Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πουλί

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πουλί, το, ουσ. [<μσν. πουλλίν <μτγν. πουλλίον, υποκορ. του ουσ. πούλλος <λατιν. pullus (= νεοσσός)], το πουλί. 1. άνθρωπος έξυπνος, πονηρός: «δεν κάθισα να παίξω στο καρέ που έπαιζε ο τάδε, γιατί ήταν όλοι τους πουλιά». 2. το αντρικό σεξουαλικό όργανο, το πέος, ο πούτσος: «έχει ένα πουλί μισό μέτρο!». 3. (ειρωνικά) το μικρό σε μέγεθος πέος: «χαρά στο πουλί που έχεις και μας κάνεις και τον γκομενιάρη!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που ξέρει πολλά, ιδίως παράνομες υποθέσεις, αλλά δεν ομολογεί τίποτα σε περίπτωση που συλληφθεί, σε περίπτωση που τον καλέσουν στην αστυνομία: «αν υπήρχαν κι άλλα πουλιά σαν τον τάδε μέσα στην πιάτσα, δε θα ’ξεραν τίποτα οι μπάτσοι για τα νταραβέρια που γίνονται». Από το ότι το πουλί δεν μπορεί να μιλήσει, σε αντιδιαστολή με το κελαηδώ (βλ. λ.). (Ακολουθούν 51 φρ.)·
- άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, λέγεται στις περιπτώσεις που δίνει κάποιος με μεγάλη ευκολία διάφορες υποσχέσεις, παρόλο που η πραγματοποίησή τους είναι πολύ δύσκολη ή και αμφίβολη: «μου υποσχέθηκε πως θα με πάρει στη δουλειά του, θα μ’ αγοράσει ένα διαμέρισμα να μένω, κι ένα αυτοκίνητο για τις μετακινήσεις μου, τι λες εσύ; -Άπιαστα πουλιά, χίλια στον παρά, αγόρι μου!»·
- άπιαστο πουλί, είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος και γενικά έχει άπειρες γνώσεις για τη ζωή της πιάτσας: «δε μπορεί κανείς να τον ξεγελάσει, γιατί έμαθε από μικρός στα κόλπα και είναι άπιαστο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα όμως στα πενήντα είσαι άπιαστο πουλί, έχεις πείρα στην αγάπη, έχεις τέχνη στο φιλί
- βαράω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου·
- για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, α. δηλώνει πως είναι απαραίτητη η ποικιλία στη ζωή μας, γιατί, όταν δεν υπάρχει, ατονεί η ενεργητικότητά μας: «πρέπει να βρω νέα ενδιαφέροντα στη ζωή μου για να πάρω τ’ απάνω μου, γιατί για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή». β. (για άντρες) λέγεται και με ειρωνική διάθεση εννοώντας πως η σεξουαλική διάθεση πεθαίνει, όταν βρίσκεται κανείς συνέχεια με την ίδια ερωτική σύντροφο: «είμαι τριάντα χρόνια παντρεμένος και, όταν ξαπλώνω με τη γυναίκα μου, είναι σαν να πιάνω το μπούτι μου, γι’ αυτό, τσιμπολογώ δεξιά αριστερά διάφορα ξέκωλα, γιατί, για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή»·
- γλυκό πουλί της νιότης, (με συναισθηματική φόρτιση) χαρακτηρίζει τα νεανικά χρόνια. (Λαϊκό τραγούδι: τη μαχαιρώσανε μια νύχτα στην Αμβέρσα μα εγώ την έκλαψα πολύ, γιατί την ήξερα Σοφία κι όχι Πέρσα κι ήταν γλυκό της νιότης μου πουλί
- έγινε πουλί, βλ. φρ. έγινε πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: μη μου θυμώνεις μάτια μου, που φεύγω για τα ξένα, πουλί θα γίνω και θα ’ρθω πάλι κοντά σε σένα
- έκατσε το πουλί, τελείωσε αίσια η δουλειά, επιτεύχθηκε ο στόχος: «κάποια στιγμή δυσκόλεψαν τόσο πολύ τα πράγματα, που φοβήθηκα πως δε θα μπορούσα να τελειώσω τη δουλειά, όμως, ευτυχώς, στο τέλος, έκατσε το πουλί»·
- ελεύθερο πουλί, άνθρωπος απαλλαγμένος από κάθε δεσμό ή υποχρέωση, ιδίως απαλλαγμένος από τα δεσμά του γάμου: «τώρα που παρέδωσα την εργασία, είμαι ελεύθερο πουλί και πάμε όπου θες || όλοι απ’ την παρέα μας είμαστε παντρεμένοι και μόνο ο τάδε εξακολουθεί να είναι ελεύθερο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: Ησαΐα μη χορεύεις, τον μπελά σου μη γυρεύεις, ζήσ’ ελεύθερο πουλί
- έμεινα με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. έμεινα με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσο·
- έρημο πουλί, άνθρωπος χωρίς συγγενείς και φίλους, που είναι ολομόναχος στη ζωή του: «τόσα χρόνια στην ξενιτιά, ήμουν ένα έρημο πουλί». (Λαϊκό τραγούδι: ούτε μάνα, ούτ’ αδέρφια, κι εγώ έρημο πουλί· βλέπω αράχνες στο κατώφλι και χορτάρια στην αυλή
- έχει και του πουλιού το γάλα ή και του πουλιού το γάλα, (για καταστήματα, σούπερ μάρκετ, νοικοκυριά) διαθέτει μεγάλη αφθονία, μεγάλη ποικιλία υλικών αγαθών, ιδίως τροφίμων: «το τάδε σούπερ μάρκετ έχει και του πουλιού το γάλα || σύμφωνα με το διαφημιστικό σλόγκαν, τα σούπερ μάρκετ του Βασιλόπουλου έχουν και του πουλιού το γάλα». (Λαϊκό τραγούδι: στα χέρια μου δε σου ’λειψε και του πουλιού το γάλα, μα τώρα μπατιρήματα έχω πολύ μεγάλα
- κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί, ο καθένας συμπεριφέρεται και κινείται στο οικείο περιβάλλον του με μεγάλη άνεση: «στο γραφείο που τον συνάντησα ήταν σεμνός και μετρημένος, αλλά στο μπαράκι της γειτονιάς του ξεσάλωσε ο άνθρωπος, γιατί, βλέπεις, κάθε πουλί στον τόπο του κελαηδεί». Συνών. κάθε πετεινός στην αυλή του κράζει·   
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, βλ. λ. πουλάκι·
- κάνει το πουλί, (στη γλώσσα της αργκό) αν και ξέρει πολλές παρανομίες που γίνονται στην πιάτσα, εν τούτοις δεν είναι συνεργάσιμος με την αστυνομία: «τον έχουν τρεις μέρες στην Ασφάλεια και προσπαθούν να τον ψαρέψουν για την τελευταία ληστεία που έγινε στην αγορά, αλλά αυτός κάνει το πουλί»·
- κατά φωνή και το πουλί, βλ. λ. φωνή·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, βλ. λ. κότα·
- κοιμάται σαν πουλί ή κοιμάται σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. κοιμάται σαν πουλάκι, λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: σαν πουλί κοιμότανε μες στην αγκαλιά μου ποταμός χυνότανε μέσα στην καρδιά μου
- κουβαλάει και του πουλιού το γάλα, είναι πολύ καλός οικογενειάρχης, δε στερεί τίποτα από την οικογένειά του: «σκοτώνεται όλη τη μέρα στη δουλειά για να κουβαλάει στο σπίτι του και του πουλιού το γάλα»·
- λεύτερο πουλί, βλ. φρ. ελεύθερο πουλί. (Λαϊκό τραγούδι: θα ζήσω λεύτερο πουλί κι όχι κορόιδο στο κλουβί, για μια μονάχα θηλυκιά να κελαηδάω
- μ’ άφησε με το πουλί στο χέρι, βλ. συνηθέστ. μ’ άφησε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- μ’ έπιασε με το πουλί στο χέρι, βλ. φρ. μ’ έπιασε με τον πούτσο στο χέρι, λ. πούτσος·
