάτι γερακιού, βλ. λ. γεράκι·
- έχει μαύρη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μαύρη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μαύρο παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει μαύρο σκοτάδι ή έχει σκοτάδι, βλ. λ.σκοτάδι·
- έχει μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μεγάλη ιδέα για τον εαυτό του, βλ. λ. ιδέα·
- έχει μεγάλη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει μεγάλη κατανάλωση, (για προϊόντα), βλ. λ.κατανάλωση·
- έχει μεγάλη μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μεγάλη τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει μεγάλη ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει μεγάλο κύκλο, βλ. λ. κύκλος·
- έχει μεγάλο ρεπερτόριο, βλ. λ. ρεπερτόριο·
- έχει μεγάλο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- έχει μέλλον, βλ. λ. μέλλον·
- έχει μέλλον ακόμα αυτή η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέλλον ακόμα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέλλον η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του κάτι, βλ. λ. φλέβα·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. λ. αίμα·
- έχει μεσάνυχτα, βλ. λ. μεσάνυχτα·
- έχει μητρικά, βλ. λ. μητρικά·
- έχει μια άνεση, βλ. λ. άνεση·
- έχει μια γλώσσα! βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μια γλώσσα να! ή έχει μια γλώσσα σαν παντόφλα ή έχει μια γλώσσα σαν παπούτσι, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει μια δόση αλήθεια(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση τρέλα(ς), βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση πουστιάς, βλ. λ. δόση·
- έχει μια δόση πουτανιάς, βλ. λ. δόση·
- έχει μια κάποια ηλικία, βλ. λ. ηλικία·
- έχει μια μάντρα αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει μια οκά αρχίδια, βλ. λ. αρχίδι·
- έχει μια τρέλα! βλ. λ. τρέλα·
- έχει μνήμη ελέφαντα, βλ. λ. ελέφαντας·
- έχει μονόπλευρο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μουσικό αφτί, βλ. λ. αφτί·
- έχει μούτρα και μιλάει, βλ. λ. μούτρο·
- έχει μούχτι, βλ. λ. μούχτι·
- έχει μπάρμπα στην Κορώνη, βλ. λ. μπάρμπας·
- έχει μπέσα, βλ. λ. μπέσα·
- έχει μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό αλφάδι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό καδρόνι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό ξουράφι, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυαλό οκάδες, βλ. λ. μυαλό·
- έχει μυστήρια γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει μύτη σαν μελιτζάνα, βλ. λ. μελιτζάνα·
- έχει μωρό στο βυζί, (για γυναίκες) βλ. λ. βυζί·
- έχει να κάνει, α. ενδιαφέρει: «και βεβαίως έχει να κάνει η παρουσία σου στο συνέδριο». β. πειράζει: «βεβαίως έχει να κάνει η απουσία σου απ’ τη συγκέντρωση»·
- έχει να κάνει με…, α. αναφέρεται σε…: «το θέμα του βιβλίου έχει να κάνει με τα ναρκωτικά». β. αντιμετωπίζει κάποιον ή κάτι, συνήθως όχι ευχάριστο: «να του πεις να προσέχει, γιατί έχει να κάνει μ’ έναν παλιάνθρωπο || ο πολίτης έχει να κάνει καθημερινά με την αυξανόμενη εγκληματικότητα»· βλ. και φρ. έχω να κάνω με(…)·
- έχει να κάνει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, βλ. λ. ασκέρι·
- έχει νερό στις φλέβες του, βλ. λ. νερό·
- έχει νεύρο, βλ. λ. νεύρο·
- έχει νεφρά ή έχει νεφρό, βλ. λ. νεφρό·
- έχει νόημα; βλ. λ. νόημα·
- έχει νταβανά, βλ. λ. νταβανάς·
- έχει νύχτα, βλ. λ. νύχτα·
- έχει ξερό κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει ξεφύγει, βλ. λ. ξεφεύγω·
- έχει ο Θεός! βλ. λ. Θεός·
- έχει ο καιρός γυρίσματα, βλ. λ. καιρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει όλα τα καλά του, βλ. λ. καλός·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. λ. Θεός·
- έχει όλα τα καλά του κόσμου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει όνομα, βλ. λ. όνομα·
- έχει όνομα στη μαρκίζα, βλ. λ. μαρκίζα·
- έχει οξεία μαλακίτιδα, βλ. λ. μαλακίτιδα·
- έχει οξεία τεμπελίτιδα, βλ. λ. τεμπελίτιδα·
- έχει παγάκια, (για θάλασσα) βλ. λ. παγάκι·
- έχει παιδική καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- έχει πακέτο, βλ. λ. πακέτο·
- έχει παντού τη μούρη του ή έχει τη μούρη του παντού, βλ. λ. μούρη·
- έχει παντού τη μύτη του ή έχει τη μύτη του παντού, βλ. λ. μύτη·
- έχει παντού την ουρά του ή έχει την ουρά του παντού, βλ. λ. ουρά·
- έχει παρά ή έχει παράδες, βλ. λ. παράς·
- έχει παρά με ουρά ή έχει παράδες με ουρά, βλ. λ. παράς·
- έχει πάρει (ενν. σασί), (για αυτοκίνητα) βλ. λ.παίρνω·
- έχει πάρει σασί, βλ. λ. σασί·
- έχει παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει πειραγμένα νεύρα, βλ. λ. νεύρο·
- έχει πειραγμένο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- έχει πέραση, βλ. λ. πέραση·
- έχει πέραση ο λόγος του, βλ. λ. λόγος·
- έχει περατζάδα, βλ. λ. περατζάδα·
- έχει περίοδο, βλ. λ. περίοδος·
- έχει πέσει…, βλ. λ. πέφτω·
- έχει πέτρινη καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πίτουρα στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πλάγια σκέψη, βλ. λ. σκέψη·
- έχει πλάκα! ή έχει πλάκα να…, βλ. λ. πλάκα·
- έχει πλάκα, βλ. λ. πλάκα·
- έχει πλάκα τα γαλόνια, βλ. λ. γαλόνι·
- έχει πλάκα τα παράσημα, βλ. λ. παράσημο·
- έχει πλούσια καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έχει πλούσιο παρελθόν, βλ. λ. παρελθόν·
- έχει πλούτο αισθημάτων, βλ. λ. πλούτος·
- έχει πλούτο γνώσεων, βλ. λ. πλούτος·
- έχει πόδι, (για ποδοσφαιριστές) βλ. λ. πόδι·
- έχει πολλά στην καμπούρα του, βλ. λ. καμπούρα·
- έχει πολλά στο κεφάλι του, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει πολλά στο μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πολλά χρόνια στη ράχη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην καμπούρα του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά χρόνια στην πλάτη του, βλ. λ. χρόνος·
- έχει πολλά ψάρια η θάλασσα, βλ. λ. ψάρι·
- έχει πολλές γνωριμίες, βλ. λ. γνωριμία·
- έχει πολύ μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει πολύ πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει πολύ πράμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έχει πολύ φαΐ, βλ. λ. φαΐ·
- έχει πολύ φαΐ η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει πολύ ψωμί, βλ. λ. ψωμί·
- έχει πονετική καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει πονετική ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει πονόδοντο, βλ. λ. πονόδοντος·
- έχει πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει πριονίδια στο μυαλό, βλ. λ. πριονίδι·
- έχει πρόβλημα, βλ. λ. πρόβλημα·
- έχει πρόσωπο και μιλάει! βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει πρώτη φωνή, βλ. λ. φωνή·
- έχει πυγμή ή έχει σιδερένια πυγμή, βλ. λ. πυγμή·
- έχει ραντεβού με την ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- έχει ρέντα, βλ. λ. ρέντα·
- έχει ρίσκο η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ρόζο στο μυαλό, βλ. λ. ρόζος·
- έχει ροκανίδια στο μυαλό, βλ. λ. ροκανίδι·
- έχει σαλτάρισμα, βλ. λ. σαλτάρισμα·
- έχει σασιρμά, βλ. λ. σασιρμάς·
- έχει σημασία; βλ. λ. σημασία·
- έχει σιγουρεμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σίγουρη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σινεμά, βλ. λ. σινεμά·
- έχει σινεμασκόπ, βλ. λ. σινεμασκόπ·
- έχει σκαμπανεβάσματα η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σκατά στο μυαλό, βλ. λ. σκατά·
- έχει σκληρή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει σκληρό κόκαλο, βλ. λ. κόκαλο·
- έχει σκοτεινή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει σκοτεινή ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει σκοτεινό παρελθόν, βλ. λ. σκοτεινό·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει στ’ όνομά του (κάτι), βλ. λ. όνομα·
- έχει σταθερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει σταθερό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει στενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει στη διαπασών, βλ. λ. διαπασών·
- έχει στη φλέβα του (κάτι), βλ. λ. φλέβα·
- έχει στημένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει στόκο στο μυαλό, βλ. λ. στόκος·
- έχει στραβά κανιά, βλ. λ. κανί·
- έχει στρωμένη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει στρωτή γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- έχει σύφιλη στο μυαλό, βλ. λ. σύφιλη·
- έχει σφιχτό χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει σώας τας φρένας του, βλ. λ. φρένες·
- έχει τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ. λ. κωλοτσέπη·
- έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή έχει το δάκρυ στην τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τα καλά (του τάδε), βλ. λ. καλός·
- έχει τα καλά του, έχει και τα κακά του, βλ. λ. καλός·
- έχει τα καλά του κόσμου ή έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει τα λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τα μάτια του παντού, βλ. λ. μάτι·
- έχει τα μυαλά του πάνω απ’ το κεφάλι του ή έχει το μυαλό του πάνω απ’ το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τα μυαλά της πούτσας μου ή έχει το μυαλό της πούτσας μου, βλ. λ. πούτσα·
- έχει τα νταραβέρια της, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχει τα ρούχα της, βλ. λ. ρούχο·
- έχει τα τρία κακά της μοίρας του, βλ. λ. μοίρα·
- έχει τα φεγγάρια του, βλ. λ. φεγγάρι·
- έχει τα φράγκα, βλ. λ. φράγκο·
- έχει τα φραγκοφονικά του, βλ. λ. φραγκοφονικά·
- έχει τα χούγια του, βλ. λ. χούι·
- έχει τα χρονάκια της (του), βλ. λ. χρονάκι·
- έχει τάλιρα, βλ. λ. τάλιρο·
- έχει τετράγωνη λογική, βλ. λ. λογική·
- έχει τετράγωνο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχει τετράγωνο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει τζερτζελέ, βλ. λ. τζερτζελές·
- έχει τη μαύρη του την τύφλα, βλ. λ. τύφλα·
- έχει τη μύγα, βλ. λ. μύγα·
- έχει τη νοοτροπία του κούκου, βλ. λ. κούκος·
- έχει τη σπεσιαλιτέ του, βλ. λ. σπεσιαλιτέ·
- έχει τη σφραγίδα του χρόνου, (για πρόσωπα ή πράγματα) βλ. λ. σφραγίδα·
- έχει τη φήμη του…(της…), βλ. λ. φήμη·
- έχει τη χάρη να…, βλ. λ. χάρη·
- έχει την αίσθηση του χιούμορ, χιούμορ·
- έχει την έξωθεν καλή μαρτυρία, βλ. λ. μαρτυρία·
- έχει την ηλικία της (του), βλ. λ. ηλικία·
- έχει την κακιά, βλ. λ. κακός·
- έχει την πετριά, βλ. λ. πετριά·
- έχει (την) προίκα αφάγωτη, βλ. λ. προίκα·
- έχει την τάξη της, (για γυναίκες), βλ. λ. τάξη·
- έχει την τελευταία κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- έχει την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- έχει την τιμητική του (κάποιος ή κάτι), βλ. λ.τιμητικός·
- έχει την τρέλα να…, βλ. λ. τρέλα·
- έχει την ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει της πούτσας του το χαβά, βλ. λ. πούτσα·
- έχει της ψωλής του το χαβά, βλ. λ. ψωλή·
- έχει τίμιο ξύλο απάνω του, βλ. λ. ξύλο·
- έχει τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχει τις αμυγδαλιές της, βλ. λ. αμυγδαλές·
- έχει τις καλές και τις κακές του στιγμές ή έχει τις καλές και τις κακές στιγμές του, βλ. λ. στιγμή·
- έχει τις μέρες του, βλ. λ. μέρα·
- έχει τις ώρες του, βλ. λ. ώρα·
- έχει το γέλιο στο στόμα, βλ. λ. γέλιο·
- έχει το γενικό πρόσταγμα, βλ. λ. πρόσταγμα·
- έχει το δαίμονα μέσα του, βλ. λ. δαίμονας·
- έχει το διάβολο μέσα του, βλ. λ. διάβολος·
- έχει το ίδιο κεφάλι (με κάποιον), βλ. λ. κεφάλι·
- έχει το κακό, βλ. λ. κακός·
- έχει το καλό ότι…, βλ. λ. καλός·
- έχει το κατιτίς του, βλ. λ. κατιτίς·
- έχει το κοκαλάκι της νυχτερίδας, βλ. λ. κοκαλάκι·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, βλ. λ. μάτι·
- έχει το μέλι στο χέρι, βλ. λ. μέλι·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο κεχρί, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό του όλο (συνέχεια) στο ψητό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το μυαλό (του) στη θέση του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο κεχρί, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο τσιτσί, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψαχνό, βλ. λ. νους·
- έχει το νου του όλο (συνέχεια) στο ψητό, βλ. λ. νους·
- έχει (το) πλεμόνι ή έχει (τα) πλεμόνια, βλ. λ. πλεμόνι·     
- έχει το σατανά μέσα του, βλ. λ. σατανάς·
- έχει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει (το) φλεμόνι ή έχει (τα) φλεμόνια, βλ. λ. φλεμόνι·
- έχει το χάρισμα του λόγου, βλ. λ. λόγος·
- έχει το χρήμα ή έχει χρήμα, βλ. λ. χρήμα·
- έχει το ψώνιο να…, βλ. λ. ψώνιο·
- έχει τον πρώτο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχει τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχει του κόσμου τα καλά, βλ. λ. κόσμος·
- έχει του μουνιού της (του) το χαβά, βλ. λ. μουνί·
- έχει τους ανθρώπους του, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχει τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- έχει τρέλα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρελά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει τρέλα με…, βλ. λ. τρέλα·
- έχει τρέλα με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρέλα με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχει τρελή μάσα ή έχει τρελές μάσες, βλ. λ.μάσα·
- έχει τρύπες η τσέπη του, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τρύπια τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τρύπιο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχει τρύπιο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει τσαγανό μέσα του, βλ. λ. τσαγανός·
- έχει τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- έχει τσέπη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει τύπο, βλ. λ. τύπος·
- έχει υπομονή γαϊδάρου, βλ. λ. υπομονή·
- έχει υπομονή καμήλας, βλ. λ. υπομονή·
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, βλ. λ. μυρμήγκι·
- έχει ύφος δέκα καρδιναλίων, βλ. λ. ύφος·
- έχει ύφος δικαστή, βλ. λ. δικαστής·
- έχει φάκελο, βλ. λ. φάκελος·
- έχει φαντασία, βλ. λ. φαντασία·
- έχει φάρδος, βλ. λ. φάρδος·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, βλ. λ. φαρμάκι·
- έχει φάση, βλ. λ. φάση·
- έχει φερμουάρ στο στόμα του, βλ. λ. φερμουάρ·
- έχει φλέβα αριστοκράτη, βλ. λ. αριστοκράτης·
- έχει φούιτ, βλ. λ. φούιτ·
- έχει φούριες, βλ. λ. φούρια·
- έχει φουσκωμένη κοιλιά ή έχει κοιλιά φουσκωμένη, (για γυναίκες) βλ. λ. κοιλιά·
- έχει φουσκωμένη τσέπη ή έχει τσέπη φουσκωμένη, βλ. λ. τσέπη·
- έχει φουσκωμένο πορτοφόλι ή έχει πορτοφόλι φουσκωμένο, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει φράγκα, βλ. λ. φράγκο·
- έχει φραμπαλά, βλ. λ. φραμπαλά·
- έχει φρέσκο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει φτενό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει φτερά στα πόδια του, βλ. λ. φτερό·
- έχει φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- έχει φύρα, βλ. λ. φύρα·
- έχει φωνή, βλ. λ. φωνή·
- έχει φωνή καμπάνα, βλ. λ. φωνή·
- έχει φωτεινό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχει χαβά, βλ. λ. χαβάς·
- έχει χαβαλέ, βλ. λ. χαβαλές·
- έχει χάζι, βλ. λ. χάζι·
- έχει χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχει χεσμένη φωλιά ή έχει χεσμένη τη φωλιά του ή έχει τη φωλιά του χεσμένη ή έχει φωλιά χεσμένη, βλ. λ. φωλιά·
- έχει χιόνια, (για τηλεόραση), βλ. λ. χιόνι·
- έχει χιούμορ, βλ. λ. χιούμορ·
- έχει χοντρά λεφτά, βλ. λ. λεφτά·
- έχει χοντρό μασούρι, βλ. λ. μασούρι·
- έχει χοντρό πακέτο, βλ. λ. πακέτο·  
- έχει χοντρό πορτοφόλι, βλ. λ. πορτοφόλι·
- έχει χουλιαμά, βλ. λ. χουλιαμάς·
- έχει χρόνια που… ή έχει χρόνια τώρα που…, βλ. λ. χρόνος·
- έχει χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχει χυθεί πολύ μελάνι, βλ. λ. μελάνι·
- έχει ψαχνό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψείρα με ουρά ή έχει ψείρες με ουρά, βλ. λ. ψείρα·
- έχει ψηλή μύτη, βλ. λ. μύτη·
- έχει ψητό η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχει ψωμί η δουλειά, βλ. λ. ψωμί·
- έχει ψώνιο δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με…, βλ. λ. ψώνιο·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ψώνιο με τη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- έχει ώρα να…, βλ. λ. ώρα·
- έχει ώρα που…, βλ. λ. ώρα·
- έχει ωραίο λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- έχει ωραίο λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- έχει ωραίο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- έχεις αρχίδια; βλ. λ. αρχίδι·
- έχεις γρόσα, έχεις και μεγάλη γλώσσα, βλ. λ. γρόσι·
- έχεις γυναίκα με μυαλό, έχεις στο σπίτι θησαυρό, βλ. λ. γυναίκα·
- έχεις δίκιο, δεν ξέρεις τι λες, βλ. λ. δίκιο·
- έχεις και λες, βλ. λ. λέω·
- έχεις κώλο; βλ. λ. κώλος·
- έχεις λαβαίνει ή έχεις να λαβαίνεις, βλ. λ. λαβαίνω·
- έχεις παράδες, ξέρεις να μιλάς, βλ. λ. παράς·
- έχεις πρόβλημα; βλ. λ. πρόβλημα·
- έχεις την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχεις τίποτα; βλ. λ. τίποτα·
- έχεις το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έχεις ώρα; βλ. λ. ώρα·
- έχετε γεια βρυσούλες! βλ. λ. γεια·
- έχετε την καλοσύνη να…, βλ. λ. καλοσύνη·
- έχουμε απαρτία, βλ. λ. απαρτία·
- έχουμε γερμανικό σύστημα, βλ. λ. γερμανικός·
- έχουμε ένα γεια, βλ. λ. γεια·
- έχουμε και λέμε, βλ. λ. λέω·
- έχουμε πιένες, βλ. λ. πιένα·
- έχουμε πόλεμο, βλ. λ. πόλεμος·
- έχουμε την αρκούδα και ψάχνουμε τα ίχνη, βλ. λ.αρκούδα·
- έχουμε το ίδιο αίμα, βλ. λ. αίμα·
- έχουμε το ίδιο μήκος κύματος, βλ. λ. μήκος·
- έχουμε ψυχική επαφή, βλ. λ. επαφή·
- έχουν γιορτές και πανηγύρια, βλ. λ. γιορτή·
- έχουν γιορτή, βλ. λ. γιορτή·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχουν κουρμπάνια, βλ. λ. κουρμπάνι·
- έχουν πανηγύρι, βλ. λ. πανηγύρι·
- έχουν πλατωνικό έρωτα, βλ. λ. έρωτας·
- έχουν χαρές και πανηγύρια, βλ. λ. χαρά·
- έχουν χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχουνε γνώση οι φύλακες, βλ. λ. γνώση·
- έχω αβαρία, βλ. λ. αβαρία·
- έχω αγαθή διάθεση ή έχω αγαθές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω αγαθή πρόθεση ή έχω αγαθές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω αγαμίες, βλ. λ. αγαμία·
- έχω άγρια δίψα ή έχω άγριες δίψες, βλ. λ. δίψα·
- έχω άγρια πείνα ή έχω άγριες πείνες, βλ. λ. πείνα·
- έχω άδεια ή έχω την άδεια (κάποιου), βλ. λ. άδεια·
- έχω άδεια ή έχω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- έχω άδεια τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- έχω αδεκαρίες, βλ. λ. αδεκαρία·
- έχω άδικο, βλ. λ. άδικος·
- έχω αδυναμία, βλ. λ. αδυναμία·
- έχω αέρα ή έχω έναν αέρα! βλ. λ. αέρας·
- έχω ακεφιά ή έχω ακεφιές, βλ. λ. ακεφιά·
- έχω αλισβερίσι (με κάποιον ή με κάτι), βλ. λ.αλισβερίσι·
- έχω αλμπενί, βλ. λ. αλμπενί·
- έχω αμυγδαλές ή έχω τις αμυγδαλές μου, βλ. λ. αμυγδαλές·
- έχω αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- έχω ανάγκες, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω ανάγκη από…, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω αναγούλα ή έχω αναγούλες, βλ. λ.αναγούλα·
- έχω ανακάτωμα, βλ. λ. ανακάτωμα·
- έχω αναπαραδιές, βλ. λ. αναπαραδιά·
- έχω Ανάσταση, βλ. λ. Ανάστάση·
- έχω ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- έχω άνεση, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση κινήσεων, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση χρόνου, βλ. λ. άνεση·
- έχω άνεση χώρου, βλ. λ. άνεση·
- έχω ανοιχτές παρτίδες (με κάποιον), βλ. λ. παρτίδα·
- έχω ανοιχτούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω αντίληψη, βλ. λ. αντίληψη·
- έχω άντρα, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρα·
- έχω απενταρίες, βλ. λ. απενταρία·
- έχω απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- έχω ατάκα, βλ. λ. ατάκα·
- έχω ατσιγαρίες, βλ. λ. ατσιγαρία·
- έχω αφραγκίες, βλ. λ. αφραγκία·
- έχω αψιλίες, βλ. λ. αψιλία·
- έχω βαβά, βλ. λ. βαβά·
- έχω βάρος στη συνείδησή μου, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω βαρύ κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω βαρύ στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- έχω βλέψεις, βλ. λ. βλέψη·
- έχω βρει τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- έχω βύσμα, βλ. λ. βύσμα·
- έχω γεμάτα τ’ αμπάρια, βλ. λ. αμπάρι·
- έχω γερά χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- έχω γερές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω γερές πλάτες, βλ. λ. πλάτη·
- έχω γερό δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω γερό κόζι, βλ. λ. κόζι·
- έχω για καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- έχω για ρεζέρβα ή έχω ρεζέρβα, βλ. λ. ρεζέρβα·
- έχω γιαγκίνι στην καρδιά, βλ. λ. γιαγκίνι·
- έχω γκελ, βλ. λ. γκελ·
- έχω γκίνια, βλ. λ. γκίνια·
- έχω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- έχω γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχω γούστο, βλ. λ. γούστο·
- έχω γυναίκα, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- έχω γύρισμα, βλ. λ. γύρισμα·
- έχω γύρω μου, βλ. λ. γύρω·
- έχω δει πολλά, βλ. λ. πολύς·
- έχω δεσμό, βλ. λ. δεσμό·
- έχω διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω διαλυθεί, βλ. λ. διαλύομαι·
- έχω δικαίωμα ή έχω το δικαίωμα, βλ. λ.δικαίωμα·
- έχω δικαστήριο, βλ. λ. δικαστήριο·
- έχω δίκη, βλ. λ. δίκη·
- έχω δίκιο, αλλά που θα το βρω, βλ. λ. δίκιο·
- έχω δίκιο βουνό, βλ. λ. δίκιο·
- έχω δικό μου κεραμίδι, βλ. λ. κεραμίδι·
- έχω διορία, βλ. λ. διορία·
- έχω δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δουλειά με το τσουβάλι, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δουλειά του σκοτωμού, βλ. λ. δουλειά·
- έχω δύναμη, βλ. λ. δύναμη·
- έχω εκπομπή, βλ. λ. εκπομπή·
- έχω ελαφρύ ύπνο ή έχω ύπνο ελαφρύ, βλ. λ.ύπνος·
- έχω ελευθερία κινήσεων, βλ. λ. κίνηση·
- έχω έμπνευση, βλ. λ. έμπνευση·
- έχω εμπιστοσύνη στον εαυτό μου, βλ. λ. εαυτός·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω εν’ αγκάθι στη καρδιά, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω εν’ αγκάθι στο μυαλό, βλ. λ. αγκάθι·
- έχω ένα βάρος στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω ένα βάρος στην ψυχή, βλ. λ. ψυχή·
- έχω ένα ζόρι! ή έχω κάτι ζόρια! βλ. λ. ζόρι·
- έχω ένα καρφί στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω ένα σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- έχω ένα τσιβί, βλ. λ. τσιβί·
- έχω έναν αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω έναν άσο στο μανίκι ή έχω κάποιο άσο στο μανίκι, βλ. λ. άσος·
- έχω έναν κόμπο στο λαιμό, βλ. λ. κόμπος·
- έχω ενεργητικό, βλ. λ. ενεργητικό·
- έχω εξάψεις, βλ. λ. έξαψη·
- έχω εξετάσεις, βλ. λ. εξέταση·
- έχω επαφή (και για τα δυο φύλα), βλ. λ. επαφή·
- έχω επαφή ή έχω επαφές, βλ. λ. επαφή·
- έχω επιτυχία, βλ. λ. επιτυχία·
- έχω επιτυχίες, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ.επιτυχία·
- έχω επιφάνεια, βλ. λ. επιφάνεια·
- έχω έρθει, βλ. λ. ήρθα·
- έχω ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- έχω ζάρι, βλ. λ. ζάρι·
- έχω ζήτηση, βλ. λ. ζήτηση·
- έχω ζόρι, βλ. λ. ζόρι·
- έχω ζόρια, βλ. λ. ζόρι·
- έχω ζοχάδες, βλ. λ. ζοχάδα·
- έχω ήσυχη τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου ήσυχη, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω ήσυχο το κεφάλι μου ή έχω το κεφάλι μου ήσυχο, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω θηλυκό μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω ιδίαν αντίληψη, βλ. λ. αντίληψη·
- έχω κάβα, βλ. λ. κάβα·
- έχω καθαρή τη συνείδησή μου ή έχω τη συνείδησή μου καθαρή, βλ. λ. συνείδηση·
- έχω καθαρό κούτελο, βλ. λ. κούτελο·
- έχω καθαρό μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω (έχουμε) καιρό, βλ. λ. καιρός·
- έχω καιρό να..., βλ. λ. καιρός·
- έχω καιρό μπροστά μου, βλ. λ. καιρός·
- έχω κακά προηγούμενα (με κάποιον), βλ. λ.προηγούμενο·
- έχω κακιά πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω κακό γιαρά, βλ. λ. γιαράς·
- έχω κακό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω καλές βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω καλή διάθεση ή έχω καλές διαθέσεις, βλ. λ. διάθεση·
- έχω καλή πρόθεση ή έχω καλές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω καλό σεφτέ, βλ. λ. σεφτές·
- έχω καλό σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω καλό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω καπατμά, βλ. λ. καπατμάς·
- έχω κάργα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω καρδιά ή έχω την καρδιά μου, βλ. λ.καρδιά·
- έχω κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- έχω κατά νου να…, βλ. λ. νους·
- έχω κατεβασμένο το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- έχω κάτι πείνες! βλ. λ. πείνα·
- έχω κάτι φεγγάρια να…, βλ. λ. φεγγάρι·
- έχω κενή ώρα, βλ. λ. ώρα·
- έχω κενό, βλ. λ. κενός·
- έχω κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω κέφι ή έχω κέφια, βλ. λ. κέφι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- έχω κλείσει σαν γυναίκα, βλ. λ. γυναίκα·
- έχω κονέ, βλ. λ. κονέ·
- έχω κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- έχω κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- έχω κότσια ή έχω τα κότσια, βλ. λ. κότσι·
- έχω κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- έχω κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- έχω κρίση, βλ. λ. κρίση·
- έχω κρίση ταυτότητας, βλ. λ. κρίση·
- έχω κρυάδες, βλ. λ. κρυάδα·
- έχω κρυμμένο μπαλαντέρ, βλ. λ. μπαλαντέρ·
- έχω κρυφό άσο, βλ. λ. άσος·
- έχω κωλάθρα, βλ. λ. κωλάθρα·
- έχω κώλο, βλ. λ. κώλος·
- έχω κώλο εγώ! βλ. λ. κώλος·
- έχω λάβρα στην καρδιά, βλ. λ. λάβρα·
- έχω λαιμά ή έχω τα λαιμά μου, βλ. λ. λαιμά·
- έχω λάστιχο, βλ. λ. λάστιχο·
- έχω λογαριασμό, βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχω λόρδα ή έχω μια λόρδα! βλ. λ. λόρδα·
- έχω λόρδες ή έχω κάτι λόρδες! βλ. λ. λόρδα·
- έχω μαγιά, βλ. λ. μαγιά·
- έχω μαζεμένη την ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- έχω μάθημα, βλ. λ. μάθημα·
- έχω μαλλί να ξάνω, βλ. λ. μαλλί·
- έχω μεγάλη βράση ή έχω τέτοια βράση! βλ. λ. βράση·
- έχω μεγάλη φωτιά ή έχω φωτιά μεγάλη, βλ. λ.φωτιά·
- έχω μεγάλο δόντι, βλ. λ. δόντι·
- έχω μεγάλο στομάχι, βλ. λ. στομάχι·
- έχω μεγάλο χάλι, βλ. λ. χάλι·
- έχω μείνει μισός ή έχω μείνει ο μισός, βλ. λ. μισός·
- έχω μέλλον ακόμα, βλ. λ. μέλλον·
- έχω μέσο, βλ. λ. μέσο·
- έχω μια άλφα περιουσία, βλ. λ. άλφα·
- έχω μια βίζιτα μέσα, βλ. λ. βίζιτα·
- έχω μια πείνα! βλ. λ. πείνα·
- έχω μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- έχω μια (φαεινή) ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- έχω μούρη, βλ. λ. μούρη·
- έχω μπελάδες, βλ. λ. μπελάς·
- έχω μπόι, βλ. λ. μπόι·
- έχω μπουγάδα. βλ. λ. μπουγάδα·
- έχω μύτη εγώ! βλ. λ. μύτη·
- έχω να κάνω ή έχω να το κάνω, βλ. φρ. έχω να λέω·
- έχω να κάνω με…, αντιμετωπίζω: «έχω να κάνω με καταχθόνιο άνθρωπο || έχω να κάνω με πολύ δύσκολη δουλειά»· βλ. κα φρ. έχει να κάνει με(…)·
- έχω να λέω ή έχω να το λέω, βλ. λ. λέω·
- έχω να πω (κάτι), βλ. λ. είπα·
- έχω να σου πω δυο λόγια (λογάκια), βλ. λ. λόγος·
- έχω να φάω ακόμα καρβέλια ή έχω να φάω καρβέλια ακόμα, βλ. λ. καρβέλι·
- έχω να φάω ακόμα ψωμιά ή έχω να φάω πολλά ψωμιά ακόμα, βλ. λ. ψωμί·
- έχω νεφρά ή έχω τα νεφρά μου, βλ. λ. νεφρό·
- έχω νορμάλ δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω νταραβέρι, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχω νταραβέρια, βλ. λ. νταραβέρι·
- έχω ντεπούτο, βλ. λ. ντεπούτο·
- έχω ντέρτι στην καρδιά, βλ. λ. ντέρτι·
- έχω όλη την καλή διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω όλη την καλή πρόθεση, βλ. λ. πρόθεση
- έχω πάθει στερητικό, βλ. λ. στερητικός·
- έχω παθητικό, βλ. λ. παθητικό·
- έχω παιχνίδι, βλ. λ. παιχνίδι·
- έχω παλιούς λογαριασμούς (με κάποιον), βλ. λ. λογαριασμός·
- έχω παράδοση (σε κάτι), βλ. λ. παράδοση·
- έχω παρηγοριά, βλ. λ. παρηγοριά·
- έχω παρτίδες (με κάποιον), βλ. λ. παρτίδα·
- έχω πάστρα, βλ. λ. πάστρα·
- έχω πάτημα, βλ. λ. πάτημα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- έχω πείρα του πράγματος, βλ. λ. πείρα·
- έχω περί πολλού (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. πολύς·
- έχω περιορισμένο χρόνο, βλ. λ. χρόνος·
- έχω πίεση χρόνου, βλ. λ. χρόνος·
- έχω πίκρα στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ.λ. ψυχή·
- έχω πικρή πείρα, βλ. λ. πείρα·
- έχω πισινή, βλ. λ. πισινή·
- έχω πίσω μου (κάποιον), βλ. λ. πίσω·
- έχω πολύ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχω πολύ δρόμο ακόμα, βλ. λ. δρόμος·
- έχω πολύ περιωπής (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. περιωπή·
- έχω πονηρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω πρεμούρα, βλ. λ. πρεμούρα·
- έχω πρόβλημα (με κάτι), βλ. λ. πρόβλημα·
- έχω πρόβλημα (με κάποιον), βλ. λ. πρόβλημα·
- έχω πρόγραμμα ή έχω στο πρόγραμμα, βλ. λ. πρόγραμμα·
- έχω πρόσωπο ή έχω πρόσωπο στην κοινωνία, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχω πρωτιά ή έχω την πρωτιά, βλ. λ. πρωτιά·
- έχω ράμματα για τη γούνα του, βλ. λ. ράμμα·
- έχω ρέγουλα ή έχω τη ρέγουλά μου, βλ. λ.ρέγουλα·
- έχω ρέντα, βλ. λ. ρέντα·
- έχω ρόδα, βλ. λ. ρόδα·
- έχω σαράντα πυρετό, βλ. λ. πυρετός·
- έχω σε δεύτερη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σε πρώτη μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σε τελευταία μοίρα (κάτι), βλ. λ. μοίρα·
- έχω σεβντά, βλ. λ. σεβντάς·
- έχω σερί δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω σερμαγιά, βλ. λ. σερμαγιά·
- έχω σημάδι, βλ. λ. σημάδι·
- έχω σίγουρη θέση, βλ. λ. θέση·
- έχω σίδερο, βλ. λ. σίδερο·
- έχω σίδερο βουνό (για νοικοκυρές), βλ. λ. σίδερο·
- έχω σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω σκοτούρα στο κεφάλι μου ή έχω σκοτούρες στο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω σκοτούρα στο μυαλό μου ή έχω σκοτούρες στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- έχω σοβαρή πρόθεση ή έχω σοβαρές προθέσεις, βλ. λ. πρόθεση·
- έχω σοβαρό σκοπό, βλ. λ. σκοπός·
- έχω σουξέ, βλ. λ. σουξέ·
- έχω σούφρα, βλ. λ. σούφρα·
- έχω σπαρίλα ή έχω σπαρίλες, βλ. λ. σπαρίλα·
- έχω στα καλούπια (κάτι), βλ. λ. καλούπι·
- έχω στα όπα όπα (κάποιον), βλ. λ. όπα·
- έχω στα σκαριά (σκαριά), βλ. λ. σκαρί·
- έχω στα σκαριά μια δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω στα υπόψη (μου), βλ. λ. υπόψη·
- έχω στα χέρια μου (κάτι), βλ. λ. χέρι·
- έχω στη μνήμη μου (κάτι), βλ. λ. μνήμη·
- έχω στη ρεζέρβα, βλ. λ. ρεζέρβα·
- έχω στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- έχω στην εξουσία μου, βλ. λ. εξουσία·
- έχω (στην) καβάτσα, βλ. λ. καβάτζα·
- έχω στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- έχω στην τσέπη μου κάτι, βλ. λ. τσέπη·
- έχω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- έχω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- έχω στο μυαλό μου να…, βλ. λ. μυαλό·
- έχω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- έχω στο νου μου να…, βλ. λ. νους·
- έχω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- έχω στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), βλ. λ. πλευρό·
- έχω στομάχι ή έχω το στομάχι μου, βλ. λ.στομάχι·
- έχω στόχο, βλ. λ. στόχος·
- έχω συμφέρον, βλ. λ. συμφέρον·
- έχω στο συρτάρι, βλ. λ. συρτάρι·
- έχω σφίξιμο, βλ. λ. σφίξιμο·
- έχω τ’ απάνω χέρι, βλ. λ. απάνω·
- έχω τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου βουλωμένα ή έχω βουλωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου κλεισμένα ή έχω τ’ αφτιά μου κλειστά, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου κλειστά ή έχω κλειστά τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ αφτιά μου τεντωμένα ή έχω τεντωμένα τ’ αφτιά μου, βλ. λ. αφτί·
- έχω τ’ όνομά μου, βλ. λ. όνομα·
- έχω τα δαιμόνιά μου, βλ. λ. δαιμόνιο·
- έχω τα δικά μου, βλ. λ. δικός·
- έχω τα κέφια μου, βλ. λ. κέφι·
- έχω τα κουσούρια μου, βλ. λ. κουσούρι·
- έχω τα λαιμά μου, βλ. λ. λαιμά·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι· 
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), βλ. λ. μάτι·
- έχω τα μαύρα μου τα χάλια ή έχω το μαύρο μου το χάλι, βλ. λ. χάλι·
- έχω τα μέσα, βλ. λ. μέσο·
- έχω τα μπουρίνια μου, βλ. λ. μπουρίνι·
- έχω τα νεύρα μου, βλ. λ. νεύρο·
- έχω τα νεύρα πάνω απ’ το κεφάλι μου ή έχω τα νεύρα μου πάνω απ’ το κεφάλι, βλ. λ. νεύρο·
- έχω τα νευράκια μου, βλ. λ. νευράκι·
- έχω τα ντουζένια μου, βλ. λ. ντουζένι·
- έχω τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- έχω τα πρωτεία, βλ. λ. πρωτεία·
- έχω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- έχω τα φώτα, βλ. λ. φως·
- έχω τα χέρια μου δεμένα ή έχω δεμένα τα χέρια μου, βλ. λ. χέρι·
- έχω τεμπελιές, βλ. λ. τεμπελιά·
- έχω τέντα, βλ. λ. τέντα·
- έχω τέτοια βράση! βλ. λ. βράση·
- έχω τη βολή μου, βλ. λ. βολή1·
- έχω τη γιορτή μου, βλ. λ. γιορτή·
- έχω τη γνώμη, βλ. λ. γνώμη·
- έχω τη γραμμή μου, βλ. λ. γραμμή·
- έχω τη διάθεση, βλ. λ. διάθεση·
- έχω τη μπάνκα, βλ. λ. μπάνκα·
- έχω την άδειά μου, βλ. λ. άδεια·
- έχω την ανάγκη μου, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την ανάγκη σου, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την ανάγκη του, βλ. λ. ανάγκη·
- έχω την έγνοιά του, βλ. λ. έγνοια·
- έχω (την) είδηση, βλ. λ. είδηση·
- έχω την εντύπωση, βλ. λ. εντύπωση·
- έχω την εξουσία, βλ. λ. εξουσία·
- έχω την ευτυχία να…, βλ. λ. ευτυχία·
- έχω την ιδέα, βλ. λ. ιδέα·
- έχω την κάσα, βλ. λ. κάσα·
- έχω την τιμή να…, βλ. λ. τιμή·
- έχω την τύχη με το μέρος μου, βλ. λ. τύχη·
- έχω την υποχρέωση, βλ. λ. υποχρέωση·
- έχω τίγκα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τις αδυναμίες μου, βλ. λ. αδυναμία·
- έχω τις αραξιές μου, βλ. λ. αραξιά·
- έχω τις βάσεις, βλ. λ. βάση·
- έχω τις ζοχάδες μου, βλ. λ. ζοχάδα·
- έχω τις κακές μου, βλ. λ. κακός·
- έχω τις καλές μου, βλ. λ. καλός·
- έχω τις κλειστές μου, βλ. λ. κλειστός·
- έχω τις σφιχτές μου, βλ. λ. σφιχτός·
- έχω το ανάστημα, βλ. λ. ανάστημα·
- έχω το δίκιο με το μέρος μου, βλ. λ. δίκιο·
- έχω το ελεύθερο να…, βλ. λ. ελεύθερος·
- έχω το θάρρος της γνώμης, βλ. λ. θάρρος·
- έχω το καπέλο μου στραβά ή έχω στραβά το καπέλο μου, βλ. λ. καπέλο·
- έχω το κεφάλι χαμηλά ή έχω χαμηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω το κεφάλι ψηλά ή έχω ψηλά το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- έχω το κοντρόλ, βλ. λ. κοντρόλ·
