Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πουλώ

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πουλώ κ. πουλάω, ρ. [<όψιμο μσν. πουλῶ <αρχ. πωλῶ], πουλώ. 1. προδίδω κάποιον ή κάτι για χρήματα ή για προσωπικό όφελος: «πούλησε το φίλο του στην αστυνομία για να εισπράξει την επικήρυξη || πούλησε τις ιδέες του για μια θέση στο δημόσιο». (Λαϊκό τραγούδι: τα λεφτά με κάναν δυστυχή, την αγάπη μου την ξεμυαλίσαν και δυο φίλους, που ’χα στη ζωή, για λεφτά μια μέρα με πουλήσαν). 2. εγκαταλείπω κάποιον ακριβώς τη στιγμή που έχει την ανάγκη μου, τον προδίδω: «το ’χει σύστημα να πουλάει τους φίλους του, όταν τον χρειάζονται, γι’ αυτό και οι περισσότεροι τον έχουν κάνει πέρα». (Λαϊκό τραγούδι: με πούλησες για χρήμα στο καταχείμωνο, για μένα είναι κρίμα, για σένα αλίμονο). 3. είμαι ασυνεπής σε κάποια συμφωνία που έχω κάνει με κάποιον, τον αφήνω εκτεθειμένο ή τον στήνω στο ραντεβού μας: «πρέπει να πάω στο ραντεβού μου, για να μη λέει μετά ότι τον πούλησα». 4. εξαπατώ κάποιον: «τον πούλησε και του ’φαγε όλα τα λεφτά του». (Λαϊκό τραγούδι: θαρρείς πως με τραβάς από τη μύτη, γιατ’ είσαι από τζάκι κι από σπίτι, τέτοιες μηχανές εσύ μη μου πουλάς,πολύ μικρή μαζί μου είσαι, να γελάς). 5. υποκρίνομαι, προσποιούμαι: «πουλάει τιμιότητα κι εκμεταλλεύεται τους αφελείς». (Λαϊκό τραγούδι: όλο μας πουλάς αγάπες, μα ποτέ δεν αγαπάς κι όπως σπάζεις τα ποτήρια, έτσι τις καρδιές μας σπας). 6. (για γυναίκες) την εκδίδω, είμαι ο νταβατζής της, ο προαγωγός της: «τον πρώτο καιρό που τη γνώρισε, έκανε τον ερωτευμένο μαζί της, κι όταν τον πίστεψε, άρχισε να την πουλάει δεξιά αριστερά». 7. (και για τα δυο φύλα) ενώ έχω ερωτικό δεσμό, πηγαίνω και με άλλα πρόσωπα: «πούλησε πάλι τη γκόμενά του και βγήκε με μια καινούρια». 8α. γ΄ εν. πρόσ. πουλάει, (για πρόσωπα ή πράγματα) έχει μεγάλη εμπορική επιτυχία: «ο τάδε είναι τραγουδιστής που πουλάει || το βιβλίο αυτό πουλάει». β. (για θέματα ιδίως στις τηλεοράσεις) έχει ακροαματικότητα: «η τελευταία διαμάχη κυβέρνησης και εκκλησίας για την αναγραφή ή όχι του θρησκεύματος στις ταυτότητες είναι ένα θέμα που πουλάει». (Ακολουθούν 59 φρ.)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. λ. αλλού·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, βλ. λ. κριθάρι·
- δεν πουλάει το μαγαζί, βλ. λ. μαγαζί·
- δεν πουλάμε, βλ. συνηθέστ. δεν πουλάει το μαγαζί, λ. μαγαζί·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. λ. πετσί·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου, βλ. λ. ρούχο·
- κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν, βλ. λ. πήχης·
- λίγα πουλάει και πολλά αγοράζει, συνηθίζει να λέει λίγα, ενώ ακούει προσεκτικά αυτά που λένε οι άλλοι: «αυτός ο άνθρωπος λίγα πουλάει και πολλά αγοράζει και πάντα βγαίνει κερδισμένος»·
- μας πουλάει φούμαρα ή μου πουλάει φούμαρα, βλ. λ. φούμαρο·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί επούλαγε, βλ. λ. διάβολος·
- όποιος πουλάει το σπίτι του, γελούν τα κεραμίδια, βλ. λ. σπίτι·
- πού τα πουλάς αυτά; βλ. λ. πού·
- πουλάει εξυπνάδες, βλ. λ. εξυπνάδα·
- πουλάει και τη μάνα του, βλ. λ. μάνα·
- πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, βλ. λ. πάγος·
- πουλάει τ’ ασημικά της οικογένειας, βλ. λ. ασημικά·
- πουλάει τα φιλιά της, βλ. λ. φιλί·
- πουλάει την μπάλα, βλ. λ. μπάλα·
- πουλάει το κορμί της, βλ. λ. κορμί·
- πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, βλ. λ. φύκι·
- πουλάει φύκια για ποπλίνα, βλ. λ. φύκι·
- πουλάς παρέα, βλ. λ. παρέα·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- πούλησε και το βρακί του, βλ. λ. βρακί·
- πούλησε την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- πουλώ αγάπη, βλ. λ. αγάπη·
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, βλ. λ. αγάπη·
- πουλώ αγριάδα ή πουλώ αγριάδες, βλ. λ. αγριάδα1·
- πουλώ αέρα, βλ. λ. αέρας·
- πουλώ αέρα κοπανιστό, βλ. λ. αέρας·
- πουλώ ασικλίκι, βλ. λ. ασικλίκι·
- πουλώ αστεριλίκι ή πουλώ το αστεριλίκι μου, βλ. λ. αστεριλίκι·
- πουλώ βεντετιλίκι ή πουλώ το βεντετιλίκι μου, βλ. λ. βεντετιλίκι·
- πουλώ βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- πουλώ γοητεία, βλ. λ. γοητεία·
- πουλώ ζοριλίκι ή πουλώ ζοριλίκια, βλ. λ. ζοριλίκι·
- πουλώ (και) τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), βλ. λ. ρούχο·
- πουλώ μαγκιά, βλ. λ. μαγκιά·
- πουλώ με καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- πουλώ με το κομμάτι, βλ. λ. κομμάτι·
- πουλώ μούρη, βλ. λ. μούρη·
- πουλώ μούσι, βλ. λ. μούσι·
- πουλώ μπαλαμούτι, βλ. λ. μπαλαμούτι·
- πουλώ νταβατζιλίκι, βλ. λ. νταβατζιλίκι·
- πουλώ νταηλίκι, βλ. λ. νταηλίκι·
- πουλώ παραμύθι, βλ. λ. παραμύθι·
- πουλώ πνεύμα, βλ. λ. πνεύμα·
- πουλώ προστασία, βλ. λ. προστασία·
- πουλώ τρέλα, βλ. λ. τρέλα·
- πουλώ τσαμπουκά, βλ. λ. τσαμπουκάς·
- πουλώ τσαμπουκαλίκι, βλ. λ. τσαμπουκαλίκι·
- πουλώ φιγούρα, βλ. λ. φιγούρα·
- σε ποιον τα πουλάς αυτά; βλ. λ. ποιος·
- σε πουλάει και σ’ αγοράζει, είναι πολύ επιτήδειος, πολύ πονηρός, σε κάνει ό,τι θέλει και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο επικίνδυνο: «αυτόν πας να ξεγελάσεις, αγόρι μου! Αυτός σε πουλάει και σ’ αγοράζει || μην ξανοίγεσαι με τον τάδε, γιατί σε πουλάει και σ’ αγοράζει». (Λαϊκό τραγούδι: με πουλάς και μ’ αγοράσεις για το κέφι σου μ’ έχεις σαν πενηνταράκι μες στην τσέπη σου
- τα πουλώ, (ενν. τα χρήματα) (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χάνω αδικαιολόγητα, κοροϊδίστικα. (Λαϊκό τραγούδι: τα πούλησα κι ησύχασα όλα με άσο δύο, αν τα κρατούσα, μάγκες μου, θα είχα ένα πλοίο
- το πουλάει όσο όσο, βλ. λ. όσος·
- τον πούλησε για πράσινο χαβιάρι, βλ. λ. χαβιάρι·
- ψυγεία πουλάω, βλ. λ. ψυγείο.

