Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προπόνηση
προπόνηση, η, ουσ. [<προπονώ + κατάλ. -ση], η προπόνηση·
(γενικά) η συστηματική προετοιμασία για κάτι, για κάποια υπόθεση, ώστε να
αντιμετωπισθεί με επιτυχία: «θέλει προπόνηση ο λόγος σου για να μην εκτεθείς
μπροστά στον κόσμο». Από τη γλώσσα του ποδοσφαίρου·
-
κάνω προπόνηση, προετοιμάζομαι εντατικά για κάτι, για κάποια υπόθεση,
ώστε να την αντιμετωπίσω με επιτυχία: «είναι απ’ το πρωί κλεισμένος στο γραφείο
του και κάνει προπόνηση για το λόγο που θα εκφωνήσει».