- έχω το κουμάντο, βλ. λ. κουμάντο·
- έχω το κουράγιο, βλ. λ. κουράγιο·
- έχω το λόγο, βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο μου, βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο σου; βλ. λ. λόγος·
- έχω το λόγο του, βλ. λ. λόγος·
- έχω το μάτι μου όλο..., βλ. λ. μάτι·
- έχω το μέσο, βλ. λ. μέσο·
- έχω το μέτωπο ψηλά ή έχω ψηλά το μέτωπο, βλ. λ. μέτωπο·
- έχω το μυαλό μου όλο…, βλ. λ. μυαλό·
- έχω το μυαλό μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. μυαλό·
- έχω το νου μου, βλ. λ. νους·
- έχω το νου μου (σε κάποιον ή σε κάτι), βλ. λ. νους·
- έχω το πάνω χέρι, βλ. λ. χέρι·
- έχω το πρόγραμμά μου, βλ. λ. πρόγραμμα·
- έχω το σκοπό μου, βλ. λ. σκοπός·
- έχω το στόμα μου βουλωμένο ή έχω βουλωμένο το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έχω το στόμα μου κλεισμένο ή έχω κλεισμένο το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έχω το στόμα μου κλειστό ή έχω κλειστό το στόμα μου, βλ. λ. στόμα
- έχω το συνήθειο, βλ. λ. συνήθειο·
- έχω το χάλι μου ή έχω το κακό μου το χάλι ή έχω το μαύρο μου το χάλι ή έχω τα χάλια μου ή έχω τα κακά μου τα χάλια ή έχω τα μαύρα μου τα χάλια, βλ. λ. χάλι·
- έχω τον άνθρωπο, βλ. λ. άνθρωπος·
- έχω τον καιρό πρίμα, βλ. λ. καιρός·
- έχω τον κατάλληλο άνθρωπο, βλ. λ. κατάλληλος·
- έχω τον τρόπο μου, βλ. λ. τρόπος·
- έχω τουπέ, βλ. λ. τουπέ·
- έχω τρακ, βλ. λ. τρακ·
- έχω τραπέζι (σε κάποιον ή σε κάποιους), βλ. λ.τραπέζι·
- έχω τράτο, βλ. λ. τράτο·
- έχω τραχανά απλωμένο, τραχανάς·
- έχω τρελή δουλειά ή έχω τρελές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τρομερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- έχω τυφλή εμπιστοσύνη (σε κάποιον), βλ. λ.εμπιστοσύνη·
- έχω τύχη, βλ. λ. τύχη·
- έχω τύχη βουνό, βλ. λ. τύχη·
- έχω υπό μάλης, βλ. λ. μάλη·
- έχω υπό τα όπλα, βλ. λ. όπλο·
- έχω υπό την προστασία μου (κάποιον ή κάτι), βλ. λ.προστασία·
- έχω υποχρεώσεις, βλ. λ. υποχρέωση·
- έχω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- έχω φαγούρα, βλ. λ. φαγούρα·
- έχω φαγούρα στην παλάμη, βλ. λ. παλάμη·
- έχω φασαρία ή έχω φασαρίες, βλ. λ. φασαρία·
- έχω φίδι στον κόρφο μου, βλ. λ. φίδι·
- έχω φίλη, (για άντρες) βλ. λ. φίλος·
- έχω φίλο, (για γυναίκες) βλ. λ. φίλος·
- έχω φίσκα δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω φοβερή δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έχω φόρτε, βλ. λ. φόρτε·
- έχω φούρκα, βλ. λ. φούρκα·
- έχω φουρτούνα στο κεφάλι μου ή έχω φουρτούνες στο κεφάλι, βλ. λ. φουρτούνα·
- έχω φτώχιες, βλ. λ. φτώχια·
- έχω φύγει, βλ. λ. φεύγω·
- έχω φύλλο, βλ. λ. φύλλο·
- έχω φωτιά στην καρδιά, βλ. λ. φωτιά·
- έχω χαμπάρι, βλ. λ. χαμπάρι·
- έχω χάσει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- έχω χειρουργείο, βλ. λ. χειρουργείο·
- έχω χρέος να…, βλ. λ. χρέος·
- έχω χρόνο μπροστά μου, βλ. λ. χρόνος·
- έχω ψηλά τον αμανέ, βλ. λ. αμανές·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα κανέναν ή η νίκη έχει πολλούς πατέρες, η ήττα είναι ορφανή, βλ. λ. πατέρας·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, βλ. λ. μάτι·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η τιμή τιμή δεν έχει (και χαρά στον που την έχει), βλ. λ. τιμή·
- θα είχατε την καλοσύνη να… ή θα είχατε την ευγενή καλοσύνη να…, βλ. λ. καλοσύνη·
- θα το ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- θα ’χει και δεύτερο ημίχρονο, βλ. λ. ημίχρονο·
- θα ’χουμε αναγούλες, βλ. λ. αναγούλα·
- θα ’χουμε ανατριχίλες, βλ. λ. ανατριχίλα·
- θα ’χουμε αρραβώνες, βλ. λ. αρραβώνας·
- θα ’χουμε αρραβωνιάσματα, βλ. λ. αρραβώνιασμα·
- θα ’χουμε άσχημα ξεμπερδέματα ή θα ’χουμε κακά ξεμπερδέματα, βλ. λ. ξεμπέρδεμα·
- θα ’χουμε λαχτάρες, βλ. λ. λαχτάρα·
- θα ’χουμε νταραβέρια, βλ. λ. νταραβέρι·
- θα ’χουμε νταραβερίσματα, βλ. λ. νταραβέρισμα·
- θα ’χουμε ταραχή, βλ. λ. ταραχή·
- θα ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- θέλει να ’χει πάντα την τελευταία λέξη, βλ. λ. λέξη·
- θέλει να ’χει πάντα τον τελευταίο λόγο, βλ. λ. λόγος·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- ιδέα δεν έχω, βλ. λ. ιδέα·
- καβούρια έχεις; βλ. λ. καβούρι·
- καημό το ’χω, βλ. λ. καημός·
- κάθε ακαμάτρα και τρελή έχει την τύχη την καλή, βλ. λ. ακαμάτης·
- κάθε γέρος την πορδή του την έχει μόσκο, βλ. λ. γέρος·
- κάθε ξύλο έχει τον καπνό του, βλ. λ. καπνός1·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. λ. είδος·
- και οι τοίχοι έχουν αφτιά, βλ. λ. τοίχος·
- (και) τι δεν έχει! (για πρόσωπα) α. έχει μεγάλη ποσότητα, μεγάλη ποικιλία: «έχει πολλά λεφτά ο τάδε; -Και τι δεν έχει! Λεφτά, λίρες, ακίνητα, ομόλογα!». β. πάσχει από πολλές και διάφορες ασθένειες: «είδα που πηγαίνατε τον παππού σας στο νοσοκομείο, τι έχει; -Και τι δεν έχει! Καρδιά, στομάχι, ουρία!». γ. (για μαγαζιά, καταστήματα) διαθέτει μεγάλη ποικιλία αγαθών: «και τι δεν έχει αυτό το σούπερ μάρκετ! Από καρφίτσα μέχρι αεροπλάνο, που λέει ο λόγος»·
- (και) τι σχέση έχει; βλ. λ. σχέση·
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, βλ. λ. μυρμήγκι·
- καιρό έχω να…, βλ. λ. καιρός·
- κάλλιο το ’χω να..., βλ. λ. κάλλιο·
- καλύτερα το ’χω να… ή το ’χω καλύτερα να…, βλ. λ. καλύτερος·
- καν ψωμί δεν είχαμε και πούτσα μέχρι το γόνα, βλ. λ. πούτσα·
- κανείς δεν ξέρει τι κουκούτσι έχει το αυριανό βερίκοκο, βλ. λ. κουκούτσι·
- καρφιά έχει η καρέκλα σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει η καρέκλα του, βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κέρατα έχει (είχε) αυτός και…, βλ. λ. κέρατο·  
- κι αν τα ’χει κι αν δεν τα ’χει (ενν. τα λεφτά), μου είναι αδιάφορο αν έχει λεφτά το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος, γιατί, από τη στιγμή που δεν τα χρησιμοποιεί, δεν τα ξοδεύει, δεν τα γλεντάει, είναι σαν να μην τα έχει. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το να, με παράλληλη κίνηση της παλάμης, που με την κόψη της δείχνει το μέρος των αχαμνών·
- κι είχα ένα ντέρτι! ή κι έχω ένα ντέρτι! ή κι είχαμε ένα ντέρτι! ή κι έχουμε ένα ντέρτι! βλ. λ. ντέρτι·
- κι είχα ένα σεβντά! ή κι είχα ένα σεβντά! ή κι είχαμε ένα σεβντά! ή κι έχουμε ένα σεβντά! βλ. λ. σεβντάς·
- κι είχα έναν γκαϊλέ! ή κι έχω έναν γκαϊλέ! ή κι είχαμε έναν γκαϊλέ! ή κι έχουμε έναν γκαϊλέ! βλ. λ. γκαϊλές·
- κι είχα έναν καημό! ή κι έχω έναν καημό! ή κι είχαμε έναν καημό! ή κι έχουμε έναν καημό! βλ. λ. καημός·
- κι είχα έναν νταλκά! ή κι έχω έναν νταλκά! ή κι είχαμε έναν νταλκά! ή κι έχουμε έναν νταλκά! βλ. λ. νταλκάς·
- κι είχα μια έγνοια! ή κι έχω μια έγνοια! ή κι είχαμε μια έγνοια! ή κι έχουμε μια έγνοια! βλ. λ. έγνοια·
- κι είχα μια καΐλα! ή κι έχω μια καΐλα! ή κι είχαμε μια καΐλα! ή κι έχουμε μια καΐλα! βλ. λ. καΐλα·
- κι είχα μια όρεξη! ή κι έχω μια όρεξη! ή κι είχαμε μια όρεξη! ή κι έχουμε μια όρεξη! βλ. λ. όρεξη·
- κι είχα μια σκασίλα! ή κι έχω μια σκασίλα! ή κι είχαμε μια σκασίλα! ή κι έχουμε μια σκασίλα! βλ. λ. σκασίλα·
- κι είχα μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχω μια σκορδοκαΐλα! ή κι είχαμε μια σκορδοκαΐλα! ή κι έχουμε μια σκορδοκαΐλα! βλ. λ. σκορδοκαΐλα·
- κι είχα μια σκοτούρα! ή κι έχω μια σκοτούρα! ή κι είχαμε μια σκοτούρα! η κι έχουμε μια σκοτούρα! βλ. λ. σκοτούρα·
- κι είχα μια στενοχώρια! ή κι έχω μια στενοχώρια! ή κι είχαμε μια στενοχώρια! ή κι έχουμε μια στεναχώρια! βλ. λ. στενοχώρια·
- κι είχα μια φαγούρα! ή κι έχω μια φαγούρα! ή κι είχαμε μια φαγούρα! ή κι έχουμε μια φαγούρα! βλ. λ. φαγούρα·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, βλ. λ. μάτι·
- κοιλιά γεμάτη αφτιά δεν έχει, βλ. λ. κοιλιά·
- κουρελού έχετε στην πόρτα σας; ή κουρελού έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. κουρελού·
- λίγο το ’χει! βλ. λ. λίγος·
- λίγο το ’χεις! βλ. λ. λίγος·
- μ’ έχει από αναβολή σ’ αναβολή, βλ. λ. αναβολή·
- μ’ έχει από αύριο σ’ αύριο, βλ. λ. αύριο·
- μ’ έχει από βδομάδα σε βδομάδα, βλ. λ. βδομάδα·
- μ’ έχει από Δευτέρα σε Δευτέρα, βλ. λ. Δευτέρα·
- μ’ έχει από μέρα σε μέρα, βλ. λ. μέρα·
- μ’ έχει από σήμερα σ’ αύριο ή μ’ έχει με το σήμερα με το αύριο, βλ. λ. σήμερα·
- μ’ έχει στα έντεκα βήματα, βλ. λ. βήμα·
- μ’ έχει στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- μ’ έχει στην κόντρα, βλ. λ. κόντρα·
- μ’ έχει στην πείνα, βλ. λ. πείνα·
- μ’ έχει στήσει, βλ. λ. στήνω·
- μ’ έχει στο κλασέ, βλ. λ. κλασέ·
- μ’ έχει στο κλάσιμο, βλ. λ. κλάσιμο·
- μ’ έχει στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- μ’ έχει στο πέναλτι, βλ. λ. πέναλτι·
- μ’ έχει στο περίμενε, βλ. λ. περιμένω·
- μ’ έχει τρελάνει, βλ. λ. τρελαίνω·
- μ’ έχει τρομάξει, βλ. λ. τρομάζω·
- μ’ έχει φάει, βλ. λ. τρώω·
- μ’ έχει φέρει ως το λαιμό, βλ. λ. λαιμός·
- μ’ έχει φυλακή, βλ. λ. φυλακή·
- μ’ έχουν κατά μέρος, βλ. λ. μέρος·
- μ’ έχουν στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- μ’ έχουν στην άκρη, βλ. λ. άκρη·
- μ’ έχουν στην απέξω, βλ. λ. απέξω·
- μ’ έχουν στην μπάντα, βλ. λ. μπάντα·
- μ’ έχουν τραπέζι, βλ. λ. τραπέζι·
- μα (και) ξεμά δεν έχει, βλ. λ. μα1·
- μανία που την έχει! βλ. λ. μανία·
- με δικό σου άνθρωπο φάε και πιες, αλισβερίσι μην έχεις, βλ. λ. αλισβερίσι·
- με τα μυαλά που έχει, θα το φάει το κεφάλι του ή με το μυαλό που έχει, θα το φάει το κεφάλι του, βλ. λ. μυαλό·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ.μεζές·
- μετρημό δεν έχουν, βλ. λ. μετρημός·
- μια ζωή την έχουμε, βλ. λ. ζωή·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. λ. μαλλί·
- μου ’χει κάνει μαύρη την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει κάψει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πάρει την καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- μου ’χει πολλά καμωμένα, βλ. λ. καμωμένα·
- μου την έχει σβουρίξει, βλ. λ. σβουρίζω·
- μου την έχουν στημένη, βλ. λ. στημένος·
- μου την έχουν στημένη τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- μπερντέ έχετε στην πόρτα σας; ή μπερντέ έχετε στο σπίτι σας; βλ. λ. μπερντέ·
- να σ’ είχα από καμιά μεριά! βλ. λ. μεριά·
- να σ’ έχει να σε χαίρεται! βλ. λ. χαίρομαι·
- να το ’χεις στο μυαλό σου, βλ. λ. μυαλό·
- να το ’χεις στο νου σου, βλ. λ. νους·
- να ’χα τα νιάτα σου! βλ. λ. νιάτα·
- να ’χα πουτάνας ριζικό, να ’χα ακαμάτρας μοίρα, βλ. λ. ακαμάτης·
- να ’χαμε να λέγαμε, έκφραση που δηλώνει πως η κουβέντα που γίνεται δεν έχει καμιά σοβαρότητα, αλλά γίνεται μόνο και μόνο για να περάσει η ώρα: «πιάσαμε την κουβέντα για διάφορα θέματα και να ’χαμε να λέγαμε || αρχίσαμε να κατηγορούμε όποιον θυμόμασταν και να ’χαμε να λέγαμε»·
- να ’χαν οι κουρούνες γνώση, να μας έδιναν καμπόση, βλ. λ. κουρούνα·
- να ’χει χάρη που…, βλ. λ. χάρη·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, βλ. λ.ευχή·
- να ’χεις χάρη τον…, βλ. λ. χάρη·
- να ’χουμε και το νου μας ή να ’χουμε το νου μας, βλ. λ. νους·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, βλ. λ. μάνα·
- ξέρει τι έχει ο βλάχος στο ντουρβά του, βλ. λ. βλάχος·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε, βλ. λ. διάβολος·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- ο καθένας την πορδή του μοσχολίβανο την έχει, βλ. λ. πορδή·
- ο καλός ο λόγος έξοδα δεν έχει κι αποδίδει πολλά, βλ. λ. λόγος·
- ο κόσμος το ’χει τούμπανο κι αυτός κρυφό καμάρι, βλ. λ. κόσμος·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο λωλός κουδούνια έχει, μοναχός του τα λαλάει, βλ. λ. λωλός·
- ο μεγάλος ανήφορος έχει και μεγάλο κατήφορο, βλ. λ. κατήφορος·
- ο πλούσιος έχει τα φλουριά και ο φτωχός τα γλέντια, βλ. λ. γλέντι·
- ο φαλακρός ψείρες δεν έχει, βλ. λ. ψείρα·
- ο χωριάτης άγιος κι αν γενεί, σκατένια έχει χάρη, βλ. λ. χωριάτης·
- οι γύφτοι τα μαλώματα, τα ’χουνε πανηγύρι, βλ. λ. γύφτος·
- οι έχοντες και κατέχοντες, βλ. λ. κατέχω·
- όλα έχουν ένα τέλος, βλ. λ. τέλος·
- όλα τα γουρούνια έχουν την ίδια μούρη, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα γουρούνια, μια μύτη έχουνε, βλ. λ. γουρούνι·
- όλα τα ’χε η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε) ή όλα τα ’χει η Μαριωρή (η Ζαφειρίτσα), ο φερετζές της έλειπε (τη μάρανε), βλ. λ. φερετζές·
- όλα τα ’χει ο μπαξές, βλ. λ. μπαξές·
- όλα τα ’χει το πανέρι, βλ. λ. πανέρι·
- όλοι έχουν την τιμή τους, βλ. λ. τιμή·
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
- όποιος έχει λεφτά, φυσάει και τη φλογέρα, βλ. λ. λεφτά·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, βλ. λ. μάτι·
- όποιος έχει νουνό, τρώει κουλούρι, βλ. λ. νονός·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στα λάχανα, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος έχει τα γένια, έχει και τα χτένια, βλ. λ. γένια·
- όποιος έχει τη μύγα, μυγιάζεται, βλ. λ. μύγα·
- όποιος έχει φίλο εκλεκτό, έχει μεγάλο θησαυρό, βλ. λ. φίλος·
- όποιος έχει ψώρα και παιδί, στη γειτονιά να μην κατεβεί, βλ. λ. γειτονιά·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, βλ. λ. ρούχο·
- οπού ’ναι γέρος μπουνταλάς, απού τα νιάτα το ’χει, βλ. λ. μπουνταλάς·
- οπού ’χει τύχη, γεννά κι ο πετεινός του, βλ. λ. πετεινός·
- όπως μου τα ’χεις φέρει, βλ. λ. όπως·
- όργωσε βαθιά και θα ’χεις πολύ σιτάρι, βλ. λ. σιτάρι·
- όρεξη για κουβέντα έχεις; βλ. λ. όρεξη·
- όρεξη που την έχεις! βλ. λ. όρεξη·
- όρεξη σ’ είχα! ή όρεξη σ’ έχω! ή όρεξη σ’ είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- όσα έχω και δεν έχω, βλ. λ. όσος·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- όταν δεις λύκου αχνάρια, έχε το νου σου στα πρόβατα, βλ. λ. λύκος·
- όταν έχεις τέτοιους φίλους, τι τους θέλεις τους εχθρούς! βλ. λ. φίλος·
- όταν έχεις, φύλαγε, σαν δεν έχεις, δούλευε, βλ. λ.δουλεύω·
- ό,τι έχετε ευχαρίστηση, βλ. λ. ευχαρίστηση·
- ό,τι έχω εμπρός μου, το λέγω του αντρός μου, βλ. λ.άντρας·
- ό,τι έχω και δεν έχω, βλ. λ. ό,τι·
- ό,τι κι αν έχεις στην καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ό,τι κι αν έχεις στο μυαλό, βλ. λ. μυαλό·
- ούτε κότες έχω, ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- ούτε παραγγελία να το ’χαμε! βλ. λ. παραγγελία·
- πες πως το ’χω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- πετροβολούν το δέντρο που έχει καρπούς, βλ. λ. δέντρο·
- πίσω έχει η αχλάδα την ουρά, βλ. λ. αχλάδα·
- πίσω μου σ’ έχω σατανά! βλ. λ. σατανάς·
- πόσο έχει; πόσο κοστίζει; πόσο τιμάται; σε ποια τιμή πουλιέται(;): «πόσο έχει αυτός ο αναπτήρας;». Συνών. πόσο κάνει; / πόσο πάει(;)·
- πού έχεις το μυαλό σου; ή πού το έχεις το μυαλό σου; βλ. λ. μυαλό·
- πού έχεις το νου σου; ή πού τον έχεις το νου σου; βλ. λ. νους·
- πού είχες τα γκαβά σου; ή πού τα ’χες τα γκαβά σου;  βλ. λ. γκαβά·
- πού είχες τα στραβά σου; ή πού τα ’χες τα στραβά σου; βλ. λ. στραβά·
- πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, βλ. λ. άνθρωπος·
- πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, βλ. λ. μέσα·
- προσέχουμε για να έχουμε, δηλώνει πως πρέπει να δαπανούνε, να καταναλώνουμε κάτι με μέτρο, με σύνεση: «κάνε κουμάντο στα έξοδά σου, γιατί προσέχουμε για να έχουμε». Από το διαφημιστικό σλόγκαν της ΕΥΔΑΠ για οικονομία στην κατανάλωση νερού·
- πώς έχουν τα πράγματα; βλ. λ. πρά(γ)μα·
- πώς την έχεις ακούσει; βλ. λ. ακούω·
- πώς την έχεις δει; βλ. λ. είδα·
- σ’ έχω έννοια ή σ’ έχω στην έννοια μου, βλ. λ. έννοια1·
- σ’ έχω σημειωμένο, βλ. λ. σημειωμένος·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν και σένα, βρε κασίδη, χίλιους έχουμε στο ξίδι, βλ. λ. κασίδης·
- σήμερα έχει κι αύριο δεν έχει, βλ. λ. σήμερα·
- σκασίλα που την έχω! ή σκασίλα που την είχαμε! βλ. λ. σκασίλα·
- σκόρδα να ’χει! (για πρόσωπα ή πράγματα), βλ. λ. σκόρδο·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχεις βλ. λ. σκουλήκι·
- σταματημό δεν έχει, βλ. λ. σταματημός·
- στερνή μου γνώση να σ’ είχα πρώτα! βλ. λ. γνώση·
- στη γλώσσα μου το ’χω, βλ. λ. γλώσσα·
- στο στόμα μου το ’χω, βλ. λ. στόμα·
- στόμα έχει και μιλιά δεν έχει, βλ. λ. στόμα·
- στόμα να ’χε, θα μιλούσε, βλ. λ. στόμα·
- στραβωμάρα έχεις; βλ. λ. στραβωμάρα·
- τα νύχια του έχουν πένθος, βλ. λ. νύχι·
- τα ’χαμε χύμα, μας ήρθανε και τσουβαλάτα, βλ. λ. χύμα·
- τα ’χασε ή τα ’χει χάσει (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), βλ. λ. χάνω·
- τα ’χει (ενν. με τον (την) τάδε), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, έχει ερωτικό δεσμό μαζί του (της): «απ’ ό,τι ξέρω, αυτό το παλικάρι τα ’χει με την κόρη του τάδε»·
- τα ’χει (ενν. με τον τάδε), το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι εκνευρισμένο, θυμωμένο, δυσαρεστημένο (με τον τάδε): «απ’ το πρωί τα ’χει με το λογιστή του και τον έχει τρελάνει στο βρισίδι»·
- τα ’χει κάνει, βλ. λ. κάνω·
- τα ’χει κάνει απάνω του, βλ. λ. απάνω του·
- τα ’χει μ’ όλο τον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τα ’χει μ’ όλους, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι εκνευρισμένο, θυμωμένο, δυσαρεστημένο με τους πάντες: «όταν είναι στα νεύρα του, τα ’χει μ’ όλους»·
- τα ’χει όλα στα πόδια του, βλ. λ. πόδι·
- τα ’χει παίξει, (για μηχανήματα) βλ. λ. παίζω·
- τα ’χει πιάσει, βλ. λ. πιάνω·
- τα ’χει πιασμένα, βλ. λ. πιασμένος·
- τα ’χει σωστά, βλ. λ. σωστός·
- τα ’χει τα λεφτά του, βλ. λ. λεφτά·
- τα ’χει τα χρονάκια του (της), βλ. λ. χρονάκι·
- τα ’χει τετρακόσια, βλ. λ. τετρακόσια·
- τα ’χει χαμένα (ενν. τα λογικά του, τα μυαλά του), βλ. λ. χαμένος·
- τα ’χουμε, με το πρόσωπο για το οποίο γίνεται λόγος, διατηρούμε ερωτικές σχέσεις: «με την τάδε τα ’χουμε τρεις μήνες»·
- τα ’χουμε καλά, βλ. λ. καλός·
- τα ’χουμε μιλημένα, βλ. λ. μιλημένος·
- τα ’χουμε μπλεγμένα, βλ. λ. μπλεγμένος·
- τα ’χουμε χαλασμένα, βλ. λ. χαλασμένος·
- τα ’χουν, (για ζευγάρια) έχουν ερωτικό δεσμό: «τα ’χουν από την εφηβική τους ηλικία κι όπου να ’ναι θα παντρευτούν»· 
- τα ’χω ή τα ’χουμε (ενν. τα λεφτά, τα χρήματα), είμαι πλούσιος: «απ’ τη στιγμή που τα ’χω, κοιτάζω να κάνω πιο εύκολη τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι τα ’χουν και τα μαζεύουν τη ζωή τους λιγοστεύουν // όταν στα μπουζούκια πάμε, τα ’χουμε και τα χαλάμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·  
- τα ’χω (με κάποιον, με κάποια), α. διατηρώ μαζί του (της) ερωτικό δεσμό: «τα ’χω μαζί της τρεις μήνες || με τον τάδε τα  ’χω μισό χρόνο». (Λαϊκό τραγούδι: τον έφαγε μια παστρικιά μια του παλιά αγαπητικιά, γιατί ο μπάρμπας μου θαρρώ κρυφά της τα ’χε από καιρό με την Αγγέλα του Αράπη). β. είμαι νευριασμένος με κάποιον (με κάποια), γιατί τον (την)  θεωρώ υπεύθυνο (υπεύθυνη) ή υπόλογο (υπόλογη) για κάτι κακό σε βάρος μου: «τα ’χει με τον τάδε, γιατί νομίζει πως είναι αυτός που τον κατηγόρησε»·
- τα ’χω για πέταμα (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ.πέταμα·
- τα ’χω παίξει, βλ. λ. παίζω·
- τα ’χω πάρει, βλ. λ. παίρνω·
- τα ’χω πελαγώσει, βλ. λ. πελαγώνω·
- τα ’χω στο παντελόνι (ενν. τα χρήματα), βλ. λ.παντελόνι·
- τα ’χω στον τόκο (ενν. τα λεφτά μου), βλ. λ. τόκος·
- τα ’χω τα κιλά μου, βλ. λ. κιλό·
- τα ’χω χαμένα, βλ. λ. χαμένος·
- τα ’χω χάσει, βλ. λ. χάνω·
- ταινία έχει! βλ. λ. ταινία·
- τη δροσιά του να ’χεις! βλ. λ. δροσιά·
- την αλήθεια πάντα κράτει και το ψέμα ας έχει αλάτι, βλ. λ. αλήθεια·
- την έγνοια σου είχα! ή την έγνοια σου έχω! ή την έγνοια σου είχαμε! βλ. λ. έγνοια·
- την έχει αράπικια (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. αράπικια·
- την έχει βασίλισσα στην καρδιά του, βλ. λ. βασιλιάς·
- την έχει γαϊδουρινή, (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. γαϊδουρινός·
- την έχει δει, βλ. λ. είδα·
- την έχει δει κάπως, βλ. λ. κάπως·
- την έχει ποντιακιά (ενν. την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. ποντιακός·
- την έχει χωρίς στεφάνι, βλ. λ. στεφάνι·
- την έχει ψωνίσει, βλ. λ. ψωνίζω·
- την έχω άσχημα, βλ. λ. άσχημος·
- την έχω βαμμένη, βλ. λ. βαμμένος·
- την έχω βαρεμένη, βλ. λ. βαρεμένος·
- την έχω βάψει, βλ. λ. βάφω·
- την έχω βιδωμένη, βλ. λ. βιδωμένος·
- την έχω γαμήσει ή την έχουμε γαμήσει, βλ. λ.γαμώ·
- την έχω (για) βιτρίνα (ενν. τη δουλειά, την επιχείρηση), βλ. λ. βιτρίνα·
- την έχω δοσμένη, βλ. λ. δοσμένος·
- την έχω πατημένη, βλ. λ. πατημένος·
- την έχω πατικωμένη (ενν. την κοιλιά μου), βλ. λ.πατικωμένος·
- την έχω πουτσίσει, βλ. λ. πουτσίζω·
- την έχω στημένη, βλ. λ. στημένος·
- την έχω στήσει, βλ. λ. στήνω·
- την έχω στο αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- την έχω στο εξτρέμ, βλ. λ. εξτρέμ·
- την έχω ψωνίσει, βλ. λ. ψωνίζω·
- την έχω ψωνισμένη, βλ. λ. ψωνισμένος·
- την όρεξή σου είχα! ή την όρεξή σου έχω! ή την όρεξή σου είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- την όρεξή του είχα! ή την όρεξή του έχω! ή την όρεξή του είχαμε! βλ. λ. όρεξη·
- την υγειά μας να ’χουμε! βλ. λ. υγειά·
- της πήρε ό,τι πολυτιμότερο είχε, βλ. λ. πολύτιμος·
- τι δουλειά έχει! ή τι δουλειά έχει να κάνει! βλ. λ. δουλειά·
- τι δουλειά έχει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; ή τι δουλειά έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. δουλειά·
- τι είχα, τι έχασα; ή τι είχαμε, τι χάσαμε; δηλώνει αδιαφορία για κάτι, από τη στιγμή που δεν το είχαμε ως δεδομένο: «επειδή δεν ήμουν σίγουρος αν θα πάει καλά η δουλειά, δεν έβαλα ούτε ευρώ κι απ’ τη στιγμή, που δεν πήγε καλά, τι είχαμε, τι χάσαμε». (Λαϊκό τραγούδι: τι είχαμε, τι χάσαμε, απλώς σε προσπεράσαμε). Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- τι έχει να γίνει! βλ. λ. γίνομαι·
- τι έχει να κάνει; δεν έχει καμιά σχέση, δε εξηγείται ή δε συνδέεται λογικά με τα προηγούμενα: «τώρα τι έχει να κάνει αυτό που λες; Μου φαίνεται πως δεν παρακολουθείς τη συζήτηση»·
- τι έχει να κάνει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει αυτός; βλ. λ. αυτός·
- τι έχει να κάνει ο φάντης με το ρετσινόλαδο; βλ. λ. φάντης·
- τι έχουμε; ποιος είναι ο λόγος που ήρθες; τι θέλεις(;): «τι έχουμε πρωί πρωί και μας επισκέφθηκες;»·
- τι έχουμε να μοιράσουμε; βλ. λ. μοιράζω·
- τι έχουν τα έρμα και ψοφάν; Με τον ήλιο τα βγάζω με τον ήλιο τα μπάζω, βλ. λ. έρμος·
- τι έχω να κάνω εγώ με…, βλ. λ. κάνω·
- τι έχω να χάσω; βλ. λ. χάνω·
- τι ιδέα έχεις για…, βλ. λ. ιδέα·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! βλ. λ. Θεός·
- τι λόγο είχε…, βλ. λ. λόγος·
- τι πρόγραμμα έχεις; βλ. λ. πρόγραμμα·
- τι σημασία έχει; βλ. λ. σημασία·
- τι σκατά έχεις; βλ. λ. σκατά·
- τι τα ’χουμε τα γαλόνια! βλ. λ. γαλόνι·
- τι τηλέφωνο έχεις; βλ. λ. τηλέφωνο·
- τι τον (την) έχεις; ποια είναι η σχέση που έχεις μαζί του; (της;): «τι τον έχεις αυτόν που μιλούσες προηγουμένως; Είναι συγγενής σου, φίλος σου ή απλώς γνωστός;»·
- τι ’χες Γιάννη, τι ’χα πάντα, βλ. λ. Γιάννης·
- τι ωφελεί ο καλός καραβοκύρης, σαν δεν έχει καλούς ναύτες; βλ. λ. καραβοκύρης·
- τιμώ τα παντελόνια που έχω, βλ. λ. παντελόνι·
- το γεμάτο πορτοφόλι έχει πολλούς φίλους, βλ. λ. πορτοφόλι·
- το ’δα τ’ όνειρο! ή το ’χα δει τ’ όνειρο! βλ. λ. όνειρο·
- το ίδιο το ’χω ή το ’χω το ίδιο, βλ. λ. ίδιος·
- το μήνα που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. μήνας·
- το πράγμα έχει ως εξής, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- το ’χασε ή το ’χει χάσει (ενν. το λογικό του, το μυαλό του) , βλ. λ. χάνω·
- το ’χει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το ’χει δίπορτο, βλ. λ. δίπορτο·
- το ’χει η μοίρα μου, βλ. λ. βλ. λ. μοίρα·
- το ’χει μέσα του, βλ. λ. μέσα·
- το ’χει πάρει (για) ψωμοτύρι, βλ. λ. ψωμοτύρι·
- το ’χει στη φλέβα του, βλ. λ. φλέβα·
- το ’χει στη φύση του, βλ. λ. φύση·
- το ’χει στο αίμα του, βλ. λ. αίμα·
- το ’χει στο πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- το ’χει σύστημα, βλ. λ. σύστημα·
- το ’χει τάμα να…, βλ. λ. τάμα·
- το ’χει το γραφτό μου, βλ. λ. γραφτό·
- το ’χει το ριζικό μου, βλ. λ. ριζικό·
- το ’χει το σκαρί του, βλ. λ. σκαρί·
- το ’χει χαμένο (ενν. το λογικό του , το μυαλό του), βλ. λ. χαμένος·
- το χρόνο που δεν έχει Πάσχα, βλ. λ. χρόνος·
- το ’χω ακουστά, βλ. λ. ακουστός·
- το ’χω ανάγκη και κόψιμο ή το ’χω κόψιμο κι ανάγκη, βλ. λ. ανάγκη·
- το ’χω αντέτι, βλ. λ. αντέτι·
- το ’χω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- το ’χω βάρος, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στη συνείδησή μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στην καρδιά μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βάρος στην ψυχή μου, βλ. λ. βάρος·
- το ’χω βιτρίνα (ενν. το μαγαζί, το κατάστημα), βλ. λ. βιτρίνα·
- το ’χω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για κάτι για το οποίο γίνεται λόγος: «αυτό τ’ αυτοκίνητο το ’χω για καλύτερο από κάθε άλλο». Συνών. το ξέρω για(…)·
- το ’χω για δρόμο, βλ. λ. δρόμος·
- το ’χω για κακό ή το ’χω σε κακό, βλ. λ. κακός·
- το ’χω για καλό ή το ’χω σε καλό, βλ. λ. καλός·
- το ’χω για ξέκαμα, βλ. λ. ξέκαμα·
- το ’χω (για) πασατέμπο, βλ. λ. πασατέμπος·
- το ’χω για σκότωμα, βλ. λ. σκότωμα·
- το ’χω δει το έργο, βλ. λ. έργο·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), βλ. λ. Θεός·
- το ’χω θετικό, βλ. λ. θετικός·
- το ’χω καημό, βλ. λ. καημός·
- το ’χω καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- το ’χω κρυφό καμάρι, βλ. λ. καμάρι·
- το ’χω μαράζι, βλ. λ. μαράζι·
- το ’χω μεγάλο βάσανο, βλ. λ. βάσανο·
- το ’χω μεγάλο βραχνά, βλ. λ. βραχνάς.
- το ’χω μεράκι, βλ. λ. μεράκι·
- το ’χω παράπονο, βλ. λ. παράπονο·
- το ’χω πάρει από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- το ’χω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- το ’χω πώς και πώς ή το ’χω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- το ’χω ραμμένο (ενν. το στόμα μου), βλ. λ. ραμμένος·
- το ’χω ρίξει στην τρελή, βλ. λ. τρελός·
- το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. λ. μάτι·
- το ’χω σίγουρο, βλ. λ. σίγουρος·
- το ’χω στα υπόψη ή το ’χω στα υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- το ’χω στη σκέψη μου, βλ. λ. σκέψη·
- το ’χω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- το ’χω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- το ’χω υπό την υποψία μου, βλ. λ. υποψία·
- το ’χω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- τον έχει δεμένο στη βρακοζώνα της, βλ. λ. βρακοζώνα·
- τον έχει με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τον (την) έχει μόνο για κατούρημα (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή), βλ. λ. κατούρημα·
- τον έχει σαν βασιλιά, βλ. λ. βασιλιάς·
- τον έχει σαν πασά, βλ. λ. πασάς·
- τον (την) έχει σκυλάκι πίσω της (του), βλ. λ. σκυλάκι·
- τον έχει στο βρακί της ή τον έχει δεμένο στο βρακί της, βλ. λ. βρακί·
- τον έχει της γούνας του γιακά, βλ. λ. γούνα·
- τον έχει της γούνας του μανίκι, βλ. λ. γούνα·
- τον έχουν αποφασίσει, βλ. λ. αποφασίζω·
- τον έχουν αποφασισμένο, βλ. λ. αποφασισμένος·
- τον έχουν από κλότσο κι από μπάτσο ή τον έχουν του κλότσου και του μπάτσου, βλ. λ. κλότσος·
- τον έχουν σαν βασιλόπουλο, βλ. λ. βασιλόπουλο·
- τον έχουν στάμπα, βλ. λ. στάμπα·
- τον έχω, τον θεωρώ, τον υπολογίζω: «τον έχω ικανό για πολλά πράγματα αυτόν τον άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: στη γειτονιά με είχανε πρώτο παλικάρι και πάντα λυμένο για καβγά είχα το ζωνάρι). Συνών. τον βλέπω·
- τον έχω ακουστά, βλ. λ. ακουστός·
- τον έχω αλέστα, βλ. λ. αλέστα·
- τον έχω ανάμεσα (μέσα) στα πόδια μου, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω από δίπλα, βλ. λ. δίπλα·
- τον έχω από κάτω (μου), βλ. λ. κάτω·
- τον έχω από κοντά, βλ. λ. κοντά·
- τον έχω από πάνω μου, βλ. λ. πάνω·
- τον έχω από πίσω (μου), βλ. λ. πίσω·
- τον έχω άχτι, βλ. λ. άχτι·
- τον έχω για…, δηλώνει πως έχουμε διαμορφωμένη άποψη για το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος: «τον έχω για φερέγγυο άνθρωπο». Συνών. τον ξέρω για(…)·  
- τον έχω βήμα προς βήμα, βλ. λ. βήμα·
- τον έχω (για) βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- τον έχω για ξέκαμα, βλ. λ. ξέκαμα·
- τον έχω για παράδειγμα, βλ. λ. παράδειγμα·
- τον έχω γινάτι, βλ. λ. γινάτι·
- τον έχω γλείψιμο, βλ. λ. γλείψιμο·
- τον έχω γραμμένο, βλ. λ. γραμμένος·
- τον έχω γραμμένο στο τεφτέρι, βλ. λ. τεφτέρι·
- τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω δεμένο (χειροπόδαρα), δεμένος·
- τον έχω δεξί μου χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω έγνοια, βλ. λ. έγνοια·
- τον έχω εικόνισμα, βλ. λ. εικόνισμα·
- τον έχω ζεσταμένο, βλ. λ. ζεσταμένος·
- τον έχω ζεστό, βλ. λ. ζεστός·
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό (μου) ή τον έχω σαν Θεό (μου), βλ. λ. Θεός·
- τον έχω ικανό για όλα, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω ικανό να…, βλ. λ. ικανός·
- τον έχω καβάλα, βλ. λ. καβάλα·
- τον έχω κατουρημένο, βλ. λ. κατουρημένος·
- τον έχω κάτω απ’ τις φτερούγες μου, βλ. λ. φτερούγα·
- τον έχω κάτω από τη σκέπη μου ή τον έχω υπό τη(ν) σκέπη(ν) μου, βλ. λ. σκέπη·
- τον έχω κλαρίνο, βλ. λ. κλαρίνο·
- τον έχω κλασμένο, βλ. λ. κλασμένος·
- τον (την) έχω κορόνα στο κεφάλι μου, βλ. λ. κορόνα·
- τον έχω λάσκα, βλ. λ. λάσκα·
- τον έχω λάσκο, βλ. λ. λάσκος·
- τον έχω μανία, βλ. λ. μανία·
- τον έχω με το μεροκάματο, βλ. λ. μεροκάματο·
- τον έχω με το μέρος μου, βλ. λ. μέρος·
- τον έχω με το πιστόλι στον κρόταφο, βλ. λ. κρόταφος·
- τον (την, το) έχω μέσα μου (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), βλ. λ. μέσα·
- τον έχω (μέσα) στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω μη βρέξει και μη στάξει ή τον έχω μη στάξει και μη βρέξει, βλ. λ. στάζω·
- τον έχω μη στάξει, βλ. λ. στάζω·
- τον έχω όλο μπροστά μου, βλ. λ. μπροστά·
- τον έχω όλο στα μάτια μου, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω όλο στο στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- τον έχω ουρά μου, βλ. λ. ουρά·
- τον έχω πάνω απ’ το κεφάλι μου, βλ. λ. κεφάλι·
- τον έχω πάρει από φόβο, βλ. λ. φόβος·
- τον έχω πείσμα, βλ. λ. πείσμα·
- τον έχω περί πολλού, βλ. λ. πολύς·
- τον έχω πίκα, βλ. λ. πίκα·
- τον έχω πνιγμένο στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- τον έχω πυρ και μανία, βλ. λ. πυρ·
- τον (την) έχω πώς και πώς ή τον (την) έχω πώς και τι, βλ. λ. πώς·
- τον έχω σ’ εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σαν τα μάτια μου τα δυό, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω σε απόσταση, βλ. λ. απόσταση·
- τον έχω σε απόσταση βολής, βλ. λ. βολή2·
- τον έχω σε βαθιά εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σε δεύτερη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σε μεγάλη εκτίμηση, βλ. λ. εκτίμηση·
- τον έχω σε πρώτη μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σε τελευταία μοίρα, βλ. λ. μοίρα·
- τον έχω σήκω σήκω, κάτσε κάτσε ή τον έχω σήκω κάτσε, κάτσε σήκω, τον εξουσιάζω απόλυτα, μου είναι δουλικά αφοσιωμένος οικειοθελώς ή εξαναγκαστικά, τον κάνω ό,τι θέλω. (Λαϊκό τραγούδι: να υποφέρεις και να σου λείπω, εγώ δεν είμαι η γυναίκα κάτσε σήκω
- τον έχω σούζα, βλ. λ. σούζα·
- τον έχω στα γκάζια, βλ. λ. γκάζι·
- τον έχω στα μέσα και στα έξω, βλ. λ. μέσα·
- τον (την) έχω στα πούπουλα, βλ. λ. πούπουλο·
- τον έχω στη δίαιτα, βλ. λ. δίαιτα·
- τον έχω στη δούλεψή μου, βλ. λ. δούλεψη·
- τον έχω στη ράχη μου, βλ. λ. ράχη·
- τον έχω στη σαλαμούρα, βλ. λ. σαλαμούρα·
- τον έχω στη σέντρα, βλ. λ. σέντρα·
- τον έχω στη σκέψη μου, βλ. λ. σκέψη·
- τον έχω στη σκιά μου, βλ. λ. σκιά·
- τον έχω στην ανάπαυση, βλ. λ. ανάπαυση·
- τον έχω στην καμπούρα μου, βλ. λ. καμπούρα·
- τον έχω στην καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- τον έχω στην μπούκα (του κανονιού, του ντουφεκιού), βλ. λ. μπούκα·
- τον έχω στην πλάτη μου, βλ. λ. πλάτη·
- τον έχω στην τσέπη μου, βλ. λ. τσέπη·
- τον έχω στην τσίλια, βλ. λ. τσίλια·
- τον έχω στην τσίτα, βλ. λ. τσίτα·
- τον έχω στο αράουτ, βλ. λ. αράουτ·
- τον έχω στο ένα πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω στο εξτρέμ, βλ. λ. εξτρέμ·
- τον έχω στο ζέψιμο, βλ. λ. ζέψιμο·
- τον έχω στο κόρνερ, βλ. λ. κόρνερ·
- τον έχω στο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον έχω στο μυαλό μου, βλ. λ. μυαλό·
- τον έχω στο νου μου, βλ. λ. νους·
- τον έχω στο περιθώριο, βλ. λ. περιθώριο·
- τον έχω στο περίμενε, βλ. λ. περιμένω·
- τον έχω στο πήγαιν’ έλα, βλ. λ. έλα·
- τον έχω (στο) πλάι μου, βλ. λ. πλάι·
- τον έχω στο πόδι, βλ. λ. πόδι·
- τον έχω στο σβέρκο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον έχω στο στόχαστρο, βλ. λ. στόχαστρο·
- τον έχω στο σύρε κι έλα, βλ. λ. έλα·
- τον έχω στο τζαρτζάρισμα, βλ. λ. τζαρτζάρισμα·
- τον έχω στο τσεπάκι μου, βλ. λ. τσεπάκι·
- τον έχω στο τσιγάρισμα, βλ. λ. τσιγάρισμα·
- τον έχω στο τσιτσίρι, βλ. λ. τσιτσίρι·
- τον έχω στο χέρι, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. λ. διάβολος·
- τον έχω στου κούκου το σημάδι, βλ. λ. κούκος·
- τον έχω της καρπαζιάς, βλ. λ. καρπαζιά·
- τον έχω του χεριού μου, βλ. λ. χέρι·
- τον έχω υπ’ ατμόν, βλ. λ. ατμός·
- τον έχω υπόψη μου, βλ. λ. υπόψη·
- τον έχω φούρκα ή τον έχω μια φούρκα! βλ. λ.φούρκα·
- τον έχω φτυσμένο, βλ. λ. φτυσμένος·
- τον έχω χεσμένο, βλ. λ. χεσμένος·
- του έχω απωθημένα, βλ. λ. απωθημένο·
- του τα ’χω από καιρό μαζεμένα ή του τα ’χω από καιρό φυλαγμένα, βλ. λ. καιρός·
- του την έχω στημένη, βλ. λ. στημένος·
- του την έχω φυλαγμένη, βλ. λ. φυλαγμένος·
- του το ’χω φυλαγμένο, βλ. λ. φυλαγμένος·
- του το ’χω φυλάξει, βλ. λ. φυλάω·
- του χρόνου που δεν έχει Σάββατο, βλ. λ. χρόνος·
- του ’χω αδυναμία, βλ. λ. αδυναμία·
- του ’χω πολλά μαζεμένα, βλ. λ. μαζεμένος·
- του χωριού ο άγιος δόξα δεν έχει, βλ. λ. άγιος·
- τους έχει όλους με τη βέργα, βλ. λ. βέργα·
- τους έχει όλους σαν στρατιωτάκια, βλ. λ. στρατιωτάκι·
- τύφλα να ’χ’ ο Μάρλο Μπράντο, βλ. λ. τύφλα·
- τύφλα να ’χει…, βλ. λ. τύφλα·
- τώρα τις Αποκριές έχουν τα μουνιά χαρές, βλ. λ.Αποκριά·
- υγεία να ’χουμε! βλ. λ. υγεία·
- υστερνέ μου λογισμέ να σ’ είχα πρώτα! βλ. λ. λογισμός·
- φτωχός άγιος δοξολογία δεν έχει, βλ. λ. φτωχός·
- φωλιά δεν έχει, αβγό δεν κάνει, βλ. λ. φωλιά·
- χόρευε κυρά και σειου, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.
- ψωλή καυλωμένη, συγγένεια δεν έχει, βλ. λ. ψωλή·
- ψωμί δεν είχαμε, τυρί μας ήρθε, βλ. λ. τυρί·
- ψωμί τυρί δεν είχαμε, χοντρή ψωλή γυρεύαμε, βλ. λ. ψωλή.

