Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πούστης

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πούστης, ο, ουσ. [<τουρκ. pust + κατάλ. -ης]. 1. ο παθητικός ομοφυλόφιλος, ο κίναιδος, η αδερφή: «είναι απαράδεκτο ένας τόσο όμορφος άντρας να είναι πούστης». (Λαϊκό τραγούδι: πούστης τον πούστη αγαπά, πουτάνα την πουτάνα, κι ο Γιώργος ο κολομπαράς τους παίρνει όλους σβάρνα). 2. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός, καπάτσος: «είναι τόσο πούστης, που δεν ξεγελιέται με τίποτα». 3. άνθρωπος άτιμος, μπαμπέσης, ύπουλος: «πρόσεχε μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι μεγάλος πούστης». 4. (σπάνια για γυναίκα) πολύ όμορφη, πολύ εντυπωσιακή: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον πούστη να στέκεται και να χαζεύει τη βιτρίνα του μαγαζιού μου, με πιάνει ταχυπαλμία». 5. εκστομίζεται και ως βρισιά σε άντρα: «αν ξαναπεράσεις, ρε πούστη από δω, θα σε μαυρίσω στο ξύλο». (Λαϊκό τραγούδι: άιντα, δε σε θέλω πια, στο διάολο να πας, κι εσύ και η μαμάκα σου κι ο πούστης π’ αγαπάς). 6. φιλική ή απειλητική προσφώνηση σε άντρα: «έλα, ρε πούστη, πού χάθηκες τόσον καιρό!». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος πούστης μπιστευτεί και σε μπουζουξή δώσει βάση αν έχει και φιλότιμο και κείνο θα το χάσει). 7. (στη γλώσσα του στρατού) το κοτόπουλο. Από το ότι σύμφωνα με μια αντίληψη οι ορμόνες που ταΐζουν τα κοτόπουλα, για να αναπτυχθούν πιο γρήγορα και να γίνουν πιο παχιά, έχουν ως αποτέλεσμα να μεγαλώνει το στήθος αυτού που τα τρώει. Υποκορ. πουστάκος κ. πουσταράκος κ. πουστράκος, ο κ. πουσταρέλι κ. πουστρέλι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. πουστάρα, η και πούσταρος, ο, (βλ. λ.)·
- για δε(ς), ρε πούστη! ή για δε(ς), ρε πούστη μου! βλ. φρ. πω πω, ρε πούστη(!). (Ακολουθούν 21 φρ.) ·
- γκραν πούστης, ο μεγάλος πούστης: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι γκραν πούστης»·
- δεν κουνιέται πούστης, α. επικρατεί απόλυτη νηνεμία: «κάνει τόσο ζέστη έξω, που δεν κουνιέται πούστης». β. υπάρχει πλήρης απουσία δράσης ή δραστηριότητας: «τον τελευταίο καιρό δεν κουνιέται πούστης στο συνδικαλιστικό κίνημα». γ. υπάρχει πλήρης στασιμότητα εμπορικών συναλλαγών στην αγορά: «με τις συνεχιζόμενες απεργίες, δεν κουνιέται πούστης». Από το ότι πολλοί πούστηδες έχουν λικνιστό περπάτημα. Συνών. δεν κουνιέται φύλλο·
- δουλεύει σαν πούστης ή δουλεύει σαν τον πούστη, εργάζεται σκληρά, εντατικά: «απ’ τη μέρα που απολύθηκε απ’ το στρατό, δουλεύει σαν πούστης». Για συνών. βλ. φρ. δουλεύει σαν σκυλί ή δουλεύει σαν το σκυλί, λ. σκυλί·
