Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρεσβεία

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρεσβεία, η, ουσ. [<αρχ. πρεσβεία], η πρεσβεία. 1. οι γονείς νεαρής γυναίκας με την οποία έχουμε ερωτικό δεσμό: «αποφάσισε να πάει στην πρεσβεία της γκόμενάς του για να τη ζητήσει επίσημα σε γάμο || δεν μπορεί να της μιλήσει, γιατί, κάθε φορά που βγαίνει έξω η μικρή, είναι και η πρεσβεία μαζί της». 2. ομάδα, παρέα ανδρών ή γυναικών που προκαλεί εντύπωση με τον αριθμό της, το ντύσιμο ή τη συμπεριφορά της: «δεν είναι σήμερα να πηγαίνεις στα μπουζούκια, γιατί πλακώνουν διάφορες πρεσβείες και σου χαλούν το κέφι με τις μαλακίες τους». 3. ομάδα ατόμων που αποτελεί την ακολουθία εξέχοντος προσώπου ή όμορφης γυναίκας: «από νωρίς ήρθε στο μαγαζί ο τάδε εφοπλιστής με την πρεσβεία του κι έπιασε όλα τα μπροστινά τραπέζια || όταν φεύγει η τάδε τραγουδίστρια απ’ το μαγαζί, την περιμένει ολόκληρη πρεσβεία». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ομάδα αναγνωρισμένων ναρκομανών: «αφού δεν έχει η πρεσβεία πράμα, καταλαβαίνεις τώρα τι έλλειψη υπάρχει στην πιάτσα». 5. (στη γλώσσα της αργκό) θάλαμος φυλακής όπου μένουν οι χειρότεροι κατάδικοι, οι βαρυποινίτες και αυτοί οι ίδιοι οι βαρυποινίτες: «κάθε καινούριος που μπαίνει στη φυλακή, περνάει πρώτα απ’ την πρεσβεία || όποιον δεν εγκρίνει η πρεσβεία, η ζωή του είναι αφόρητη μέσ’ στη φυλακή».