κώλος

κώλος, ο, ουσ. [<μσν. κῶλος <αρχ. επίθ. κῶλον (ενν. έντερον)]. 1. οι γλουτοί, τα πισινά, τα κωλομέρια, τα κωλομάγουλα: «όπως περνούσε από δίπλα της, της έδωσε μια τσιμπιά στον κώλο». 2. ο πρωκτός: «όταν είμαι δυσκοίλιος, με πονάει ο κώλος μου». 3. τα νώτα: «του γύρισε τον κώλο του κι έφυγε». 4. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, τιποτένιος: «δε θέλω να ’χω πάρε δώσε με κάτι κώλους σαν και σένα». 5. απευθύνεται και με υποτιμητική ή υβριστική διάθεση: «ναι, ρε κώλε, κάτι μας είπες τώρα! || έλα δω, ρε κώλε, γιατί με κατηγόρησες;». 6. το πίσω μέρος του παντελονιού που εφάπτεται στους γλουτούς: «πήγαινε ν’ αλλάξεις παντελόνι, γιατί αυτό που φοράς, τρύπησε ο κώλος του». 7. άνθρωπος με πρόσωπο άσχημο ή όμορφο, ανάλογα με τη σεξουαλική διάθεση εκείνου που το λέει: «ήταν άσχημος σαν κώλος», λέει ένας συνηθισμένος άνθρωπος, γιατί στο νου του ο κώλος είναι το σημείο αποβολής των ακαθαρσιών, των περιττωμάτων του ανθρώπινου οργανισμού, ενώ ένας σοδομιστής που ο κώλος είναι το σημείο εκτόνωσης, ικανοποίησης της σεξουαλικής του ορμής, θα πει: «ήταν όμορφος σαν κώλος». Στη δεύτερη περίπτωση η φρ. συνοδεύεται από χειρονομία με τα δάχτυλα του χεριού ενωμένα στις άκρες τους να έρχονται στα χείλη και, μόλις δεχτούν ένα ρουφηχτό και ηχηρό φιλί, το χέρι να τινάζεται μπροστά και λίγο προς τα πάνω και τα δάχτυλα να ανοίγουν ελευθερώνοντας την παλάμη. 8. για το άτομο που έχει αδικαιολόγητη υπεροπτική συμπεριφορά και επιδεικνύει προσποιητή ανδρεία, λέγονται και οι παρακάτω φράσεις: μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος επεισόδιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο / μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι. Από τα παιδιά της δεκαετίας του 1950 και λιγότερο του 1960 άκουγα που απάγγειλαν χάριν αστεϊσμού στην παρέα ή εν χορώ το παρακάτω ποιηματάκι: ο Γιώργος (ή όποιο άλλο όνομα) το καλό παιδί και τ’ άξιο παλικάρι, γαϊδάρου κώλο φίλησε και πήρε ένα δεκάρι, και το δεκάρι το ’δωσε και πήρε μια κουτάλα και πήγε στον απόπατο να φάει φασουλάδα. (Ακολουθούν 262 φρ.)·
- αγκάθια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. αγκάθι·
- αγκάθια έχει ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- αν βαστάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου βαστάει ο κώλος έλα, αν τολμάς, αν έχεις το θάρρος, έλα να αναμετρηθούμε δυναμικά, έλα να μαλώσουμε·
- αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν τρως ψάρια, χωρίς κόπο και προσπάθεια δεν μπορείς να αποκτήσεις κάτι καλό, δεν μπορείς να έχεις κάποιο όφελος: «πρέπει να κοπιάσεις πολύ για ν’ αποκτήσεις τα καλά που ονειρεύεσαι, γιατί είναι γνωστό πως στη ζωή, αν δε βρέξεις τον κώλο σου, δεν πιάνεις ψάρια». Συνών. αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν πιάνεις ψάρια ή αν δε βρέξεις τα πόδια σου, δεν τρως ψάρια / αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δεν τελειώνει η δουλειά·
- αν δεν ιδρώσει ο κώλος σου, δε βγαίνει δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- αν έχεις κώλο, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- αν κρατάει ο κώλος σου, έλα ή αν σου κρατάει ο κώλος, έλα, βλ. φρ. αν βαστάει ο κώλος σου, έλα·
- άναψε ο κώλος μου, α. βρίσκομαι για πολλή ώρα καθισμένος στην ίδια θέση: «άντε, ρε παιδιά, πάμε και καμιά βόλτα, γιατί άναψε ο κώλος μου να κάθομαι τόσες ώρες σ’ αυτή την καρέκλα!». β. κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «άναψε ο κώλος μου να τρέχω απ’ το πρωί από γραφείο σε γραφείο για να μαζέψω όλες τις υπογραφές»· βλ. και φρ. πήρε ο κώλος μου φωτιά·
- άνοιξε ο κώλος μου, α. έχω μεγάλη τύχη, μου έρχονται όλα πολύ ευνοϊκά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, άνοιξε ο κώλος μου». β. κερδίζω ασταμάτητα σε χαρτοπαίγνιο: «απ’ τη στιγμή που κάθισε αυτός ο τύπος δίπλα μου, μου ’φερε τόσο γούρι, που άνοιξε ο κώλος μου»·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, εξουθενώθηκα από την κούραση, από την προσπάθεια που κατέβαλα: «μια στιγμή να καθίσω λιγάκι, γιατί άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο απ’ τη μετακόμιση»·
- απ’ τον κώλο ως το μουνί ή απ’ το μουνί ως τον κώλο, έκφραση με την οποία θέλουμε να χαρακτηρίσουμε μια πάρα πολύ μικρή, κοντινή απόσταση: «το σπίτι μου απ’ το σημείο που βρισκόμαστε είναι απ’ τον κώλο ως το μουνί και θα πάρουμε ταξί!». Πρβλ.: απ’ τη ζωή ως το θάνατο είν’ ένα μονοπάτι κι από τον κώλο ως το μουνί δυο δάχτυλα και κάτι·
- άσ’ αυτά του κώλου! ειρωνική αμφισβήτηση ή απόρριψη των προτάσεων κάποιου, γιατί θεωρούμε πως μας λέει ψέματα ή γιατί αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «αν μου δανείσεις σήμερα ένα εκατομμύριο, σε δυο μέρες θα σου το επιστρέψω διπλό. -Άσ’ αυτά του κώλου!». Συνών. άσ’ αυτά τα σάπια(!)· 
- άσπρος κώλος, μαύρος κώλος, στον πόρο θα φανεί, βλ. λ. πόρος·
- αυτά που κρατάς, θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιδιώκει να μας προκαλέσει ή να μας υποβαθμίσει επιδεικνύοντάς μας τα λεφτά του. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτά που κρατάς, να τα βάλεις στον κώλο σου (ενν. συνήθως τα λεφτά), βλ. φρ. αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου·
- αυτά που κρατάς, να τα χώσεις στον κώλο σου, α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που προσπαθεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό, με κάποια λεφτά. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση. γ. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποια δημόσια έγγραφα·
- αυτή η δουλειά θέλει κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- αυτό που κρατάς, θα στο βάλω στον κώλο σου, βλ. φρ. αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου·
- αυτό που κρατάς, θα στο χώσω στον κώλο σου, α. επιθετική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που, μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι. β. λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα και στην περίπτωση που, για να μας εκφοβίσει κάποιος, επισείει μπροστά μας κάποιο δημόσιο έγγραφο·
- βάζει κρέας στον κώλο του, βλ. λ. κρέας·
- βάζει τσιτσί στον κώλο του, βλ. λ. τσιτσί·
- βάζω κώλο, στοιχηματίζω με απόλυτη σιγουριά: «εγώ βάζω κώλο πως θα γίνουν τα πράγματα έτσι όπως σας τα λέω». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό, ιδίως πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, να αφήσει να χρησιμοποιήσουν τον κώλο του όπως οι άλλοι θέλουν·
- βάλ’ το στον κώλο σου! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα! / βάλ’ το στον πάγο! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βγάζει φωτιές απ’ τον κώλο του ή βγάζει απ’ τον κώλο του φωτιές, βλ. λ. φωτιά·
- βγάζει φωτιές ο κώλος του ή βγάζει ο κώλος του φωτιές, βλ. λ. φωτιά· 
- βγήκαν τα σκατά να κοροϊδέψουν τον κώλο, βλ. λ. σκατά·
- βελόνες έχει ο κώλος σου; βλ. λ. βελόνα·
- βελόνες έχει ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- βλέπει κι ο κώλος του, βλ. συνηθέστ. έχει και στον κώλο μάτια·
- βλέπω του κώλου μου την τρύπα, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «κάθε μέρα βλέπω του κώλου μου την τρύπα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το διάβολό μου / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου· βλ. και φρ. είδα του κώλου μου την τρύπα·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει η σκούφια μας, βλ. λ. βρακί·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, βλ. λ. βρακί·
- βρήκε μπόλικη μυτζήθρα ο γύφτος κι άλειψε και στον κώλο του, βλ. λ. γύφτος·
- γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί, έκφραση αδιαφορίας προς το άτομο που μας πληροφορεί για τις απειλές που εκτοξεύει κάποιος εναντίον μας, και έχει την έννοια πως δεν μπορεί να μας κάνει τίποτα: «ο τάδε λέει πως, αν σε συναντήσει, θα σε σπάσει στο ξύλο. -Γάιδαρος γκαρίζει; Κώλος του πονεί»·
- γαμώ τον κώλο μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου. Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ: «γαμώ τον κώλο μου γαμώ, όλα τα στραβά σε μένα θα τύχουν!». Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τον κώλο σου! ή σου γαμώ τον κώλο! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «γιατί ρε, γαμώ τον κώλο σου, ασχολείσαι συνέχεια με μένα! || σου γαμώ τον κώλο αν ξαναφύγεις απ’ τη δουλειά χωρίς να πάρεις άδεια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ό,τι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- για να σφίγγουν οι κώλοι ή για να σφίξουν οι κώλοι, λέγεται στην περίπτωση που κάποια ενέργεια γίνεται για εκφοβισμό: «κάθε τόσο βάζει δεξιά αριστερά τις φωνές για να σφίγγουν οι κώλοι»·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. λ. Θεός·
- γίναμε κώλος, μαλώσαμε άγρια, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «πιάσαμε κουβέντα για τα πολιτικά και γίναμε κώλος»·
- γλείφω κώλο, α. έκφραση με την οποία θέλουμε να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε: «γλείφω κώλο, αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως τα λέω. β. επιθυμώ να αποκτήσω κάτι πάρα πολύ: «γλείφω κώλο για να πάρω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει τον κώλο κάποιου·
- γλείφω κώλους, ταπεινώνομαι σε διάφορους για να πετύχω κάτι: «τον τελευταίο καιρό γλείφω κώλους για να διορίσω το γιο μου στο δημόσιο». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό ή μειωτικό σε κάποιον να γλείφει διάφορους κώλους·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, γυμνός ο κώλος τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- γυναίκα δίχως κώλο, λιμάνι δίχως μόλο, βλ. λ. γυναίκα·
- γυναίκα οπού περπατεί και τον κώλο της κουνεί, έχε την χωρίς τιμή, βλ. λ. γυναίκα·
- δε γαμιέσαι ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! ή δεν πα(ς) να γαμηθείς ν’ ασπρίσει ο κώλος σου! βλ. λ. γαμιέμαι· 
- δεν αγαπάει παρά τον κώλο του, βλ. φρ. κοιτάζει μόνο τον κώλο του·
- δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «δεν μπορώ ν’ ασχοληθώ μαζί σου, γιατί δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω συνεχή δουλειά: «έχω ένα μικρό σούπερ μάρκετ και κάθε Σάββατο δεν αδειάζω να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν αδειάζω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν αδειάζω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν έχει εμπιστοσύνη ούτε στον κώλο του, βλ. λ. εμπιστοσύνη·
- δεν έχει κώλο για κάθισμα, είναι πολύ δραστήριος, είναι αεικίνητος: «δεν μπορεί να μείνει μια στιγμή ήσυχος, γιατί δεν έχει κώλο για κάθισμα, κι όλο με κάτι θέλει να καταγίνεται»·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του ή δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. λ. βρακί·
- δεν κάθεται στον κώλο του, είναι πολύ εργατικός, πολύ δραστήριος: «απ’ το πρωί που θα ξυπνήσει μέχρι να βραδιάσει, δεν κάθεται στον κώλο του»·
- δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου, σε πολύ γρήγορο χρονικό διάστημα, σχεδόν αστραπιαία: «δεν πρόλαβα να ξύσω τον κώλο μου κι αυτός μου την κοπάνησε». Συνών. δεν πρόλαβα να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν πρόλαβα να ξύσω  τ’ αφτί μου / δεν πρόλαβα να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου, α. είμαι πολύ απασχολημένος: «μου ’φεραν να ελέγξω όλα τα λογιστικά βιβλία της επιχείρησης και δεν προλαβαίνω να ξύσω τον κώλο μου». β. έχω πολλή και συνεχή δουλειά: «είχα τόση δουλειά σήμερα, που δεν προλάβαινα να ξύσω τον κώλο μου». Συνών. δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αρχίδια μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τ’ αφτί μου / δεν προλαβαίνω να ξύσω τη μύτη μου·
- δεν του βαστάει ο κώλος! δεν έχει το θάρρος, τη δύναμη να αναμετρηθεί με κάποιον: «μην τον ακούς που λέει πως, αν τον συναντήσει, θα τον δείρει, γιατί δεν του βαστάει ο κώλος!»·
- δίνω κώλο, επιθυμώ τόσο πολύ να πετύχω ή να αποκτήσω κάτι, που μπορώ να κάνω και πράγματα μειωτικά για τον εαυτό μου: «δίνω κώλο για μια θέση στο δημόσιο || δίνω κώλο για ν’ αποκτήσω κι εγώ ένα τέτοιο αυτοκίνητο». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- δουλειά του κώλου ή του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, βλ. λ. κεφάλι·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο (ενν. από το καθισιό), δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω ασύστολα: «τον τελευταίο καιρό έχω τέτοια σπαρίλα, που έβγαλε ο κώλος μου κάλο»·
- έβγαλε ο κώλος μου κάλο ή έβγαλε κάλο ο κώλος μου (ενν. από το καθισιό, από το κάθισμα, από την καρέκλα), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να περπατήσουμε λίγο, γιατί έβγαλε ο κώλος μου κάλο όλη τη μέρα καθισμένος πίσω απ’ το γραφείο». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μην καθυστερήσω λεπτό): «σ’ ένα μήνα δίνει εξετάσεις κι έβγαλε ο κώλος του κάλο απ’ το διάβασμα»·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή μου: «είσαι πολύ μικρός για να με ξεγελάσεις, γιατί, εμένα που με βλέπεις, έβγαλε ο κώλος μου μαλλί τόσα χρόνια στην πιάτσα». Από το ότι το άτομο που έχει τρίχες (μαλλί) στον κώλο του, είναι και μεγάλο στην ηλικία, πράγμα που παραπέμπει στην πείρα που θα έχει αποκτήσει· βλ. και φρ. μάλλιασε ο κώλος μου·
- έγινα κώλος, λερώθηκα πάρα πολύ: «θέλησα να επιδιορθώσω τ’ αυτοκίνητό μου κι έγινα κώλος με τα λάδια και τα γράσα». Από την εικόνα του ατόμου που τα έκανε απάνω του·
- έγινε κώλος, (για μηχανήματα)έπαθε μεγάλη ζημιά, καταστράφηκε: «έφαγε τέτοιο τράκο τ’ αυτοκίνητο, που έγινε κώλος»·
- έγινε κώλος η δουλειά ή η δουλειά έγινε κώλος, βλ. λ. δουλειά·
- έγινε κώλος το πράμα ή το πράμα έγινε κώλος, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- έγινε ο κώλος μου σαν γαρίφαλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο, βλ. φρ. άνοιξε ο κώλος μου σαν τριαντάφυλλο·
- έγινε ο κώλος μου σαν τάλιρο, βλ. λ. τάλιρο·
- έγινε σαν της μαϊμούς τον κώλο, βλ. λ. μαϊμού·
- έγινε σαν τον κώλο σου η δουλειά ή η δουλειά έγινε σαν τον κώλο σου, βλ. λ. δουλειά·
- εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κανείς το παράπονό του για απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του, ή στην περίπτωση που το αποκλείουν χωρίς λόγο από μια διαδικασία, από μια ομαδική εκδήλωση ή και μοιρασιά: «γιατί, ρε παιδιά, να μην έρθω μαζί στην εκδρομή, εγώ από κώλο βγήκα; || εμείς από κώλο βγήκαμε, ρε παιδιά, και δε μου δίνεται και μένα κάτι απ’ την μπάζα που κάναμε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κανείς κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω κι εγώ εκδρομή, εμείς από κώλο βγήκαμε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για το άτομό του. Συνών. εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε; / εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; / εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε(;)·
- εδώ το καζάνι βράζει κι ο κώλος της μαϊμούς γιορτάζει, βλ. λ. καζάνι·
- είδα του κώλου μου την τρύπα, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από βέβαιο θάνατο: «κάναμε τέτοια τράκα, που είδα του κώλου μου την τρύπα». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το διάβολό μου / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου · βλ. και φρ. βλέπω του κώλου μου την τρύπα·
- είδε η μαϊμού τον κώλο της και φοβήθηκε, βλ. λ. μαϊμού·
- είμαι με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- είναι για τον κώλο μου πεσκέσι ή είναι του κώλου μου πεσκέσι, βλ. φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κώλος ακάθιστος, δεν μπορεί να μείνει για μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση, είναι αεικίνητος: «δεν μπορείς να τον περιορίσεις πουθενά αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι κώλος ακάθιστος»·
- είναι κώλος και βρακί, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος, είναι πάντα μαζί, είναι αχώριστοι, είναι στενά συνδεδεμένοι, είναι πολύ φίλοι: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν είναι κώλος και βρακί»·
- είναι κώλος ξεβράκωτος, α. είναι πάρα πολύ φτωχός: «δεν τον θέλουν στην παρέα τους τα πλουσιόπαιδα, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος». β. λέει, διαδίδει ό,τι του εμπιστεύεται κάποιος, δεν μπορεί να κρατήσει μυστικό: «μην κάνεις το λάθος και του εμπιστευτείς κάποιο μυστικό, γιατί είναι κώλος ξεβράκωτος και θα το μάθουν οι πάντες»·
- είπαμε του λωλού να κλάσει κι έβγαλε τον κώλο του, βλ. λ. κλάνω·
- έκανα κώλο τη δουλειά ή έκανα σαν τον κώλο μου τη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- έκανε (κι) η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο, βλ. λ. μύγα·
- έκανε ο κώλος μου πίου πίου, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη, ευχάριστη ή δυσάρεστη: «μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του, έκανε ο κώλος μου πίου πίου || έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να οδηγεί τέτοια αυτοκινητάρα!». β. εκνευρίστηκα πάρα πολύ: «έκανε ο κώλος μου πίου πίου, μόλις τον είδα να βρίζει γέρο άνθρωπο και τον σακάτεψα στο ξύλο». γ. φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να ’ρχεται αγριεμένος καταπάνω μου, έκανε ο κώλος μου πίου πίου και το ’βαλα αμέσως στα πόδια»· 
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. συνηθέστ. δυο κεφάλια σε μια σκούφια δε χωράνε, λ. κεφάλι·
- έτσι να κάνει ο κώλος σου, έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου λόγω του εκκωφαντικού ήχου της εξάτμισης μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου, και απευθύνεται στον κάτοχο του τροχοφόρου. Συνών. έτσι να κάνει η σούφρα σου·
- έφυγε με το σκατό στον κώλο, βλ. λ. σκατό·
- έχει αγκάθια ο κώλος του, βλ. λ. αγκάθι·
- έχει βελόνες ο κώλος του, βλ. λ. βελόνα·
- έχει έναν κώλο να! είναι πολύ τυχερός: «δεν παίζει κανείς χαρτιά μαζί του, γιατί έχει ένα κώλο να και δεν αφήνει τον άλλο να πάρει ούτε χαρτωσιά». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα και το δείκτη του κάθε χεριού να έρχονται και να εφάπτονται στις άκρες τους σχηματίζοντας ένα κύκλο, θέλοντας με αυτό τον τρόπο να δείξουν το μέγεθος του ανοίγματος του κώλου·
- έχει έναν κώλο τέτοιο! βλ. φρ. έχει ένα κώλο να! Και στη φρ. αυτή, παρατηρείται η παραπάνω χειρονομία·
- έχει καρφιά ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχει και στον κώλο μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «πού να ξεφύγεις απ’ αυτόν! Αυτός έχει και στον κώλο μάτια!»·
- έχει σκουλήκια ο κώλο του, βλ. λ. σκουλήκι·
- έχεις κώλο; έχεις το θάρρος, τολμάς(;):«έχεις κώλο να τα βάλεις μαζί του;»·
- έχω έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- έχω κώλο, α. έχω τύχη, είμαι τυχερός: «αν δεν είχα κώλο, θα σκοτωνόμουν μετά από τέτοια τράκα». β. έχω θάρρος, τολμώ: «μόνο αυτός έχει κώλο να τα βάλει μαζί του»·
- έχω κώλο εγώ! απευθύνεται ειρωνικά ή κοροϊδευτικά σε κάποιον με την έννοια, έχω μυαλό. Συνοδεύεται πάντα με αλλεπάλληλα χτυπήματα του δείκτη στο μέρος του μυαλού·
- έχω τσιβί στον κώλο μου, βλ. λ. τσιβί·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, χειρονακτική εργασία που για να τη φέρει κάποιος σε πέρας πρέπει να καταβάλλει πολύ κόπο, πολλή κούραση, να υπερβάλλει τις δυνάμεις του: «μη μου λες ότι κουράζεσαι στο γραφείο σου και δες εμένα που δουλεύω στα χωράφια, γιατί η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο»·
- η δουλειά θέλει στρωμένο κώλο, βλ. λ. δουλειά·
- ήρθε τ’ αβγό στον κώλο του, βλ. λ. αβγό·
- θα δούμε τον κώλο σου! ειρωνική έκφραση σε κάποιον που μας ειρωνεύεται για κάποια αποτυχία μας, με την έννοια να επιχείρηση την ίδια ή κάποια παρόμοια προσπάθεια για να δούμε αν θα μπορέσει να τα καταφέρει: «εγώ αυτό μπόρεσα να κάνω, αυτό έκανα. Όταν φτάσει και σένα η σειρά σου θα δούμε τον κώλο σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το κι εσένα· 
- θα σε βγάλω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε διώξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σε πετάξω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- θα σου ανοίξω τον κώλο, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σου επιβάλω τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σ’ ανοίξω τον κώλο, να το ξέρεις»·
- θα σου βάλω κρέας στον κώλο, βλ. λ. κρέας·
- θα σου βάλω τσιτσί στον κώλο, βλ. λ. τσιτσί·
- θα σου κόψω τον κώλο, θα σε τιμωρήσω σκληρά, παραδειγματικά: «αν ξαναπείς κακό λόγο για μένα, θα σου κόψω τον κώλο || αν ξαναπατήσεις το πόδι σου σ’ αυτό το μέρος, θα σου κόψω τον κώλο»·
- θα σου φύγει ο κώλος, α. θα νιώσεις πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, θα εξουθενωθείς: «μην πας να δουλέψεις σ’ αυτό το εργοστάσιο, γιατί θα σου φύγει ο κώλος». β. θα νιώσεις τέτοια έκπληξη, που δε θα μπορείς να αρθρώσεις κουβέντα: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα, που αν τη δεις, θα σου φύγει ο κώλος». Συνών. θα σου φύγει το καφάσι / θα σου φύγει το κλαπέτο / θα σου φύγει ο πάτος·
- θα στα βάλω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. φρ. θα στα χώσω στον κώλο σου·
- θα στα χώσω στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), απειλητική έκφραση σε κάποιον που επιμένει να μας δωροδοκήσει με κάποιο χρηματικό ποσό ή να μας επιδεικνύει τα λεφτά του: «πάρ’ τα μπροστά απ’ τα μάτια μου, γιατί θα στα χώσω στον κώλο σου»·
- θα στο βάλω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς), βλ. φρ. θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς)·
- θα στο χώσω στον κώλο σου (ενν. αυτό που κρατάς) απειλητική έκφραση με την οποία αντιμετωπίζουμε κάποιον που μας απειλεί με μαχαίρι ή πιστόλι·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, η οικονομική κατάσταση προβλέπεται να επιδεινωθεί ακόμη περισσότερο: «με τη νέα κατάσταση που επικρατεί στην αγορά, θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι». Από την εικόνα του ατόμου που ο πρωκτός του είναι πολύ στενός, που είναι δυσκοίλιος, επειδή δεν έχει χρήματα να αγοράσει τροφή, οπότε δεν ενεργείται·
- θέλει κώλο, α. απαιτείται πολύ θάρρος, μεγάλη τόλμη: «θέλει κώλο για να τα βάλει κανείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο». β. απαιτείται πολύς κόπος: «θέλει κώλο αυτή η δουλειά για να την τελειώσεις»·
- θρέφει κώλο ή θρέφει κώλους, (ειρωνικά) δεν κάνει απολύτως τίποτα, τεμπελιάζει: «έχει έναν πλούσιο φίλο που τον χαρτζιλικώνει, κι αυτός θρέφει κώλο»·
- ίδρωσε ο κώλος μου, α. κουράστηκα υπερβολικά: «ίδρωσε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω τη δουλειά». β. κάθισα μεγάλο χρονικό διάστημα σε μια θέση: «θα κάνω μια βόλτα, γιατί ίδρωσε ο κώλος μου να κάθομαι στην καρέκλα»·
- κάθομαι στον κώλο μου, δεν επεμβαίνω, δεν ανακατεύομαι, μένω στη θέση μου: «όταν βλέπω τους άλλους να μαλώνουν, κάθομαι στον κώλο μου»·
- κακό σπυρί στον κώλο σου, βλ. λ. σπυρί·
- κάν’ τα μασούρι και βαλ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά σου), βλ. λ. μασούρι·
- κάνει δουλειά του κώλου ή κάνει του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- κάνει κώλο ή κάνει κώλους, βλ. συνηθέστ. θρέφει κώλο·
- κάνουν αλλαξιά τους κώλους τους, βλ. συνηθέστ. κάνουν αλλαξοκωλιά, λ. αλλαξοκωλιά·
- κάνω κώλο ή κάνω κώλους, παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι φαΐ και ύπνο έκανα κώλους»·
- καρφιά έχει ο κώλος σου; βλ. λ. καρφί·
- καρφιά έχει ο κώλος του, βλ. λ. καρφί·
- κάτσε στον κώλο σου! (απειλητικά ή συμβουλευτικά) μην επεμβαίνεις, μην ανακατεύεσαι, μην ενδιαφέρεσαι: «κάτσε στον κώλο σου, γιατί θα τις φας! || κάτσε στον κώλο σου, που στενοχωριέσαι τι θα κάνει αυτό το παλιοτόμαρο!». Συνήθως, άλλες φορές προτάσσεται και άλλες επιτάσσεται το μωρέ ή το ρε·
- κοιτάζει τον κώλο του ή κοιτάζει μόνο τον κώλο του ή κοιτάζει όλο τον κώλο του, είναι πολύ εγωιστής και ενδιαφέρεται μόνο για το προσωπικό του συμφέρον, για την προσωπική του ευχαρίστηση: «είναι άνθρωπος που δε νοιάζεται για κανέναν και πάντα κοιτάζει μόνο τον κώλο του»·
- κοιτάζω τον κώλο μου, ενδιαφέρομαι μόνο για το προσωπικό μου συμφέρον: «δε με ενδιαφέρουν τα κοινά, κοιτάζω τον κώλο μου και περνώ μια χαρά». Συνών. κοιτάζω την κοιλιά μου / κοιτάζω την πάρτη μου / κοιτάζω το συμφέρον μου·
- κουνάει τον κώλο της, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά της, λ. ουρά·
- κουνάει τον κώλο του, βλ. συνηθέστ. κουνάει την ουρά του, λ. ουρά·
