πρέπω
πρέπω, ρ. [<αρχ. πρέπω]. 1. αρμόζω, ταιριάζω: «δε σου πρέπουν μεγάλα λόγια, αλλά έργα». 2. είμαι κομψός, ωραίος, ευπρεπής: «έπρεψε σαν ηθοποιός μέσα στο καινούριο του κοστούμι». 3. προοδεύω σε μια επιστήμη ή τέχνη, διαπρέπω: «αυτό το παιδί θα πρέψει πολύ στα γράμματα»· βλ. και λ. πρέπει.
πρέπει
πρέπει,
απρόσ. ρ. (μόνο σε ενεστ. και παρατατικό) [γ΄ εν. πρόσ. ενεστ. του ρ. πρέπω]. 1.
επιβάλλεται, χρειάζεται, είναι αναγκαίο, ορθό, σωστό ή δίκαιο, αρμόζει,
ταιριάζει: «πρέπει να πας οπωσδήποτε || πρέπει να πάρεις κι εσύ τα μισά ||
πρέπει να κάνεις κι εσύ αυτή την κίνηση || δεν του πρέπει τέτοια γυναίκα ||
έπρεπε να ήσουν κι εσύ στο γάμο». (Τραγούδι: τι πρέπει,τι δεν
πρέπει στιγμή δε σκέφτηκα, εγώ μέχρι θανάτου σ’ ερωτεύτηκα). 2. ως
άκλ. ουσ. στον πλ. οι πρέπει, χαρακτηρίζει αυτούς που συμπεριφέρονται
προσποιητά μόνο και μόνο για τους τύπους: «όλοι αυτοί οι πρέπει είναι άνθρωποι
αναξιόπιστοι». Εξάλλου στα πλατιά λαϊκά στρώματα κυκλοφορεί η φρ. δεν
υπάρχει πρέπει , αλλά θέλω· βλ. και λ. πρέπω. (Ακολουθούν 19 φρ.)·
-
άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να
συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να
υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «δεν
μπορείς να συγκρίνεις, αγόρι μου, το βαρκάκι σου με την κοτεράρα μου, γιατί
άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει». Για συνών. βλ. φρ. άλλο ναύτης κι άλλο
καντηλανάφτης, λ. άλλος·
-
άνθρωπος καθώς πρέπει, βλ. λ. άνθρωπος·
-
για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί·
-
δε μου πρέπει, α. έχω αναστολές να συμπεριφερθώ με κάποιο
συγκεκριμένο τρόπο, γιατί δεν αρμόζει στη φιλοσοφία μου, στην παιδεία μου, στο
χαρακτήρα μου, στην ψυχοσύνθεσή μου: «δε μου πρέπει να τον κλείσω φυλακή για
μερικά ψωροευρώ». β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) με κολακεύει: «δε μου
πρέπει αυτό το πουλόβερ || δε μου πρέπει αυτό το ζευγάρι». Συνών. δε μου πάει
/ δε μου ταιριάζει·
-
δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, βλ. λ. Θεός·
-
έγιναν όλα καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·
-
είναι καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·
-
(θα) έπρεπε να..., α. θα άξιζε τον κόπο, θα ήταν καλό, θα ήταν
ευχάριστο, χρήσιμο ή απαραίτητο: «έπρεπε να ήσουν κι εσύ στο γάμο, γιατί μετά
την εκκλησία έγινε μεγάλο γλέντι || θα έπρεπε να ήσουν κι εσύ στη συνεδρίαση,
γιατί ειπώθηκαν ένα σωρό χρήσιμα πράγματα». β. υποθετική έκφραση που δεν
μπορεί να πραγματοποιηθεί, αλλά όμως ο ομιλητής εύχεται να μπορούσε να συμβεί,
δηλώνει ευχή ανεκπλήρωτη: «έπρεπε να ήταν εδώ ο συχωρεμένος να σ’ έβλεπε μεγάλο
και τρανό όπως σε ονειρευόταν!»·
-
καθώς πρέπει, βλ. λ. καθώς·
-
όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, βλ. λ. βασιλιάς·
-
όποιος φοβάται την κυψέλη, δεν πρέπει να τρώει μέλι, βλ. λ. μέλι·
-
όπως πρέπει, βλ. φρ. καθώς πρέπει·
-
ό,τι πρέπει, βλ. λ. ό,τι·
-
πρέπει και παραπρέπει, επιβάλλεται, είναι αναγκαίο, χρειάζεται, είναι
απόλυτα αναγκαίο, απόλυτα ορθό ή δίκαιο, αρμόζει ή ταιριάζει απόλυτα: «πρέπει
και παραπρέπει να πας κι εσύ μαζί τους || πρέπει και παραπρέπει να πάρεις κι
εσύ το μερίδιό σου || πρέπει και παραπρέπει να συνοδεύσεις την αδερφή σου στο
χορό»·
-
πρέπει να..., είναι υποχρεωτικό, είναι απαραίτητο, κατ’ ανάγκη,
αναμφίβολα: «για να παρθούν αποφάσεις, πρέπει να υπάρχει απαρτία»·
-
πρέπει να δέσεις τα κορδόνια σου, βλ. λ. κορδόνι·
-
πρέπει να το ’χει ο άνθρωπος να…, βλ. λ. άνθρωπος·
-
πρέπει να το ’χεις μέσα σου να…, βλ. λ. μέσα·
-
σου πρέπει, α. σου αρμόζει: «σου πρέπει σκληρή τιμωρία για τα
λόγια που είπες για μένα || σου πρέπει ένα καλό κορίτσι για να κάνεις
οικογένεια». β. (για είδη ένδυσης ή υπόδησης) σε κολακεύει: «πολύ σου
πρέπει αυτό το κουστούμι || πολύ σου πρέπει αυτό το πατούμενο || αυτά τα
παπούτσια σου πρέπουν πάρα πολύ». (Δημοτικό τραγούδι: άιντε, καραγκού-
-γκούνα καραγκούνα, άιντε πως σου πρέ- σου πρέπει η σεγκούνα).
Συνών. σου πάει / σου ταιριάζει·
-
το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. λ. πουλί.