Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
προβοσκίδα
προβοσκίδα, η, ουσ. [<αρχ. προβοσκίς <πρό + βόσκω], η
προβοσκίδα· (ειρωνικά ή κοροϊδευτικά) η πολύ μεγάλη μύτη: «έχει μια προβοσκίδα
σαν του ελέφαντα»·
-
κατεβάζω την προβοσκίδα ή κατεβάζω την προβοσκίδα μου, βλ.
συνηθέστ. κρεμώ την προβοσκίδα·
-
κρεμώ την προβοσκίδα ή κρεμώ την προβοσκίδα μου, κάνω μούτρα,
μουτρώνω, κατσουφιάζω: «πρόσεξε πώς θα του μιλήσεις, γιατί με το παραμικρό
κρεμάει την προβοσκίδα του».