- κόψε τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει, δε νοιάζομαι απολύτως τι θα κάνεις, για να βγεις από τη δύσκολη θέση που βρίσκεσαι ή για να πετύχεις κάτι: «αχ, Θεέ μου, με ποιο τρόπο θα μπορέσω να γλιτώσω τη φυλακή; -Κόψε τον κώλο σου! || πώς θα μπορέσω να μαζέψω τόσα λεφτά που μου ζητάς; -Κόψε τον κώλο σου!». Συνών. κόψε το κεφάλι σου! / κόψε το λαιμό σου! / κόψε το σβέρκο σου(!)·
- κώλο κώλο ή κώλο με κώλο, (για τσούγκρισμα αβγών) με το πλατύτερο μέρος τους: «τσουγκρίσαμε τ’ αβγά μας κώλο με κώλο και μου το ’σπασε». Αντίθ. μύτη μύτη ή μύτη με μύτη·
- κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος, αυτός που κλάνει, δεν έχει την ανάγκη γιατρού: «μην το μαλώνεις το παιδί που έκλασε, γιατί κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος». Από το ότι, μετά από κάποια σοβαρή εγχείρηση, από τα πρώτα που ενδιαφέρεται ο θεράποντας γιατρός του εγχειρισμένου είναι αν έκλασε, πράγμα που δείχνει πως ο οργανισμός άρχισε να επανέρχεται στην ομαλή λειτουργία του μετά από το σοκ της εγχείρησης·
- κώλος που κλάνει, γιατρό δε ζητάει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που κλάνει, γιατρός δε φτάνει, βλ. φρ. κώλος κλασμένος, γιατρός χεσμένος·
- κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει, οι κακές συνήθειες δεν αποβάλλονται εύκολα: «από μικρός έμαθε να βρίζει σαν λιμενεργάτης κι έχει ακόμα κοτζάμ άντρας το ίδιο χούι. -Κώλος που ’μαθε να κλάνει, εύκολα δεν ξεμαθαίνει»·
- λόγια του κώλου, βλ. λ. λόγια·
- μαγκιά, κλανιά, εξάτμιση και κώλος κουβαρίστρα ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος υποβρύχιο ή μαγκιά κλανιά εξάτμιση και κώλος φιλιστρίνι, βλ. λ. μαγκιά·
- μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια, ας γίνει οποιοδήποτε κακό, αρκεί να μη βλάψει εμάς: «ε ρε, πόσος κόσμος σκοτώνεται στο Ιράκ! -Μακριά απ’ τον κώλο μας σαράντα δεκανίκια»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου, δε θέλω να έχω καμιά ανάμειξη στην υπόθεση για την οποία γίνεται λόγος, γιατί υποπτεύομαι πως είναι παράνομη και πως θα έχω συνέπειες, αν αποκαλυφθεί: «εσείς κάντε ό,τι θέλετε, όσο για μένα, μακριά απ’ τον κώλο μου»·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας είν’ και τόσο, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε έστω και κατ’ ελάχιστον το κακό που αναφέρει κάποιος. Λέγεται με παράλληλη χειρονομία με τον αντίχειρα να δείχνει επάνω στο δείκτη μια πολύ μικρή έκταση. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μακριά απ’ τον κώλο μου κι ας μπει όπου θέλει, ευχετική έκφραση να μην υποστούμε το κακό που αναφέρει κάποιος, αδιαφορώντας ποιος θα το υποστεί. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ·
- μάλλιασε ο κώλος μου (ενν. από το να κάθεται), α. κάθομαι για πολλή ώρα στην ίδια θέση και αρχίζω να νιώθω δυσφορία: «πάμε να κάνουμε καμιά βόλτα, γιατί μάλλιασε ο κώλος μου να κάθομαι τόση ώρα σ’ αυτό το μπαράκι». β. (για μαθητές, σπουδαστές) για μεγάλο χρονικό διάστημα διαβάζω πολύ εντατικά (δηλ. δε σηκώνομαι από την καρέκλα μου για να μη καθυστερήσω λεπτό): «σίγουρα θα πετύχω στο πανεπιστήμιο, γιατί όλο το καλοκαίρι μάλλιασε ο κώλος μου απ’ το διάβασμα»· βλ. και φρ. έβγαλε ο κώλος μου μαλλί·   
- μάστορας είναι και της κατσίκας ο κώλος που φτιάχνει τα κομπολόγια, βλ. λ. μάστορας·
- με κώλο; έκφραση απορίας ή δυσφορίας από άτομο που του προτείνουμε να αγοράσει κάτι, ενώ αυτό δεν έχει καθόλου χρήματα: «γιατί δεν αγοράζεις κι εσύ ένα αυτοκίνητο; -Με κώλο;». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το με τι·
- με τον κώλο μιλάμε! μιλώ πολύ σοβαρά, σοβαρολογώ: «να πιστέψω πως θα με εξυπηρετήσεις; -Με τον κώλο μιλάμε!», δηλ. και βέβαια θα σε εξυπηρετήσω. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα τι τώρα·
- μετράω πόσες μύγες μπαίνουν στου γάιδαρου τον κώλο, βλ. λ. μύγα·
- μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις, αν δε διαμορφώσουμε το χαρακτήρα του ανθρώπου από τη μικρή του ηλικία, δε θα μπορέσουμε όταν αυτός μεγαλώσει: «τώρα που έγινε ολόκληρος άντρας, δε θα μπορέσεις να το συμμορφώσεις, γιατί μικρό κώλο δεν έδειρες, τρανό μη φοβερίζεις». Πρβλ.: το ξύλο βγήκε απ’ τον Παράδεισο·
- μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές, δε θα ακούσεις ποτέ καλό λόγο ή σωστή συμβουλή από άνθρωπο κακό ή από ανάξιο δάσκαλο: «μα είναι δυνατό να με συμβουλεύει να χωρίσω τη γυναίκα μου, επειδή πήγε σινεμά με τη φιλενάδα της! -Μίλα με κώλους ν’ ακούσεις πορδές». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ. Συνών. από στόμα κοράκου θ’ ακούσεις κρα / μίλα με γαϊδάρους να γροικάς πορδές·
- μιλάνε όλοι, μιλάνε κι οι κώλοι! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου που τον θεωρούμε εντελώς ανάξιο, εντελώς τιποτένιο·
- μου βγαίνει ο κώλος, α. κουράζομαι υπερβολικά, εξαντλούμαι από επίμονη εργασία ή προσπάθεια: «μου βγήκε ο κώλος μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». β. ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «κάθε μέρα μου βγαίνει ο κώλος για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο Θεός / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω), κατακουράζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω κάθε μέρα για να ταΐσω πέντε στόματα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου γύρισε τον κώλο του, έπαψε να με συναναστρέφεται, με περιφρόνησε: «όσο ήμουν πλούσιος, έτρεχε σαν σκυλάκι από πίσω μου και τώρα, που ξέπεσα, μου γύρισε τον κώλο του»·
- μου μπήκε έν’ αγγούρι στον κώλο, βλ. λ. αγγούρι·
- μου ’πεσε ο κώλος, ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μέχρι να κουβαλήσω το εμπόρευμα απ’ το πεζοδρόμιο στην αποθήκη, μου ’πεσε ο κώλος»· βλ. και φρ. μου ’φυγε ο κώλος·
- μου πιάνουν τον κώλο, α. με εξαπατούν, με κοροϊδεύουν: «τον θεωρούσα αγαθό άνθρωπο, αλλά στο τέλος μου ’πιασε τον κώλο». β. με υποχρεώνουν να πληρώσω για αγορά ή διασκέδαση ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «είχε ωραίο πρόγραμμα το μαγαζί, αλλά στο τέλος μου ’πιασαν τον κώλο»·
- μου ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- μου ’φυγε ο κώλος,. α. ένιωσα πολύ μεγάλη ψυχική ή σωματική κούραση, εξουθενώθηκα: «μου ’φυγε ο κώλος απ’ τις συνεχείς εμπορικές αποτυχίες μου || μου ’φυγε ο κώλος μέχρι να τελειώσω τη μετακόμιση». β. ένιωσα πολύ μεγάλη έκπληξη, που δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη: «μόλις τον είδα να περπατάει αγκαζέ με την τάδε ηθοποιό, μου ’φυγε ο κώλος». Συνών. μου ’φυγε το καφάσι / μου ’φυγε το κλαπέτο / μου ’φυγε ο πάτος·
- να, κάνει ο κώλος σου! βλ. φρ. να, κάνει το κωλαράκι σου(!) λ. κωλαράκι·
- να κόψεις τον κώλο σου! βλ. φρ. να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου(!)·
- να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου! δε με ενδιαφέρει με ποιο τρόπο ή ποια μέσα θα χρησιμοποιήσεις για να ικανοποιήσεις κάποια απαίτησή μου: «να πα(ς) να κόψεις τον κώλο σου, να μου φέρεις τα λεφτά που σου δάνεισα, γιατί μου χρειάζονται!». Συνών. να πα(ς) να κόψεις το κεφάλι σου! / να πα(ς) να κόψεις το λαιμό σου! / να πα(ς) να κόψεις το σβέρκο σου(!)· βλ. και φρ. κόψε τον κώλο σου(!)·
- να το βάλεις στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- να το χώσεις τον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς) βλ. φρ. χώσ’ το στον κώλο σου·
- ξύνει τον κώλο του, α. δεν κάνει τίποτα, χάνει τον καιρό του, τεμπελιάζει: «εμείς σκοτωνόμαστε στη δουλειά κι αυτός, αντί να μας βοηθήσει, μας βλέπει και ξύνει τον κώλο του». β. εκδηλώνεται, συμπεριφέρεται άπρεπα ή χωρίς σεβασμό στους παρόντες: «εμείς ήρθαμε να σε βοηθήσουμε κι εσύ, απ’ την ώρα που μας είδες, ξύνεις τον κώλο σου». Συνών. ξύνει τ’ αρχίδια του·
- ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς σήμερα, γιατί ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο και σέρνει για καβγά». Από το ότι έχει παρατηρηθεί πως, όταν κάποιος ξυπνά κακόκεφος, παίρνει για ένα μικρό διάστημα μια στάση πάνω στο κρεβάτι του που μοιάζει κάπως με τη στάση που παίρνουν οι μωαμεθανοί όταν προσεύχονται και φαίνεται πως ο κώλος τους είναι πεταγμένος ψηλά. Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε από λάθος πλευρά / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- ο καλός ο νοικοκύρης ανοίγει την πόρτα με τον κώλο, βλ. λ. νοικοκύρης·
- ο κώλος είναι το μουνί του μέλλοντος, έκφραση επιδοκιμασίας, όταν βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας γυναίκα με πολύ ωραία οπίσθια·
- ο κώλος μας ο μάστορας βγάζει πορδές ματζόρε, λέγεται ειρωνικά για άτομο που έχει την εντύπωση πως μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα έγινε ειδήμων σε μια δουλειά ή σε μια τέχνη·
- ο κώλος σου πονάει; γιατί ενδιαφέρεσαι ή γιατί δυσανασχετείς(;): «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Ο κώλος σου πονάει;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το γιατί, εσένα. Συνών. η κοιλιά σου πονάει(;)·
- ο κώλος σου τσούζει; βλ. φρ. ο κώλος σου πονάει(;)·
- ο κώλος τ’ αβγού, το πλατύτερο μέρος του αβγού: «ο κώλος τ’ αβγού του μετά από τόσα τσουγκρίσματα, εξακολουθούσε να είναι άσπαστος»·
- ο κώλος της βελόνας, βλ. φρ. το μάτι της βελόνας, λ. βελόνα·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, ο ανάγωγος παντού και πάντα συμπεριφέρεται με τον ίδιο ανάγωγο τρόπο: «μην παρεξηγιέσαι που ρεύτηκε μπροστά σου, γιατί ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. ύπνος·
- όλων οι κώλοι κλάνουνε, κι ο δικός μου μήτε πριτ, βλ. λ. πριτ·
- ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας, έκφραση υπέρμετρου φιλοτομαρισμού, που φανερώνει προσήλωση στις υλικές απολαύσεις, στην ικανοποίηση των σαρκικών επιθυμιών, ακόμη και με βιαστικές ενέργειες λόγω της μικρής διάρκειας της ζωής: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι αρπάξει ο κώλος μας». Πρβλ.: στην παλιοζωή που ζούμε να τι θα κερδίσουμε, ό,τι φάμε, ό,τι πιούμε κι ό,τι θα γλεντήσουμε. (Λαϊκό τραγούδι)·
- οι κώλοι που γαμούσαμε, γίνανε καπετάνιοι ή οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για ανάξια ή τιποτένια άτομα, που προσπαθούν να φανούν ανώτεροι από εμάς ή που οι συγκυρίες της ζωής τους ανέδειξαν χωρίς να το αξίζουν: «όταν πρωτόρθαν στην πόλη μας μας, παρακαλούσαν για δουλειά, ύστερα μπλέχτηκαν με τα κόμματα και τώρα οι κώλοι που γαμούσαμε, γίναν’ καπεταναίοι»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος έχει πολύ βούτυρο, αλείφει και τον κώλο του, βλ. λ. βούτυρο·
- όποιος έχει πολύ πιπέρι, βάζει και στον κώλο του, βλ. λ. πιπέρι·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όποιος μιλήσει και λαλήσει, γαϊδάρου κώλο θα φιλήσει, βλ. λ. γάιδαρος·
- όποιος πηδάει πολλά παλούκια, μπαίνει κι ένα στον κώλο του, βλ. λ. παλούκι·
- παίρνω κώλο, ενεργώ σεξουαλικά ως κολομπαράς: «μακριά τα παιδιά σας απ’ αυτό το σκατόμουτρο, γιατί παίρνει κώλο»·
- παίρνω τον κώλο μου, ενεργοποιούμαι: «να τον δεις εσύ για πότε πήρε τον κώλο του κι άρχισε να δουλεύει, μόλις έμαθε πως θ’ ανέθεταν σε άλλον τη δουλειά!»·
- παίρνω τον κώλο μου και φεύγω, (ειρωνικά) φεύγω ντροπιασμένος: «μόλις τον κατσάδιασαν, πήρε τον κώλο του κι έφυγε με σκυμμένο κεφάλι»·
- πάρε τον κώλο σου, α. παραμέρισε, κάθισε, κάνε  λίγο πιο πέρα: «πάρε τον κώλο σου να καθίσω κι εγώ λιγάκι». β. κινήσου πιο γρήγορα, βιάσου: «άντε, πάρε τον κώλο σου, γιατί δε θα φτάσουμε ποτέ έτσι όπως πάμε»·
- πάρε τον κώλο σου και πάμε, προτροπή σε κάποιον για αναχώρηση, για αποχώρηση από κάποιο μέρος: «απ’ ό,τι βλέπω δε μας σηκώνει το κλίμα, γι’ αυτό πάρε τον κώλο σου και πάμε»·
- πάω κώλο κώλο, ενεργώ ύστερα από ώριμη σκέψη, γιατί σκέφτομαι τις συνέπειες σε περίπτωση αποτυχίας: «όποια δουλειά κι αν αναλάβω, πάω κώλο κώλο κι ας αργήσω και λίγο παραπάνω»·
- πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, πολλές φορές, πολύ λίγοι άνθρωποι μπορούν να κάνουν πολύ μεγάλο κακό σε ένα σύνολο: «ήμασταν κι εμείς όλο χαρά, που στην πόλη μας θα γινόταν η μεγάλη καλλιτεχνική έκθεση, όμως πέντε κώλοι όλοι κι όλοι μας γαμήσανε την πόλη, γιατί οι διοργανωτές τα ’καναν μούσκεμα και μας ρεζίλεψαν»·
- πετάει κώλο, (στη γλώσσα των μηχανόβιων ή των οδηγών αγωνιστικών αυτοκινήτων) το μειονέκτημα μοτοσικλέτας ή αυτοκινήτου να γλιστράει ο πίσω τροχός ή οι πίσω τροχοί προς το έξω μέρος της στροφής: «στις στροφές κόβω ταχύτητα, γιατί πετάει κώλο»·
- πετώ κώλο ή πετώ κώλους, χοντραίνω, παχαίνω, ιδίως στην περιφέρειά μου: «πρέπει να κάνω δίαιτα, γιατί άρχισα να πετώ κώλους»·
- πήρε ο κώλος μου φωτιά ή πήρε φωτιά ο κώλος μου, κινούμαι ασταμάτητα για να διεκπεραιώσω επείγουσες δουλειές ή υποθέσεις: «έπρεπε να καλύψω μια επιταγή και πήρε ο κώλος μου φωτιά απ’ τον έναν στον άλλον, μέχρι να βρω τα λεφτά»·
- πήρε ο κώλος του αέρα ή πήρε αέρα ο κώλος του, α. απόκτησε θάρρος, οικειότητα: «του φερθήκαμε φιλικά και πήρε ο κώλος του αέρα». β. ενθουσιάστηκε από κάποια επιτυχία του και νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «επειδή πήγε κάπως καλά η δουλειά που έκανε, πήρε ο κώλος του αέρα και θέλει να χτίσει εργοστάσιο»·
- πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο, είναι πάρα πολύ τυχερός: «ό,τι δουλειά να κάνει αυτός ο άνθρωπος πετυχαίνει, γιατί πιάνει μπαρμπούνια με τον κώλο»·
- πιάστηκε ο κώλος μου, μούδιασε ύστερα από πολύωρο καθισιό στην ίδια θέση: «κάθομαι δυο ώρες συνέχεια σ’ αυτή τη θέση και πιάστηκε ο κώλος μου»·
- πότε ο Γιάννης δεν μπορεί, πότε ο κώλος του πονεί, βλ. λ. Γιάννης·
- που να χτυπάς τον κώλο σου! ή που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω! ή που να χτυπάς τον κώλο σου καταγής! κατηγορηματική έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας: «που να χτυπάς τον κώλο σου, δε θα σου δώσω τα λεφτά που σου χρειάζονται! || δε θα ’ρθω να σε βοηθήσω, που να χτυπάς τον κώλο σου κάτω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μωρέ και κλείνει με το όσο θες ή το όσο θέλεις·
- προσέχω τον κώλο μου, βλ. φρ. φυλάω τον κώλο μου·
- σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου! ή σαν πολύ αέρα δεν πήρε ο κώλος σου; α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άτομο που απόκτησε αδικαιολόγητα θάρρος, οικειότητα: «για κάτσε καλά, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». β. ειρωνική έκφραση σε άτομο που λόγω κάποιας πρόσφατης επιτυχίας του νομίζει πως μπορεί να κατορθώσει δύσκολα πράγματα: «κοίτα τη δουλειά σου που πάει καλά κι άσε τα μεγάλα ανοίγματα, γιατί σαν πολύ αέρα πήρε ο κώλος σου!». Συνήθως, άλλοτε μετά το αέρα της φρ. και άλλοτε μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το μου φαίνεται·     
- σε ξένο κώλο, σαράντα δεκανίκια, βλ. λ. δεκανίκι·
- σκίζω κώλους, έχω μεγάλες επιτυχίες: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, σκίζω κώλους»·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; βλ. λ. σκουλήκι·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. λ. σκουλήκι·
- στήνω κώλο, κάνω σοβαρές υποχωρήσεις, δίνω υπερβολικά ανταλλάγματα για να πετύχω κάτι: «έστησα κώλο στο διευθυντή για να πάρω την υπογραφή του»· βλ. και φρ. δίνω κώλο·
- στοιχηματίζω τον κώλο μου, είμαι απόλυτα βέβαιος για κάτι: «στοιχηματίζω τον κώλο μου πως θα ’ρθει και θα σου ζητήσει συγνώμη». Από το ότι είναι πολύ υποτιμητικό σε έναν άντρα να υποστεί τη σεξουαλική πράξη αν χάσει το στοίχημα·
- στον κώλο μου θα μπει! αδιαφορώ για την κακή ή άστοχη ενέργεια κάποιου, από τη στιγμή που οι συνέπειες θα είναι αποκλειστικά σε βάρος του: «τι με νοιάζει αν παρακινεί τους άλλους να κάνουν κοπάνα, στον κώλο μου θα μπει!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το σάματις. Το υπονοούμενο είναι το πέος·
- στρώνω κώλο, α. δεν κάνω τίποτα, τεμπελιάζω: «κάθε Σαββατοκύριακο στρώνω κώλο στο σπίτι και το φχαριστιέμαι». β. παχαίνω: «όλο το καλοκαίρι καθισιό, φαγητό και ύπνο, έστρωσα κώλο»·
- στρώνω τον κώλο μου, ασχολούμαι επίμονα με κάτι, συγκεντρώνω όλες τις δυνάμεις μου, όλη την ενεργητικότητά μου για να πετύχω κάτι: «κάθε φορά που έχω εξετάσεις, στρώνω τον κώλο μου στο διάβασμα»·
- στρώνω τον κώλο μου στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- σφίξε τον κώλο σου, προτροπή σε κάποιον να προσπαθήσει πολύ, προκειμένου να πετύχει κάτι: «αφού θέλεις τόσο πολύ να πάρεις το πτυχίο σου, σφίξε τον κώλο σου»·
- τ’ όνομά του μεγάλο κι ο κώλος του αδειανός, βλ. λ. όνομα·
- τα θέλει ο κώλος σου! βλ. συνηθέστ. τα θέλει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- τα ’κανε σαν τον κώλο του, α. απέτυχε εντελώς να φέρει σε πέρας μια δουλειά ή μια υπόθεση: «πήγε δήθεν να τους συμφιλιώσει και τα ’κανε σαν τον κώλο του». β. έκανε πολύ κακότεχνη δουλειά: «του ’δωσα να κάνει κάτι σχέδια και τα ’κανε σαν τον κώλο του»·
- τα κάνω κώλο(ς) αποτυχαίνω εντελώς σε μια δουλειά ή σε μια υπόθεση: «είπα να βοηθήσω κι εγώ, αλλά τα ’κανα κώλο»·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, βλ. λ. βρακί·
- της μάνας σου (της αδερφής σου, της γιαγιάς σου, της θειας σου) ο κώλος, α. έκφραση έντονης αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «της γιαγιάς σου ο κώλος, που έγιναν τα πράγματα έτσι». β. εκστομίζεται και ως βρισιά·
- τι λέει ο κώλος σου! βλ. φρ. τι λέει το κωλαράκι σου! λ. κωλαράκι·
- το ’κανα κώλο(ς), (για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «μου ’δωσε τ’ αυτοκίνητό του για μια μέρα και το ’κανα κώλος»·
- το κάνει απ’ τον κώλο, α. (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη ή συνηθίζει να δέχεται τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «δεν το περίμενε κανένας πως τέτοιος άντρας θα μπορούσε να το κάνει απ’ τον κώλο || το κάνει απ’ τον κώλο, γιατί κρατάει την παρθενιά της για την τιμή του αντρού της». β. ο άντρας για τον οποίο γίνεται λόγος, συνηθίζει να επιβάλει τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι να το κάνει απ’ τον κώλο»·
- τον βγάζω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον διώχνω σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει, ανάλογα με το ποιόν του ανθρώπου ή τις γνώσεις του είναι και τα έργα του: «πρόσεξε ποιους θα διαλέξεις για συνεργάτες σου, γιατί τον κώλο βάζεις μάγειρα; Σκατά σου μαγειρεύει»·
- τον κώλο μου μυρίστε! ειρωνική, κοροϊδευτική ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον που μας ρωτάει με το ορίστε επειδή δεν άκουσε ή δεν κατάλαβε κάτι που του είπαμε·
- τον κώλο σου κάτω να χτυπάς! ή τον κώλο σου να χτυπάς κάτω! βλ. φρ. που να χτυπάς τον κώλο σου(!)·
- τον (την, το) παίρνει από τον κώλο (ενν. τον πούτσο, τον ψώλο, την πούτσα, την ψωλή, το πέος, το καυλί), (και για τα δυο φύλα) δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη από πίσω: «αν είναι δυνατόν ένα τόσο ωραίο παιδί να τον παίρνει απ’ τον κώλο! || δεν τον νοιάζει αν είναι ασχημούλα η γυναίκα, αρκεί να τον παίρνει απ’ τον κώλο»·
- τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού ή τον πέρασε απ’ του βελονιού τον κώλο, τον καταξεφτίλισε: «τον είχε μεγάλο άχτι και μόλις τον συνάντησε τον πέρασε απ’ τον κώλο του βελονιού»·
- τον πετώ σβέρκο κώλο, βλ. λ. σβέρκος·
- τον Τούρκο φίλευε, τον κώλο σου φύλαγε, βλ. λ. Τούρκος·
- τον τρώει ο κώλος (του), α. του έχει γίνει έμμονη ιδέα να κάνει κάτι που υπάρχει περίπτωση να έχει αρνητικές συνέπειες σε βάρος του: «κέρδισε κάτι λεφτά στο λαχείο και τον τρώει ο κώλος του να πάει να παίξει στο καζίνο». β. με τον τρόπο που ενεργεί ή συμπεριφέρεται, είναι σαν να επιδιώκει να πάθει κάτι κακό: «πες του να καθίσει φρόνιμα και να πάψει να μ’ ενοχλεί, γιατί τον τρώει ο κώλος του». Πολλές φορές η φρ. κλείνει με το μου φαίνεται·
- του άνοιξα τον κώλο, του επέβαλα τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον ξευτέλισα, τον τιμώρησα σκληρά: «δεν είναι τόσο άντρας όσο νομίζεις, γιατί προχθές βράδυ του άνοιξα τον κώλο || τον είχα τόσο άχτι, που με την πρώτη ευκαιρία του άνοιξα τον κώλο»·
- του βάζω νέφτι στον κώλο, βλ. λ. νέφτι·
- του βγάζω τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο, λ. πάτος·
- του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω), βλ. συνηθέστ. του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω), λ. πάτος·
- του γαμώ τον κώλο, α. τον κατεξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του γάμησε τον κώλο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις γύρισε μεθυσμένος στο σπίτι, τον έπιασε ο πατέρας του και του γάμησε τον κώλο || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τον κώλο». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του έσκισε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. του ξέσκισε τον κώλο·
- του καλογυναικά η γυναίκα απ’ τον κώλο φαίνεται, βλ. λ. γυναίκα·
- του ’κανα τον κώλο να! βλ. συνηθέστ. φρ. του ’κανα τη σούφρα να! λ. σούφρα·
- του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι, του επέβαλα αλλεπάλληλες φορές τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον καταβασάνισα, τον καταταλαιπώρησα: «του ανέθεσα την πιο δύσκολη δουλειά του εργοστασίου και του ’κανα τον κώλο φιλιστρίνι»·
- του κόβω τον κώλο, τον τιμωρώ σκληρά, παραδειγματικά: «αφού δεν έπαιρνε από λόγια, του ’κοψε κι αυτός τον κώλο για να μάθει άλλη φορά ν’ ακούει»·
- του κώλου, (για πράγματα ή θεάματα) που δεν έχει καθόλου αξία, ποιότητα, που είναι ελεεινό: «αγόρασε ένα αυτοκίνητο του κώλου || είδαμε ένα έργο του κώλου»·
- του κώλου δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του κώλου τα εννιάμερα! αηδίες, ανοησίες, βλακείες: «αυτά που λες είναι του κώλου τα εννιάμερα!»·
- του (της) ξέσκισε τον κώλο, α. του (της) επέβαλε βίαια τη σεξουαλική πράξη από πίσω και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις έμαθε ο διευθυντής του πως έκανε πάλι κοπάνα, του ξέσκισε τον κώλο». β. τον (την) καταξεφτίλισε: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε, τον έπιασε μπροστά στον κόσμο και του ξέσκισε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. του (της) ξέσκισε τα βάρδουλα / του (της) ξέσκισε τα κωλοβάρδουλα / του (της) ξέσκισε τον πάτο·
- του ’πιασα τον κώλο, α. τον εξαπάτησα, τον κορόιδεψα: «περνιόταν για έξυπνος, αλλά του ’πιασα τον κώλο κι ησύχασε». β. τον υποχρέωσα να πληρώσει για αγορά ή για διασκέδαση, που του πρόσφερα, ποσό πολύ μεγαλύτερο από το κανονικό: «ήρθε στο μαγαζί να διασκεδάσει ο τάδε βιομήχανος με την παρέα του κι όταν μου ζήτησε το λογαριασμό, του ’πιασα τον κώλο»·
- του ’ρθε τ’ αβγό στον κώλο, βλ. λ. αβγό·
- τους ξεσκίσαμε τον κώλο, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) τους κατανικήσαμε, τους διασύραμε: «έπιασε τέτοιο παιχνίδι η ομάδα μας, που τους ξεσκίσαμε τον κώλο». Πολλές φορές, συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία  με τα δυο χέρια να ξεκινούν από το ύψος του στομαχιού και να κινούνται απομακρυνόμενα νευρικά το ένα από το άλλο, σαν να ξεσκίζουν κάποιο ύφασμα. Συνών. τους ξεσκίσαμε τα βάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τα κωλοβάρδουλα / τους ξεσκίσαμε τον πάτο·
- τους σκίσαμε τον κώλο, βλ. συνηθέστ. τους ξεσκίσαμε τον κώλο·
- τρίβω τον κώλο μου, αδιαφορώ, δε με νοιάζει: «εμείς προσπαθούμε να βρούμε έναν τρόπο να σε βολέψουμε σε κάποια δουλειά κι εσύ τρίβεις τον κώλο του»·
- τσούζει ο κώλος μου, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω: «έτσουξε ο κώλος μου μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά»·
- φάε στόμα, χέσε κώλο! λέγεται για κάποιον που έχει το μυαλό του συνέχεια στο φαγητό, που είναι μεγάλος φαγάς: «δεν κάνει άλλη δουλειά όλη τη μέρα παρά φάε στόμα, χέσε κώλο!»·
- φιλώ κώλους, βλ. συνηθέστ. φιλώ κατουρημένες ποδιές, λ. ποδιά·
- φυλάω τον κώλο μου, προσέχω πάρα πολύ, παίρνω τα κατάλληλα μέτρα για να μην πάθω κάτι κακό: «να δεις πώς φυλάει τον κώλο του, απ’ τη μέρα που του την έφερε ο καλύτερος φίλος του!»·
- χέζει με ξένο κώλο, ενεργεί με τη βοήθεια αλλουνού: «δεν είναι άξιος άνθρωπος, γιατί χέζει με ξένο κώλο»·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο δεν πονάνε, βλ. λ. ξυλιά·
- χίλιες ξυλιές σε ξένο κώλο, πόσες παράδες κάνουν; βλ. λ. ξυλιά·
- χώσ’ τα στον κώλο σου (ενν. τα λεφτά), α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με ένα ποσό ή που μας επιδεικνύει τα λεφτά του. β. απαξιωτική έκφραση για απαράδεκτα μικρό ποσό που μας δίνεται για κάποια δουλειά ή εκδούλευση·
- χώσ’ το στον κώλο σου (ενν. το πράγμα που κρατάς), α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. β. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε κάποιον που επιχειρεί να μας δωροδοκήσει με κάποιο πράγμα·
- ως και τον κώλο μου γάμησα, έχω άπειρες εμπειρίες στη ζωή μου: «εμένα μη μου κάνεις τον έξυπνο, γιατί στην ηλικία που βρίσκομαι, αγόρι μου, ως και τον κώλο μου γάμησα».