- να, κάνει το πουλί σου! βλ. φρ. να, κάνει το πουλάκι σου(!) λ. πουλάκι·
- ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει, οι επιδιώξεις ενός ισχυρού και ικανού ατόμου είναι και αυτές ανάλογες: «έχει τόσα πολλά λεφτά που δεν ασχολείται με ψιλοδουλειές, γιατί ο αετός μεγάλα πουλιά κυνηγάει»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, βλ. λ. βασιλιάς·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, βλ. λ. Θεός·
- παίζω με το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω με το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- παίζω το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου, λ. πουλάκι·
- πέταξε το πουλί, βλ. φρ. πέταξε το πουλάκι, λ. πουλάκι. Πρβλ.: μη χτυπιέσαι, μην κάνεις σαν τρελή, έφυγε και πάει το πουλί (Λαϊκό τραγούδι)·
- πιάνει πουλιά στον αέρα, είναι πανέξυπνος, είναι ικανότατος: «δεν μπορείς να τον ξεγελάσεις αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πιάνει πουλιά στον αέρα  ||οποιαδήποτε δουλειά και να του αναθέσεις, σου την τελειώνει στο πιτς φιτίλι, γιατί είναι τύπος που πιάνει πουλιά στον αέρα»·
- πότε αβγά, πότε πουλιά! λέγεται γι’ αυτούς που με πλάγιες ενέργειες και μέσα καταλαμβάνουν ανώτερες θέσεις και αξιώματα, ιδίως του δημοσίου, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα: «καλά, ρε παιδάκι μου, πριν λίγους μήνες μπήκες στο δημόσιο κι έγινες διευθυντής; Πότε αβγά, πότε πουλιά!». Συνών. ούτε διάκο σ’ είδαμε ούτε πρωτοσύγκελλο, και δεσπότης έγινες(;)·
- πουλί μου! βλ. φρ. πουλάκι μου(!) λ. πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: έλα, έλα, πουλί μου, έλα, έλα, είναι η ζωή μια τρέλα
- προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον που από κάποια δουλειά ή ενέργειά του υπολογίζει πολύ πρόωρα σε κάποια οφέλη είτε πως θα του συμβεί κάποιο κακό: «μόλις προχτές έστησε τη δουλειά του και προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά, γιατί ονειρεύεται μεγαλεία και πλούτη || δεν κυκλοφορεί με τ’ αυτοκίνητο που αγόρασε για να μην χτυπήσει κανέναν πεζό, αλλά όπως ήταν από πάντα, προτού σκάσουν τ’ αβγά, άρχισε να μετράει πουλιά». Συνών. ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τονε βγάλαμε ή ακόμη δεν τον είδαμε, Γιάννη τον βαφτίσαμε / το παιδί ακόμα δε γεννήθηκε κι η σκούφια αγοράστηκε / το τηγάνι στη φωτιά, το ψάρι στη θάλασσα · 
- σαν πουλί ή σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- σκέφτεται με το πουλί του, οι ενέργειές του επηρεάζονται από τα σεξουαλικά του: «κάθε φορά που σκέφτεται με το πουλί του, κάνει απανωτά λάθη»·
- σκόρπισαν σαν πουλιά ή σκόρπισαν σαν τα πουλιά, διασκορπίστηκαν κάποιοι ή κάτι: «κάποτε ήταν πολύ δεμένη παρέα, αλλά το ’φερε έτσι η ζωή, που σκόρπισαν σαν τα πουλιά || σκόρπισαν σαν πουλιά όλα τα όνειρα που έκανα για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: σκορπάνε σαν πουλιά,μέσ’ απ’ την καρδιά χίλιες ελπίδες, φτωχή μου καρδιά, μέσα στη ζωή χαρά δεν είδες
- στα πουλιά μας! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε χαιρετιστήριο ή αποχαιρετιστήριο γεια μας! που λέει κάποιος ερχόμενος ή αποχωρώντας από το χώρο στον οποίο βρισκόμαστε·
- τ’ άκουσες πουλί μου! ειρωνική έκφραση με την οποία κλείνουμε την πρότασή μας σε κάποιο άτομο που αντιληφθήκαμε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει: «δε θα σου δώσω τα λεφτά που μου ζητάς, γιατί έμαθα πως είσαι μεγάλος μπαταξής, τ’ άκουσες πουλί μου!». Υπήρξε η αγαπημένη έκφραση του ηθοποιού Κ. Χατζηχρήστου, που ακουγόταν στον τύπο τ’ άκουσες πολί μου, όταν υποδυόταν το χωριάτη Θύμιο από τη Μακρακώμη·
- τι λέει το πουλί σου! βλ. φρ. τι λέει το πουλάκι σου! λ. πουλάκι·
- τι λες πουλί μου! βλ. συνηθέστ. τι λες πουλάκι μου! λ. πουλάκι·
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. φρ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, όταν δεν έχει κάποιος τη δυνατότητα να επιβιώσει, επεμβαίνει η θεία πρόνοια: «κανένας δε χάνεται σ’ αυτή τη ζωή, γιατί το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει»·
- το έξυπνο πουλί απ’ την ουρά πιάνεται, βλ. συνηθέστ. το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται·
- το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται, όσο έξυπνος και να είναι κάποιος και να ξέρει να φυλάγεται, έρχεται η στιγμή που πιάνεται με τον πιο εύκολο τρόπο ή για τον πιο ασήμαντο λόγο, επειδή έχει μεγάλη εμπιστοσύνη στην εξυπνάδα του και δεν παίρνει τις απαραίτητες προφυλάξεις: «μην υποτιμάς τους αντιπάλους σου, γιατί, όσο κι αν είσαι ανώτερός τους, το ξέρεις πολύ καλά πως, πολλές φορές, το έξυπνο πουλί από τη μύτη πιάνεται». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι τσίφτισσα γυναίκα, γι’ αυτό σ’ αγαπώ πολύ, μα από τη μύτη πιάνεται πάντα το έξυπνο πουλί). Συνών. η πονηρή αλεπού, απ’ τα τέσσερα πιάνεται·
- το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά, αυτή που φτιάχνει, που κρατάει ένα σπίτι, μια οικογένεια είναι η γυναίκα: «μπορεί να λέμε οτιδήποτε για τις γυναίκες αλλά όλοι αναγνωρίζουμε πως το θηλυκό πουλί φτιάχνει τη φωλιά»·
- το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί, θετική διαπίστωση για τις ικανότητες και την εξυπνάδα που δείχνει κάποιο άτομο από την παιδική ακόμα ηλικία: «πήρε τον έλεγχό του και σ’ όλα τα μαθήματα έχει δέκα με οξεία, γιατί το καλό πουλί, απ’ τ’ αβγό του κελαηδεί»· βλ. και φρ. η καλή μέρα απ’ το πρωί φαίνεται, λ. μέρα·
- το πουλί! βλ. συνηθέστ. το πουλάκι! λ. πουλάκι. (Τραγούδι: κι ο φωτογράφος φώναζε πως σε λίγο το πουλί απ’ το φακό θα σας στείλει ένα φιλί
- το πουλί για να τραφεί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή, βλ. φρ. για να λαλήσει το πουλί, πρέπει ν’ αλλάξει την τροφή·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, βλ. λ. σκουλήκι·
- τρώει σαν πουλί ή τρώει σαν το πουλί, βλ. συνηθέστ. τρώει σαν πουλάκι, λ. πουλάκι·
- χτυπώ πουλιά, κυνηγώ πουλιά: «όταν ήμασταν πιτσιρίκια, βγαίναμε ομαδικά και χτυπούσαμε πουλιά»·
- χτυπώ το πουλί μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλί μου.