- είναι πούστης στην ψυχή, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος (ανεξάρτητα από τις σεξουαλικές του προτιμήσεις) είναι πολύ κακό: «μπορεί να πηδάει γυναίκες, αλλά είναι πούστης στην ψυχή»·
- κακός πούστης, άνθρωπος πολύ ενοχλητικός, ιδιότροπος, στρυφνός: «πρόσεχε τις συναλλαγές μαζί του, γιατί είναι κακός πούστης»·
- κρυφός πούστης, α. άνθρωπος επικίνδυνος, ύπουλος, δόλιος, που ξεγελάει με την εμφάνισή του, με το παρουσιαστικό του, γιατί εμπνέει εμπιστοσύνη: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι κρυφός πούστης και δεν ξέρεις πότε θα σου τη φέρει». β. λέγεται ειρωνικά ή και θαυμαστικά για άτομο που ανακαλύπτουμε ξαφνικά ελαττώματα ή και προτερήματά του που δε γνωρίζαμε προηγουμένως: «πού να ’ξερα πως ήταν κρυφός πούστης και πως θα προσπαθούσε να με παρασύρει στα ναρκωτικά! || κι όμως, χωρίς τη βοήθεια κανενός τέλειωσε μια από τις πιο δύσκολες δουλειές. -Κρυφός πούστης, έτσι!». Συνών. κρυφή πουτάνα· βλ. και λ. κρυφόπουστος·
- μη φας, θα σφάξουμε πούστη, α. (ειρωνικά) μην υπολογίζεις σε μένα, γιατί δε θα σου κάνω καμιά χάρη, καμιά εκδούλευση, καμιά εξυπηρέτηση: «μπορείς να με βοηθήσεις λίγο στη μετακόμιση; -Μη φας, θα σφάξουμε πούστη». β. (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα είναι ή έγιναν έτσι όπως τα λες, ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν: «μόλις έρθει ο καινούριος διευθυντής, θα με προωθήσει για υποδιευθυντή. -Μη φας, θα σφάξουμε πούστη». Από την ερμηνεία κοτόπουλο που δίνεται στη λ. πούστης στη γλώσσα του στρατού. Συνών. η φας, θα σου ’χω γλάρο / μη φας, θα σου ’χω γλαρόσπουπα / μη φας, θα ’χουμε φτερούγες απ’ αεροπλάνο·
- μου ’γινε κακός πούστης, μου έγινε πολύ ενοχλητικός με τις απαιτήσεις ή τις ιδιοτροπίες του: «μου ’γινε κακός πούστης μέχρι να του δώσω τα δανεικά που μου ζητούσε || μου ’γινε κακός πούστης με τον ιδιόρρυθμο χαρακτήρα που έχει»·
- όλοι οι πούστηδες είναι τυχεροί, ζηλόφθονη ή μειωτική έκφραση σε κάποιον, άσχετα από τη σεξουαλική του προτίμηση, που πετυχαίνει σε όλες του τις προσπάθειες ή που γενικά πέτυχε στη ζωή του, ή λέγεται για κάποιον που κερδίζει συνεχώς σε κάποιο τυχερό παιχνίδι, ιδίως στο χαρτοπαίγνιο·