μάγουλο

μάγουλο, το, ουσ. [<μσν. μάγουλον <λατιν. magulum], το μάγουλο·
- θρέφει μάγουλα, δεν κάνει τίποτα, τεμπελιάζει: «όλοι στην οικογένειά του δουλεύουν σκληρά, κι αυτός θρέφει μάγουλα»·
- κάνω μάγουλα, παχαίνω: «τον τελευταίο καιρό είμαι όλο φαΐ και ύπνο, γι’ αυτό έχω αρχίσει να κάνω μάγουλα»·
- ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεβρακώνει κώλους ή ο ύπνος θρέφει μάγουλα και ξεγυμνώνει κώλους, βλ. λ. κώλους·
- πρόσεχε μη σκίσεις κανένα (κάνα) μάγουλο, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που γεμίζει βιαστικά το στόμα του με φαγητό για να φάει όσο περισσότερο προλάβει·
- τον έπιασα μάγουλο ή του ’πιασα το μάγουλο, τον ξεγέλασα, τον εξαπάτησα: «επιδίωκε να με ξεγελάσει, αλλά στο τέλος τον έπιασα μάγουλο»·
- του κατεβάζω το μάγουλο, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. συνηθέστ. του κατεβάζω τη μάπα, λ. μάπα.

μάτι

μάτι, το, ουσ. [μσν. μάτιν <ὀμμάτιον, υποκορ. του ουσ. ὄμμα], το μάτι. 1. το μάτιασμα, η βασκανία: «πάντα φοράει γαλάζια χάντρα, γιατί φοβάται το μάτι». 2. στρογγυλή επιφάνεια της ηλεκτρικής κουζίνας, όπου διοχετεύεται ηλεκτρισμός και πάνω στην οποία τοποθετείται το σκεύος για το μαγείρεμα: «στο ένα μάτι έβραζε η μητέρα μου τα μακαρόνια και στ’ άλλο είχε την κατσαρόλα με τον κιμά || ξέχασε το μάτι της ηλεκτρικής κουζίνας ανοιχτό και παραλίγο να παίρναμε φωτιά». 3. ο κόμπος πάνω στην επιφάνεια του βλαστού ή του κορμού, πάνω στο οποίο γίνεται το μπόλιασμα: «τα δέντρα πέταξαν μάτια». 4. (στη γλώσσα της αργκό) το μπανιστήρι: «τρελαίνεται για μάτι». Συνών. γρίλια. 5. συνήθως στον πλ. τα μάτια, η όραση: «μόνο άμα χάσεις τα μάτια σου, μπορείς να καταλάβεις έναν τυφλό». Υποκορ. ματάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 390 φρ.)·
- αβγά μάτια, βλ. λ. αβγό·
- αγκαλιάζω με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. αγκαλιάζω με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- ακολουθώ με τα μάτια μου (κάποιον ή κάτι), βλ. συνηθέστ. ακολουθώ με το βλέμμα μου (κάποιον ή κάτι), λ. βλέμμα·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, λέγεται ειρωνικά, όταν συγκρίνονται δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή όταν θέλουμε να υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ή διαφορά ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις. (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια
- αλληθώρισε το μάτι μου απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, λέγεται στην περίπτωση που δέχεται κάποιος πολύ ισχυρό χτύπημα στο πρόσωπο από κάποιον: «του ’δωσε τέτοιο χαστούκι, που τι να σου πω! Αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά»· βλ. και φρ. αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, λ. παπάς·
- Αμερικανός και μ’ ένα μάτι, βλ. λ. Αμερικανός·
- ανέβηκε στα μάτια μου, νιώθω περισσότερη εκτίμηση για το άτομο που γίνεται λόγος, ιδίως ύστερα από κάποια σωστή πράξη ή ενέργειά του της οποίας είμαι αποδέκτης: «μ’ αυτόν τον καλό λόγο που είπε για μένα, ανέβηκε στα μάτια μου || μ’ αυτή τη χειρονομία που έκανε για πάρτη μου, ανέβηκε στα μάτια μου»·
- ανοίγουν τα μάτια μου, μορφώνομαι, διαφωτίζομαι: «ότι μου πέφτει στο χέρι, το διαβάζω για ν’ ανοίξουν τα μάτια μου || απ’ τη μέρα που άρχισα να κάνω ταξίδια, άνοιξαν τα μάτια μου»·
- ανοίγω τα μάτια μου, α. γεννιέμαι: «άνοιξα τα μάτια μου μια μέρα του Αυγούστου». β. ανοίγω τα βλέφαρά μου, ξυπνώ: «μόλις άνοιξα τα μάτια μου, είδα από πάνω μου το στοργικό βλέμμα της μητέρας μου»· βλ. και φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- άνοιξε για πρώτη φορά τα μάτια του, βλ. φρ. πρωτάνοιξε τα μάτια του·
- άνοιξε τα μάτια σου! α. (συμβουλευτικά) πρόσεχε καλά ή καλύτερα, πρόσεξε: «εκεί που θα πας, άνοιξε τα μάτια σου μην κάνεις καμιά ανοησία!». (Λαϊκό τραγούδι: γελάστηκα, γελάστηκα δεν ήξερα τι κρύβεις στη μαύρη σου ψυχή. Έπρεπε τα μάτια μου ν’ ανοίξω απ’ την αρχή, προτού να πληγωθώ). β. (συμβουλευτικά) να είσαι προσεκτικός: «στη δουλειά που θα πας άνοιξε τα μάτια σου για να τη μάθεις!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά·
- απ’ τα μάτια του φαίνεται, γίνεται κάτι αμέσως αντιληπτό, γίνεται ολοφάνερο κάτι από την έκφραση των ματιών του: «απ’ τα μάτια του φαίνεται πως νιώθει άσχημα ο άνθρωπος σ’ αυτό το χώρο, δεν το καταλαβαίνεις; || απ’ τα μάτια του φαίνεται πως είναι ερωτευμένος μαζί της»·
- από τα μάτια πιάνεται, στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα, λέγεται για πούστη, που δεν έχει ακόμα εκδηλωθεί επίσημα, αλλά το πάθος του γίνεται αντιληπτό από την έκφραση των ματιών του: «πες του να μη μας κάνει τον άντρα, γιατί από τα μάτια φαίνεται πως αγαπά την πούτσα». Από την εικόνα του πούστη, που ρίχνει κλεφτές ματιές στα γεννητικά όργανα του άντρα για να μαντέψει το μέγεθός τους, ανάλογα με το πόσο φουσκώνει το παντελόνι στο επίμαχο σημείο·
- από τα μάτια πιάνεται στα χείλη κατεβαίνει κι από τα χείλη στην καρδιά ριζώνει και δε βγαίνει, βλ. λ. καρδιά·
- ας βγάλουν τα μάτια τους, βλ. φρ. δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους(!)·
- άστραψε το μάτι του, α. είδε κάτι που τον εντυπωσίασε πάρα πολύ: «μόλις με είδε να περνώ έξω απ’ το μπαράκι με το καινούριο μου αυτοκίνητο, άστραψε το μάτι του || ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που, μόλις την είδε άστραψε το μάτι του». β. νευρίασε πάρα πολύ, έφτασε στα όρια της παράκρουσης: «όταν είδε τους αλήτες να χτυπούν γέρο άνθρωπο, άστραψε το μάτι του και χωρίς να σκεφτεί όρμησε απάνω τους». γ. ξαφνικά, βρήκε τη λύση του προβλήματος που τον απασχολούσε: «βρισκόταν σε αδιέξοδο και δεν ήξερε τι να κάνει, ώσπου κάποια στιγμή άστραψε το μάτι του κι ένα ανεπαίσθητο χαμόγελο διαγράφηκε στα χείλη του»·
- βάζω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·
- βάζω στο μάτι, επιθυμώ να αποκτήσω κάτι: «έβαλε στο μάτι την κόρη του μπακάλη τους || ό,τι βάζει στο μάτι αργά ή γρήγορα πάει και τ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθ’ ο χάρος και δε θα του ξεφύγεις, κόρη μου γλυκιά, γιατί σ’ έβαλε στο μάτι τούτη τη βραδιά)· βλ. και φρ. έχω στο μάτι·
- βασίλεψαν τα μάτια του, έκλεισαν από μεγάλη εξάντληση και νύστα: «μόλις γύρισε το βράδυ απ’ τη δουλειά και κάθισε για λίγο στον καναπέ, βασίλεψαν τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: βασίλεψαν τα μάτια μου απ’ τα γλυκά σου χάδια και τ’ όνειρο στα σύννεφα με πέταξε ψηλά
- βάσκανο μάτι, που προξενεί κακό όποιον βλέπει, που βασκαίνει, που ματιάζει: «φαίνεται μ’ είδε βάσκανο μάτι και δεν μπορώ να στεριώσω σε μια δουλειά!»·
- βγάζει μάτι, α. είναι τόσο ολοφάνερο, τόσο αυταπόδεικτο, που δε χρειάζεται καμιά επιπλέον επεξήγηση: «μα δεν καταλαβαίνεις ότι θέλει να σε καταστρέψει; Εδώ βγάζει μάτι η πρόθεσή του». β. (για πράγματα) είναι τόσο εντυπωσιακό λόγω κατασκευής ή μεγέθους, που είναι αδύνατο να περάσει απαρατήρητο: «φορούσε μια παρδαλή γραβάτα, που έβγαζε μάτι || είχε κάτι βυζάρες, που έβγαζαν μάτι». γ. είναι εξόφθαλμο: «αυτό το νερώ με ωμέγα, βγάζει μάτι»·
- βγάζει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- βγάζω μονάχος μου τα μάτια μου, βλ. φρ. βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια·
- βγάζω τα μάτια μου, α. επιδίδομαι στη σεξουαλική πράξη με τον ερωτικό μου σύντροφο: «είναι δυο ώρες κλεισμένοι στο δωμάτιο και βγάζουν τα μάτια τους». β. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου σε κάποια εργασία, όπου απαιτούνται λεπτοί και επιδέξιοι χειρισμοί: «όλοι οι ρολογάδες βγάζουν τα μάτια τους με τη δουλειά που κάνουν». γ. κουράζω υπερβολικά τα μάτια μου, ιδίως όταν προσπαθώ να διαβάσω μικρά ή κακογραμμένα γράμματα ή όταν διαβάζω χωρίς ικανοποιητικό φωτισμό: «στα χρόνια μας βγάζαμε τα μάτια μας, όταν διαβάζαμε κάτω απ’ τ’ αδύναμο φως της γκαζόλαμπας»·
- βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια, με τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις μου, γίνομαι ο κύριος αίτιος της καταστροφής μου: «αν υπογράψω αυτό το συμβόλαιο, είναι σαν να βγάζω τα μάτια μου με τα ίδια μου τα χέρια»·
- βγάλε τα μάτια σου, ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει απεγνωσμένα τώρα τι θα κάνω; ή τώρα τι να κάνω(;)·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω κάποιον ή κάτι με νέα θεώρηση καλύτερη ή χειρότερη από ό,τι προηγουμένως: «ήμουν κουμπωμένος απέναντί του, αλλά αφού με υποστήριξε, τώρα βλέπω μ’ άλλο μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω αρνητικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δε μ’ αρέσει η μούρη του || βλέπω με κακό μάτι αυτόν το συνεταιρισμό που θέλεις να κάνεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), αντιμετωπίζω θετικά κάποιον ή κάτι: «βλέπω με καλό μάτι τον δεσμό που έχει η κόρη μου || αν με ρωτήσεις, θα σου πω πως βλέπω με καλό μάτι όλη αυτή τη διαφημιστική καμπάνια που κάνεις για την επιχείρησή σου»·
- βλέπω με την άκρη του ματιού μου, βλέπω κάποιον ή κάτι προσπαθώντας να μη γίνω αντιληπτός: «όση ώρα μιλούσε με τον άλλον, έκανα τον αδιάφορο και τον έβλεπα με την άκρη του ματιού μου»·
- βρίσκομαι στο μάτι του κυκλώνα, βρίσκομαι στο κέντρο επικίνδυνης κατάστασης, βρίσκομαι σε δεινή θέση βαλλόμενος ή κατηγορούμενος από όλες τις πλευρές: «στην προσπάθειά του να κουκουλώσει την παρανομία του συναδέλφου του, βρέθηκε στο μάτι του κυκλώνα κι άρχισε να δέχεται επιθέσεις από τους πάντες». Η ερμηνεία αυτή που επικράτησε είναι εσφαλμένη ίσως από το ότι, κατά τη γνώμη μου, αυτό που κυριαρχεί στη σκέψη μας είναι η καταστροφική δύναμη του κυκλώνα, πράγμα που συνηγορεί στην επικράτηση της εσφαλμένης ερμηνείας. Η ορθή ερμηνεία  είναι διανύω περίοδο γαλήνης, ηρεμίας, αφού στο μάτι (= στο κέντρο) του κυκλώνα, επικρατεί γαλήνη, ηρεμία·
- για να του βγει το μάτι, για να νιώσει μεγάλη στενοχώρια, που δεν εξελίχθηκαν τα πράγματα σε βάρος μου σύμφωνα με την επιθυμία του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος: «παρακαλούσε να μην μπω στο πανεπιστήμιο, αλλά εγώ μπήκα για να του βγει το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι μας θέλουν το κακό για πείσμα, για γινάτι, δε θα χωρίσουμε ποτέ για να τους βγει το μάτι). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·  
- για τα δικά σου μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: στα σίδερα με βάλανε για τα δικά σου μάτια, το βλάμη που γουστάριζες, τον έκαμα κομμάτια
- για τα δυο σου μάτια, για τη χάρη σου, για την αφεντιά σου: «και βέβαια ήρθα για δουλειά, τι νόμισες, για τα δυο σου μάτια ήρθα;». (Λαϊκό τραγούδι: θα σπάσω κούπες για τα λόγια που ’πες· θα σπάσω πιάτα για τα δυο σου μάτια). Πολλές φορές, λέγεται και με ειρωνική διάθεση·
- για τα μάτια ή για τα μαύρα μάτια ή για τα μαύρα τα μάτια, βλ. φρ. για τα μάτια του κόσμου·
- για τα μάτια του κόσμου, α. απλώς για να τηρηθούν τα προσχήματα: «τουλάχιστον, για τα μάτια του κόσμου, έπρεπε να τον χαιρετήσεις κι εσύ». β. για επίδειξη: «αγόρασε κι αυτός ένα αυτοκίνητο για τα μάτια του κόσμου». (Λαϊκό τραγούδι: για τα μάτια του κόσμου, πώς μπορείς και παντρεύεσαι φως μου
- για τα μαύρα σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για τα ωραία σου τα μάτια, βλ. φρ. για τα δυο σου μάτια·
- για το κακό το μάτι, για την αποτροπή της βασκανίας, κατά της βασκανίας: «φοράει πάντα μια χάντρα θαλασσιά, για το κακό το μάτι»·
- γλυκά μου μάτια! προσφώνηση τρυφερότητας που επιτείνει το μάτια μου! (βλ. φρ.).(Τραγούδι: γλυκά μου μάτια αγαπημένα ίσως μια μέρα σας ξαναδώ)·
- γυαλίζει το μάτι του, α. είναι πολύ εκνευρισμένος, βρίσκεται στα πρόθυρα της παράκρουσης: «σε συμβουλεύω να μην του πεις κουβέντα, γιατί γυαλίζει το μάτι του». Από την εικόνα του τρελού που, όταν βρίσκεται σε κρίση, τα μάτια του γυαλίζουν. β. βρίσκεται σε περίοδο μεγάλης στέρησης, μεγάλης φτώχειας: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, γυαλίζει το μάτι του». γ. έχει υψηλό πυρετό: «για βάλε θερμόμετρο στο παιδί να δούμε τι πυρετό έχει, γιατί γυαλίζει το μάτι του»·
- γυαλίζει το μάτι μου απ’ τη πείνα ή το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. φρ. αλληθώρισα απ’ την πείνα, λ. πείνα·
- γυάλινο μάτι, ψεύτικο μάτι που είναι καμωμένο από γυαλί, από πορσελάνη: «έχασε σ’ ένα δυστύχημα το δεξί του μάτι κι από τότε έχει γυάλινο μάτι»· 
- δε βλέπω με κακό μάτι (κάποιον ή κάτι), δεν έχω επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται: «επειδή δεν έβλεπε με κακό μάτι το δεσμό της κόρης του, έκανε τα στραβά μάτια»·
- δε βλέπω με καλό μάτι (κάποιον ή κάτι), έχω σοβαρές επιφυλάξεις για κάποιο άτομο ή για κάποια κατάσταση που διαμορφώνεται, τόσο μάλιστα, ώστε να διάκειμαι εχθρικά: «αν θέλεις τη γνώμη μου, δε βλέπω με καλό μάτι αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό πρόσεχε || δεν έβλεπε με καλό μάτι το δεσμό της κόρης του, γι’ αυτό έπιασε το λεγάμενο και του ζήτησε να χωρίσουν»·
- δε θέλω να τον δω στα μάτια μου, τον αποστρέφομαι, τον αντιπαθώ πάρα πολύ: «είναι τόσο αχάριστος άνθρωπος, που δε θέλω να τον δω στα μάτια μου»·
- δε με γελούν τα μάτια μου, είμαι βέβαιος, είμαι σίγουρος γι’ αυτό που βλέπω: «είναι ο τάδε, δε με γελούν τα μάτια μου || δε με γελούν τα μάτια μου, γιατί είμαι σίγουρος πως είσαι ο τάδε»·
- δε με πιάνει το μάτι, δε βασκαίνομαι, δε ματιάζομαι: «δεν έχω φόβο στους γαλανομάτηδες, γιατί δε με πιάνει το μάτι»·
- δε μου γεμίζει το μάτι (κάποιος ή κάτι), δε μου εμπνέει εμπιστοσύνη, έχω επιφυλάξεις: «δε μου γεμίζει το μάτι ο τύπος που κάνεις παρέα || δε μου γεμίζει το μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (από κάτι), είναι επίμονα προσηλωμένος σε κάτι: «ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ το βιβλίο || ο τάδε δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη δουλειά»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη, είναι πολύ ντροπαλός: «το μεγάλο του παιδί είναι πολύ ατίθασο, αλλά το μικρότερο δε σηκώνει τα μάτια του απ’ τη γη || αποκλείεται να σε κοίταξε αυτή η γυναίκα πονηρά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δε σηκώνει τα μάτια της απ’ τη γη»·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να δει άνθρωπο, βλ. φρ. δε σηκώνει τα μάτια του (της) απ’ τη γη·
- δε σηκώνει τα μάτια του (της) να με δει, δε με κοιτάζει, ιδίως από ντροπή ή από φόβο: «απ’ τη μέρα που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, δε σηκώνει τα μάτια του να με δει»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει(ς), α. υπάρχει αφθονία υλικών αγαθών σε ένα χώρο: «άνοιξε ένα καινούριο σούπερ μάρκετ κι έχει τόσα πολλά είδη που δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπεις». β. υπάρχει ωραιότατη θέα που σου προξενεί μεγάλη ευχαρίστηση: «αν ανεβείς στην κορυφή του λόφου, δε χορταίνει το μάτι σου να βλέπει την ομορφιά του κάμπου»·
- δε χορταίνει το μάτι σου να τον (τη) βλέπει(ς), είναι πάρα πολύ όμορφος: «είναι μια γυναικάρα, που δε χορταίνει το μάτι σου να τη βλέπεις»·
- δε χορταίνει το μάτι του, είναι ανικανοποίητος, είναι άπληστος: «όσα και να του δώσεις, δε χορταίνει το μάτι αυτού του ανθρώπου»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), ενδιαφέρεται μόνο για τον ερωτικό του σύντροφο, μόνο για το άτομο που αγαπάει: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, δεν έχει μάτια γι’ άλλη». (Λαϊκό τραγούδι: το κορίτσι που αγαπάω το κοιτάζουνε πολλοί, μα αυτό δεν έχει μάτια άλλον άντρα για να δει)· 
- δεν έχω μάτια να τον δω, α. ντρέπομαι να τον αντικρίσω, ντρέπομαι να τον συναντήσω, γιατί είμαι εκτεθειμένος απέναντί του: «κάποια στιγμή κατηγόρησα την αδερφή του χωρίς λόγο και τώρα δεν έχω μάτια να τον δω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχω μάτια να σε δω καρδιά να σου μιλήσω, πέσαν τα χέρια μου νεκρά και πώς να σε κρατήσω).β. δεν καταδέχομαι, απαξιώ να τον συναντήσω: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, δεν έχω μάτια να τον δω»·
- δεν κλείνω μάτι, α. δεν μπορώ να κοιμηθώ, έχω αϋπνίες. (Λαϊκό τραγούδι: τις νύχτες τις αόρατες εγώ δεν κλείνω μάτι, γιατί μου λένε οι δαίμονες σήκω και περιπάτει). β. αγρυπνώ από ανησυχία ή από έμμονες ιδέες: «δεν έκλεισα μάτι όλη τη νύχτα, γιατί περίμενα τα παιδιά μου να γυρίσουν απ’ την εκδρομή τους»·
- δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους! έκφραση τέλειας αδιαφορίας για τις υποθέσεις, ιδίως για τις φιλονικίες, για τις έριδες κάποιων: «πάλι μαλώνουν οι συνέταιροι της εταιρείας μας. -Δεν πά(νε) να βγάλουν τα μάτια τους!»·
- δεν πιστεύω στα μάτια μου! βλ. φρ. δεν το πιστεύουν τα μάτια μου(!)·
- δεν τ’ αφήνω απ’ τα μάτια μου, παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή, κάτι: «απ’ την ώρα που πάρκαρε τ’ αυτοκίνητο απέναντι, δεν τ’ άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν το πιάνει το μάτι σου, δεν μπορείς να το δεις, να το εντοπίσεις με γυμνό μάτι: «είναι ένα τόσο δα ζουζουνάκι, που δεν το πιάνει το μάτι σου χωρίς μεγεθυντικό φακό»·
- δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! επιφωνηματική έκφραση απορίας ή θαυμασμού για κάτι που βλέπουμε, ενώ δεν περιμέναμε να το δούμε: «εσύ, κοτζάμ παλικάρι, να χτυπάς μικρό παιδί, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου! || μέσα σε τόσο λίγο χρονικό διάστημα τέλειωσες ολόκληρη οικοδομή, δεν το πιστεύουν τα μάτια μου!»·
- δεν τον αφήνω απ’ τα μάτια μου, τον παρακολουθώ συνέχεια, χωρίς διακοπή: «θα σου πω λεπτομερώς πού πήγε και τι έκανε, μόλις βγήκε απ’ το σπίτι του, γιατί δεν τον άφησα απ’ τα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το στιγμή·
- δεν τον είδε μάτι, δεν τον αντιλήφθηκε κανείς: «ο κλέφτης άδειασε το ταμείο κι ενώ το μαγαζί είχε ένα σωρό κόσμο, δεν τον είδε μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: ζούλα θα ’ρθω, κούκλα μου, από τους γειτόνους, μάτι για να μη με δει μάτια μου και φως μου
- δεν τον πιάνει το μάτι, δε βασκαίνεται, δε ματιάζεται: «ειρωνεύεται όλους αυτούς που φοβούνται το μάτιασμα, γιατί αυτόν δεν τον πιάνει το μάτι»·
- δεν τον πιάνει το μάτι σου, α. δεν μπορείς να τον θεωρήσεις αξιόλογο, δεν τον υπολογίζεις βλέποντας την εξωτερική του εμφάνιση, δεν είναι πραγματικά αυτός που δείχνει: «έτσι όπως γυρίζει μ’ αυτά τα παλιόρουχα, δεν τον πιάνει το μάτι σου για πλούσιο». β. (ειρωνικά) είναι πάρα πολύ κοντός (που υποτίθεται πως δεν μπορείς να τον εντοπίσεις): «προσέχω να μην τον πατήσω, γιατί δεν τον πιάνει το μάτι σου»·
- δεν υπάρχει ανθρώπου μάτι, βλ. λ. άνθρωπος·
- δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, το ενδιαφέρον σου για μένα θα σου το ανταποδώσω στο διπλάσιο·
- διαβάζω στα μάτια του (της) (κάτι), αντιλαμβάνομαι, ξεχωρίζω τα συναισθήματα από τα οποία είναι κυριευμένος κάποιος (κάποια) από την έκφραση των ματιών του: «διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ την αγαπάει || διαβάζω στα μάτια του πόσο πολύ τη μισεί || διαβάζω στα μάτια του πόσο άσχημα νιώθει σ’ αυτό το χώρο»·
- δίνω το ένα μου μάτι για να…, δηλώνει πολύ μεγάλη επιθυμία για να…: «δίνω το ένα μου μάτι για να ξαπλώσω μ’ αυτή τη γυναίκα || δίνω το ένα μου μάτι για ν’ αποκτήσω κι εγώ τέτοιο αυτοκίνητο»·   
- έγινε το μάτι του να! α. πρήστηκε πολύ, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα: «έφαγε μια γροθιά απ’ τον τάδε κι έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από παράλληλη χειρονομία με την παλάμη, κυρτή προς τα έξω, να έρχεται σε μια μικρή απόσταση από το μάτι, θέλοντας να καθορίσει το μέγεθος του πρηξίματος. β. ένιωσε έντονη έκπληξη: «μόλις με είδε να διασχίζω με την αυτοκινητάρα μου τους δρόμους της γειτονιάς μας, έγινε το μάτι του να!». Συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν ευμεγέθη κύκλο, υπονοώντας το άνοιγμα του ματιού·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. ζωή·
- είδα το χάρο με τα μάτια μου, βλ. λ. χάρος·
- είδαν πολλά τα μάτια μου, πέρασα πολλές δυσκολίες στη ζωή μου, πράγμα που μου έδωσε τη δυνατότητα να αποκτήσω πολλές και διάφορες εμπειρίες: «εμένα να με συμβουλεύεσαι, γιατί είδαν πολλά τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: πολλά είδαν τα μάτια μου κι έχω περάσει μπόρες, μονάχος μου που γύριζα μέσα σε ξένες χώρες
- είμαι αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. φρ. μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- είμαι με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- είμαι όλο(ς) μάτια, παρατηρώ κάποιον ή κάτι με πολύ μεγάλη προσοχή: «είμαι όλος μάτια, κάθε φορά που περνάει αυτή η γυναικάρα έξω απ’ το μαγαζί μου || όταν μου δείχνει πώς γίνεται κάτι, είμαι όλος μάτια»·
- είναι το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει να συμβαίνουν κατά την απουσία μου σε ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «αυτός ο άνθρωπος που βλέπεις, είναι το μάτι μου, όσο διάστημα λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου ή είναι τ’ αφτί μου και το μάτι μου, μου μεταφέρει όλα όσα βλέπει και ακούει να συμβαίνουν και να λέγονται κατά την απουσία μου από ένα χώρο, ιδίως εργασιακό, είναι ο πληροφοριοδότης μου: «τον πληρώνω κάτι παραπάνω, αλλά έχω το κεφάλι μου ήσυχο, γιατί είναι το μάτι μου και τ’ αφτί μου, όσον καιρό λείπω απ’ το εργοστάσιο»·
- έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια, λέγεται ειρωνικά για εκείνους τους ελαφρόμυαλους, που επιτέλους κατάλαβαν ποιο είναι το συμφέρον τους: «επιτέλους, έκανε ο κουφός αφτιά και ο τυφλός μάτια και σταμάτησες αυτή η δουλειά που ξεκίνησες, γιατί κατάλαβες πως θα σε καταστρέψει»· 
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, βλ. λ. πίκρα·
- έμεινε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), α. αφαιρέθηκα κοιτάζοντάς το(ν) επίμονα: «όπως τον κοίταζα, έμεινε το μάτι μου». β. (για πράγματα) με εντυπωσίασε τόσο πολύ που θέλω να το αποκτήσω: «έμεινε το μάτι μου σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- έμεινε το μάτι του, με ζηλεύει για κάποιο απόκτημά μου: «απ’ τη μέρα που αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο, έμεινε το μάτι του»·
- ένα τρίτο μάτι, άτομο που δεν έχει σχέση με κάποια υπόθεση, όπως δυο ενδιαφερόμενοι ή δυο ενδιαφερόμενες πλευρές, πράγμα που καθιστά αμερόληπτη τη γνώμη του ή την άποψή του σχετικά με αυτή: «ίσως, αν έβλεπε την υπόθεση ένα τρίτο μάτι, θα μπορούσε να μας δώσει μια πιο ξεκάθαρη γνώμη»·
- έπεσε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- έπεσε το μάτι μου (σε κάποιον ή σε κάτι), είδα, ιδίως τυχαία, κάποιον ή κάτι: «όπως ερχόμουν, έπεσε το μάτι μου στον τάδε || όπως έβλεπα τη βιτρίνα, έπεσε το μάτι μου σ’ ένα πανέμορφο δαχτυλίδι»·
- έφυγε με την τσίμπλα στο μάτι, βλ. λ. τσίμπλα·
- έχασα τον κόσμο απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- έχει αχόρταγο μάτι, βλ. φρ. δε χορταίνει το μάτι του·
- έχει βαρύ μάτι, βλ. συνηθέστ. έχει κακό μάτι·
- έχει γερό μάτι, έχει πολύ καλή όραση ή έχει την ικανότητα να εκτιμάει την πραγματική αξία ενός ανθρώπου ή πράγματος: «μπορεί να διαβάσει την εφημερίδα του από δυο μέτρα απόσταση, γιατί έχει γερό μάτι || ο τάδε, που έχει γερό μάτι, μου είπε πως αυτός που κάνεις παρέα, δε θα πρέπει να ’ναι καλός άνθρωπος || στην αγορά τ’ αυτοκινήτου μου θα πάρω και τον τάδε μαζί μου, γιατί έχει γερό μάτι»·
- έχει δυνατό μάτι, βλ. λ. έχει γερό μάτι·
- έχει και πίσω μάτια, βλ. φρ. έχει και στην πλάτη μάτια·
- έχει και στην πλάτη μάτια, αντιλαμβάνεται τα πάντα, δεν του ξεφεύγει τίποτα: «έτσι να κάνεις λίγο, το παίρνει αμέσως μυρουδιά, γιατί έχει και στην πλάτη μάτια». Πρβλ.: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα, μα πιο πολύ το μάτι που έβλεπε απ’ την πλάτη (Λαϊκό τραγούδι)·
- έχει και στον κώλο μάτια, βλ. λ. κώλος·
- έχει κακό μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «μόλις μ’ είδε ο τάδε, έπεσα κι έσπασα το πόδι μου, γιατί έχει κακό μάτι»·
- έχει καλό μάτι, βλ. φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει μάτι, έχει τη δυνατότητα να βασκαίνει, να ματιάζει: «δε θέλω να δει ο τάδε το καινούριο μου αυτοκίνητο, γιατί έχει μάτι και σίγουρα όλο και κάπου θα τρακάρω»· βλ. και φρ. έχει γερό μάτι·
- έχει τα μάτια του παντού, αντιλαμβάνεται, παρακολουθεί τα πάντα, γιατί είναι πολύ προσεκτικός ή καχύποπτος: «από κείνη τη μέρα που έπαθε τη ζημιά στη δουλειά του, έχει τα μάτια του παντού»·
- έχει το μάτι του όλο στην πόρτα ή έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα, α. επιδιώκει διακαώς να βρει την ευκαιρία να βγει από το σπίτι, να ξεπορτίσει: «ξέρει πως στο μπαράκι την περιμένει ο γκόμενός της κι αυτή έχει το μάτι όλο στην πόρτα». β. αδημονεί να φανεί, να επιστρέψει κάποιος στο σπίτι: «μόλις περάσει λίγο η ώρα, έχει το μάτι του συνέχεια στην πόρτα και δεν ησυχάζει αν δε δει τα παιδιά του να επιστρέφουν στο σπίτι»·
- έχει τρύπιο μάτι, είναι εντελώς ανικανοποίητος: «όταν ο άνθρωπος έχει τρύπιο μάτι, δεν μπορεί να ευχαριστηθεί με τίποτα»·
- έχουν δει πολλά τα μάτια μου, βλ. φρ. είδαν πολλά τα μάτια μου·
- έχω στο μάτι, α. λαχταρώ, επιθυμώ να αποκτήσω κάποιον ή κάτι: «από καιρό έχω στο μάτι αυτή τη γυναίκα || από καιρό έχω στο μάτι αυτό τ’ αυτοκίνητο». (Λαϊκό τραγούδι: τόσο καιρό σ’ έχω στο μάτι, γιατί είσαι ένα γερό κομμάτι). β. εποφθαλμιώ: «έχω στο μάτι τη θέση του διευθυντή μας»· βλ. και φρ. τον έχω στο μάτι·
- έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή έχω ανοιχτά τα μάτια μου, προσέχω πολύ: «όταν ξεκινώ κάτι καινούριο, έχω τα μάτια μου ανοιχτά μέχρι να βάλω το νερό στ’ αυλάκι»·
- έχω τα μάτια μου κλεισμένα ή έχω κλεισμένα τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- έχω τα μάτια μου κλειστά ή έχω κλειστά τα μάτια μου, α. δεν προσέχω: «πώς να μη σε κλέψουν, απ’ τη στιγμή που έχεις τα μάτια σου κλειστά!». β. προσποιούμαι πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω τι γίνεται γύρω μου: «όση ώρα είχα τα μάτια μου κλειστά, δε δούλεψε ούτε ένας εργάτης»·
- έχω τα μάτια μου τέσσερα (δεκατέσσερα, είκοσι τέσσερα), είμαι πάρα πολύ προσεκτικός στις ενέργειές μου ή στις συναναστροφές μου: «όπως έγινε σήμερα ο κόσμος, πρέπει να ’χεις τα μάτια σου τέσσερα για να μην μπλέξεις πουθενά». (Λαϊκό τραγούδι: αν έχεις μάτια τέσσερα, στάσου στο δεκατέσσερα
- έχω το μάτι μου όλο..., επιδιώκω συστηματικά κάτι: «έχω το μάτι μου όλο στα ταξίδια || απ’ τη μέρα που κέρδισε στο λαχείο, έχει το μάτι του όλο στα γλέντια || τα μικρά παιδιά έχουν το μάτι τους όλο στο παιχνίδι»·
- ζυγιάζω με το μάτι, εκτιμώ, υπολογίζω νοερά έπειτα από προσεκτική παρατήρηση τα υπέρ και τα κατά μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης: «είναι πολύ έμπειρος στη ζωή κι ό,τι ζυγιάζει με το μάτι, πέφτει πάντα μέσα». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλά· βλ. και φρ. με το μάτι·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, βλ. λ. κότα·
- η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια, όσα κάνει κανείς τη νύχτα ακούγονται, ενώ όσα κάνει τη μέρα φαίνονται: «τίποτα δε μένει κρυφό, αγόρι μου και πρέπει να μάθεις να περπατάς καλά στη ζωή σου, γιατί η νύχτα έχει αφτιά κι η μέρα έχει μάτια»·  
- η πραμάτεια θέλει μάτια, όταν αγοράζει κανείς κάτι, ιδίως από πλανόδιο πωλητή, πρέπει να είναι προσεκτικός: «να μην ψωνίζεις καβάλα, γιατί η πραμάτεια θέλει μάτια»·
- ήταν σκόνη στα μάτια, βλ. συνηθέστ. ήταν στάχτη στα μάτια·
- ήταν στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει, δηλώνει αδιαφορία ή και μοιρολατρία για την έκβαση κάποιας ενέργειας ή προσπάθειας: «είναι πολύ δύσκολη δουλειά, αλλά θα κλείσω τα μάτια κι όπου με βγάλει». (Λαϊκό τραγούδι: αγάπη μου πρώτη, αγάπη μεγάλη, θα κλείσω τα μάτια, κι όπου με βγάλει
- θα μου βγει απ’ τα μάτια, έχω πιει πάρα πολύ: «δεν μπορώ να πιω γουλιά περισσότερο, γιατί θα μου βγει απ’ τα μάτια». Από παρομοίωση του ποτού με τα δάκρυα·