βασιλιάς

βασιλιάς, ο, θηλ. βασίλισσα, η, ουσ. [<αρχ. βασιλεύς], ο βασιλιάς. 1α. αυτός που κυριαρχεί απόλυτα σε ένα χώρο, που είναι ο ανώτερος στο είδος του, ο πρώτος και ο καλύτερος: «ο Κούδας, ως ποδοσφαιριστής, υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων || ο βασιλιάς της ασφάλτου είναι το τάδε αυτοκίνητο». β. αυτός που αναπτύσσει ιδιαίτερη δραστηριότητα σε ένα χώρο, αυτός που ελέγχει και εμπορεύεται απόλυτα έναν οικονομικό τομέα: «ο τάδε χαρακτηριζόταν κάποτε ως ο βασιλιάς των διαμαντιών». γ. που είναι ο πιο χαρακτηριστικός, ο πιο εντυπωσιακός στον τομέα του, στο είδος του: «ο Βουτσάς στα χρόνια του ήταν ο βασιλιάς του γέλιου». 2. (στη γλώσσα της φυλακής) ο χαζός, ο ηλίθιος, ο βλάκας: «ευτυχώς, έχουμε στο θάλαμο ένα βασιλιά και μας κάνει όλα τα θελήματα». 3. το κυριότερο πιόνι στο σκάκι: «όποιος χάσει το βασιλιά του, χάνει και το παιχνίδι». 4. το θηλ. η βασίλισσα, η βασίλισσα· α. το δεύτερο σε σημασία πιόνι στο σκάκι: «για να μη χάσει τη βασίλισσά του, θυσίασε έναν τρελό και δυο στρατιωτάκια». β. το μόνο θηλυκό, ιδίως σε ένα σμήνος μελισσών, που μπορεί να γονιμοποιηθεί. γ. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) χαρακτηρισμός της ποδοσφαιρικής ομάδας της Βέροιας: «στο φετινό πρωτάθλημα η βασίλισσα δεν πηγαίνει καθόλου καλά»·
- από πίσω και για το βασιλιά λένε, δηλώνει πως για όλους υπάρχει πάντα η διάθεση να πούνε κάτι κακό: «μη στενοχωριέσαι που σε κακολογούν, γιατί από πίσω και για το βασιλιά λένε»·
- βασιλιά βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά, ρίμα από παλιό παιδικό παιχνίδι·
- βασίλισσα της ομορφιάς, γυναίκα που αναδεικνύεται ομορφότερη σε καλλιστεία: «τα καλλιστεία για την ανάδειξη της βασίλισσας της ομορφιάς αποτελούν το κόκκινο πανί για τις φεμινιστικές οργανώσεις»·
- βασίλισσα του σπιτιού, η νοικοκυρά, η σπιτονοικοκυρά: «χαίρεται η μάνα μου, όταν την αποκαλούμε βασίλισσα του σπιτιού»
- γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως, α. υπερασπίζομαι, υποστηρίζω τα συμφέροντα ή τις θέσεις κάποιου με μεγαλύτερο ζήλο από όσο ο ίδιος: «είπαμε να τον υποστηρίξεις τον άνθρωπο, αλλά εσύ έγινες βασιλικότερος του βασιλέως!». β. γίνομαι απόλυτος: «όταν πάρει μια απόφαση, γίνεται βασιλικότερος του βασιλέως, γι’ αυτό είναι δύσκολο να την αλλάξει». Από το ότι ένας βασιλιάς άλλαζε πολύ δύσκολα μια απόφασή του·
- είμαι βασιλιάς, α. είμαι απόλυτα τακτοποιημένος στη ζωή μου, ζω μέσα στον πλούτο και στην καλοπέραση: «απ’ τη μέρα που μου ’πεσε το λαχείο, είμαι βασιλιάς». Ίσως από αυτήν την έννοια και το παιδικό παιχνίδι: βασιλιά, βασιλιά, τι δουλειά; -Τεμπελιά. β.είμαι απόλυτα ικανοποιημένος: «τώρα που πάντρεψα και την κόρη μου, είμαι βασιλιάς». γ. κυριαρχώ απόλυτα κάπου: «οι βασιλείς των ορέων». (Λαϊκό τραγούδι: ήμουν βασιλιάς στα βράχια, στις δροσιές και στα ρουμάνια). (Ακολουθούν 28 φρ.)·
- είμαι βασιλικότερος του βασιλέως, βλ. φρ. γίνομαι βασιλικότερος του βασιλέως·
- έφαγα σαν βασιλιάς, έφαγα πλουσιοπάροχα: «μ’ είχε καλεσμένο σε δείπνο ένας βιομήχανος κι έφαγα σαν βασιλιάς»·
- ζει σαν βασιλιάς, ζει πολύ πλούσια: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει σαν βασιλιάς»·
- κάθε άνθρωπος είναι βασιλιάς στο σπίτι του, βλ. λ. σπίτι·
- μόσχος και κανέλα και του βασιλιά κοπέλα, βλ. λ. μόσχος·
- ο βασιλιάς της ασφάλτου, α. οδηγός αυτοκινήτου, ιδίως αγωνιστικού, που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σουμάχερ για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ο βασιλιάς της ασφάλτου». β. μάρκα αυτοκινήτου που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «η Φεράρι εξακολουθεί να είναι ο βασιλιάς της ασφάλτου»·
- ο βασιλιάς της ζούγκλας, βλ. φρ. ο βασιλιάς των ζώων·
- ο βασιλιάς του γκαζόν, βλ. συνηθέστ. ο βασιλιάς των γηπέδων·
- ο βασιλιάς των γηπέδων, (για ποδοσφαιριστές) ποδοσφαιριστής που υπερέχει έναντι όλων των άλλων: «ο Σαραβάκος για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρξε ο βασιλιάς των γηπέδων»·  
- ο βασιλιάς των ζώων, το λιοντάρι: «ο βασιλιάς των ζώων, εκτός απ’ τη δύναμή του, ξεχωρίζει κι απ’ την πλούσια χαίτη του»·
- ο βασιλιάς των θεών, ο Δίας: «ο βασιλιάς των θεών εξαπέλυε τους κεραυνούς του κατά των αμαρτωλών»·
- ο βασιλιάς των οργάνων, το βιολί: «βγάζει έναν σπάνιο μουσικό ήχο ο βασιλιάς των οργάνων»·
- ο βασιλιάς των πουλιών, ο αετός: «ο βασιλιάς των πουλιών είναι κυρίαρχος των αιθέρων»·
- ο βασιλιάς των σπορ, χαρακτηρισμός του ποδοσφαίρου, γιατί, ως άθλημα, έχει τους περισσότερους φιλάθλους από κάθε άλλο: «δίκαια το ποδόσφαιρο αποκαλείται ο βασιλιάς των σπορ, γιατί βρίσκεται στην καρδιά όλων των φιλάθλων»·
- ο μαθημένος κώλος και σε βασιλιά μπροστά κλάνει, βλ. λ. κώλος·
- ο μαρμαρωμένος βασιλιάς, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, τελευταίος αυτοκράτορας του Βυζαντίου. (Λαϊκό τραγούδι: για τον μαρμαρωμένο βασιλιά ούτε φωνή ούτε λαλιά, τον τραγουδάει όμως στα παιδιά σαν παραμύθι η γιαγιά). Σύμφωνα με τη λαϊκή παράδοση, ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος δε σκοτώθηκε πολεμώντας, αλλά βρίσκεται μαρμαρωμένος βαθιά μέσα σε μια σπηλιά, μέχρι τη στιγμή που θα ξαναζωντανέψει για να απελευθερώσει την Κωνσταντινούπολη από τους Τούρκους·  
- όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει, όποιος κατέχει υψηλή θέση, πρέπει να είναι συνεχώς συγκροτημένος, γιατί έχει σοβαρές, αυξημένες ευθύνες: «απ’ τη μέρα που τον έκαναν διευθυντή στο εργοστάσιο, δεν έχει μυαλό για γλέντια όπως παλιά, γιατί, όποιος δουλεύει βασιλιά, πρέπει το νου του να ’χει»·  
- πάω εκεί που και ο βασιλιάς πάει μόνος, πάω στο αποχωρητήριο·
- περνάει σαν βασιλιάς ή την περνάει σαν βασιλιά, βλ. συνηθέστ. ζει σαν βασιλιάς·
- τη βγάζει σαν βασιλιάς, βλ. φρ. ζει σαν βασιλιάς·
- τη γυναίκα του βασιλιά κρυφά τη βρίζουν, βλ. λ. γυναίκα·
- την έχει σαν βασίλισσα στην καρδιά του, είναι τρελά ερωτευμένος μαζί της, την υπεραγαπά: «από τη μέρα που τη γνώρισε, την έχει βασίλισσα στην καρδιά του». (Τραγούδι: δώσ’ μου πολλά φιλιά, αμέτρητα τρελά κι εγώ βασίλισσα θα σ’ έχω στην καρδιά μου, μην τσιγκουνεύεσαι, μόνο να σκέφτεσαι πως τα φιλιά είν’ η καλύτερη δουλειά). Δεν ακούγεται και στο αρσενικό·
- τον (την) έκανε βασιλιά (βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί τίποτα, του (της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «απ’ τη μέρα που την παντρεύτηκε, την έκανε βασίλισσα». (Λαϊκό τραγούδι: θα με κάνει βασιλιά πέρα κει στην Αραπιά, κι όλα της θα τα ’χω γω, μάνα μου, να σε χαρώ! // μου ’πε σ’ εβαρέθηκα μου φέρθηκε μπαμπέσικα, που σαν της πρωτομίλησα την έκανα βασίλισσα
- τον (την) έχει σαν βασιλιά (σαν βασίλισσα), (για ζευγάρια) δεν του (της) στερεί τίποτα, του (της) προσφέρει όλες τις ανέσεις: «αγαπάει τόσο πολύ τη γυναίκα του, που την έχει σαν βασίλισσα»·
- ψωμί κι ελιά και Κώτσο βασιλιά, φιλοβασιλικό σύνθημα.