- όξω, πούστη, απ’ την παράγκα! α. υβριστική έκφραση με την οποία ζητά κανείς από κάποιον ανεπιθύμητο να φύγει, να εξαφανιστεί από το χώρο του ή από την ομήγυρη: «όξω, πούστη, απ’ την παράγκα, γιατί αν σε πιάσω στα χέρια μου θα γίνει της πουτάνας!». Η φρ. ξεκίνησε από το χώρο της φυλακής και λεγόταν συνήθως από φυλακισμένο, όταν ερχόταν στο κελί του απρόσκλητος κάποιος πούστης, γιατί, οι λαϊκοί άνθρωποι, έτρεφαν μια απέχθεια προς τους πούστηδες εκτός από τη στιγμή που τους χρησιμοποιούσαν για να εκτονωθούν σεξουαλικά. Εξάλλου είναι γνωστό το με άνθρωπο που γαμάς, τι κουβέντα να κάνεις! β. επίσης λέγεται απειλητικά σε κάποιον που μας αραδιάζει ένα σωρό ανοησίες ή που τερατολογεί: «στο τέλος ο ίδιος ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας με κάλεσε να περάσω τις διακοπές μαζί του. -Όξω, πούστη, απ’ την παράγκα!». Στη δεύτερη περίπτωση πολλές φορές ακούγεται το ε·
- όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- πίνει σαν πούστης ή πίνει σαν τον πούστη, πίνει πάρα πολύ, υπερβολικά: «κάθε βράδυ γίνεται σταφίδα, γιατί πίνει σαν πούστης». Από το ότι ο πούστης επιδίδεται με πάθος στο πάθος του·
- πούστη μου! επιφωνηματική έκφραση θαυμασμού σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
- πούστης αμερικάνος, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με πατάτες·
- πούστης ιταλός, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με μακαρόνια·
- πούστης κινέζος, (στη γλώσσα του στρατού) κοτόπουλο με ρύζι·
- πω πω, ρε πούστη! ή πω πω, ρε πούστη  μου! επιφωνηματική έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει απελπισία, έκπληξη ή θαυμασμό: «πω πω, ρε πούστη μου, τι θα κάνω τώρα που μ’ έδιωξαν απ’ τη δουλειά! || πω πω, ρε πούστη μου, πού έχει φτάσει σήμερα η ιατρική επιστήμη! || πω πω, ρε πούστη μου, μια γυναικάρα που περνάει απέναντι!»·
- στον πούστη πουστιές δεν περνάνε ή στον πούστη πουστιές δε χωράνε, βλ. φρ. στην πουτάνα πουτανιές δεν περνάνε, λ. πουτάνα·
- τι λε(ς), ρε πούστη! ή τι λε(ς), ρε πούστη μου! επιφωνηματική έκφραση που ανάλογα με τον τόνο της φωνής δηλώνει απορία, έκπληξης, θαυμασμό, αμφισβήτηση ή άρνηση σε αυτά που μας λέει κάποιος: «ο τάδε πέρασε πρώτος στο πανεπιστήμιο. -Τι λε(ς), ρε πούστη μου, αυτός ήταν συνέχεια στους δρόμους! || ο τάδε παντρεύεται την κόρη του τάδε. -Τι λε(ς), ρε πούστη μου, παίρνει εκείνη τη γυναικάρα! || όπως ερχόμουν, είδα στο δρόμο τον τάδε. -Τι λε(ς), ρε πούστη, αυτός λείπει στο εξωτερικό! || θα με βοηθήσεις στη μετακόμιση που θα κάνω; -Τι λε(ς), ρε πούστη, που θα γίνω εγώ χαμάλης δικός σου!»·
- το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη ή το μουστάκι και το μούσι είναι ο φερετζές του πούστη, βλ. λ. μουστάκι·
- τρώει σαν πούστης ή τρώει σαν τον πούστη, τρώει πάρα πολύ, τρώει υπερβολικά: «πώς να μη γίνει εκατό κιλά, αφού τρώει σαν πούστης!». Από το ότι ο πούστης επιδίδεται με πάθος στο πάθος του.

