Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προσέγγιση
προσέγγιση, η, ουσ. [<προσεγγίζω], η προσέγγιση·
-
κατά προσέγγιση, όχι με απόλυτη ακρίβεια, περίπου: «δεν ξέρω ακριβώς
ποια είναι η τιμή του, αλλά κατά προσέγγιση θα πρέπει να ’ναι πενήντα ευρώ».
προσέγγιση, η, ουσ. [<προσεγγίζω], η προσέγγιση·
-
κατά προσέγγιση, όχι με απόλυτη ακρίβεια, περίπου: «δεν ξέρω ακριβώς
ποια είναι η τιμή του, αλλά κατά προσέγγιση θα πρέπει να ’ναι πενήντα ευρώ».