κότα

κότα, η, ουσ. [<θηλ. του μτγν. κόττος και κοττός (= πετεινός)], η κότα. 1. αυτός που είναι ανίκανος, ανάξιος, τιποτένιος: «πώς ν’ αναλάβει αυτή η κότα τέτοια δουλειά, που δεν ξέρει πού πάνε τα τέσσερα!». 2. αυτός που είναι δειλός, φοβητσιάρης: «είναι τόσο κότα, που, μόλις κάνεις πως τον αγριεύεις, το βάζει στα τέσσερα». Εδώ πολλές φορές μετά την εκφορά της πρότασης παρατηρείται κράξιμο του τύπου κο! κο! κο! 3. γυναίκα μικροπρεπής, ελαφρόμυαλη και κουτσομπόλα: «μόλις φεύγουν οι άντρες τους στη δουλειά, μαζεύονται οι κότες της γειτονιάς σε κάποιο σπίτι για τον πρωινό τους καφέ και το σχετικό κουτσομπολιό». (Τραγούδι: όχι λέμε στις κότες, όχι και στους ξενέρωτους, όχι λέμε στις κότες, όχι στους κυριλέ).4. εκστομίζεται και ως βρισιά σε γυναίκα: «ξου, μουρή κότα, άδειασέ μας τη γωνιά!». 5. (στη γλώσσα της φυλακής) άντρας που δέχεται να υποστεί τη σεξουαλική πράξη περιστασιακά και έναντι μικρής αμοιβής, χωρίς να είναι πούστης: «σε κάθε φυλακή υπάρχει πάντα μια κότα για να ξεχαρμανιάζουν οι άλλοι». Από την εικόνα του ατόμου που βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της κότας για να εξακριβώσει αν έχει αυτή αβγό· βλ. και λ. σουλτάνα. 6. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει και λέγεται συνήθως για περισσότερη έμφαση κότα λειράτη. Τέλος, ο γελοιογράφος Φωκίων Δημητριάδης παρίστανε ως κότα τον πολιτικό Κωνσταντίνο Τσάτσο εξαιτίας κάποιου σχολίου που είχε κάνει ο αείμνηστος πολιτικός για τους “Όρνιθες” του Αριστοφάνη. Υποκορ. κοτούλα, η και κοτίτσα, η. Μεγεθ. κοτάρα, η. (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- από δουλειά να φάν’ κι οι κότες, βλ. λ. δουλειά·
- από λεφτά να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. λεφτά·
- από μυαλό να φαν’ κι οι κότες, βλ. λ. μυαλό·
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βρήκε πηγή ωφελημάτων και την εκμεταλλεύεται συστηματικά χωρίς να κουράζεται διόλου: «απ’ τη μέρα που επέστρεψε απ’ την Αμερική ο θείος του, βρήκε την κότα που του κάνει τα χρυσά τ’ αβγά!». Συνών. βρήκε αγελάδα κι αρμέγει / βρήκε βυζί και βυζαίνει / βρήκε χήνα και τη μαδά·
- γελάν’ κι οι κότες μαζί του ή γελάν’ μαζί του κι οι κότες, είναι καταγέλαστος: «είναι τόσο ανόητο άτομο, που, κάθε φορά που ανοίγει το στόμα του, γελάν’ κι οι κότες μαζί του»·
- δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, είναι τελείως αδαής, τελείως άπειρος, τελείως αθώος στη ζωή: «προς το παρόν δεν ξέρει από πού κατουράει η κότα, αλλά αργά ή γρήγορα θα τριφτεί κι αυτός στη ζωή, πού θα πάει!»·
- έβαλαν την αλεπού να φυλάει τις κότες, βλ. λ. αλεπού·
- είναι (για) να τον κλαιν’ κι οι κότες ή είναι (για) να τον κλαίνε οι κότες, είναι αξιολύπητος, έχει φτάσει στο μεγαλύτερο σημείο εξαθλίωσης, κατάντησε να τον λυπούνται και οι πιο ασήμαντοι: «όπως κατάντησε απ’ τις καταχρήσεις, είναι για να τον κλαιν’ κι οι κότες». (Λαϊκό τραγούδι: μάγκα μου το χάλι σου να το κλαίνε οι κότες, γιατί δεν κλειδώνουνε τις καρδιάς σου οι πόρτες). Συνών. είναι (για) να τον κλαίν’ κι οι ρέγκες·
- είναι σαν την κότα και τ’ αβγό, βλ. φρ. η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα(;)·
- έκατσε σαν κότα, κάθισε κάπου χωρίς να αντιδρά καθόλου: «μόλις ο διευθυντής του ’βαλε τις φωνές, έκατσε σαν κότα ο δικός σου». Από την εικόνα της κότας, που δεν αντιδρά καθόλου όταν κάποιος βάζει το δάχτυλό του στον κώλο της για να διαπιστώσει αν έχει αυτή αβγό·
- έχει μυαλό κότας, βλ. λ. μυαλό·
- η γριά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα; δηλώνει αδυναμία απάντησης στο δίλημμα ποιο μεταξύ δυο είναι το αίτιο και ποιο το αποτέλεσμα. (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ:ποιο έχει γίνει πρώτα; ή κότα ή τ’ αβγό;). Πολλές φορές, τίθεται ειρωνικά ως πρόβλημα σε κάποιον της παρέας που κάνει επίδειξη των γνώσεών του: «για πες μας, ρε μάγκα, εσύ που τα ξέρεις όλα, η κότα έκανε τ’ αβγό ή τ’ αβγό την κότα;»·
- η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα, λέγεται στις περιπτώσεις, όταν επαναλαμβάνονται πράγματα ή καταστάσεις εντελώς όμοιες: «δε θ’ αλλάξει τίποτα, παιδί μου, με τη νέα κυβέρνηση που ’ρθε στα πράγματα, γιατί, η κότα έκανε τ’ αβγό και το αβγό την κότα»·  
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, έκφραση που δηλώνει πως πρέπει να δείχνουμε την ευγνωμοσύνη μας στους ευεργέτες μας: «μην είσαι αχάριστος στη ζωή σου, γιατί η κότα, όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό». Από το ότι, η κότα με κάθε γουλιά νερού που παίρνει, σηκώνει ψηλά το κεφάλι της για να την καταπιεί ευκολότερα·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και τον ουρανό, βλ. φρ. η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό·
- η κότα σκαλίζοντας βγάζει το μάτι της ή σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της, λέγεται γι’ αυτούς που προκαλούν οι ίδιοι κακό στον εαυτό τους: «μην μπλέξεις μ’ αυτούς τους απατεώνες, γιατί σκαλίζοντας η κότα βγάζει το μάτι της»·
- η παλιά η κότα έχει το ζουμί, βλ. λ. ζουμί·
- κάθεται σαν βρε(γ)μένη κότα, κάθεται φοβισμένος και μαζεμένος και μακριά από τους άλλους: «μετά τον εξάψαλμο που άκουσε απ’ τον πατέρα του, καθόταν σαν βρεγμένη κότα και δεν έλεγε τίποτα»·
- κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου, για να βγούνε τα πουλιά σου, για να πετύχουμε στο σκοπό μας χρειάζεται επιμονή και υπομονή: «κάτσε κότα μου στ’ αβγά σου για να βγούνε τα παιδιά σου, αλλιώς δε γίνεσαι γιατρός όπως ονειρεύεσαι»·
- κοιμάται με τις κότες, κοιμάται πάρα πολύ νωρίς: «δεν αντέχει στο ξενύχτι, γιατί από μικρός έχει μάθει να κοιμάται με τις κότες»·
- κότα λειράτη, α. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) οδηγός μοτοσικλέτας που οδηγεί αργά από φόβο μην πέσει: «είναι άδικο αυτή η κότα λειράτη να έχει μια τέτοια μοτοσικλέτα!». β. (γενικά) ο δειλός, ο φοβητσιάρης: «δε βλέπεις που είναι κότα λειράτη, γιατί τον αγριεύεις τον άνθρωπο!»·
- κότα πίτα το Γενάρη, κόκορας τον Αλωνάρη, βλ. λ. κόκορας·
- μας έφαγε την κότα και μας έχεσε την πόρτα, βλ. λ. πόρτα·
- … να φάν’ κι οι κότες, λέγεται για αφθονία αγαθών: «μας προσκάλεσε στο σπίτι του, αλλά δε μας είπες, ετοίμασε τίποτα φαγηγτά; -Να φάν’ κι οι κότες»·
- ξυπνώ με τις κότες, ξυπνώ πάρα πολύ πρωί: «για να είμαι στην ώρα μου στη δουλειά, ξυπνώ με τις κότες»·
- όποιος ανακατώνεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες ή όποιος μπερδεύεται με τα πίτουρα, τον τρώνε οι κότες, βλ. λ. πίτουρο·
- ούτε κότες έχω ούτε με την αλεπού μαλώνω, βλ. λ. αλεπού·
- πάει σαν κότα ή πάει σαν την κότα, προχωράει με αργό βηματισμό, είναι βραδυκίνητος, ή (για οδηγούς αυτοκινήτων και άλλων τροχοφόρων) δεν αναπτύσσει μεγάλη ταχύτητα: «πώς να μην είσαι πάντα καθυστερημένος, αφού πας σαν την κότα || δεν ξαναμπαίνω στο αμάξι του, γιατί, έτσι όπως πάει σαν κότα, μου σπάει τα νεύρα»·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, βλ. λ. ζωή·
- πηγαίνει για ύπνο με τις κότες, βλ. συνηθέστ. κοιμάται με τις κότες·
- σηκώνομαι με τις κότες, βλ. φρ. ξυπνώ με τις κότες·
- την κότα κακαρίζοντας, το φίδι βγαίνει και την τρώει, βλ. λ. φίδι·
- το ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστο, είναι σε όλους γνωστό, δεν αποτελεί πια μυστικό: «το ξέρουν κι οι κότες πως, όποιος μπερδεύεται με την πολιτική, έχει ως πρωταρχικό σκοπό να κάνει την καλή του»·
- τον ξέρουν κι οι κότες, είναι πασίγνωστος, είναι πολύ δημοφιλής: «ήθελε να περάσει απαρατήρητος στις διακοπές του για να ξεκουραστεί, αλλά στάθηκε αδύνατον, γιατί τον ξέρουν κι οι κότες».