καμπάνα

καμπάνα, η, ουσ. [<λατιν. campana], η καμπάνα. 1. έντονη επίπληξη ή βαριά τιμωρία: «δεν τη γλιτώνω την καμπάνα, αν μάθουν πως άργησα να ’ρθω το πρωί στη δουλειά». 2. (στη γλώσσα του στρατού) πειθαρχική ποινή, τιμωρία: «πολλοί λίγοι στρατιώτες έφυγαν χωρίς καμπάνα απ’ το στρατό». 3. είδος παντελονιού που φαρδαίνει προς τα κάτω: «υπάρχει μια τάση να ξαναγίνει της μόδας το παντελόνι καμπάνα». (Τραγούδι: με παντελόνια καμπάνα, δημοκρατία ζητιάνα και το μαλλί φαβορίτα, σουβλάκι με πίτα το φοιτηταριό). Υποκορ. καμπανούλα κ. καμπανίτσα, η κ. καμπανάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- ακούγεται καμπάνα (κάποιος ή κάτι), ακούγεται δυνατά και καθαρά: «έχει τόσο δυνατή φωνή, που απ’ όσο μακριά κι αν φωνάξει, ακούγεται καμπάνα»·
- αρπάζω καμπάνα, (στη γλώσσα του στρατού), βλ. φρ. τρώω καμπάνα·
- βαράω καμπάνα, σημαίνω, προσκαλώ σε συνάθροιση: «μόλις ήρθε ο καινούριος διευθυντής, βάρεσε καμπάνα να μαζευτούμε όλοι στο γραφείο του». Από το ότι ακόμη και σήμερα στα χωριά, για μια έκτακτη ή επείγουσα συνάθροιση των κατοίκων του χωριού, χτυπούν την καμπάνα της εκκλησίας·
- για ποιον χτυπάει η καμπάνα, λέγεται στην περίπτωση που δεν ξέρουμε ποιος θα τιμωρηθεί, ποιος θα υποστεί κάποιο κακό ή θα αντιμετωπίσει κάποια δυσκολία από μια ανώτερη αρχή: «είναι πάλι εξαγριωμένος ο διευθυντής και κανείς μας δεν ξέρει για ποιον χτυπάει η καμπάνα». Αναφορά στο ομώνυμο μυθιστόρημα του Αμερικανού συγγραφέα Ερν. Χεμινγουέη·
- έχει φωνή καμπάνα, βλ. λ. φωνή·
- να χτυπήσω καμιά καμπάνα! έκφραση έκπληξης, όταν σε συνεχόμενες κακές ειδήσεις μας έρχεται και κάποια καλή ή, όταν σε συνεχόμενες αναποδιές μας έρχεται και μια ευνοϊκή κατάσταση. Από το ότι, παλιότερα στα χωριά, στα δυσάρεστα και στα ευχάριστα γεγονότα χτυπούσαν την καμπάνα της εκκλησίας για να συγκεντρωθούν οι κάτοικοι να μάθουν το γεγονός·
- όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα, από το ότι οι δυο αυτοί ανθρώπινοι τύποι προξενούν πάντοτε με τις ιδιαιτερότητές τους και την ελευθεροστομία τους το μεγάλο ενδιαφέρον της ομήγυρης: «ήταν όλοι στη μεγάλη σάλα και ξεκαρδίζονταν με τα καμώματα του ντιγκιντάνγκα, γιατί, όπου χτυπάει καμπάνα, για πούστης για πουτάνα». Από την εικόνα του ανθρώπου που, όταν συνέβαινε κάποιο σπουδαίο γεγονός, ευχάριστο ή δυσάρεστο, χτυπούσε την καμπάνα του χωριού, για να μαζευτούν οι χωρικοί από τις δουλειές τους, κατά το συνήθειο, στην πλατεία του χωριού·   
- πέφτει καμπάνα ή πέφτουν καμπάνες, (στη γλώσσα του στρατού) επιβάλλεται ποινή, τιμωρία: «συνήθως κάθε πρωί στην αναφορά πέφτουν καμπάνες»·
- ρίχνω καμπάνα ή ρίχνω καμπάνες, (στη γλώσσα του στρατού) επιβάλλω ποινή, τιμωρία: «πρόσεχέ τον αυτόν τον αξιωματικό, γιατί συνέχεια ρίχνει καμπάνες»·
- σημαίνει η καμπάνα, ηχεί: «κάθε Κυριακή πρωί σημαίνει η καμπάνα, καλώντας τους πιστούς στην εκκλησία». Πρβλ. την καμπάνα του χωριού μας την ακούτε παιδιά, τι γλυκά σημαίνει, τι γλυκά σημαίνει, ντιν νταν ντον (Παιδικό τραγούδι)·
- του ρίχνω καμπάνα, (στη γλώσσα του στρατού) του επιβάλλω ποινή, τιμωρία, τον τιμωρώ: «και μόνο να υποπτευθώ πως κάποιος σκέφτηκε να κάνει κοπάνα, θα του ρίξω καμπάνα»· 
- τρώω καμπάνα, (στη γλώσσα του στρατού) δέχομαι κάποια ποινή, κάποια τιμωρία: «έφαγα καμπάνα, γιατί έκανα κοπάνα απ’ την αγγαρεία».