- θα σου βγάλω το μάτι, θα σου προξενήσω μεγάλη ζημιά, θα σε εκδικηθώ: «αν ξαναενοχλήσεις την κόρη μου, θα σου βγάλω το μάτι». Από την εικόνα των ατόμων του υπόκοσμου που, όταν σε μια μονομαχία με μαχαίρια έπεφτε ο ένας από τους δυο νεκρός, ο νικητής ή έγλειφε το μαχαίρι του με το αίμα του αντιπάλου του ή του έβγαζε το μάτι και το ρουφούσε εξού και η φρ. θα σου πιω το μάτι και θα σου ρουφήξω το μάτι και θα σου φάω το μάτι·
- θα σου πιω το μάτι, βλ. φρ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θα σου ρουφήξω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου πιω το μάτι·
- θα σου φάω το μάτι, βλ. συνηθέστ. θα σου βγάλω το μάτι·
- θόλωσε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- θόλωσε το μάτι του, δεν αντέχει πια, ήρθε σε απόγνωση και δεν ξέρει τι να κάνει, πώς να ενεργήσει, ή ενεργεί καταστροφικά σε βάρος του ή σε βάρος άλλου: «θόλωσε το μάτι του απ’ τα προβλήματα που τον βασανίζουν και δεν ξέρει τι κάνει || όταν την είδε στο κρεβάτι μ’ έναν άλλον άντρα, θόλωσε το μάτι του και τους σκότωσε και τους δυο με το πιστόλι του»·
- … και μ’ ένα μάτι, έκφραση με την οποία δηλώνουμε περήφανα πως ταυτιζόμαστε απόλυτα με αυτό που μόλις προαναφέραμε: «Πόντιος και μ’ ένα μάτι || Θεσσαλονικιός και μ’ ένα μάτι || Παοκτσής και μ’ ένα μάτι || δημοκράτης και μ’ ένα μάτι»· βλ. και λ. Αμερικανός·
- ... και τα μάτια σου, δηλώνει πως πρέπει να δείξει μεγάλη προσοχή, μεγάλη φροντίδα κάποιος σε αυτό που μόλις του προαναφέραμε: «θα πεταχτώ μέχρι τον μπακάλη, γι’ αυτό το παιδί και τα μάτια σου || όσο θα λείπουμε, το σπίτι και τα μάτια σου»·
- κακό μάτι, το μάτι που βασκαίνει: «τέτοιο κακό μάτι, πρώτη φορά συνάντησα σε άνθρωπο». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- κάλλιο να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα ή καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα, είναι προτιμότερο να πάθει κανείς ένα κακό έστω και μεγάλο παρά να αποκτήσει κακή φήμη: «για να πάρεις μια θέση σ’ αυτή την επιχείρηση, πρέπει να είσαι άμεμπτος, γι’ αυτό, καλύτερα να σου βγει το μάτι παρά τ’ όνομα». Πρβλ.: ο κουρσάτος φίλος σου θα σ’ αφήσει γρήγορα και θα μείνεις κι απ’ τους δυο τότε αμανάτι, θα ’σαι πια για κλάματα κι όπως λέν’ τα γράμματα, πριν σου βγει το όνομα, πιο καλά το μάτι (Λαϊκό τραγούδι)·
- καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα δω) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα διώ) ή καλώς τα μάτια μου τα δυο (που είχα χρόνια να τα ιδώ), ειρωνική ή χαϊδευτική προσφώνηση σε άτομο που έχουμε καιρό να το δούμε·
- κάναμε μαύρα μάτια, βλ. φρ. μαύρα μάτια κάναμε·
- κανένα μάτι, κανένας άνθρωπος: «κανένα μάτι δεν είδε παρόμοια ομορφιά». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι δε θα δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί κι έχεις το λόγο μου, γλυκιά μου αγάπη, στιγμή δε θα σ’ απαρνηθώ και στρώσε μου να κοιμηθώ
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνω μάτι, παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το να κάνει κανείς μάτι είναι μια ικανοποίηση, αλλά και ένα βίτσιο»· βλ. και φρ. κάνω ματάκι, λ. ματάκι·
- κάνω μαύρα μάτια (να δω κάποιον), αισθάνομαι έντονα την έλλειψη κάποιου προσώπου: «πού χάθηκες, ρε παιδάκι μου, έκανα μαύρα μάτια να σε δω!»·
- κάνω τα γλυκά μάτια, α. ερωτοτροπώ: «πάλι κάνεις τα γλυκά μάτια στην τάδε;». β. επιθυμώ πάρα πολύ να αποκτήσω κάτι: «εδώ και χρόνια κάνω τα γλυκά μάτια σ’ αυτό τ’ αυτοκίνητο»·
- κάνω τα στραβά μάτια, α. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν καταλαβαίνω, συμπεριφέρομαι ανεκτικά, με επιείκεια: «κακόμαθε το παιδί, γιατί ο πατέρας του κάνει τα στραβά μάτια στις αταξίες του». β. κάνω πως δε βλέπω, πως δεν αντιλαμβάνομαι τις ερωτικές ιδίως επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «κάθε μήνα η αδερφή του αλλάζει γκόμενο κι αυτός κάνει τα στραβά μάτια»·
- κάνω το μάτι, ξεματιάζω: «έχει απομείνει μια γιαγιά στο χωριό μας που ξέρει να κάνει το μάτι»·
- καρφώνω στα μάτια (κάποιον), κοιτάζω επίμονα κάποιον στα μάτια: «στάθηκα απέναντί της και την κάρφωσα στα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: ένας μάγκας τη ζυγώνει και στα μάτια την καρφώνει. Χωρίς κουβέντες πια πολλές μαζί τα πίναμε που λες
- καρφώνω τα μάτια μου (σε κάποιον ή σε κάτι), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα: «μόλις κάθισε η γυναίκα στο τραπεζάκι, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω της || μόλις είδα τ’ αυτοκίνητο, κάρφωσα τα μάτια μου απάνω του»·
- κατεβάζω τα μάτια ή κατεβάζω τα μάτια μου, κοιτώ προς τα κάτω από σεβασμό, ντροπή ή υποταγή: «όταν μου μιλάει ο παππούς μου, κατεβάζω τα μάτια και τον ακούω προσεκτικά || κατέβασα τα μάτια μου, μόλις αποκαλύφθηκε το ψέμα μου || μπροστά στ’ αφεντικό του κατεβάζει τα μάτια του»·
- κατέβηκε στα μάτια μου, βλ. φρ. έπεσε στα μάτια μου·
- κάτι άρπαξε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι έπιασε το μάτι μου, βλ. λ. κάτι πήρε το μάτι μου·
- κάτι μπήκε στο μάτι μου, κλασική δικαιολογία όταν δε θέλουμε να παραδεχτούμε ότι δακρύσαμε για κάτι που είδαμε ή θυμηθήκαμε και συγκινηθήκαμε, αλλά το αποδίδουμε σε κάποια μικρή ακαθαρσία που μπήκε και ερέθισε το μάτι μας·
- κάτι πήρε το μάτι μου, κάτι είδα τυχαία από το συμβάν που μου αναφέρει κάποιος, αλλά δε γνωρίζω πολλά πράγματα: «είδες το δυστύχημα που έγινε στη γωνία; -Κάτι πήρε το μάτι μου, αλλά δεν έδωσα περισσότερη σημασία»·
- κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια, ένα σπουδαίο ζήτημα ή ένα μυστικό πρέπει να προσέχουμε πώς τα λέμε, γιατί μπορεί να ακούσει κάποιος και ας μη φαίνεται: «πρόσεχε μη σ’ ακούσουν πώς μιλάς γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί κι οι τοίχοι έχουν αφτιά κι οι κάμποι έχουνε μάτια»·
- κι όπου με βγάλουν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. κι όπου με βγάλει η άκρη, λ. άκρη·
- κλέβει της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- κλείνουν τα μάτια μου, νυστάζω υπερβολικά: «εγώ πέφτω για ύπνο, γιατί κλείνουν τα μάτια μου»·
- κλείνω τα μάτια ή κλείνω τα μάτια μου, α. κάνω πως δεν αντιλαμβάνομαι ό,τι κακό ή ανεπίτρεπτο συμβαίνει γύρω μου, εθελοτυφλώ: «μέχρι πότε θα κλείνω τα μάτια μου στις αταξίες σου!». β. κοιμάμαι: «δε θυμάμαι τι ώρα χτες βράδυ έκλεισα τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: όταν κοιμάται ο δυστυχής, κανείς μην τον ξυπνήσει, ξεχνάει τα πάντα ο άνθρωπος τα μάτια του σαν κλείσει). γ. πεθαίνω: «όλοι μια μέρα θα κλείσουμε τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: την τελευταία μου στιγμή, τα μάτια μου πριν κλείσω, τότε γλυκιά μανούλα μου, εσένα θα ζητήσω)· βλ. και φρ. του κλείνω τα μάτια·
- κλείνω τα μάτια μου μια για πάντα, πεθαίνω: «όταν θα κλείσω τα μάτια μου μια για πάντα, θέλω να με θάψετε στη Θεσσαλονίκη»·
- κόβει το μάτι του, α. έχει δυνατή όραση: «για δες εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι γράφει εκεί πέρα;». β. έχει παρατηρητικότητα ή έχει ορθή κρίση: «εσένα που κόβει το μάτι σου, μήπως πρόσεξες τι χρώμα είχε τ’ αυτοκίνητο που πέρασε; || για πες μου εσύ, που κόβει το μάτι σου, τι σόι άνθρωπος είναι αυτός;»·
- κόβω το μάτι, ξεματιάζω: «ήταν για θάνατο, αν δεν πήγαινε στην τάδε να του κόψει το μάτι»·
- κοιμάται μ’ ανοιχτά μάτια ή κοιμάται μ’ ανοιχτά τα μάτια ή κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά, το άτομο για το ποίο γίνεται λόγος, μπορεί κανείς να το ξεγελάσει με μεγάλη ευκολία, είναι κουτό, ανόητο, βλάκας: «μην τον εμπιστευτείς καμιά σοβαρή δουλειά, γιατί κοιμάται με τα μάτια ανοιχτά και θα τον ξεγελάσουν με το πρώτο»·
- κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό, κοιμάται πολύ ελαφρά, ιδίως γιατί υποπτεύεται κάποιον κίνδυνο: «απ’ τη μέρα που άνοιξε δοσοληψίες με την αστυνομία, κάθε βράδυ κοιμάται με το ένα μάτι ανοιχτό»·
- κοίτα με στα μάτια ή κοίταξέ με στα μάτια, έκφραση που απευθύνουμε στο συνομιλητή μας, όταν περιμένουμε την απάντησή του σε κάποια ερώτηση που του θέσαμε, και η έννοια είναι πως περιμένουμε να μας πει την αλήθεια, γιατί έχει παρατηρηθεί πως, όποιος λέει ψέματα, αποφεύγει να δει κατάματα το συνομιλητή του. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για. (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα με στα μάτια λοιπόν κι εξηγήσου πού δίνεις το γλυκό το θερμό το φιλί σου, δεν είχες μυστικά από μένα θυμήσου, για κοίτα με στα μάτια λοιπόν). Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το και πες μου την αλήθεια·  
- κοιτάζει με γυάλινα μάτια, κοιτάζει ανέκφραστος: «είναι άνθρωπος σκληρός και ψυχρός και κοιτάζει με γυάλινα μάτια τους συνανθρώπους του»·
- κοιτάζονται στα μάτια, το ζευγάρι για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πάρα πολύ ερωτευμένο: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, κοιτάζονται στα μάτια»·
- κοιτάζω με την άκρη του ματιού μου, βλ. φρ. βλέπω με την άκρη του ματιού μου·
- κοίταξέ με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο, βλ. φρ. δες με μ’ ένα μάτι, να σε δω με δυο·
- κόρακας κοράκου μάτι δε βγάζει, βλ. λ. κόρακας·
- κρατώ τα μάτια μου ανοιχτά ή κρατώ ανοιχτά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου ανοιχτά·
- κρατώ τα μάτια μου κλειστά ή κρατώ κλειστά τα μάτια μου, βλ. φρ. έχω τα μάτια μου κλειστά·
- μ’ ένα δεύτερο μάτι, βλ. συνηθέστ. με μια δεύτερη ματιά·
- μ’ έφαγε με τα μάτια του, α. με βάσκανε, με μάτιασε: «μ’ έφαγε με τα μάτια του, μόλις μ’ είδε μέσα στο καινούριο μου αυτοκίνητο και λίγο παρακάτω τράκαρα». β. κάρφωσε απροκάλυπτα το βλέμμα του επάνω μου και με κοίταζε αδιάκοπα και εξεταστικά, συνήθως με ερωτική διάθεση: «μόλις μπήκα μέσα, μ’ έφαγε με τα μάτια της μέχρι την ώρα που έφυγα»·
- μ’ έχει στο μάτι, λέγεται σε περίπτωση που κάποιος δε με συμπαθεί και για το λόγο αυτό δεν είναι ακριβοδίκαιος μαζί μου: «ποτέ του δε μου έχει δώσει δίκιο, γιατί μ’ έχει στο μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: τον ένα λέγανε Κωστή, τον άλλονε Σταμάτη· τους γύρευαν από καιρό αχ, τους είχανε στο μάτι). Από τη συνηθισμένη δικαιολογία των μαθητών για κάποιον καθηγητή τους, όταν τους βαθμολογεί με όχι καλό βαθμό·
- μάτι να μη σε πιάσει, ευχή σε κάποιον για την αποτροπή βασκανίας, ματιάσματος: «όπου και να πας, παιδάκι μου, μάτι να μη σε πιάσει»·  
- μάτι νερού, βλ. λ. νερό·
- μάτια γλυκά μου μάτια μου τωνε ματιών μου μάτια ή μάτια γλυκά μου μάτια μου των οματιών μου μάτια, έκφραση απέραντης τρυφερότητας που απευθύνουμε σε κάποιο άτομο·
- μάτια μου! α. προσφώνηση τρυφερότητας σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «μήπως σε στενοχώρησα, μάτια μου! || πετάξου, μάτια μου, μέχρι το σπίτι και πες στη γυναίκα μου πως θ’ αργήσω!». (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις, μάτια μου,που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα). β. ειρωνική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, μάτια μου, που θα σηκωθώ για να καθίσεις εσύ!». (Λαϊκό τραγούδι: ανάποδα μετράς κι όλα τα δίκια, μάτια μου,για σένα τα κρατάς
- μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται, ο μακροχρόνιος αποχωρισμός δυο ανθρώπων έχει ως μοιραία κατάληξη τη λησμονιά. (Λαϊκό τραγούδι: μάτια που δε βλέπονται, γρήγορα λησμονιούνται κι όλα ξεχνιούνται, αχ όλα ξεχνιούνται
- μαύρα μάτια κάναμε (να δω ή να δούμε κάποιον), είναι πολύς καιρός που δε σε είδα, που δε σε είδαμε: «βρε, καλώς το παιδί, μαύρα μάτια κάναμε για να σε δούμε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μαύρισε το μάτι μου, επιθυμώ έντονα κάτι που το έχω στερηθεί πάρα πολύ: «μαύρισε το μάτι μου για ένα τρικούβερτο γλέντι όπως παλιά || μαύρισε το μάτι μου για ένα καλό ψάρι || μαύρισε το μάτι μου για μια καλή κουβέντα»·
- μαύρισε το μάτι μου απ’ την πείνα ή το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- με γεια τα μάτια! ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δε βλέπει κάτι που του δείχνουμε επίμονα, ιδίως από κάποια απόσταση: «ούτε τώρα βλέπεις τη βάρκα στο πέλαγος; Ε, τι να σου πω, ρε παιδάκι μου, με γεια τα μάτια!»·
- με γυμνό μάτι, που δε χρειάζεται κανείς τη βοήθεια οποιουδήποτε οπτικού οργάνου για να δει κάτι: «ήταν τόσο φωτεινό τ’ αστέρι, που μπορούσε να το δει κανείς με γυμνό μάτι»·
- με δεμένα μάτια ή με δεμένα τα μάτια ή με τα μάτια δεμένα, χωρίς ιδιαίτερο κόπο ή προσπάθεια, πάρα πολύ εύκολα: «το κάνω με δεμένα μάτια || τον νικώ με δεμένα τα μάτια»·
- με κλειστά μάτια ή με κλειστά τα μάτια ή με τα μάτια κλειστά, α. με πολύ μεγάλη ευκολία: «αυτόν που μου λες, τον νικώ με κλειστά μάτια || αυτό που μου λες, το κάνω με κλειστά τα μάτια». β. χωρίς εξέταση, χωρίς έλεγχο: «τ’ αγόρασε με κλειστά μάτια και την πάτησε». γ. με απόλυτη σιγουριά, με απόλυτη εμπιστοσύνη: «αυτόν τον άνθρωπο, τον εμπιστεύομαι με κλειστά τα μάτια»·
- με πειράζει στα μάτια, (ιδίως για φωτισμό) μου προκαλεί πρόβλημα στην όραση: «δεν μπορώ να βγω το καλοκαίρι έξω χωρίς γυαλιά, γιατί ο ήλιος με πειράζει στα μάτια»·
- με πιάνει το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε φορά που θα φορέσω καινούριο ρούχο, με πιάνει το μάτι και το λερώνω ή το σκίζω». (Λαϊκό τραγούδι: το θαλασσί της θάλασσας κι όλο το μπλε του χάρτη, να μπει στη χάντρα που φοράς να μη σε πιάνει μάτι
- με τα μάτια μου ή με τα ίδια μου τα μάτια, εγώ ο ίδιος, είμαι αυτόπτης μάρτυρας, έχω άμεση αντίληψη κάποιου γεγονότος: «δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη, γιατί σου λέω πως το είδα με τα ίδια μου τα μάτια»·
- με τι μάτια να τον δω, βλ. φρ. δεν έχω μάτια να τον δω·
- με το μάτι, χωρίς μέτρημα ή ζύγισμα, κατ’ εκτίμηση: «με το μάτι υπολογίζω πως θα πρέπει να ’ναι πάνω από δέκα κιλά»·
- μένει το κακό μάτι ή μένει το κακό το μάτι, βλ. φρ. μένει το μάτι του κόσμου·
- μένει το μάτι του κόσμου, μένει η ζηλοφθονία για κάτι καλό που συμβαίνει, που τυχαίνει σε κάποιον: «μην επιδεικνύεις τα λεφτά σου, γιατί μένει το μάτι του κόσμου»·
- μένω μ’ ανοιχτά μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια ή μένω μ’ ανοιχτά τα μάτια μου ή μένω με τα μάτια ανοιχτά ή μένω με τα μάτια μου ανοιχτά, εκπλήσσομαι έντονα με αυτό που μου λέει ή που μου δείχνει κάποιος: «έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο || μόλις μου είπε πως σκέφτεται να χωρίσει, έμεινα με τα μάτια ανοιχτά, γιατί αυτός ήταν τρελά ερωτευμένος με τη γυναίκα του»·
- μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. μπροστά απ’ τα μάτια μου·
- μέσα στα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. μπροστά στα μάτια μου·
- μέχρις εκεί που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- μη με δει κανένα μάτι, μη με δει, αντιληφθεί κάποιος άνθρωπος: «θα ’ρθω μόλις σκοτεινιάσει, για να μη με δει κανένα μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: κανένα μάτι μη μας δει, πέτα σαν πρώτα το κλειδί
- μήπως με γελούν τα μάτια μου; λέγεται στην περίπτωση που μας είναι πολύ δύσκολο να πιστέψουμε αυτό που βλέπουμε: «μήπως με γελούν τα μάτια μου, ρε παιδιά; Έχω πράγματι τον πρώτο αριθμό του λαχείου;»·
- μήπως πήρε το μάτι σου, μήπως είδες τυχαία, μήπως έτυχε να δεις: «μήπως πήρε το μάτι σου τον αναπτήρα μου; || μήπως πήρε το μάτι σου τον τάδε στη συγκέντρωση;»·   
- μικρό είναι το μάτι σου! α. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως κάτι που έχουμε ή που του δείχνουμε είναι μικρό, άχρηστο ή χωρίς καθόλου αξία. β. επιθετική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν μπορούμε να φέρουμε σε πέρας κάτι·
- μικρός, (μικρή, μικρό) στο μάτι, μεγάλος (μεγάλη, μεγάλο) στο κρεβάτι, α. ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως λόγω μικρής ηλικίας, δεν έχουμε την εμπειρία της ερωτικής πράξης. β. (ειδικά για άντρα) ειρωνική απάντηση σε άτομο που υποστηρίζει πως δεν είμαστε άξιοι να επιβάλλουμε τη σεξουαλική πράξη, επειδή έχουμε μικρό πέος, πράγμα για το οποίο, βέβαια, έχουμε εντελώς αντίθετη γνώμη, όχι ως προς το μέγεθος, αλλά ως προς την ικανότητα. Συνών. τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκαλάκια. Πρβλ. οὐκ ἐν τῷ πολλῷ τό εὖ· βλ. και φρ. μικρό είναι το μάτι σου(!)·
- μιλάνε με τα μάτια, τα άτομα για τα οποία γίνεται λόγος συνεννοούνται από απόσταση κάνοντας νοήματα με τα μάτια ή συνεννοούνται αθόρυβα ή ξέρει τόσο καλά ο ένας τον άλλον, που συνεννοούνται με μια ματιά: «πάντοτε κάνουν την ίδια κίνηση, γιατί μιλάνε με τα μάτια». (Λαϊκό τραγούδι: η σιωπή είναι χρυσός, θα το δεις, με τα μάτια μιλάμε εμείς
- μιλάνε τα μάτια του, α. είναι πολύ εκφραστικός, δεν μπορεί να κρύψει αυτό που νιώθει: «όσο και να προσπαθήσει να κρύψει κάτι, δεν μπορεί, γιατί μιλάνε τα μάτια του || υποστηρίζει πως δεν είναι ερωτευμένος μαζί της, αλλά μιλάνε τα μάτια του». (Λαϊκό τραγούδι: αχ! Σαμιωτίτσα μου τρελή, τα μάτια σου μιλούνε πως άλλονε κοιτάζουνε και με μένανε γελούνε). β. δείχνει τον εσωτερικό του κόσμο, τον χαρακτήρα του από την έκφραση των ματιών του: «αποκλείεται να ’ναι κακός άνθρωπος, γιατί μιλάνε τα μάτια του τι ακριβώς είναι»·
- μολύβι για τα μάτια, βλ. λ. μολύβι·
- μου ανοίγουν τα μάτια, με διαφωτίζουν για κάτι που είχα άγνοια, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «αν δε μου άνοιγαν τα μάτια οι φίλοι μου, δε θα μάθαινα πως η γυναίκα μου είχε γκόμενο»·
- μου άστραψε στο μάτι, βλ. συνηθέστ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μου ’βγαλε το μάτι, μου προξένησε μεγάλη ζημιά, ηθική ή υλική: «πίστευα πως, επειδή ήταν φίλος μου, θα με βοηθούσε, αλλά αυτός μου ’βγαλε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: όσες φορές συμπόνεσα την ξένη δυστυχία, πληρώθηκα αχάριστα, μου γύρισαν την πλάτη κι αν δεν τους επρολάβαινα, θα μου ’βγαζαν το μάτι
- μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω ή μου βγήκαν τα μάτια απ’ όξω, α. ένιωσα μεγάλη έκπληξη βλέποντας κάτι, δεν πίστευα σε αυτό που έβλεπα: «επειδή ξέρω πόσο φτωχός είναι, μόλις τον είδα να κυκλοφορεί με τέτοια αυτοκινητάρα, μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω». β. κοίταζα επίμονα κάτι που με είχε εντυπωσιάσει πολύ, που δε χόρταινα να βλέπω: «ήταν τόσο όμορφη γυναίκα, που μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω να κοιτάζω». Η σκηνή αυτή είναι αγαπημένη στους σκιτσογράφους, καθώς και στους δημιουργούς ηρώων των κινούμενων σχεδίων που σχεδιάζουν τους βολβούς των ματιών να πετάγονται προς τα έξω με ελατήρια·   
- μου βγήκαν τα μάτια σαν λουκουμάδες, βλ. φρ. μου βγήκαν τα μάτια απ’ έξω. Από παρομοίωση του βολβού των ματιών με το λουκουμά·
- μου γυάλισε στο μάτι, (για πρόσωπα ή πράγματα) με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεχτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μου γυάλισε στο μάτι το σπίτι του κι έμεινα να το χαζεύω με τις ώρες || μόλις είδα το καινούριο του αυτοκίνητο, μου γυάλισε στο μάτι κι αποφάσισα να το αγοράσω κι εγώ || μου γυάλισε στο μάτι αυτή η γυναίκα και θα την κάνω δική μου οπωσδήποτε»·
- μου γύρισε το μάτι, εξοργίστηκα, εξαγριώθηκα, βγήκα εκτός εαυτού και αντέδρασα βίαια: «μόλις τον είδα να χτυπάει τον πατέρα του, μου γύρισε το μάτι και τον έσπασα στο ξύλο»·
- μου μπήκε στο μάτι, α. μου έγινε πολύ ενοχλητικός, πολύ προκλητικός: «τον είχα προειδοποιήσει να καθίσει ήσυχα, αλλά αυτός μου μπήκε στο μάτι, γι’ αυτό κι εγώ τον πλάκωσε στο ξύλο». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει άσχημα, όταν μπει κάποια ακαθαρσία ή σκόνη στο μάτι του. β. (για πρόσωπα ή πράγματα)με εντυπωσίασε πάρα πολύ και μου κίνησε την περιέργεια να το(ν) περιεργαστώ προσεκτικά, ή μου προξένησε την επιθυμία να το(ν) αποκτήσω: «μόλις είδα την ομορφιά και τα κάλλη της, μου γυάλισε στο μάτι || αυτό τ’ αυτοκίνητο πολύ μου γυάλισε στο μάτι κι οπωσδήποτε θα τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχει άλλος στον Περαία τέτοια γκόμενα ωραία· κάνει μπαμ όπου κι αν βγαίνει σ’ ολονών τα μάτια μπαίνει)· βλ. και φρ. του μπαίνω στο μάτι·
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, βλ. λ. χολή·
- μου χτύπησε άσχημα στο μάτι, μου έκανε κακή εντύπωση η ενέργεια κάποιου: «μου χτύπησε άσχημα στο μάτι η χειρονομία που έκανες, τη στιγμή που περνούσε εκείνη η γυναίκα από δίπλα σου»·
- μου χτύπησε στο μάτι, βλ. φρ. μου γυάλισε στο μάτι·
- μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. αγκάθι·
- μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου), βλ. λ. καρφί·
- μπαίνω στο μάτι (κάποιου), προκαλώ τη ζήλια του: «αγόρασα καινούριο αυτοκίνητο και κάθε τόσο περνώ μπροστά απ’ το σπίτι του για να μπαίνω στο μάτι του». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ θε να γλεντάω για το ινάτι σου και μ’ άλλη θα περνάω, να μπω στο μάτι σου). Συνών. μπαίνω αγκάθι στο μάτι (κάποιου) / μπαίνω καρφί στο μάτι (κάποιου)·
- μπροστά απ’ τα μάτια μου, ενώ το πρόσεχα, ενώ το κοιτούσα: «ακούμπησα για λίγο το δεματάκι που κρατούσα στο τραπέζι και μου το ’κλεψαν μπροστά απ’ τα μάτια μου»·
- μπροστά στα μάτια μου, α. ακριβώς μπροστά μου: «η τράκα έγινε μπροστά στα μάτια μου». β. παρουσία μου: «το συμβόλαιο υπογράφηκε απ’ τους δυο ενδιαφερομένους μπροστά στα μάτια μου»·
- … να δουν τα μάτια σου! δηλώνει πως υπάρχει σε μεγάλη αφθονία αυτό που μόλις προαναφέρεται: «έχει λεφτά ο τάδε; -Λεφτά να δουν τα μάτια σου! || έχει καμιά γκόμενα ο τάδε; -Γκόμενες να δουν τα μάτια σου! || υπάρχουν γυναίκες εκεί που θα πάμε; -Γυναίκες να δουν τα μάτια σου!». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το εσύ·
- να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! ή να δούμε τι θα δουν τα μάτια μας ακόμα! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού ή δυσφορίας για κάτι που δεν πιστεύουμε ή δεν πιστεύαμε πως θα μπορούσε να γίνει και που περιμένουμε πια να γίνουν και άλλα στη συνέχεια: «ήρθαν τα παλιόπαιδα, στάθηκαν μπροστά μου και χωρίς καμιά ντροπή άρχισαν να φιλιούνται. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας απ’ τη σημερινή νεολαία! || έβγαλαν, λέει, ένα τηλέφωνο, που μπορείς να βλέπεις αυτόν που σου τηλεφωνεί. -Να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το για·
 - να, έγινε το μάτι του! ένιωσε μεγάλη έκπληξη: «μόλις μ’ είδε αγκαλιά με την τάδε, να, έγινε το μάτι του!». Συνοδεύεται συνήθως από χειρονομία με το δείκτη και τον αντίχειρα να σχηματίζουν μπροστά στο στήθος υπερμεγέθη κύκλο, χωρίς να ενώνονται τα δάχτυλα στις άκρες τους·
- να, κάνει το μάτι του! ποθεί έντονα να αποκτήσει κάτι, γιατί το στερείται τελείως: «μόλις δει κανένα καινούριο αυτοκίνητο, να, κάνει το μάτι του!». Συνοδεύεται από την αμέσως παραπάνω χειρονομία·
- να μη με δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! λέγεται με αυτοσαρκασμό από άτομο που βρίσκεται σε πολύ άσχημη κατάσταση στην ερώτηση κάποιου πώς πας ή πώς τα πας·
- να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε δει το βάσκανο και το κακό το μάτι!». (Λαϊκό τραγούδι: του είχα βάλει φυλαχτό πετράδι θαλασσί να μη μας δει μάτι κακό και μ’ αρνηθείς κι εσύ
- να μη σε δουν τα μάτια μου! είδος κατάρας με την έννοια να πεθάνεις·
- να μη σε πιάσει μάτι! ευχετική έκφραση προς αποτροπή βασκανίας ή άλλου κακού: «εκεί στα ξένα που θα πας, παιδάκι μου, να μη σε πιάσει μάτι!»·
- να μη χαρώ τα μάτια μου! όρκος που δίνομαι σε κάποιον για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τα μάτια μου». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη ζωή μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!)·
- να στα μάτια μου! έκφραση δυσαρέσκειας που στρέφεται κατά του εαυτού μας για πράξη που δεν έπρεπε να την κάνουμε ή που μετανιώσαμε γι’ αυτήν: «να στα μάτια μου, που πήγα και τον βοήθησα ο βλάκας! || να στα μάτια μου, που αγόρασα αυτή την τηλεόραση!». Συνήθως συνοδεύεται με παράλληλο αυτομούντζωμα·
- να στα μάτια σου! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μούντζωσε και που συνοδεύεται με αντίστοιχη χειρονομία·
- να, το μάτι του γαρίδα! βλ. φρ. να, κάνει το μάτι του(!)·
- να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!), ευχετική έκφραση σε κάποιον, για να μας βοηθήσει ή να μας εξυπηρετήσει σε κάτι ή να προσέχει να μη του συμβεί κάτι: «να χαρείς τα μάτια σου τα δυο, δώσε μου τα λεφτά που μου χρειάζονται! || εκεί που θα πας, παιδάκι μου, να χαρείς τα μάτια σου μην μπλέξεις με τους αλήτες!». (Τραγούδι: μπάρμπα Γιάννη με τις στάμνες και με τα σταμνάκια σου να χαρείς τα μάτια σου). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα νιάτα σου! / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη ζωή σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέπεσε στα μάτια μου, έπαυσα να εκτιμώ κάποιον λόγω κακής συμπεριφοράς του: «απ’ τη στιγμή που με κατηγόρησε χωρίς λόγο, ξέπεσε στα μάτια μου»·
- ο θυμός μάτια δεν έχει, βλ. λ. θυμός·
- όποιος ανακατώνεται με τα χώματα, θα μπουν στα μάτια του, βλ. λ. χώμα·
- όποιος έχει μάτια, βλέπει, το πράγμα είναι προφανές: «όποιος έχει μάτια, βλέπει το λόγο για τον οποίο αγαπάει τη γυναίκα του». (Κρητική μαντινάδα: εμέ το λέει η καρδούλα μου κι όποιος έχει μάτια, βλέπει, άλλοι αγαπούν με την καρδιά και άλλοι με την τσέπη). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μήπως ή το νομίζεις πως ή το μήπως νομίζεις πως·
- όποιος πει κακό για μας, να του βγει το μάτι σαν λουκουμάς, είδος κατάρας, που τη λέμε για να προλάβουμε κάποιον, που έχουμε την εντύπωση πως ετοιμάζεται να μας κακολογήσει·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, όσο (θα) βρίσκομαι στη ζωή: «όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, θα είσαι υπό την προστασία μου»·
- όσο παίρνει το μάτι σου, ως εκεί που βλέπεις, ως εκεί που μπορείς να δεις: «όσο παίρνει το μάτι σου, τα χωράφια είναι του παππού μου»·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. φρ. ως εκεί που φτάνει το μάτι σου·
- όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια, είναι ευθύς, ειλικρινής και σίγουρος για αυτά που μας λέει: «τον εμπιστεύομαι αυτόν τον άνθρωπο, γιατί, όταν μιλάει, σε κοιτάζει στα μάτια»·
- παίζει το μάτι μου, σε ένα από τα μάτια μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν παίζει το αριστερό μου μάτι, θα μου συμβεί σε σύντομο χρονικό διάστημα κάτι κακό ή θα δω κάποιον ανεπιθύμητο και αν παίζει το δεξί, θα μου συμβεί κάτι καλό ή θα δω κάποιον που επιθυμώ·
- παίζει το μάτι του (της), α. ερευνά επίμονα με το βλέμμα του (της) να εντοπίσει γυναικεία (αντρική) παρουσία, ερωτοτροπεί με γυναίκα (με άντρα): «μόλις έγινε παλικαράκι, άρχισε να παίζει το μάτι του || μπορεί να είναι παντρεμένη, αλλά παίζει το μάτι της». β. είναι πολύ έξυπνος: «αυτός θα προκόψει γρήγορα στη ζωή του, γιατί παίζει το μάτι του»·
- παίρνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος την ερωτική δραστηριότητα ζευγαριού: «το καλοκαίρι κάθομαι στο μπαλκόνι και παίρνω μάτι ένα ζευγαράκι που πηδιέται με τα παράθυρα ανοιχτά στην απέναντι πολυκατοικία». (Τραγούδι: μια ψυχή που ’ναι να βγει και κάνει κράτει με τα δόντια, με τα νύχια, με το νου που αντέχει κι ακόμα παίρνει μάτι μπανιστήρι στην αυλή του διπλανού μωρέ παιδιά!). β. (γενικά) κοιτάζω, βλέπω, παρατηρώ: «καθόταν σ’ ένα παγκάκι της παραλίας κι έπαιρνε μάτι τον κόσμο που έκανε βόλτα»· βλ. και φρ. κάνω μάτι·
- παίρνω τα μάτια μου και φεύγω ή παίρνω τώνε ματιών μου και φεύγω ή παίρνω των οματιών μου και φεύγω, νιώθω έντονη απελπισία και απομακρύνομαι από έναν κύκλο ανθρώπων. (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου να φύγω, να φύγω κι απ’ τον κόσμο να χαθώ
- παίρνω το μάτι, ματιάζομαι: «κάθε τόσο τρέχει απ’ τη μια ξεματιάστρα στην άλλη, γιατί παίρνει εύκολα το μάτι»·
- παρά μάτι, παραλίγο: «πέταξε μια πέτρα και παρά μάτι θα με χτυπούσε»·