πουλάκι

πουλάκι, το, ουσ. [υποκορ. του ουσ. πουλί], μικρό πουλί· το πέος μικρού παιδιού και, κατ’ επέκταση, το μικρό σε μέγεθος πέος άντρα: «ποια γυναίκα να πάει μαζί του με το πουλάκι που έχει!». Επίσης στους πιο πολλούς μας είναι γνωστό το συνηθισμένο πείραγμα που κάνουμε σε μικρό παιδί για να δω, έχεις πουλάκι; ή δεν έχει πουλάκι, γιατί του το ’φαγε η γάτα, για να μας δείξει το πουλάκι του. (Ακολουθούν 32 φρ.)·
- βαράω το πουλάκι μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου·
- βλέπουν πουλάκια τα μάτια μου ή τα μάτια μου βλέπουν πουλάκια, βλ. συνηθέστ. κάνουν πουλάκια τα μάτια μου·
- βλέπουν πουλάκια τα μάτια σου! ή πουλάκια βλέπουν τα μάτια σου! βλ. συνηθέστ. κάνουν πουλάκια τα μάτια σου(!)·
- βλέπω πουλάκια, βλ. συνηθέστ. κάνουν πουλάκια τα μάτια μου·
- έγινε πουλάκι, κινήθηκε με μεγάλη ταχύτητα, έφυγε αστραπιαία: «μόλις έμαθε πως αρρώστησε η μητέρα του, έγινε πουλάκι να πάει να τη δει»·
- είδα πουλάκια, ζαλίστηκα από δυνατό χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι ή στο πρόσωπο: «μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι κι είδα πουλάκια || μου ’δωσε τόσο δυνατό χαστούκι, που είδα πουλάκια». Οι σκιτσογράφοι ζωγραφίζουν πολλές φορές γύρω από το κεφάλι του ήρωά τους που δέχτηκε το χτύπημα, διάφορα πουλάκια. Συνών. είδα αστεράκια / είδα αστράκια / είδα πεταλούδες / είδα τον ουρανό με τ’ άστρα / είδα τον ουρανό σφοντύλι (α)·
- (ε)λεύθερο πουλάκι, βλ. φρ. (ε)λεύθερο πουλί, λ. πουλί·
- κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί, λέγεται γι’ αυτούς που αποκρούουν την ήρεμη και σίγουρη ζωή και επιμένουν να ζουν ελεύθεροι παρά τις ταλαιπωρίες που μπορεί να περνούν: «ούτε με νοιάζουν τα λεφτά, ούτε θέλω να παντρευτώ κι αφήστε με στην ησυχία μου, γιατί, κάλλιο πουλάκι στο κλαδί παρά πουλί και στο κλουβί»· 
- κάνουν πουλάκια τα μάτια μου, ή τα μάτια μου κάνουν πουλάκια, α. νυστάζω πολύ: «εγώ παιδιά πάω για ύπνο, γιατί κάνουν πουλάκια τα μάτια μου». β. είμαι πολύ ζαλισμένος από χτύπημα που δέχτηκα στο κεφάλι: «μόλις έφαγα την πέτρα στο κεφάλι, άρχισαν να κάνουν πουλάκια τα μάτια μου». Από το ότι, όταν δέχεται κανείς χτύπημα στο κεφάλι, πολλές φορές, βλέπει μπροστά στα μάτια του διάφορα σχήματα και χρώματα, πράγματα που παρομοιάζονται με πουλάκια. Οι γελοιογράφοι μας, ως γνωστόν, σκιτσάρουν πουλάκια γύρω από το κεφάλι του ζαλισμένου τους ήρωα·
- κάνουν πουλάκια τα μάτια σου! ή πουλάκια κάνουν τα μάτια σου! λέγεται με κάπως ειρωνική διάθεση σε άτομο που παραγνωρίζει κάποιο πρόσωπο: «αυτός που περνάει απέναντι είναι ο τάδε. -Πουλάκια κάνουν τα μάτια σου! Ο τάδε είναι στο εξωτερικό»·
- κάνω το πουλάκι, (ιδίως για διάφορα παιδικά παιχνίδια, που παίζονται στο ύπαιθρο) συμμετέχω στο παιχνίδι χωρίς να έχω συγκεκριμένο ρόλο ή πόστο, πράγμα που μου δίνει τη δυνατότητα να κινούμαι ελεύθερα (όπως και το πουλί που πετάει): «παίξανε κυνηγητό κι εγώ έκανα το πουλάκι»·
- κελάηδησε το πουλάκι, αποκάλυψε, πρόδωσε, ομολόγησε κάποιο μυστικό, συνήθως έπειτα από διάφορες πιέσεις: «μετά από το ξύλο που έφαγε στην Ασφάλεια, κελάηδησε το πουλάκι»·
- κοιμάται σαν πουλάκι ή κοιμάται σαν το πουλάκι, έχει πολύ ήρεμο, πολύ γαλήνιο ύπνο: «έχει τόσο ήρεμη τη συνείδησή του, που, μόλις πέφτει στο κρεβάτι του, κοιμάται σαν το πουλάκι»·
- μου το ’πε ένα πουλάκι ή μου το ’πε το πουλάκι, υπεκφυγή για να μην αποκαλύψουμε το όνομα εκείνου που μας πληροφόρησε κάτι, ή, γενικά, να μην αποκαλύψουμε την πηγή των πληροφοριών μας. (Τραγούδι: μου το ’πε ένα πουλάκι πως δε μ’ αγαπάς, μου το ’πε, μου το ’πε θλιμμένα και πως ψεύτικους όρκους και χάδια σκορπάς σε μένα, σε μένα, σε μένα
- να, κάνει το πουλάκι σου! επιθυμείς πάρα πολύ να αποκτήσεις και εσύ αυτό για το οποίο γίνεται λόγος και ας προσποιείσαι τον αδιάφορο: «μπορεί να λες πως δε θέλεις αυτοκίνητο, αλλά να, κάνει το πουλάκι σου! || κάνεις πως δεν τη γουστάρεις, αλλά να, κάνει το πουλάκι σου, για να τη βγάλεις γκόμενα!». Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με το δείκτη να τεντώνεται και να πάλλεται σπασμωδικά, όπως το πέος που βρίσκεται σε στύση. Συνών. να, κάνει η σούφρα σου! / να, κάνει ο κώλος σου! / να, κάνει το κωλαράκι σου! / να, κάνει το μουνάκι σου! / να, κάνει το μουνί σου! / να, κάνει το πουλί σου(!)·
- παίζω με το πουλάκι μου, βλ. φρ. παίζω το πουλάκι μου·
- παίζω το πουλάκι, βλ. συνηθέστ. κάνω το πουλάκι·
- παίζω το πουλάκι μου, α. τραβώ μαλακία, αυνανίζομαι: «όταν έχω καιρό να πάω με γυναίκα, παίζω το πουλάκι μου κι εκτονώνομαι». β. δεν ασχολούμαι με τίποτα, χάνω το καιρό μου, τεμπελιάζω: «πρέπει, επιτέλους, να ενεργοποιηθώ, γιατί, ενώ όλοι δουλεύουν σε μια και σε δυο δουλειές, εγώ κάθομαι και παίζω το πουλάκι μου». γ. δεν είμαι συγκεντρωμένος, δεν είμαι αφοσιωμένος στη δουλειά μου και κάνω άλλ’ αντί άλλων: «συγκεντρώσου στη δουλειά που κάνεις και πάψε να παίζεις το πουλάκι σου»·
- πέθανε σαν πουλάκι ή πέθανε σαν το πουλάκι, είχε ήρεμο θάνατο, πέθανε γρήγορα και χωρίς πόνους ή ταλαιπωρίες: «μόλις μαζεύτηκαν όλα τα παιδιά του γύρω απ’ το κρεβάτι του, πέθανε σαν πουλάκι»·
- πετάει σαν πουλάκι ή πετάει σαν το πουλάκι, είναι πάρα πολύ χαρούμενος: «απ’ τη μέρα που ο γιος του πέρασε στο πανεπιστήμιο, πετάει σαν πουλάκι». Πρβλ.: είμαι ανεβασμένος κανένας δε με πιάνει με τον έρωτά σου πουλάκι μ’ έχεις κάνει (Λαϊκό τραγούδι)· 
- πέταξε το πουλάκι, χάθηκε η ευκαιρία που μας δόθηκε, πέρασε ανεκμετάλλευτη κάποια δυνατότητα που είχαμε, δεν μπορέσαμε να επωφεληθούμε: «τώρα που ενδιαφέρθηκες για τη δουλειά, πέταξε το πουλάκι, γιατί την αναθέσαμε σε άλλον». Από την εικόνα του πουλιού που, με τον παραμικρό θόρυβο που αντιλαμβάνεται, πετάει μακριά, ή από την εικόνα του πουλιού που βρίσκει ανοιχτή την πόρτα του κλουβιού του κι εξαφανίζεται. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα·
- πουλάκι μου! α. προσφώνηση αγάπης ή στοργής σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «έλα, πουλάκι μου, να σου δώσω ένα φιλάκι!». β. ειρωνική προσφώνηση, τη στιγμή που ανακαλύπτουμε το άτομο που θέλουμε να επιπλήξουμε ή να τιμωρήσουμε: «για έλα δω, πουλάκι μου, που σε ψάχνω τόση ώρα, γιατί έσπασες το τζάμι του γραφείου μου;»·
- πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε, έκφραση αδιαφορίας για όσα λέγονται, ιδίως κακά σε βάρος μας: «όλη η γειτονιά κουβεντιάζει τους καβγάδες σου και τα μεθύσια σου. -Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε». Πρβλ.: άκουσες, Κωνσταντίνε μου, τι λένε τα πουλάκια; -Πουλάκια είναι κι ας κελαηδούν, πουλάκια είναι κι ας λένε (Δημοτικό)·