μουστάκι

μουστάκι, το, ουσ. [<μτγν. μουστάκιον <μυστάκιον, υποκορ. του αρχ. μύσταξ], το μουστάκι. 1. έντονα ίχνη που μένουν στο πάνω χείλος, όταν πίνουμε, ιδίως γάλα, μπίρα, ή τρώμε κάτι, ιδίως γλυκό με σαντιγί ή φαγητό με σάλτσα: «ήπιε ένα ποτήρι μπίρα με αφρό κι άφησε στο χείλι του ένα μουστάκι». 2. μακριές τρίχες που φυτρώνουν στο πάνω χείλος πολλών ζώων (γάτας, ποντικού, λιονταριού) καθώς και σε ορισμένα ψάρια  (μπαρμπούνι). (Λαϊκό τραγούδι: στ’ αγκίστρι του τσιμπά μπαρμπούνι με μουστάκια). 3. συνήθως στον πλ. τα μουστάκια, νηματοειδείς αποφύσεις ορισμένων φυτών, ιδίως του καλαμποκιού: «πριν βάλει το καλαμπόκι στα κάρβουνα, το καθάριζε απ’ το περίβλημά του και τα μουστάκια του». Υποκορ. μουστακάκι, το. (Ακολουθούν 15 φρ.)· 
- ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι ή ακόμη δεν έβγαλε μουστάκια, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη, λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του, αλλά και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη δεν έβγαλε μουστάκι και θέλει να μας κάνει το δάσκαλο». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ασικλίδικο μουστάκι, βλ. λ. ασικλίδικο·
- αφήνει μουστάκι ή αφήνει μουστάκια, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να μεγαλώσει: «αφήνει μουστάκι, γιατί νομίζει πως θα δείχνει σκληρός άντρας». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- γελάνε και τα μουστάκια του, είναι τόσο ευχαριστημένος, τόσο ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, που είναι αδύνατο να το κρύψει: «απ’ τη μέρα που πέρασε ο γιος του στο πανεπιστήμιο, γελάνε και τα μουστάκια του»·
- γελώ κάτω απ’ τα μουστάκια μου ή γελώ κάτω απ’ το μουστάκι μου, είμαι πολύ ευχαριστημένος, πολύ ικανοποιημένος από την έκβαση κάποιας δουλειάς, υπόθεσης ή κατάστασης, αλλά συγκρατώ, προσπαθώ να κρύψω τη χαρά που νιώθω: «πολύ τον έξυπνο μας έκανε αυτός ο τύπος, γι’ αυτό, μόλις την πάτησε, τόσο πολύ το φχαριστήθηκα, που γελούσα κάτω απ’ τα μουστάκια μου». (Τραγούδι: τώρα τα τραγούδια μας τους πέφτουνε λίγα, και κάτω από τα μουστάκια τους γελάν οι παλιοί, έχουν βλέπεις πίσω τους τη λάμψη του ’60, καθάρισαν αυτοί
- έφαγαν τα μουστάκια τους, λογομάχησαν ή μάλωσαν πολύ άγρια: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν χωρίς λόγο κι έφαγαν τα μουστάκια τους». Από την εικόνα δυο ατόμων που, καθώς λογομαχούν, πλησιάζουν απειλητικά ο ένας κοντά στο κεφάλι του άλλου τόσο, που σχεδόν τα πρόσωπά τους ακουμπούν, πράγμα που τους δίνει τη δυνατότητα να φάει ο ένας το μουστάκι του άλλου·
- θα σου δώσω να φας το μουστάκι σου, βλ. φρ. θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας·
