Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προικισμένος
προικισμένος, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. προικισμένος], προικισμένος· (στη νεοαργκό) άντρας με μεγάλο πέος: «έτσι προικισμένος που είναι, πώς να μην τον κυνηγούν οι γυναίκες;».
προικισμένος, ο, ουσ. [αρσ. του επιθ. προικισμένος], προικισμένος· (στη νεοαργκό) άντρας με μεγάλο πέος: «έτσι προικισμένος που είναι, πώς να μην τον κυνηγούν οι γυναίκες;».