- σαν πουλάκι ή σαν το πουλάκι, πάρα πολύ γρήγορα: «θέλω να πας και να ’ρθεις σαν πουλάκι»·
- τι λέει το πουλάκι σου! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα έρθουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν. Για συνών. βλ. φρ. τι λέει το μηλίγγι σου! λ. μηλίγγι·
- τι λες πουλάκι μου! (ειρωνικά) τι πράγματα είναι αυτά που λες, τι ανοησίες είναι αυτές που λες: «τι λες πουλάκι μου, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς να πάρω απόδειξη!»· βλ. και φρ. τι λέει το πουλάκι σου(!)·
- το πουλάκι! προτροπή φωτογράφου, συνήθως επαναλαμβανόμενη, με παικτική διάθεση προς το άτομο που φωτογραφίζει, ιδίως μικρό παιδί, και το προτρέπει να κοιτάξει το φακό της φωτογραφικής του μηχανής, γιατί από εκεί θα βγει ένα πουλάκι. (Λαϊκό τραγούδι: κυρά, τη μούρη του μικρού καθάρισε λιγάκι, παιδάκι μου, κοίτα εδώ που βγαίνει το πουλάκι
- το πουλάκι μου! α. προσφώνηση αγάπης ή στοργής σε αγαπημένο ή οικείο πρόσωπο: «πόνεσε πολύ το πουλάκι μου!». β. ειρωνική προσφώνηση, τη στιγμή που ανακαλύπτουμε το άτομο που θέλουμε να επιπλήξουμε ή να τιμωρήσουμε: «το πουλάκι μου, εδώ κρύβεσαι κι εγώ σε ψάχνω για να μου πεις ποιος έσπασε το βάζο!»·
- τρία πουλάκια κάθονται, α. λέγεται ειρωνικά για άτομο που δείχνει πλήρη αδιαφορία για τους πάντες και τα πάντα: «μην περιμένεις βοήθεια απ’ τον τάδε, γιατί είναι τρία πουλάκια κάθονται και το μόνο που τον ενδιαφέρει είναι η πάρτη του». β. λέγεται ειρωνικά για άτομο που μιλάει ακατάσχετα και είναι εντελώς άσχετο με το θέμα που καταπιάστηκε: «τι μας έλεγε τόση ώρα; Τρία πουλάκια κάθονται, μας έλεγε και δεν κατάλαβε κανείς τίποτα»·
- τρώει σαν πουλάκι ή τρώει σαν το πουλάκι, τρώει πάρα πολύ λίγο ή τρώει βιαστικά, τσιμπητά, νευρικά: «μόλις κάθισε στο τραπέζι, σηκώθηκε, γιατί τρώει σαν πουλάκι || ήρθε, έφαγε σαν το πουλάκι κι έφυγε»·
- χτυπώ το πουλάκι μου, βλ. συνηθέστ. παίζω το πουλάκι μου.

σκουλήκι

σκουλήκι, το, ουσ. [<μσν. σκουλήκιν <αρχ. σκωλήκιον, υποκορ. του αρχ. ουσ. σκώληξ], το σκουλήκι. 1. άνθρωπος εντελώς ανάξιος λόγου, εντελώς ασήμαντος, εντελώς τιποτένιος, άνθρωπος σιχαμερός, χαμερπής, γλοιώδης: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το σκουλήκι, θα σου κόψω την καλημέρα». (Τραγούδι: γόβα στιλέτο, μπαλέτο οι φόβοι, τα φίδια στα σάπια σανίδια. Βόλτα στη φρίκη μπροστά σου το κάθε σκουλήκι να θέλει τα ίδια).2. άνθρωπος που ενεργεί αθόρυβα σε βάρος των άλλων, άνθρωπος ύπουλος, μπαμπέσης: «μακριά απ’ αυτό το σκουλήκι, γιατί δεν ξέρεις πότε κι από πού θα στη φέρει». 3. έμμονη ιδέα που βασανίζει κάποιον αργά, αλλά σταθερά: «η ζήλια είναι πολύ βασανιστικό σκουλήκι». 4. (ειδικά) ασπόνδυλος μικροοργανισμός που χρησιμοποιείται από τους ερασιτέχνες ψαράδες ως δόλωμα: «ξέρω κάποιον που πουλάει καλό σκουλήκι». Συνών. τσουτσούνι (2) / ψολιάγκος. 5. στον πλ. τα σκουλήκια, παρασιτικά σκουλήκια που ζουν στο πεπτικό σύστημα ανθρώπων και ζώων: «θέλει να πάει να τον εξετάσει ένας γιατρός, γιατί αντιλήφθηκε πως έχει σκουλήκια». 6. (ειρωνικά ή υβριστικά στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) οι παίχτες και οι φίλαθλοι της ποδοσφαιρικής ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης: «έκλαιγαν τα σκουλήκια απαρηγόρητα, γιατί έπεσαν στη βήτα εθνική». Από το υποκίτρινο χρώμα πολλών σκουληκιών, που αποτελεί και το επίσημο χρώμα αυτής της ομάδας. Υποκορ. σκουληκάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- έβγαλε σκουλήκια, το άτομο ή ο χώρος για τον οποίο γίνεται λόγος είναι πάρα πολύ βρόμικος: «έχει να πλυθεί ένα μήνα κι έβγαλε σκουλήκια || έχω να σκουπίσω το υπόγειο πάνω από έναν χρόνο κι έβγαλε σκουλήκια»· 
- έχει σκουλήκια ο κώλος του, δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα σε μια θέση, και κινείται διαρκώς: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί έχει σκουλήκια ο κώλος του και πηγαίνει συνέχεια πέρα δώθε». Συνών. έχει αγκάθια ο κώλος του·
- έχει το σκουλήκι, έχει κάποιο κρυφό καημό, κάποιο κρυφό πάθος ή κάποια έμμονη ιδέα: «ξέρω πως έχει το σκουλήκι γι’ αυτή τη γυναίκα και πως κάθε βράδυ την ονειρεύεται || είναι καλό και φιλότιμο παιδί, αλλά  έχει το σκουλήκι της χαρτοπαιξίας || αγαπάει πολύ τη γυναίκα του, αλλά τη βασανίζει, γιατί έχει το σκουλήκι της ζήλιας». Συνήθως μετά το τέλος της φράσης ακολουθεί το μέσα του·
- θα βγάλεις σκουλήκια! προειδοποιητική έκφραση σε πολύ βρόμικο άτομο με την ελπίδα μήπως και πάει να πλυθεί: «πάνε να πλυθείς, ρε παιδάκι μου, γιατί θα βγάλεις σκουλήκια!»·
- θα σε πατήσω (κάτω) σαν σκουλήκι ή θα σε πατήσω (κάτω) σαν το σκουλήκι, θα σε διαλύσω, θα σε κάνω ένα με τη γη, ένα με το χώμα, θα σε λιώσω: «αν σταθείς ποτέ εμπόδιο στο δρόμο μου, θα σε πατήσω σαν σκουλήκι»·
- θα σε φάνε τα σκουλήκια! βλ. φρ. θα βγάλεις σκουλήκια(!)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος σου; έκφραση απορίας ή δυσφορίας σε άτομο που δεν μπορεί να καθίσει για πολλή ώρα ήσυχο σε μια θέση, που κινείται διαρκώς: «παλουκώσου, ρε παιδάκι μου, σε μια θέση να κουβεντιάσουμε με την ησυχία μας, σκουλήκια έχει ο κώλος σου;». Συνών. αγκάθια έχει ο κώλος σου(;)·
- σκουλήκια έχει ο κώλος του, βλ. φρ. έχει σκουλήκια ο κώλος του·
- σκουλήκια έχεις; βλ. φρ. σκουλήκια έχει ο κώλος σου(;)·
- το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι, αυτός που δεν τεμπελιάζει, που ενεργοποιείται νωρίς έχει και τις ανάλογες ευκαιρίες να προκόψει, να πετύχει στη ζωή του: «πάντα σηκώνεται πρωί και τρέχει στη δουλειά, γιατί το πουλί που ξυπνάει πρωί, τρώει το σκουλήκι». Συνήθως απευθύνεται σε κάποιον ως συμβουλή, ως προτροπή, να πηγαίνει νωρίς στη δουλειά του. Συνών. όποιος ξυπνάει πρωί, βρίσκει το φλουρί·
- τον έφαγαν τα σκουλήκια, πέθανε πριν από πολλά χρόνια: «πού τον θυμήθηκες, ρε παιδάκι μου, αυτόν τον άνθρωπο! Αυτόν τον έφαγαν τα σκουλήκια»· βλ. και φρ. έβγαλε σκουλήκια·
- τον πάτησε σαν σκουλήκι ή τον πάτησε σαν το σκουλήκι, τον διέλυσε, τον έκανε ένα με τη γη, ένα με το χώμα: «όταν αρπάχτηκαν στα χέρια, ο δικός σου τον πάτησε σαν σκουλήκι»·
- τον τρώει το σκουλήκι, α. πάσχει από ανίατη αρρώστια: «καλύτερα να πεθάνει να ησυχάσει ο άνθρωπος, γιατί χρόνια τώρα τον τρώει το σκουλήκι». β. υποφέρει από ψυχικό βάσανο, τον τρώνε οι τύψεις: «αργά το κατάλαβε πως σε κατηγόρησε λάθος, αλλά από κείνη τη μέρα τον τρώει το σκουλήκι». γ. υποφέρει από κάποια έμμονη ιδέα: «υποφέρει πάρα πολύ αυτός ο άνθρωπος, γιατί τον τρώει το σκουλήκι της αμφιβολίας για τη γυναίκα του».