- θα σου ξυρίσω το μουστάκι (και θα στο δώσω να το φας), απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθώ πολύ προσβλητικά, πως θα τον εξευτελίσω: «αν πειράξεις ξανά την κόρη μου, θα σου ξυρίσω το μουστάκι και θα στο δώσω να το φας». Από το ότι ήταν πολύ υποτιμητικό για έναν άντρα, ιδίως λαϊκό ή ρεμπέτη να του ξυρίσουν το μουστάκι, πόσο περισσότερο μάλιστα και να του το δώσουν να το φάει. Στα χρόνια της Επανάστασης του 1821, θεωρούνταν μεγάλη βρισιά να απειλήσεις κάποιον ότι θα του ξυρίσεις το μουστάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μπάτσοι και χωροφυλάκοι, βρε, μας ξυρίσαν το μουστάκι
- θα σου φάω το μουστάκι, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ σκληρά: «αν πειράξεις ξανά τα κορίτσια της γειτονιάς μου, θα σου φάω το μουστάκι». (Λαϊκό τραγούδι: αν ξαναμπώ στη φυλακή με τον Καπετανάκη θε να σου φάω το μουστάκι
- θα φάμε τα μουστάκια μας, απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα μαλώσουμε πολύ άγρια: «αν μάθω πως είπες ξανά κακιά κουβέντα για μένα, θα φάμε τα μουστάκια μας». Πολλές φορές, όταν αυτός που απειλεί δεν έχει μουστάκι, η φρ. κλείνει με το κι επειδή δεν έχω εγώ μουστάκι ό,τι φάμε θα φάμε απ’ το δικό σου·
- θρέφει μουστάκι ή θρέφει μουστάκια, (ειρωνικά) διατηρεί, δεν το ξυρίζει σκόπιμα για να  μεγαλώσει: «για να κάνει τον άγριο, θρέφει μουστάκι». Ο πλ. ίσως από το ότι πολλοί άντρες που διατηρούν μουστάκι, ακριβώς στη μέση αφήνουν ένα χώρισμα, οπότε φαίνεται πως στο πάνω χείλος υπάρχουν δυο μουστάκια·
- μουρμουρίζω κάτω απ’ τα μουστάκια μου, γκρινιάζω, παραπονιέμαι, διαμαρτύρομαι με τέτοιο τρόπο, που δε γίνεται αμέσως αντιληπτό: «οι άλλοι δεν κατάλαβαν, αλλά εγώ, που σε ξέρω, κατάλαβα απ’ την πρώτη στιγμή πως μουρμούριζες κάτω απ’ τα μουστάκια σου για την εύνοια που του έδειξαν»·
- μουστάκι σαν τσιγκέλι ή μουστάκια σαν τσιγκέλι, βλ. λ. τσιγκέλι·
- να χέσω τα μουστάκια σου! ή να χέσω το μουστάκι σου! α. ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε άντρα άσχετα αν έχει μουστάκι ή όχι με την έννοια είσαι άξιος περιφρόνησης: «να χέσω τα μουστάκια σου, πάλι λάθος έκανες τη δουλειά!». (Λαϊκό τραγούδι: δεν ξανακάνω φυλακή με τον Καπετανάκη – αν του χέσω το μουστάκι!).β. απευθύνεται και με συμπάθεια σε οικείο ή φιλικό άτομο: «πάλι χτύπησες, να χέσω τα μουστάκια σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το χέσω· 
- το μουστάκι είναι ο φερετζές του πούστη, βλ. φρ. το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη·
- το μουστάκι και το μούσι είν’ ο φερετζές του πούστη, από το ότι, υπάρχει σε ορισμένους η εντύπωση πως, μερικοί πούστηδες που θέλουν να κρύψουν την ιδιότητά τους, αφήνουν μουστάκι και μούσι για να δείχνουν ανδροπρεπείς.