Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πρήξιμο

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πρήξιμο, το, ουσ. [από το θέμα αορ. του ρ. πρήζω + κατάλ. -ιμο], το πρήξιμο. 1. το παίδεμα, η ταλαιπωρία: «σκέτο πρήξιμο ήταν μέχρι να πάρω ένα πιστοποιητικό γεννήσεως απ’ τη Δημαρχία». 2. η υπερβολική λήψη τροφής: «έχω τέτοιο πρήξιμο, που δεν κατεβαίνει ούτε μπουκιά».