φωνή

φωνή, η, ουσ. [<αρχ. φωνή], η φωνή. 1. η κραυγή, το ξεφωνητό: «μέσα στην ησυχία της νύχτας ακούστηκε μια φωνή που έκανε το αίμα μας να παγώσει στις φλέβες». 2. ο άνθρωπος που καλεί κάποιον, που μιλάει: «άκουσε μια φωνή να τον φωνάζει απ’ τ’ απέναντι πεζοδρόμιο || άκουσε μια φωνή πίσω του να του λέει…». 3. άνθρωπος με κύρος, με προσωπικότητα: «δεν υπάρχει σήμερα μια φωνή που θα μας υποδείξει πώς θα βγούμε απ’ τ’ αδιέξοδο». 4. ο ήχος που παράγεται από μουσικά όργανα: «η παραπονιάρικη φωνή του βιολιού ακούστηκε απαλά μέσα στη νύχτα». 5. στον πλ. οι φωνές, θόρυβος από πολλές φωνές, φασαρία, οχλοβοή: «τι φωνές είναι αυτές που ακούγονται απ’ την πλατεία;». Υποκορ. φωνίτσα, η κ. φωνούλα, η. (Ακολουθούν 60 φρ.)·
- αγγελική φωνή από γαϊδάρου στόμα, βλ. λ. γάιδαρος·
- ακούει φωνές, έχει παραισθήσεις, ιδίως λόγω ψυχικής διαταραχής: «ακούει φωνές πως έρχεται η συντέλεια του κόσμου || άσ’ τον ν’ ακούει, γιατί και πριν από καιρό άκουγε φωνές πως θα ερχόταν η συντέλεια του κόσμου με τον ερχομό του 2.000!»·
- ανεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- ανοίγω τη φωνή (γιαραδιόφωναήτηλεοράσεις),δυναμώνω την ένταση του ήχου: «άνοιξε τη φωνή ν’ ακούσουμε καλά τι λέει ο παρουσιαστής!»·
- βάζω μια φωνή, καλώ κάποιον από μακριά ή κάποιον που βρίσκεται μακριά: «βάλε μια φωνή μήπως σ’ ακούσει κι έρθει! || όπως ερχόταν, έβαλε μια φωνή ζητώντας μας να τον περιμένουμε»·
- βάζω (τις) φωνές, διαμαρτύρομαι με δυνατές φωνές ή επιπλήττω, κατσαδιάζω έντονα κάποιον: «έβαλε τις φωνές, μόλις του ανακοίνωσαν απ’ τη διεύθυνση πως θα τον μετέθεταν στην επαρχία || δεν έχω τη διάθεση να βάζω τις φωνές στον καθένα που κάνει ανοησίες!»·
- βάζω φωνή μεγάλη, βλ. φρ. βγάζω φωνή μεγάλη·
- βάλε μια φωνή, (παρακλητικά) κάλεσε κάποιον δυνατά, φώναξέ τον: «σε παρακαλώ, βάλε μια φωνή στον τάδε να έρθει, γιατί εγώ δεν μπορώ να φωνάξω δυνατά». (Λαϊκό τραγούδι: βάλε μανούλα μια φωνή και μέσ’ τα μαύρα ντύσου, πάρε τους δρόμους να με βρεις, χάνεται το παιδί σου
- βγάζω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- βγάζω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά, ξεφωνίζω: «έπεσε απ’ τη σκάλα κι έβγαλε φωνή μεγάλη». (Δημοτικό τραγούδι: κι έπεσε μες στο πηγάδι κι έβγαλε, ωρέ φωνή μεγάλη
- δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του, δεν τον άκουσα ακόμα να μιλάει: «τόσους μήνες στο Κοινοβούλιο αυτός ο βουλευτής και δεν ξέρω ακόμα τον ήχο της φωνής του»·
- δεν του (της) άρεσε η φωνή μου, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που σηκώνουμε το ακουστικό του τηλεφώνου να απαντήσουμε σε αυτόν που κάλεσε, και δε μιλάει κανείς μετά το εμπρός που απευθύνουμε, ίσως γιατί δεν ήμασταν το επιθυμητό πρόσωπο που ανταποκρίθηκε στην κλίση του. Η φρ. και με ειρωνικό τρόπο, όταν στο χώρο μας βρίσκεται το άτομο για το οποίο υποπτευόμαστε ότι έγινε η κλήση·
- δεύτερη φωνή, η διωδία, το σεγκόντο: «τραγουδάει πολύ όμορφα και ψάχνει μια δεύτερη φωνή να τον συνοδεύει»·
- δίνει χρώμα στη φωνή του, βλ. λ. χρώμα·
- είσαι καλά ή να βάλω τις φωνές, έκφραση απορίας ή έκπληξης που λέγεται και με κάποια δυσφορία σε άτομο που μας ζητάει ή κάνει παράλογα ή παράτολμα πράγματα·
- έκλεισε η φωνή μου, βράχνιασα και δεν μπορώ να μιλήσω δυνατά, πόσο μάλλον να τραγουδήσω: «δεν μπορώ να μιλώ δυνατά, γιατί έκλεισε η φωνή μου || δε θα ’ρθω σήμερα στη χορωδία, γιατί έκλεισε η φωνή μου»·
- εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή! επιθετική έκφραση σε άτομο που μας μιλάει απειλητικά ή από θέση ισχύος, ενώ δεν έχει αυτή τη δυνατότητα ή αρμοδιότητα: «θα κάνω αυτό που θέλω κι εμένα μη μου υψώνεις τη φωνή, γιατί σ’ έχω γραμμένο!». Το εμένα λέγεται με έμφαση. Από την εικόνα του ατόμου που, όταν απειλεί ή μιλάει σε κάποιον από θέση ισχύος, του μιλάει με έντονη φωνή. Συνών. εμένα μη μου υψώνεις το δάχτυλο(!)·  
- έχασε τη φωνή του, α. δεν μπόρεσε να πει τίποτα, δεν μπόρεσε να βρει δικαιολογία για κάποιο παράπτωμα ή για κάποια ένοχη πράξη του που αποκαλύφθηκε: «όταν αποκάλυψα στην παρέα πως αυτός ήταν που μας είχε κατηγορήσει, έχασε τη φωνή του». β. ένιωσε τέτοια απορία, έκπληξη, θαυμασμό ή φόβο, που δεν μπόρεσε να αρθρώσει λέξη: «έχασε τη φωνή του, μόλις με είδε να συνοδεύσω μια τέτοια γυναικάρα! || έκανε τον νταή, αλλά μόλις ο άλλος τράβηξε μαχαίρι, έχασε τη φωνή του ο δικός σου». Συνών. έχασε τα λόγια του (α, β) / έχασε τη λαλιά του / έχασε τη μιλιά του·
- έχει πρώτη φωνή, έχει πολύ καλή φωνή: «αυτός ο τραγουδιστής έχει πρώτη φωνή»·
- έχει φωνή, έχει καλή φωνή: «αυτή η τραγουδίστρια έχει φωνή»·
- έχει φωνή καμπάνα, έχει δυνατή και μεταλλική φωνή: «όταν τραγουδάει, ακούγεται σ’ όλον τον κάμπο, γιατί έχει φωνή καμπάνα || αποκλείεται να μην άκουσες, όταν σε φώναζε, γιατί έχει φωνή καμπάνα»·
- η φωνή του ακούγεται απ’ το πηγάδι, βλ. λ. πηγάδι·
- καθαρίζω τη φωνή μου, βήχω πολλές φορές ελαφρά να απαλλάξω το λάρυγγά μου από τα τυχόν φλέματα, ώστε να γίνει καθαρότερη η φωνή μου: «λίγο πριν αρχίσει να τραγουδάει, ξερόβηξε μερικές φορές να καθαρίσει τη φωνή του»·
- κάνει δεύτερη φωνή, συνοδεύει κάνοντας σεγκόντο, σεγκοντάρει κάποιον στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «όταν τραγουδάει με τον τάδε, κάνει πάντα δεύτερη φωνή»·
- κάνει πρώτη φωνή, στην ερμηνεία ενός τραγουδιού, τραγουδάει με την εντονότερη φωνή: «ποιος κάνει πρώτη φωνή στο συγκρότημα που δημιουργήσατε;»·
- κατά φωνή, λέγεται στην περίπτωση που κάποιος εμφανίζεται ξαφνικά, ακριβώς τη στιγμή που γίνεται λόγος γι’ αυτόν ή τη στιγμή που τον χρειαζόμαστε·
- κατά φωνή και το πουλί, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο γάιδαρος, λέγεται με ειρωνική διάθεση ή χάριν αστεϊσμού για το κατά φωνή·