- πετάει το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. παίζει το μάτι μου·
- πέφτω (μπροστά) στα μάτια του, μειώνομαι ηθικά μπροστά του, πέφτω στην υπόληψη κάποιου: «δεν ζήτησα δανεικά απ’ αυτόν, γιατί δεν ήθελα να πέσω στα μάτια του»·
- πέφτω στα μάτια του κόσμου, μειώνομαι ηθικά στη κοινωνία: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί πέφτεις στα μάτια του κόσμου»·
- πήγε από μάτι ή πήγε από κακό μάτι, πέθανε από μάτιασμα: «πέθανε ξαφνικά και λένε πως πήγε από κακό μάτι»·
- ποιο μάτι μου παίζει; ερώτηση σε κάποιον να βρει ποιανού ματιού μου το βλέφαρο κάνει ανεπαίσθητες νευρικές συσπάσεις. Σύμφωνα με τη λαϊκή δοξασία, αν το βρει, υποτίθεται πως θα δούμε μαζί κάτι καλό ή κακό·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. συνηθέστ. ποιος τυφλός δε θέλει το φως του(!)·
- πονάει δόντι, βγάζει μάτι, βλ. λ. δόντι·
- πού να κλείσω μάτι! δεν μπόρεσα στιγμή να κοιμηθώ, γιατί με απασχολούσε σοβαρότατο πρόβλημα: «όλο το βράδυ στριφογυρνούσε ένα κουνούπι πάνω απ’ το κεφάλι μου και πού να κλείσω μάτι! || δεν είχα συμπληρώσει τα λεφτά της επιταγής κι όλο το βράδυ πού να κλείσω μάτι! || οι διπλανοί μου αρραβώνιαζαν την κόρη τους και πού να κλείσω μάτι απ’ τις φωνές και τα τραγούδια τους». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε φορά που ξημερώνει δεκατρείς, δε βγαίνω απ’ το κρεβάτι, κλειδώνω πόρτες και παράθυρα, μα πού να κλείσω μάτι!
- πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ενώ ήμουν ακόμη ζαλισμένος από τον ύπνο, ενώ ακόμη δεν είχα ξυπνήσει εντελώς, ενώ χουζούρευα ακόμη στο κρεβάτι: «είμαι πολύ θυμωμένος μαζί του, γιατί, πριν ακόμη ανοίξω καλά καλά τα μάτια μου, ήρθε και μου ζητούσε δανεικά»·
- πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι, για να θέλει κανείς να φάει κάποιο φαγητό, θα πρέπει να παρουσιαστεί αυτό με εντυπωσιακό τρόπο, θα πρέπει να είναι καλά σερβιρισμένο: «όσο και να πεινώ, αν δεν είναι σωστά σερβιρισμένο το φαγητό δεν τρώω, γιατί πρώτα τρώει το μάτι και μετά το στομάχι»·
- πρωτάνοιξε τα μάτια του, γεννήθηκε: «πρωτάνοιξε τα μάτια του μέσα στη δίνη του πολέμου»·
- ρίχνω κάτω τα μάτια ή ρίχνω κάτω τα μάτια μου ή ρίχνω τα μάτια κάτω ή ρίχνω τα μάτια μου κάτω, κατεβάζω το βλέμμα μου από σεβασμό, ντροπή ή ενοχή: «κάθε φορά που μου μιλάει κάποιος ηλικιωμένος, ρίχνω κάτω τα μάτια μου και τον ακούω προσεκτικά || κάθε φορά που έχω τη φωλιά μου λερωμένη και μου μιλούν γι’ αυτό το θέμα, ρίχνω τα μάτια μου κάτω και δε βγάζω λέξη»·
- σ’ όλα υπάρχει νόμος εις τα μάτια όχι όμως, βλ. λ. νόμος·
- στα μάτια μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε. (Λαϊκό τραγούδι: στα μάτια μου στ’ ορκίζομαι στα δύο πως χωρίζουμε, στα κοφτερά λεπίδια σου, στα μάτια και στα φρύδια σου).Από το ότι τα μάτια, είναι από τα πολυτιμότερα όργανα του ανθρώπινου σώματος και κανείς δε θα ήθελε να τα χάσει·
- στέγνωσαν τα μάτια μου, έκλαψα τόσο πολύ που τα μάτια μου δεν μπορούν να βγάλουν άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου στέγνωσαν τα μάτια μου». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που πονώ, να κλάψω δεν μπορώ. Τα στήθια μου ματώσανε, τα μάτια μου στεγνώσανε,να κλάψω δεν μπορώ
- στέρεψαν τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. στέρεψαν τα δάκρυά μου, λ. δάκρυ·
- στήνω μάτι, βλ. συνηθέστ. κάνω μάτι·  
- στήνω τα μάτια μου ή στήνω το μάτι μου, βλέπω, παρακολουθώ προσεκτικά, επίμονα: «στήσε καλά τα μάτια σου να δεις ποιος θα μπει και ποιος θα βγει απ’ την αίθουσα»·
- στυλώνω τα μάτια μου (σε κάποιον, κάπου ή σε κάτι), βλ. φρ. στυλώνω το βλέμμα μου·
- σφαλίζω τα μάτια ή σφαλίζω τα μάτια μου, βλ. φρ. κλείνω τα μάτια·
- τ’ άρπαξαν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, μου το έκλεψαν αστραπιαία και χωρίς να το αντιληφθώ, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω από το βλέμμα μου: «ακούμπησα εδώ τα πράγματά μου για να ξεκουραστώ λιγάκι, και τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου»·
- τ’ άρπαξαν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τα μάτια γαρίδα! προτρεπτική έκφραση σε άτομο να είναι προσεκτικός, ιδίως σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «εκεί που θα πας τα μάτια γαρίδα μήπως και καταλάβεις τι σκοπεύουν να κάνουν με τη δουλειά που μας ενδιαφέρει»·
- τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής, από τα μάτια του ανθρώπου μπορεί να καταλάβει κανείς το ποιόν του: «μόλις δει κάποιον στα μάτια, καταλαβαίνει αμέσως τι καπνό φουμάρει, γιατί τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής»·
- τα μάτια είναι τα παράθυρα της ψυχής, βλ. συνηθέστ. τα μάτια είναι οι καθρέφτες της ψυχής·
- τα μάτια σου ανοιχτά, προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός σε αυτά που λέει ή κάνει ο ίδιος ή σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος ή κάποιοι: «όταν βρεθείς στον κύκλο τους, τα μάτια σου ανοιχτά, γιατί είναι πολύ παράξενοι άνθρωποι || μόλις συναντηθούν, τα μάτια σου ανοιχτά για να μάθουμε τι θα πουν»·
- τα μάτια σου γαρίδα, βλ. φρ. τα μάτια σου τέσσερα·
- τα μάτια σου τέσσερα (δεκατέσσερα, εικοσιτέσσερα), προτροπή σε κάποιον να είναι πολύ προσεκτικός. (Λαϊκό τραγούδι: που ’χει τα πόδια τέσσερα, τα μάτια δεκατέσσερα
- τα μάτια του βγάζουν αστραπές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του βγάζουν σπίθες, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν σπίθες·
- τα μάτια του βγάζουν φωτιές, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν αστραπές, είναι πολύ οργισμένος (πράγμα που φαίνεται από την αγριότητα του βλέμματός του): «τα μάτια του πετούσαν αστραπές, μόλις έμαθε ποιος τον κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- τα μάτια του πετούν κεραυνούς, βλ. φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τα μάτια του πετούν σπίθες, νιώθει μεγάλο εκνευρισμό, είναι πολύ θυμωμένος, νιώθει μεγάλο μίσος για κάποιον ή για κάτι: «κάθε φορά που βλέπει αυτόν τον άνθρωπο, τα μάτια του πετούν σπίθες, γιατί ξέρει πως συνέχεια τον κατηγορεί»·
- τα μάτια του πετούν φωτιές, κατέχεται από έντονο ψυχικό συναίσθημα: «κάθε φορά που τη βλέπει να περνάει έξω απ’ το μαγαζί του, τα μάτια του πετούν φωτιές». (Λαϊκό τραγούδι: μες στην Καλλίπολη μια κούκλα και ζηλιάρα -τα δυο ματάκια της πάντα πετούν φωτιές- δεν ξέρω πώς με πλάνεψε η κακιά γκρινιάρα, με τα παιχνίδια και τις τόσες μαργιολιές)·βλ. και φρ. τα μάτια του πετούν αστραπές·
- τέντωσε τα μάτια του, άνοιξε διάπλατα τα μάτια του από απορία ή έκπληξη, βλέποντας κάποιον ή κάτι: «μόλις μ’ είδε με τι γυναίκα κυκλοφορούσα, τέντωσε τα μάτια του και με πήρε από πίσω»·
- τη γδύνω με τα μάτια (μου), την κοιτάζω επίμονα, λεπτομερειακά και με προκλητικό βλέμμα εξετάζω το κορμί της: «απ’ όπου και αν περάσει αυτή η γυναικάρα, τη γδύνουν οι άντρες με τα μάτια»·
- την έχω στο μάτι ή την έχω βάλει στο μάτι, μου αρέσει πάρα πολύ και ψάχνω την ευκαιρία ή επιδιώκω να βρω την κατάλληλη στιγμή να συνάψω μαζί της ερωτικό δεσμό: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, την έχω βάλει στο μάτι αυτή τη γυναίκα»·
- την τρώω με τα μάτια, την κοιτάζω επίμονα και απροκάλυπτα, γιατί την ποθώ πολύ: «όση ώρα καθόταν απέναντί μου, την έτρωγα με τα μάτια»·
- της γκούρλωσα τα μάτια, της επέβαλα βίαια τη σεξουαλική πράξη: «ήταν πολύ σεξουλιάρα γυναίκα κι όλο το βράδυ στη γκαρσονιέρα της γκούρλωσα τα μάτια»·
- της γύρισα τα μάτια ανάποδα, την έκανα να φτάσει σε έντονη σεξουαλική ηδονή: «δεν έβρισκε τον κατάλληλο άντρα κι όταν ξαπλώσαμε, της γύρισα τα μάτια ανάποδα». Από το ότι, πολλές φορές, όταν η γυναίκα φτάνει σε έντονη σεξουαλική κορύφωση, τα μάτια της καλύπτονται από το ασπράδι τους·
- της έβγαλα τα μάτια απ’ έξω ή της έβγαλα τα μάτια απ’ όξω, βλ. φρ. της πέταξα τα μάτια απ’ έξω·
- της (του) κάνω μάτι, βλ. φρ. της (του) κλείνω (το) μάτι·
- της (του) κλείνω πονηρά το μάτι, α. της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει ως με ενδιαφέρει ερωτικά: «μόλις ο αδερφός της αντιλήφθηκε πως ο άλλος της έκλεισε πονηρά το μάτι, τον άρπαξε στα χέρια του και τον σακάτεψε στο ξύλο». β. λέω, αναφέρω, ανακοινώνω κάτι επιλήψιμο ή παράνομο στην ομήγυρη και του γνέφω με τρόπο, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου, για να του δώσω να καταλάβει πως γνωρίζω ότι είναι και αυτός συμμέτοχος, συνένοχος: «επειδή γνώριζα πως συμμετείχε κι αυτός στην κομπίνα με τις προμήθειες, όταν αναφέρθηκα σ’ αυτή του ’κλεισα πονηρά το μάτι»·
- της (του) κλείνω (το) μάτι, της γνέφω με νόημα κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου για να της δώσω να καταλάβει πως με ενδιαφέρει: «μόλις κάθισε στο διπλανό τραπεζάκι, άρχισα να της κλείνει το μάτι για να καταλάβει τις προθέσεις μου». (Λαϊκό τραγούδι: τ’ αβγά κάθε πρωί έφερνε στο παζάρι· τα ’δινε ακριβά, τα ’δινε και για χάρη· σ’ όποιον της μιλούσε κάτι έκλεινε και το μάτι
- της Παναγιάς τα μάτια, βλ. λ. Παναγία·
- της πέταξα τα μάτια απ’ έξω ή της πέταξα τα μάτια απ’ όξω, της επέβαλα βίαια τη  σεξουαλική πράξη: «μου ’κανε τη δύσκολη, αλλά όταν κλειστήκαμε στο δωμάτιο, της πέταξα τα μάτια απ’ όξω»·
- τι βλέπουν τα μάτια μου; έκφραση απορίας, έκπληξης, δυσαρέσκειας ή θαυμασμού για κάτι καλό ή κακό που βλέπουμε ή μας δείχνουν: «τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μεθυσμένος είσαι; || τι βλέπουν τα μάτια μου, πάλι μαλώνεις μέσα στους δρόμους; || τι βλέπουν τα μάτια μου, αγόρασες καινούριο αυτοκίνητο;». Στην τελευταία περίπτωση, που πρόκειται για κάτι καλό, πολλές φορές της φρ. προτάσσεται διπλό μπα·
- τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας! βλ. φρ. να δούμε τι θα δουν ακόμα τα μάτια μας(!)·
- το βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω εντελώς, το αχρηστεύω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα και το ’βγαλε τα μάτια». Από την εικόνα του ατόμου που δεν έχει μάτια και δεν μπορεί να κινηθεί μοναχό του·
- το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου, νιώθω μεγάλη έκπληξη για κάτι καλό ή κακό που βλέπω: «κοτζάμ μαντράχαλος και χτυπάς μικρό παιδί, το βλέπω και δεν το πιστεύουν τα μάτια μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι να σου πω·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, από τα νέα δεδομένα που προέκυψαν, άλλαξε η αντιμετώπιση μου για κάτι είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο, το εξετάζω πια από διαφορετική σκοπιά: «τώρα που μου λες πως ο συνεταίρος σου έχει πολλά λεφτά, το βλέπω μ’ άλλο μάτι και δεν έχω καμιά αντίρρηση γι’ αυτόν το συνεταιρισμό || απ’ τη στιγμή που μου λες πως ο συνεταίρος σου δεν έχει δραχμή, τώρα το βλέπω μ’ άλλο μάτι και σε συμβουλεύω να μη συνεταιριστείς μαζί του»·
- το βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω μ’ άλλο μάτι·
- το βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσο για τη συγχώνευση των δυο εταιρειών, το βλέπω με κακό μάτι»·
- το βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντι σε κάτι: «όσον αφορά την επέκταση της εταιρείας σου, το βλέπω με καλό μάτι»·
- το βλέπω με ψυχρό μάτι, εξετάζω, κρίνω κάτι με πλήρη αντικειμενικότητα, χωρίς να υπεισέρχεται το συναίσθημα: «επειδή είναι αδερφός σου, δεν μπορείς να κρίνεις αμερόληπτα τις ενέργειές του, εγώ όμως, που είμαι ουδέτερος, το βλέπω με ψυχρό μάτι και μπορώ να σου πω πως ενήργησε λάθος»·  
- το γινάτι βγάζει μάτι, βλ. λ. γινάτι·
- το είδα με τα μάτια μου ή το είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας σε κάποιο γεγονός: «θέλω να με πιστέψεις απόλυτα, γιατί, ό,τι σου λέω, το είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει, πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, είναι πολύ αλλήθωρος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιόν σου λέω, γιατί το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση»·
- το κάνω με κλειστά μάτια ή το κάνω με κλειστά τα μάτια ή το κάνω με τα μάτια κλειστά, φέρνω σε πέρας με πολύ μεγάλη ευκολία αυτό που μου αναθέτουν: «θέλω να μου αναθέσεις κάτι πιο δύσκολο, γιατί αυτό το κάνω με κλειστά μάτια»·
- το μάτι βλέπει, στην καρδιά πιάνει φωτιά, βλ. λ. καρδιά·
- το μάτι μου αλληθώρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου γυαλίζει απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου θόλωσε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι μου μαύρισε απ’ την πείνα, βλ. λ. πείνα·
- το μάτι σου γαρίδα, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) να προσέχεις πολύ, να είσαι πολύ προσεκτικός: «εκεί που θα πας, το μάτι σου γαρίδα, γιατί υπάρχουν πολλοί απατεώνες». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ έξυπνη η γειτόνισσα κι η κόρη της ατσίδα και να ’χεις, για να μην μπλεχτείς, το μάτι σου γαρίδα
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο (ενν. γαμώ), έκφραση εκνευρισμένου ανθρώπου, που δείχνει επίμονα κάτι σε κάποιον και αυτός δεν μπορεί να το δει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο, δε βλέπεις κοτζάμ φορτηγό αυτοκίνητο;»·
- το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που δεν έχει επίγνωση της πραγματικότητας ή σε κάποιον που έχει την εντύπωση πως μπορεί να μας ξεγελάσει ή που κατά την αντίληψή μας επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, φίλε μου, γιατί δεν έχεις ιδέα πόσο δύσκολα είναι τα πράγματα! || το μάτι σου τ’ αλλήθωρο που τρέχει στον κατήφορο, αν νομίζεις πως θα υπογράψω εγώ τέτοιο συμβόλαιο»·
- το μάτι σου το κλούβιο! ειρωνική αμφισβήτηση στα λεγόμενα κάποιου: «το μάτι σου το κλούβιο, που έγιναν έτσι τα πράγματα!»·
- το μάτι της βελόνας, η τρύπα από την οποία περνάμε την κλωστή: «πέρασε την κλωστή απ’ το μάτι της βελόνας κι έκανε στην άκρη της ένα μικρό κόμπο»·
- το μάτι της θάλασσας, η δίνη, η ρουφήχτρα: «τον τράβηξε το μάτι της θάλασσας και πνίγηκε»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του είναι γαρίδα, προσέχει πάρα πολύ σε αυτά που λέει ή κάνει κάποιος: «όταν μιλάει κάποιος που είναι πιο έμπειρος απ’ αυτόν, το μάτι του είναι γαρίδα»·
- το μάτι του γαρίδα ή το μάτι του έμεινε γαρίδα, έμεινε άυπνος: «είχαν πάρτι στο διπλανό διαμέρισμα κι όλο το βράδυ το μάτι του έμεινε γαρίδα απ’ τις μουσικές και τα τραγούδια τους»·
- το μάτι του έγινε γαρίδα, βλ. φρ. να, το μάτι του, γαρίδα(!)·
- το πήρα με κακό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με κακό μάτι·
- το πήρα με καλό μάτι, βλ. φρ. το βλέπω με καλό μάτι·
- το πήραν κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μέσ’ απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήραν μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τ’ άρπαξαν μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το πήρε το μάτι μου (κάτι), το διέκρινα, το αντιλήφθηκα, ιδίως καθώς ήταν ανακατωμένο με διάφορα άλλα αντικείμενα: «να πάρει η ευχή, τώρα το πήρε το μάτι μου το κλειδί!»·
- το προσέχω σαν τα μάτια μου ή το προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το φυλάω σαν τα μάτια μου ή το φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. το ’χω σαν τα μάτια μου·
- το ’χασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «τ’ αυτοκίνητο απομακρύνθηκε στο βάθος του δρόμου και σε λίγο το ’χασα απ’ τα μάτια μου»·
- το ’χασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ είχα συνέχεια οπτική επαφή μαζί του, ενώ βρισκόταν συνέχεια κάτω απ’ την αντίληψή μου, ξαφνικά κάποιος μου το πήρε χωρίς να το αντιληφθώ ή κάπου παράπεσε: «τώρα είχα το στιλό εδώ μπροστά μου και το ’χασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. το ’χασα απ’ τα μάτια μου·
- το ’χασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. το ’χασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- το ’χω σαν τα μάτια μου ή το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο, θεωρώ κάτι πολύ ξεχωριστό, πολυτιμότατο γι’ αυτό και το προσέχω πάρα πολύ: «αυτό το κηροπήγιο είναι οικογενειακό μας κειμήλιο, γι’ αυτό το ’χω σαν τα μάτια μου τα δυο». (Λαϊκό τραγούδι: φύλαγε την ομορφιά σου σαν τα μάτια σου τα δυο, μην τυχόν καεί η καρδιά σου από μάτι πονηρό
- τον ανέβασε στα μάτια μου, η σωστή ενέργειά του, της οποίας ήμουν αποδέκτης, με έκανε να νιώθω περισσότερη εκτίμηση, για το άτομό του: «η κίνησή του να με υποστηρίξει, τον ανέβασε στα μάτια μου»·
- τον αφήνω με τα μάτια ανοιχτά ή τον αφήνω μ’ ανοιχτά τα μάτια, λέω ή δείχνω σε κάποιον κάτι που τον εκπλήσσει έντονα: «μόλις του ’πα πως κέρδισα στο λαχείο ένα εκατομμύριο ευρώ, τον άφησα με τα μάτια ανοιχτά»·
- τον βάζω στο μάτι ή τον έχω βάλει στο μάτι, βλ. φρ. τον έχω στο μάτι·
- τον βλέπει μέσ’ στα μάτια ή τον βλέπει στα μάτια, τον λατρεύει, τον υπεραγαπά και πραγματοποιεί κάθε επιθυμία του: «έχει μια γυναίκα και όμορφη και πλούσια και, σαν να μην έφτανε αυτό, τον βλέπει και μέσ’ στα μάτια»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, επιτείνει την αμέσως πιο πάνω φράση. (Λαϊκό τραγούδι: σκουπίδι με κατάντησες, κουρέλι πια του δρόμου, εγώ που πάντα σ’ έβλεπα στα μάτια σαν Θεό μου
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, από κάποια πράξη ή ενέργεια του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, άλλαξε η εκτίμηση που το είχα είτε προς το καλύτερο είτε προς το χειρότερο: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με υπερασπίστηκε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι || απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω μ’ άλλο μάτι». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το τώρα·
- τον βλέπω με διαφορετικό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω μ’ άλλο μάτι· 
- τον βλέπω με κακό μάτι, η στάση μου δεν είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον αντιπαθώ, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με ρουφιάνεψε στον διευθυντή μου, τον βλέπω με κακό μάτι αυτόν τον άνθρωπο»·
- τον βλέπω με καλό μάτι, η στάση μου είναι ευνοϊκή απέναντί του, τον συμπαθώ: «είναι πολύ σωστός τύπος και τον βλέπω πάντα με καλό μάτι»·
- τον βλέπω με μισό μάτι, δεν τον συμπαθώ διόλου, τον εχθρεύομαι: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως με κατηγόρησε, τον βλέπω με μισό μάτι»·
- τον είδα με τα μάτια μου ή τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια, υπήρξα αυτόπτης μάρτυρας της παρουσίας κάποιου: «ήταν και ο τάδε στη δεξίωση σου λέω, αφού τον είδα με τα ίδια μου τα μάτια». Σε περίπτωση έντονης αμφισβήτησης του συνομιλητή μας, η φρ. κλείνει πολλές φορές, με το τι άλλο να σου πω·
- τον έκοψε το μάτι μου, βλ. συνηθέστ. τον πήρε το μάτι μου·
- τον έριξε στα μάτια μου, βλ. φρ. ξέπεσε στα μάτια μου·
- τον έχασα απ’ τα μάτια μου, για διάφορους λόγους έχασα την οπτική επαφή που είχα μαζί του: «σε λίγο τον κατάπιε η νύχτα και τον έχασα απ’ τα μάτια μου || στη πρώτη στροφή τον έχασα απ’ τα μάτια μου»·
- τον έχασα κάτω απ’ τα μάτια μου, βλ. συνηθέστ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου, ενώ τον παρακολουθούσα συνέχεια, έχασα ξαφνικά την οπτική επαφή που είχα μαζί του, εξαφανίστηκε: «μέχρι ν’ ανάψω ένα τσιγάρο τον έχασα μεσ’ απ’ τα μάτια μου»· βλ. και φρ. τον έχασα απ’ τα μάτια μου·
- τον έχασα μπροστά απ’ τα μάτια μου, βλ. φρ. τον έχασα μέσ’ απ’ τα μάτια μου·
- τον έχω όλο στα μάτια μου ή τον έχω συνέχεια στα μάτια μου, πεθύμησα, λαχτάρησα πάρα πολύ να δω κάποιον και τον σκέφτομαι πολύ, τον σκέφτομαι συνέχεια: «απ’ τη μέρα που έφυγε στο εξωτερικό, τον έχω συνέχεια στα μάτια μου». Πολλές φορές, μετά το όλο ή το συνέχεια, ακολουθεί το μπροστά·
- τον (την) έχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) έχω σαν τα μάτια μου τα δυο, τον (την)  προσέχω ως το πολυτιμότερο αγαθό της ζωής μου, τον (την) υπεραγαπώ: «τον μικρό αδερφό μου τον έχω σαν τα μάτια μου || αγαπώ τόσο πολύ τη γυναίκα μου, που την έχω σαν τα μάτια μου τα δυο»·
- τον έχω στο μάτι, τον εχθρεύομαι, περιμένω την κατάλληλη στιγμή να του ανταποδώσω το κακό που μου έχει κάνει: «αυτόν τον τύπο τον έχω στο μάτι, γιατί κάποτε με κατηγόρησε χωρίς λόγο»·
- τον ζυγιάζω με το μάτι, τον παρατηρώ προσεκτικά για να μαντέψω το ποιόν του, τις προθέσεις του ή τη δυναμικότητά του: «καθόταν με τις ώρες και τον ζύγιαζε με το μάτι, μήπως και καταλάβει τι καπνό φουμάρει || επειδή είχε βάλει σκοπό να μαλώσει μαζί του, τον ζύγιαζε με το μάτι για να καταλάβει πόσο δυνατός είναι»·
- τον κοιτάζει μέσ’ στα μάτια ή τον κοιτάζει στα μάτια, βλ. φρ. τον βλέπει μέσ’ στα μάτια. (Λαϊκό τραγούδι: έχει καρδιά λεβέντικη τ’ αγόρι π’ αγαπάω και το παλιόπαιδο στα μάτια το κοιτάω
- τον κοιτάζω με μισό μάτι, βλ. φρ. τον βλέπω με μισό μάτι·
- τον κοιτάζω στα μάτια, βλ. φρ. τον κοιτάζω κατάματα, λ. κατάματα·
- τον πήρα από κακό μάτι ή τον πήρα με κακό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με επιφύλαξη ή με δυσμένεια: «δεν ξέρω γιατί, αλλά, απ’ την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον πήρα με κακό μάτι»·
- τον πήρα από καλό μάτι ή τον πήρα με καλό μάτι, από την πρώτη στιγμή που τον είδα, τον αντιμετώπισα με συμπάθεια ή με ευμένεια: «είναι συμπαθέστατο παιδί και τον πήρα με καλό μάτι»·
- τον πήρε το μάτι μου, τον διέκρινα, τον εντόπισα, αντιλήφθηκα από μακριά ή ανάμεσα σε πλήθος: «κάποια στιγμή τον πήρε το μάτι μου που κουβέντιαζε με τον τάδε». (Τραγούδι: μη μιλάς και μη κουνιέσαι, δείξε σοβαρότητα, μη μας πάρει κάνα μάτι και ζητούν ταυτότητα
- τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου ή τον (την) προσέχω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- τον φοβήθηκε το μάτι μου, α. ήταν πολύ εκνευρισμένος, ήταν εκτός εαυτού και ενεργούσε παράλογα: «είχε τέτοια νεύρα, που, μόλις τον είδα, τον φοβήθηκε το μάτι μου». β. επιδόθηκε σε κάτι μετά μανίας: «όταν άρχισε να δουλεύει, τον φοβήθηκε το μάτι μου»·
- τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου ή τον (τη) φυλάω σαν τα μάτια μου τα δυο, βλ. φρ. τον (την) έχω σαν τα μάτια μου·
- του ανοίγω τα μάτια, τον ενημερώνω, τον διαφωτίζω για πράγματα που έπρεπε να ξέρει, ιδίως για τις κρυφές ερωτικές επιδόσεις αγαπημένου ή συγγενικού προσώπου: «αν δεν του άνοιγα τα μάτια, δε θα μάθαινε ακόμα για τα κατορθώματα της κόρης του»·
- του βγάζω τα μάτια, (για μηχανήματα) το καταστρέφω: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου για μια βόλτα κι αυτός του ’βγαλε τα μάτια»·
- του βούλωσα το μάτι, τον χτύπησα με τη γροθιά μου στο μάτι και του το έπρηξα: «όπως παλεύαμε, βρήκα κάποια στιγμή την ευκαιρία και του βούλωσα το μάτι»·
- του γέμισα το μάτι, τον χτύπησα στο μάτι, ιδίως με τη γροθιά μου και του το έπρηξα: «του ’δωσα ξαφνικά μια γροθιά και του γέμισα το μάτι»·
- του γκούρλωσα το μάτι, του το έπρηξα ύστερα από χτύπημα με τη γροθιά μου: «του ’δωσα κατά λάθος μια γροθιά και του γκούρλωσα το μάτι»·
- του είμαι αγκάθι στο μάτι, βλ. λ. αγκάθι·
- του είμαι καρφί στο μάτι, βλ. λ. καρφί·
- του κάνω μάτι, α. παρακολουθώ αθέατος τις σεξουαλικές επιδόσεις του: «όση ώρα είχε την γκόμενά του στην γκαρσονιέρα και την πήδαγε, του ’κανα μάτι». Πολλές φορές, το μπανιστήρι αυτό γινόταν σε συνεννόηση με τον εραστή, ο οποίος ήθελε να επιδείξει σε κάποιον ή σε κάποιους τις σεξουαλικές του ικανότητες, κάτι που ήταν και που είναι διαδεδομένο μεταξύ των νεαρών, γιατί νιώθουν πιο άντρες. β. του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα να ’ρχεται η γυναίκα του, του ’κανα μάτι για να διώξει την γκόμενά του»·  
- του κλείνω τα μάτια, του συμπαραστέκομαι στις τελευταίες στιγμές της ζωής του: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί είχε δίπλα του το γιο του που του ’κλεισε τα μάτια»·
- του κλείνω τα μάτια μια για πάντα, βλ. συνηθέστ. του κλείνω το στόμα μια για πάντα, λ. στόμα·
- του κλείνω (το) μάτι, του γνέφω συνθηματικά, κλείνοντας ελαφρά το μάτι μου: «μόλις είδα τον αστυνομικό, του ’κλεισα μάτι να προσέχει»·     
- του μπαίνω στο μάτι, προκαλώ τη ζήλια του, το φθόνο του, γιατί δεν μπορεί να αντέξει τις επιτυχίες μου: «απ’ τη μέρα που πήρα το πτυχίο του δικηγόρου, του μπήκα στο μάτι και δεν τον πιάνει ύπνος»· βλ. και φρ. του μπαίνω καρφί στο μάτι και μου μπήκε στο μάτι·
- του πατώ μάτι, βλ. φρ. του κάνω μάτι·
- του ρίχνω στάχτη στα μάτια, βλ. λ. στάχτη·
- του σφαλίζω τα μάτια, βλ. φρ. του κλείνω τα μάτια·
- του ’φαγα το μάτι, α. του προξένησα μεγάλη ζημιά, τον κακοποίησα άγρια, τον εξουδετέρωσα: «τον άρπαξε στα χέρια του και του ’φαγε το μάτι». β. του έβγαλα το μάτι: «πέταξα μια πέτρα και, χωρίς να το θέλω, του ’φαγα το μάτι του φουκαρά»·
- τρίβω τα μάτια μου, παραξενεύομαι, εκπλήσσομαι, χαίρομαι από κάποιο ευχάριστο θέαμα ή απρόσμενη κατάσταση, δεν μπορώ να πιστέψω αυτό το ευχάριστο που βλέπω: «είχε τέτοια ομορφιά, που, μόλις την είδα, άρχισα να τρίβω τα μάτια μου || η ξαφνική αλλαγή αυτού του παιδιού προς το καλύτερο μας έκανε όλους να τρίβουμε τα μάτια μας»·
- τρώω με τα μάτια (μου), κοιτάζω κάποιον ή κάτι επίμονα, γιατί λαχταρώ να το(ν) αποκτήσω: «μόλις κάθισε απέναντί μου κι έφερε το ’να της πόδι πάνω στ’ άλλο, άρχισα να την τρώω με τα μάτια μου || αν δεις πώς τρώει με τα μάτια του το καινούριο μου αυτοκίνητο, θα τον λυπηθεί η ψυχή σου!»·
- φαίνεται απ’ τα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φαίνεται στα μάτια του, βλ. φρ. απ’ τα μάτια του φαίνεται·
- φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο, λέγεται για κάτι που μας είναι πολύ επιθυμητό, αλλά το απολαμβάνουμε μόνο με το βλέμμα μας: «κάθε φορά που βλέπω αυτή τη γυναίκα με τρελαίνει. -Φάτε μάτια ψάρια και κοιλιά περίδρομο»·
- φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, λέγεται στην περίπτωση που μας αναθέτουν κάτι παρά τη θέλησή μας, και το κάνουμε βιαστικά και πρόχειρα για να απαλλαγούμε όσο πιο γρήγορα μπορούμε από αυτό: «θα σου αναθέσω αυτή τη δουλειά, αλλά όχι φύγε κακό απ’ τα μάτια μου, γιατί πρέπει να γίνει πολύ προσεγμένα»·
- χάθηκε ο κόσμος απ’ τα μάτια μου, βλ. λ. κόσμος·
- χαίρεται το μάτι σου να βλέπει(ς), νιώθεις μεγάλη ευχαρίστηση στη θέα κάποιου ατόμου ή κάποιου πράγματος: «χαίρεται το μάτι σου να βλέπει τέτοια ομορφιά || απ’ την κορυφή του λόφου, χαίρεται το μάτι σου να βλέπεις τον καταπράσινο κάμπο»·
- χαμηλώνω τα μάτια ή χαμηλώνω τα μάτια μου, κατευθύνω, ρίχνω το βλέμμα μου προς τα κάτω, ιδίως από ντροπή ή ενοχή: «όταν ο τάδε της ζήτησε να χορέψουν, αυτή χαμήλωσε τα μάτια || μόλις ο τάδε αποκάλυψε ποιος ήταν ο πραγματικός ένοχος, αυτός χαμήλωσε τα μάτια του και δεν είπε κουβέντα». (Λαϊκό τραγούδι: μη χαμηλώνεις τα μάτια στο χώμα, γλυκιά μου αγάπη, συγνώμη μη ζητάς
- χάσου απ’ τα μάτια μου! επιθετική έκφραση με την οποία απαιτούμε από κάποιον να φύγει, να εξαφανιστεί από μπροστά μας, γιατί είμαστε πολύ δυσαρεστημένοι ή εκνευρισμένοι μαζί του·
- χτυπώ στο μάτι, είμαι πολύ εντυπωσιακός και κινώ αμέσως την προσοχή, το ενδιαφέρον κάποιου ή κάποιων: «όταν κυκλοφορείς με τέτοια αυτοκινητάρα, χτυπάς αμέσως στο μάτι || με τέτοιο ντύσιμο δεν μπορείς να περάσεις απαρατήρητος, γιατί χτυπάς στο μάτι»·
- χύνω το μάτι (κάποιου), του το βγάζω: «δεν τον πρόσεξα που περνούσε από δίπλα μου κι όπως γύρισα απότομα με τη βέργα στο χέρι, του έχυσα το μάτι»·
- ως εκεί που φτάνει το μάτι σου, έως εκείνο το σημείο που μπορεί να δει κανείς από το σημείο που στέκεται, έως τον ορίζοντα: «ως εκεί που φτάνει το μάτι σου μέσα στον κάμπο, είναι ιδιοκτησία του παππού μου»·
- ωχ, το μάτι μου! ειρωνικό επιφώνημα που απευθύνεται σε κάποιον που λέει μεγάλες ανοησίες ή που τερατολογεί: «προχτές το βράδυ έτρωγα παρέα με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας . -Ωχ, το μάτι μου!». Συνοδεύεται πάντοτε από χειρονομία με την παλάμη να κλείνει το μάτι σαν να δέχτηκε κάποιο χτύπημα. Συνών. ωχ, το βάζο!

μυρμήγκι

μυρμήγκι κ. μερμήγκι, το, ουσ. [<μτγν. μυρμήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μύρμηξ], το μυρμήγκι. 1. άνθρωπος χωρίς την παραμικρή κοινωνική, οικονομική ή σωματική δύναμη και, κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «με τι φόντα αυτό το μυρμήγκι πήγε να τα βάλει με τον τάδε, που είναι μεγιστάνας του πλούτου;». 2. (ιδίως για ζώντες οργανισμούς) χαρακτηρίζει το πολύ μικρόμέγεθος. (Τραγούδι: μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα, μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι, το μεγαλύτερο ανάκτορο μοιάζει μ’ ένα μικρούλι τόπι). 3. στον πλ. τα μυρμήγκια, μεγάλο πλήθος κόσμου: «όταν ο καιρός είναι καλός, σαν τα μυρμήγκια ο κόσμος ξεχύνεται στην παραλία». Υποκορ. μυρμηγκάκι και μερμηγκάκι, το. Μεγεθ. μύρμηγκας και μέρμηγκας, ο. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι, ξίγκι, λέγεται για τους τσιγκούνηδες, για τους φιλάργυρους που προσπαθούν να αποκομίσουν κέρδος και από τις πιο μικρές ευκαιρίες: «είναι ο μεγαλύτερος φιλάργυρος του κόσμου γιατί, αυτός που βλέπεις, βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι από κουνούπι ξίγκι»·
- δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι, είναι τόσο καλοκάγαθος, τόσο πονετικός, τόσο πονόψυχος, που δεν μπορεί να κάνει το παραμικρό κακό σε κανέναν: «αποκλείεται να σε κάνει κακό αυτός ο άνθρωπος, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι»·
- δεν πατάει ούτε μυρμήγκι, (για χώρους) δεν πηγαίνει απολύτως κανένας: «έκανε ένα σωρό έξοδα για ν’ ανοίξει αυτό το μαγαζί, αλλά δεν πατάει ούτε μυρμήγκι»· βλ. και φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δεν πειράζει ούτε μυρμήγκι, βλ. φρ. δεν μπορεί να βλάψει ούτε μυρμήγκι·
- δουλεύει σαν μυρμήγκι ή δουλεύει σαν το μυρμήγκι, εργάζεται σκληρά, εντατικά και υπομονετικά: «από μικρό παιδί δουλεύει σαν το μυρμήγκι, γι’ αυτό πρόκοψε στη ζωή του». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι. Για συνών. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, λέγεται ειρωνικά για εκείνους που, ενώ είναι πολύ αδύνατοι κι ανήμποροι, παριστάνουν το θυμωμένο, το γενναίο επιδιώκοντας να φοβίσουν τους άλλους: «άντε βρε, που θα φοβηθώ αυτό τ’ ανθρωπάκι επειδή έβαλε τις φωνές! Δεν το βλέπεις; Έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα ξίγκι»· 
- έχει υπομονή μυρμηγκιού, είναι πολύ υπομονετικός προκειμένου να πετύχει κάτι: «ό,τι και να βάλει στο μυαλό του αργά ή γρήγορα το πετυχαίνει, γιατί έχει υπομονή μυρμηγκιού»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν μυρμήγκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το μυρμήγκι, (απειλητικά) θα σε συντρίψω: «αν ξαναπειράξεις το φίλο μου, θα σε πατήσω σαν μυρμήγκι»·
- και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει, ο καθένας, με τα δικά του κριτήρια, θεωρεί πως είναι πολύ πιο ικανός από ό,τι πραγματικά είναι: «μπορεί να θεωρεί τον εαυτό του πως είναι πιο άξιος απ’ όλους μας, μην ξεχνάς όμως πως, και το μερμήγκι με το δικό του το καντάρι σαράντα κιλά ζυγίζει»·  
- και το μυρμήγκι έχει το βάρος του, ακόμα και ο πιο ασήμαντος, ο πιο ταπεινός άνθρωπος έχει την αξία του, την προσωπικότητά του και την ανάλογη θέση του μέσα στην κοινωνία: «δεν ξεχωρίζω τους ανθρώπους σε φτασμένος και παρακατιανούς γιατί απ’ τον πατέρα μου έμαθα πως, και το μυρμήγκι έχει το βάρος του». Συνών. κάθε δεντράκι με τον ίσκιο του / κάθε τρίχα με τον ίσκιο της·
- μαζεύει σαν μυρμήγκι ή μαζεύει σαν το μυρμήγκι, αποθησαυρίζει συστηματικά και υπομονετικά: «όταν οι άλλοι σκορπούσαν τα λεφτά τους, αυτός τα μάζευε σαν το μυρμήγκι και σήμερα είναι μεγάλος και τρανός». Αναφορά στον αισώπειο μύθο το μυρμήγκι και το τζιτζίκι·
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, καθιστά ανόητο ο Θεός αυτόν που θέλει να καταστρέψει και τον βάζει να καταπιαστεί με πράγματα που είναι ανώτερα από τις δυνάμεις του: «μην παίρνουν τα μυαλά σου αέρα μ’ αυτή την επιτυχία σου γιατί, όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, κατάλαβες;»·
- πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι! προειδοποιητική, απειλητική ή έκφραση αγανάκτησης από αποφασισμένο άτομο για δυναμική αναμέτρηση με άτομο το οποίο είναι κατά πολύ ισχυρότερό του με την έννοια, η αγανάκτησή μου με κάνει θηρίο: «αρκετά ανέχτηκα μέχρι τώρα τις προσβολές σου κι από δω και πέρα πρόσεχε, γιατί το μεγαλύτερο κομμάτι θα το σηκώσει το μυρμήγκι!». Από την εντύπωση που μας κάνει ένα μυρμήγκι, όταν το βλέπουμε να κουβαλάει κάτι που είναι κατά πολύ μεγαλύτερο από το ίδιο·
- τον βλέπω σαν μυρμήγκι ή τον βλέπω σαν το μυρμήγκι, είμαι κατά πολύ ανώτερος ή ισχυρότερός του, δεν τον υπολογίζω διόλου, απαξιώ κάθε σύγκριση ή αναμέτρηση μαζί του: «πώς να τα βάλω μ’ αυτόν τον τύπο, αφού τον βλέπω σαν το μυρμήγκι». Από το ότι το μυρμήγκι είναι πολύ μικρό σε μέγεθος. Συνών. τον βλέπω σαν κουνούπι ή τον βλέπω σαν το κουνούπι / τον βλέπω σαν μύγα ή τον βλέπω σαν τη μύγα·
- τον έλιωσε σαν μυρμήγκι ή τον έλιωσε σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «μόλις τον άκουσε να του βρίζει τη μάνα, τον άρπαξε στα χέρια του και τον έλιωσε σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του. Συνών. τον έλιωσε σαν κουνούπι ή τον έλιωσε σαν το κουνούπι / τον έλιωσε σαν μύγα ή τον έλιωσε σαν τη μύγα·
- τον πάτησε (κάτω) σαν μυρμήγκι ή τον πάτησε (κάτω) σαν το μυρμήγκι, τον κατανίκησε, τον διέλυσε: «τον άρπαξε στα χέρια του και τον πάτησε κάτω σαν μυρμήγκι». Από την εικόνα του ατόμου που συνθλίβει κάτω από το πέλμα του το μυρμήγκι που βρίσκεται μπροστά του.

πολυέλαιος

πολυέλαιος, ο, ουσ. [<μσν. πολυέλαιος <πολύ + ἔλαιον], κρεμαστό πολύφωτο, ιδίως στις εκκλησίες ή σε πολυτελή σαλόνια: «στο γάμο του είχαν ανάψει όλοι οι πολυέλαιοι», πράγμα που θεωρείται πως έκανε γάμο πολυτελείας·
- πρόσεξε μην πέσει κανένας πολυέλαιος στο κεφάλι σου! ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μας λέει πως θα πάει στην εκκλησία, ενώ εμείς γνωρίζουμε πως δε συνηθίζει να εκκλησιάζεται·
- σιγά τον πολυέλαιο! λέγεται στην περίπτωση που θεωρούμε κάτι εντελώς ασήμαντο ή που αμφισβητούμε τη σπουδαιότητα ή τη δυσκολία που μας αναφέρει κάποιος πως παρουσιάζει κάποια δουλεία ή υπόθεση: «αγόρασε μια αυτοκινητάρα που δεν υπάρχει όμοιά της. -Σιγά τον πολυέλαιο! || είσαι σίγουρος πως μπορείς να μου τελειώσεις αυτή τη δουλειά; -Σιγά τον πολυέλαιο, αυτή είναι παιχνιδάκι για μένα! || έγινα πτώμα μέχρι να μεταφέρω αυτό το μπαούλο. -Σιγά τον πολυέλαιο!». Συνών. σιγά στη δουλειά! ή σιγά τη δουλειά! / σιγά στο πράγμα! ή σιγά το πράγμα! / σιγά τ’ αβγά! (α) / σιγά τα λάχανα! / σιγά τα ωά! / σπουδαία δουλειά! / σπουδαία τα λάχανα! / σπουδαίο πράγμα! ή σπουδαίο το πράγμα!

σαγόνι

σαγόνι, το, ουσ. [<μσν. σαγόνιν <αρχ. σιαγόνιον, υποκορ. του ουσ. σιαγών], το σαγόνι. (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, διέφυγα από μεγάλο, από θανάσιμο κίνδυνο: «ευτυχώς που πρόλαβα και πετάχτηκα έξω απ’ τ’ αυτοκίνητο, λίγο πριν αρχίσει αυτό να παίρνει τις κουτρουβάλες του στο γκρεμό! Όταν το είδα να σκάει κάτω και να παίρνει φωτιά, τότε μόνο κατάλαβα πως είχα γλιτώσει απ’ τα σαγόνια του καρχαρία». Η φρ. άρχισε να κυκλοφορεί ευρέως στις αρχές της δεκαετίας του 1970, μετά την προβολή του κινηματογραφικού έργου Στα σαγόνια του καρχαρία·
- γλίτωσα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- μ’ έστειλαν στα σαγόνια του καρχαρία, αντιμετώπισα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «αν ήξερα πως θα μ’ έστελναν στα σαγόνια του καρχαρία, θα καθόμουν στ’ αβγά μου»·
- μου βγήκαν τα σαγόνια ή μου βγήκε το σαγόνι, γέλασα πάρα πολύ, ξεκαρδίστηκα: «γέλασα τόσο πολύ με το αστείο που μας είπε, που μου βγήκαν τα σαγόνια»· βλ. και φρ. μου ’φυγαν τα σαγόνια·
- μου ’πεσε το σαγόνι, α. ένιωσα μεγάλο θαυμασμό ή έκπληξη από κάτι που είδα: «μου ’πεσε το σαγόνι, μόλις είδα τι γκομενάρα συνόδευε! || μόλις μου ’δωσε αμέσως τα δανεικά που του ζήτησα, μου ’πεσε το σαγόνι, γιατί είναι γνωστός τσιγκούνης». Από την εικόνα του ατόμου που, καθώς είναι κυριευμένος από θαυμασμό ή έκπληξη, ανοίγει το στόμα του έτσι, που να φαίνεται πως έπεσε το σαγόνι του». β. μέθυσα πάρα πολύ, έγινα σκνίπα, έγινα φέσι: «χτες βράδυ στο μπαράκι ήπια τόσο πολύ, που μου ’πεσε το σαγόνι». Από την εικόνα του ατόμου που, όταν πιει πάρα πολύ και μεθύσει, δεν έχει τη δύναμη να κλείσει καλά το στόμα του και φαίνεται σαν να του έπεσε το σαγόνι»·
- μου ’φυγαν τα σαγόνια ή μου ’φυγε το σαγόνι, χασμουριόμουν ακατάσχετα: «είχα τέτοια νύστα, που μου ’φυγαν τα σαγόνια απ’ το χασμουρητό»· βλ. και φρ. μου βγήκαν τα σαγόνια· 
- πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, διέτρεξα μεγάλο, θανάσιμο κίνδυνο: «μόνο εγώ που δουλεύω στις οικοδομές, ξέρω να σας πω, πόσες φορές στη ζωή μου πέρασα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία»·
- πρόσεχε μη βγάλεις κανένα σαγόνι ή πρόσεχε μη σου φύγει κανένα σαγόνι, ειρωνική παρατήρηση σε άτομο που μασάει πολύ γρήγορα, με σκοπό να προλάβει να φάει όσο μπορεί περισσότερο από το φαγητό που υπάρχει μπροστά του·
- σώθηκα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία, βλ. φρ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- σώθηκα απ’ το στόμα του καρχαρία, βλ. συνηθέστ. γλίτωσα απ’ τα σαγόνια του καρχαρία·
- τρέμει το σαγόνι μου ή τρέμουν τα σαγόνια μου, κρυώνω υπερβολικά: «όσο καθόμουν στη γωνία και σε περίμενα, έτρεμαν τα σαγόνια μου απ’ το κρύο»·
- χτυπάει το σαγόνι μου ή χτυπάνε τα σαγόνια μου, νιώθω υπερβολικό φόβο: «κάθε φορά που περνώ βράδυ έξω από νεκροταφείο, χτυπάνε τα σαγόνια μου»· βλ. και φρ. τρέμει το σαγόνι μου.

τύπος

τύπος, ο, θηλ. τύπισσα, η, ουσ. [<αρχ. τύπος <τύπτω], ο τύπος. 1. η εξωτερική μορφή, τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ανθρώπου: «για πες μου τι τύπος είναι, όμορφος ή άσχημος;». 2. η ιδιοσυγκρασία, ο χαρακτήρας του ανθρώπου: «μήπως ξέρες να μου πεις τι τύπος είναι; Είναι καλός ή κακός;». (Λαϊκό τραγούδι: μα δεν ξέρουν πως ο τύπος ο Αγαθοκλής είναι πρώτος κολπαδόρος της Πειραϊκής).3. άνθρωπος που ξεχωρίζει για το ήθος του, την προσωπικότητά του, που είναι ξεχωριστός: «είναι πολύ τύπος ο τάδε, γι’ αυτό τον βάλαμε αμέσως στην παρέα μας». 4. άνθρωπος ιδιόρρυθμος, ιδιότυπος: «μην μπλέξεις μ’ αυτόν τον τύπο, γιατί θα σου σπάσει τα νεύρα». 5. το εν λόγω άτομο, ο τάδε. (Λαϊκό τραγούδι: ποιος είν’ αυτός ο αψηλός, ποιος είν’ αυτός ο τύπος, άντρας σου είναι ή γνωστός ή το παιδί σου μήπως). 6. άγνωστο άτομο που δε μας εμπνέει εμπιστοσύνη: «ήρθε και σε ζητούσε ένας τύπος, αλλά έκανα πως δε σε ήξερα, γιατί δε μου γέμισε το μάτι». (Λαϊκό τραγούδι: πάει καιρός που κόπηκε το επίδομα ανεργίας, τζίφος και με την αίτηση στο Ευρέσεως Εργασίας κι ο τύπος πίσω απ’ το γραφείο βιάστηκε πάλι να μου πει σ’ ευχαριστούμε κύριε… θα ’μαστε σ’ επαφή). 7. υποτιμητικός χαρακτηρισμός ανθρώπου: «δεν είσαι καλά, που θα μπλεχτώ εγώ μ’ αυτόν τον τύπο!». (Λαϊκό τραγούδι: στου Αιγάλεω το Σίτυ ξημερώματα την Τρίτη εθεάθης μ’ ένα τύπο σ’ ένα ξενυχτάδικο, με την πράξη σου ετούτη μ’ έκανες φωτιά μπαρούτι κι έγινε που λέν’ το σώσε μες το Μπαρουτάδικο).8. η τυπογραφία: «έγινε πολύ καλός τυπογράφος, γιατί δουλεύει στον τύπο από μικρό παιδί». 9. η δημοσιογραφία: «ο τύπος διαμορφώνει την κοινή γνώμη». 10. (γενικά) οι εφημερίδες, τα περιοδικά: «ενημερώνομαι πάντοτε απ’ τον πρωινό τύπο || κάθε Κυριακή, παίρνω όλον τον τύπο της Κυριακής». (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άνθρωπος των τύπων, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω (θέτω) το δάχτυλό μου εις τον τύπον των ήλων, βλ. λ. δάχτυλο·
- για τον τύπο ή για τους τύπους, για να τηρούνται τα προσχήματα: «τουλάχιστον για τον τύπο έπρεπε κι εσύ να τους χαιρετήσεις»·
- δεν είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα)δεν είναι από αυτούς που μπορώ να συναναστραφώ, δεν είναι της αρεσκείας μου, δε μου ταιριάζει: «μπορεί να ’ναι καλό παιδί, δεν αμφιβάλλω, αλλά δεν είναι ο τύπος μου, για να τον κάνω παρέα»·
- δεν είναι ο τύπος να… ή δεν είναι ο τύπος που…, δε συνηθίζει να συμπεριφέρεται με τον τρόπο που δηλώνει το ρήμα: «ο τάδε δεν είναι ο τύπος να λέει ανοησίες || ο τάδε δεν είναι ο τύπος που βοηθάει τους συνανθρώπους του»·
- δεν είναι στον τύπο μου να… ή δεν είναι του τύπου μου να…, δεν ταιριάζει στο χαρακτήρα μου, στην ιδιοσυγκρασία μου: «δεν είναι στον τύπο μου να διασκεδάζω στα μπουζούκια || δεν είναι του τύπου μου να ειρωνεύομαι τους άλλους»·
- δεν ταιριάζει στον τύπο μου να…, βλ. φρ. δεν είναι στον τύπο μου·
- δια του τύπου, με δημοσίευση στις εφημερίδες: «η είδηση έγινε γνωστή δια του τύπου»·
- είναι ακουστικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις όχι με το διάβασμα, αλλά αξιοποιώντας κυρίως την ακοή του: «επειδή είναι ακουστικός τύπος, προσέχει πάρα πολύ κατά την παράδοση του μαθήματος κι έτσι γλιτώνει και το διάβασμα»·
- είναι ο τύπος μου, (και για τα δυο φύλα) είναι από αυτούς που μπορώ να το συναναστραφώ, που είναι της αρεσκείας μου, που μου ταιριάζει: «πολύ μ’ αρέσει να κάνω παρέα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι ο τύπος μου». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τ’ αγόρι μου, είναι ο τύπος μου, είναι ο άνθρωπος που αγαπώ
- είναι ο τύπος του…, αποτελεί τον τυπικό εκπρόσωπο ενός συνόλου: «ο τάδε είναι ο τύπος του Έλληνα, που έχει αναπτυγμένο το αίσθημα της φιλοξενίας || ο τάδε είναι ο τύπος του γραφειοκράτη»·
- είναι οπτικός τύπος, έχει την ικανότητα να αποκτάει γνώσεις ή να αποτυπώνει διάφορες παραστάσεις χρησιμοποιώντας κυρίως την όρασή του: «μόλις δει κάτι, δεν το ξεχνάει ποτέ, γιατί είναι οπτικός τύπος»·
- έχει τύπο, (και για τα δυο φύλα)έχει χαριτωμένη, ενδιαφέρουσα εμφάνιση, γι’ αυτό και ξεχωρίζει: «μπορεί να μην είναι όμορφο παλικάρι, αλλά έχει τύπο»·    
- κίτρινος τύπος, σκανδαλοθηρικές εφημερίδες ή περιοδικά που συνήθως για λόγους κυκλοφορίας παραποιούν, παραμορφώνουν την αλήθεια: «ο κίτρινος τύπος δημοσιεύει κάθε τόσο ροζ ιστορίες διάφορων προσωπικοτήτων». Προς τα τέλη της δεκαετίας του 1890 ξέσπασε μεγάλος ανταγωνιστικός πόλεμος μεταξύ δυο μεγαλοεκδοτών εφημερίδων των Η.Π.Α., του Πούλιτζερ και του Χιρστ και αιτία ήταν ποιες από τις δυο εφημερίδες θα κάλυπταν πληρέστερα τον αγώνα του κουβανικού λαού, που ξεσηκώθηκε την εποχή αυτή για να αποτινάξει την ισπανική κυριαρχία. Σε αυτόν τον ανταγωνιστικό πόλεμο και στην προσπάθεια των δυο εφημερίδων να κυριαρχήσουν στην αγορά γράφηκαν και από τις δυο τόσο κραυγαλέες αναλήθειες, που η μερίδα του υγιούς δημοσιογραφικού κόσμου αποκάλεσε τότε για πρώτη φορά το είδος αυτό της δημοσιογραφίας κίτρινο τύπο. Και ο χαρακτηρισμός αυτός, γιατί, πριν ακόμα από την κουβανική επανάσταση, οι δυο εφημερίδες του Πούλιτζερ και του Χιρτς συναγωνίζονταν ποια από τις δυο θα δώσει καλύτερα στους αναγνώστες της μια ιστορία σε σκίτσα όπου πρωταγωνιστούσε ένα κίτρινο αγόρι. Ο Τζόζεφ Πούλιτζερ αναγνωρίζοντας το ολίσθημά του και τις ακρότητες που δημοσίευσε στην εφημερίδα του The World και, θέλοντας να εξιλεωθεί στη συνείδηση του δημοσιογραφικού κόσμου αλλά και των αναγνωστών του, θέσπισε το βραβείο Πούλιτζερ της δημοσιογραφίας, που αποτελεί τη μέγιστη τιμητική διάκριση και αναγνώριση κάθε ευσυνείδητα μαχόμενου Αμερικανού δημοσιογράφου·
- κλειστός τύπος, βλ. φρ. κλειστός άνθρωπος, λ. άνθρωπος·
- κρατάει τους τύπους, δεν είναι εκδηλωτικός, συμπεριφέρεται με τρόπο ώστε να τηρούνται τα προσχήματα: «αυτός ο άνθρωπος κρατάει τους τύπους ακόμη και σε στενούς του συγγενείς»·
- μοναχικός τύπος, που έχει μάθει, που του αρέσει να ζει μόνος, που του αρέσει η μοναξιά: «δεν ξέρουμε πολλά για πάρτη του, γιατί είναι μοναχικός τύπος»·
- ο τύπος τρώει την ουσία, βλ. λ. ουσία·
- προσέχει τους τύπους, βλ. φρ. κρατάει τους τύπους·
- τύπος και υπογραμμός, άνθρωπος ξεχωριστός, άμεμπτος, πρότυπο για μίμηση: «δεν μπορείς να βρεις τίποτα κακό σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι τύπος και υπογραμμός»·
- υπό τύπον…, α. με κάποια συγκεκριμένη μορφή: «του ’δωσε ένα ποσό υπό τύπον δανείου». β. για κάποιο συγκεκριμένο λόγο: «του ’πε μια ανοησία υπό τύπον αστειότητας κι αυτός παρεξηγήθηκε!».

υπογραφή

υπογραφή, η, ουσ. [<αρχ. ὑπογραφή], η υπογραφή. 1. τα εμφανή ίχνη, τα εμφανή σημάδια, τα δαχτυλικά αποτυπώματα που αφήνει κανείς, ιδίως ο κλέφτης, στο πέρασμά του από ένα χώρο ή ο τρόπος με τον οποίο πραγματοποιεί την κλεψιά: «μόλις γίνει κάποια κλεψιά μέσ’ στη γειτονιά, πηγαίνουν και μπαγλαρώνουν αμέσως τον τάδε, γιατί ξέρουν καλά την υπογραφή του». 2. (ειρωνικά) το χέσιμο: «εγώ πάω για υπογραφή». Από την εικόνα του ανθρώπινου περιττώματος, που, όταν πέφτει τελειωτικά από τον πρωκτό, έχει πολλές φορές μια λεπτή περιστροφική κατάληξη, όπως και η κατάληξη των περισσότερων υπογραφών που βάζουν οι άνθρωποι. (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- αφήνω την υπογραφή μου, α. αφήνω στο πέρασμά μου εμφανή ίχνη, σημάδια, δαχτυλικά αποτυπώματα ή τον τρόπο με τον οποίο εκτελώ κάτι: «τον έπιασαν με το πρώτο, γιατί πάνω στη βιασύνη του να κλέψει όσα πιο πολλά μπορούσε, άφησε παντού την υπογραφή του»·
- άφησε να πέσει η υπογραφή του, δεν κατόρθωσε να ανταποκριθεί σε κάτι που είχε υπογράψει, ιδίως για οφειλή του, για χρέος του, κι έτσι έχασε τη φερεγγυότητά του: «είναι μέσ’ στη στενοχώρια του, γιατί δεν μπόρεσε να βρει λεφτά να καλύψει την επιταγή του, κι έτσι άφησε να πέσει η υπογραφή του»·
- βάζω την υπογραφή μου, α. αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι, υπογράφω: «δεν είμαι σίγουρος γι’ αυτόν τον άνθρωπο, γι’ αυτό δε βάζω την υπογραφή μου, να τον πάρεις στη δουλειά σου || γι’ αυτόν τον άνθρωπο, μάλιστα, βάζω την υπογραφή να τον πάρεις στη δουλειά σου || μόλις ο δικηγόρος μου διάβασε το συμφωνητικό, έβαλα την υπογραφή μου, γιατί συμφωνούσα απόλυτα με τους όρους του». (Λαϊκό τραγούδι: γύρνα, αγόρι μου, κοντά μου, να σε πνίξω στα φιλιά και υπογραφή σου βάζω, δε θα ξαναφύγω πια!). β. επιβάλλω τη σεξουαλική πράξη, ιδίως ξεπαρθενεύω κοπέλα: «όταν ήταν στα νιάτα του, έβαλε την υπογραφή του σ’ ένα σωρό κοριτσάκια»·
- βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, αποδέχομαι, εγκρίνω, εγγυώμαι απόλυτα για κάποιον ή για κάτι: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια»·
- βάζω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. φρ. βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του, είναι τελείως αγράμματος: «δεν ξέρει να βάλει την υπογραφή του και ονειρεύεται να γίνει διευθυντής!». Πολλές φορές, μετά το δεύτερο ρ. της φρ. ακολουθεί για περισσότερη έμφαση το ούτε·
- (δεν) παίρνω πίσω την υπογραφή μου ή (δεν) παίρνω την υπογραφή μου πίσω, (δεν) αθετώ μια συμφωνία που υπέγραψα με κάποιον: «όταν υπογράφω κάποια συμφωνία, δεν παίρνω πίσω την υπογραφή μου || θα βρω τρόπο να πάρω πίσω την υπογραφή μου, γιατί έμπλεξα με απατεώνα»·
- δίνω την υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. βάζω την υπογραφή μου·
- δίνω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια, βλ. συνηθέστ. βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- δίνω την υπογραφή μου και με χέρια και με πόδια, βλ. συνηθέστ.  βάζω την υπογραφή μου και με τα δυο μου τα χέρια·
- έπεσαν οι υπογραφές, υπογράφηκε, ιδίως κάποιο συμβόλαιο από τα συμβαλλόμενα μέρη: «μόλις έπεσαν οι υπογραφές, ακούστηκαν χειροκροτήματα και μερικοί άνοιξαν σαμπάνιες»·
- έπεσε η υπογραφή του, βλ. φρ. άφησε να πέσει η υπογραφή του·
- κάθομαι (πάνω) στην υπογραφή μου, βλ. συνηθέστ. τιμώ την υπογραφή μου·
- καλύτερα να πάρεις το λόγο του παρά την υπογραφή του, βλ. λ. λόγος·
- μαζεύει υπογραφές, είναι ετοιμοθάνατος: «πήγε σ’ όλους τους γιατρούς του κόσμου να γίνει καλά, αλλά μαζεύει υπογραφές ο φουκαράς». Από την εικόνα των ενοίκων μιας πολυκατοικίας, που, όταν θέλουν να διώξουν κάποιον ανεπιθύμητο ένοικο, συγκεντρώνουν τις υπογραφές όλων των άλλων ενοίκων·
- με υπογραφή, (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό, έχει και το σήμα κατατεθέν της εταιρείας που το παράγει: «ήταν ακριβό το κλιματιστικό που αγόρασα, γιατί ήταν με υπογραφή»·
- με υπογραφή και βούλα, α. νομότυπα: «ταλαιπωρήθηκα ένα διάσημα, αλλά στο τέλος πήρα με υπογραφή και βούλα την άδεια για το χτίσιμο του σπιτιού». Ως βούλα χαρακτηρίζεται η σφραγίδα της δημόσιας υπηρεσίας που χορήγησε την άδεια. β. (για προϊόντα) είναι γνήσιο, ακριβό: «είναι γνήσια Φίλιπς η τηλεόραση που αγόρασες; -Με υπογραφή και βούλα». Ως βούλα χαρακτηρίζεται το σήμα κατατεθέν της βιομηχανίας·
- ρίχνω την υπογραφή μου, α. υπογράφω: «αφού πρώτα διάβασα το συμφωνητικό και δεν είχα καμιά ένσταση, έριξα την υπογραφή μου». β. δεν κατορθώνω να ανταποκριθώ σε κάτι που έχω υπογράψει, ιδίως για οφειλή μου, για χρέος μου, κι έτσι χάνω τη φερεγγυότητά μου: «πάω να τρελαθώ απ’ τη στενοχώρια μου, γιατί δεν μπόρεσα να βρω τα λεφτά να καλύψω την επιταγή μου, κι έτσι έριξα την υπογραφή μου»·
- την υπογραφή σου και τον πούτσο σου να προσέχεις που τα βάζεις, συμβουλευτική έκφραση που απευθύνεται σε κάποιον, ιδίως νέο, με την έννοια να προσέχει, όταν πρόκειται να υπογράψει κάτι, γιατί ενδέχεται αργότερα να έχει προβλήματα, ή να προσέχει τη γυναίκα με την οποία πηγαίνει, για το φόβο των αφροδισίων νοσημάτων·
- τιμώ την υπογραφή μου, είμαι συνεπής, τηρώ το συμβόλαιο που έχω υπογράψει: «απ’ τη στιγμή που υπογράψαμε αυτό το συμφωνητικό, να έχεις ήσυχο το κεφάλι σου, γιατί τιμώ την υπογραφή μου». Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το εγώ·
- του παίρνω την υπογραφή του, του αποσπώ την υπογραφή του, ιδίως έντεχνα, παραπλανητικά, με δόλιο τρόπο: «τον έπιασα στην κουβέντα για τ’ αθλητικά και πάνω στην πάρλα του πήρα την υπογραφή του χωρίς να το καταλάβει».