- κατά φωνή κι ο Λάζαρος, λέγεται με συμπάθεια για το κατά φωνή·
- κατεβάζω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) μειώνω την ένταση του ήχου: «κατέβασε τη φωνή απ’ αυτό το ρημάδι, γιατί δεν μπορώ να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. κατεβάζω τη φωνή μου·
- κατεβάζω τη φωνή ή κατεβάζω τη φωνή μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τη φωνή·
- κατεβάζω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου·
- με μια φωνή, α. ομόφωνα: «συμφώνησαν με μια φωνή να μην αποδεχτούν τις προτάσεις της εργοδοσίας». β. σαν ένας άνθρωπος: «όλοι συμφώνησαν με μια φωνή να μην αφήσουν τον εχθρό να πατήσει ούτε μια πιθαμή γη της πατρίδας τους»·
- μήτε φανιά μήτε λαλιά, βλ. συνηθέστ. ούτε φωνή ούτε ακρόαση·
- μπήγω μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- μπήγω (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- ο κοντός για ψωλή για φωνή, βλ. λ. κοντός·
- ούτε φωνή ούτε ακρόαση, α. λέγεται για άτομο που έχει καιρό να δώσει σημεία ζωής και δεν έχουμε γι’ αυτό καμιά πληροφορία: «είχα βασιστεί στην υπόσχεσή του πως θα με βοηθήσει, αλλά από τότε ούτε φωνή ούτε ακρόαση». β. λέγεται για άτομο που δε δίνει απάντηση, που αδιαφορεί σε ένα αίτημα που του υποβάλαμε: «υπέβαλα αίτηση στο διευθυντή να μου δώσει άδεια τον επόμενο μήνα, αλλά αυτός ούτε φωνή ούτε ακρόαση»·
- πατώ μια φωνή, βλ. φρ. βάζω μια φωνή·
- πατώ (τις) φωνές, βλ. φρ. βάζω (τις) φωνές·
- πιάστηκε η φωνή μου, α. μετά από ένα διάστημα δεν μπόρεσα να αρθρώσω λέξη, επειδή μιλούσα, φώναζα ή τραγουδούσα συνεχώς: «τον συμβούλευα μια ώρα πώς έπρεπε να ενεργήσει, ώσπου πιάστηκε η φωνή μου || τραγουδούσαμε όλο το βράδυ και το πρωί δεν μπορούσα να μιλήσω, γιατί πιάστηκε η φωνή μου». β. έχω πρόβλημα ομιλίας λόγω κρυολογήματος: «ήπια πολλές παγωμένες πορτοκαλάδες και πιάστηκε η φωνή μου»·
- πρώτη φωνή, η εντονότερη φωνή στην ερμηνεία ενός τραγουδιού: «έχουμε δημιουργήσει ένα μουσικό συγκρότημα, αλλά μας λείπει η πρώτη φωνή»·  
- σέρνω φωνή μεγάλη, φωνάζω δυνατά και σε διάρκεια: «καθώς είχε απομακρυνθεί ο άλλος αρκετά, έσυρε ο επιστάτης φωνή μεγάλη μήπως και τον ακούσει!»·
- σηκώνω φωνή, βλ. φρ. υψώνω φωνή·
- σηκώνω τη φωνή (μου), βλ. φρ. υψώνω τη φωνή (μου)·
- σηκώνω τον τόνο της φωνής μου, βλ. φρ. υψώνω τον τόνο της φωνής μου·
- του βάζω τις φωνές, τον επιπλήττω, τον κατσαδιάζω έντονα: «επειδή άργησε το πρωί να έρθει στη δουλειά, τον κάλεσε ο διευθυντής στο γραφείο του και του ’βαλε τις φωνές»·
- του μπήγω τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- του πατώ τις φωνές, βλ. φρ. του βάζω τις φωνές·
- υψώνω τη φωνή μου (υπέρ κάποιου), συνηγορώ σθεναρά (υπέρ κάποιου): «κάθε φορά που αντιλαμβάνομαι πως κάποιος αδικείται, υψώνω τη φωνή μου να τον βοηθήσω»·
- υψώνω τη φωνή (μου), αξιώνω, απαιτώ, διεκδικώ σθεναρά κάτι: «αν δεν υψώσεις τη φωνή σου, δεν πρόκειται να πάρεις αυτά που σου ανήκουν»·
- υψώνω τον τόνο της φωνής μου, α. μιλώ δυνατά: «ύψωσε τον τόνο της φωνής σου να σ’ ακούσει, γιατί δεν ακούει καλά ο άνθρωπος!». β. μιλώ σε έντονο ύφος: «σε μένα μην υψώνεις τον τόνο της φωνής σου, γιατί δεν είμαι κανένα παιδάκι!»·
- υψώνω φωνή, α. διαμαρτύρομαι έντονα: «κάθε φορά που δε γίνεται αυτό που ζητάει ή που περιμένει, υψώνει φωνή και μας κάνει άνω κάτω». β. αντιμιλώ, αυθαδιάζω: «εμένα μη μου υψώνεις φωνή, γιατί θα σε στείλω από κει που ’ρθες!»·
- υψώνω φωνή διαμαρτυρίας, διαμαρτύρομαι έντονα με φωνές: «οι εργάτες ύψωσαν φωνή διαμαρτυρίας για τις απολύσεις που ανήγγειλε η διεύθυνση του εργοστασίου»·
- φωνή βοώντος εν τη ερήμω, λέγεται στην περίπτωση που δε φέρνουν κανένα αποτέλεσμα οι προτροπές ή οι συμβουλές που απευθύνονται σε κάποιον, γιατί τις αντιμετωπίζει με αδιαφορία: «χίλιες φορές του ’πα να μη συνεταιριστεί μ’ αυτόν τον απατεώνα, αλλά φωνή βοώντος εν τη ερήμω και στο τέλος την πάτησε». Πολλές φορές, ακούγεται μόνο στον τύπο φωνή βοώντος: «ολόκληρη μέρα τον συμβούλευα τι έπρεπε να κάνει, αλλά φωνή βοώντος, γιατί αυτός έκανε πάλι του κεφαλιού του». Αναφορά στον Ιωάννη τον Βαπτιστή·
- φωνή λαού, οργή Θεού, η δίκαιη κινητοποίηση του λαού από αγανάκτηση για την κακή, αντιλαϊκή ή αυταρχική διακυβέρνηση της χώρας από κάποια κυβέρνηση, έχει μεγάλη δύναμη και φέρνει άμεσα αποτελέσματα. Τη φρ. την είδαμε πολλές φορές ως κύριο τίτλο σε εφημερίδες, πάνω από την ολοσέλιδη φωτογραφία που έδειχνε το πλήθος του κόσμου το οποίο είχε παρακολουθήσει την ομιλία του αρχηγού του κόμματός του·
- φωνή και κακό! λέγεται ειρωνικά ή με κάποια δυσφορία για άτομο που δημιουργεί μεγάλη φασαρία με τις φωνές του, ιδίως για ασήμαντα πράγματα: «βρε, φωνή και κακό, επειδή του ζήτησα να πάει λίγο πιο μπροστά τ’ αυτοκίνητό του για να παρκάρω κι εγώ!»·
- χαμηλώνω τη φωνή, (για ραδιόφωνα ή τηλεοράσεις) ελαττώνω την ένταση του ήχου: «χαμήλωσε, σε παρακαλώ, τη φωνή του ραδιοφώνου, γιατί θέλω να κοιμηθώ»· βλ. και φρ. χαμηλώνω τη φωνή μου·
- χαμηλώνω τη φωνή ή χαμηλώνω τη φωνή μου, μετριάζω τις απαιτήσεις μου, τις αξιώσεις μου, γίνομαι λιγότερο απαιτητικός ή διεκδικητικός: «αφού πρώτα πήρα αυτά που ήθελα να τους πάρω, έπειτα χαμήλωσα τη φωνή μου»·
- χαμηλώνω τον τόνο της φωνής μου, μιλώ σιγά, σιγότερα ή ηπιότερα: «χαμήλωσε τον τόνο της φωνής σου, όταν μου μιλάς, γιατί δεν είμαι κουφός»·
- χοντρή φωνή, που είναι βαριά ή βαθιά, που είναι μπάσα: «έχει τόσο χοντρή φωνή, που μπορώ να την ξεχωρίσω ανάμεσα από χίλιες άλλες»·
- χρυσή φωνή, τραγουδιστής ή τραγουδίστρια με πάρα πολύ καλή φωνή: «σαν τη φωνή του Καζαντζίδη δε θα υπάρξει άλλη χρυσή φωνή». Συνών. χρυσό λαρύγγι·
- χρωματίζει τη φωνή του, βλ. λ. χρωματίζω.