αγάπη

αγάπη, η, ουσ. [<μτγν. ἀγάπη], η αγάπη. 1. το ζωηρό ενδιαφέρον, η βαθιά κλίση κάποιου σε κάτι και αυτό το ίδιο το αντικείμενο του ζωηρού ενδιαφέροντος, της βαθιάς κλίσης: «έχει αγάπη για το διάβασμα || έχει αγάπη για τα βιβλία || έχει αγάπη για τη μουσική || η μουσική είναι η αγάπη του || το διάβασμα λογοτεχνικών βιβλίων είναι η αγάπη του». 2. με τις κτητ. αντων. μου (σου, του, της, μας, σας, τους), το πρόσωπο που αγαπάει κανείς, το αγαπημένο πρόσωπο, ο ερωμένος, ο γκόμενος, η ερωμένη, η γκόμενα: «η μητέρα είναι η αγάπη μας || από δω να σου γνωρίσω την αγάπη μου || την είδα με την αγάπη της σ’ ένα μπαράκι». (Δημοτικό τραγούδι: το φεγγάρι κάνει βόλτα στης αγάπης μου την πόρτα). 3. αγάπη! θαυμαστικό επιφώνημα εν είδει πειράγματος σε όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Υποκορ. αγαπούλα, η. (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, α. λέγεται για ζευγάρι που είναι πολύ αγαπημένο και ευτυχισμένο: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκαν, αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια». (Τραγούδι: αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, αγάπες και τραγούδια, μοναδική μας έννοια).β. λέγεται και ειρωνικά με διάθεση ωραιοποίησης της εντελώς αντίθετης κατάστασης: «πώς περνάει ο τάδε με το γάμο του; -Τι να σου λέω! Αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια»·
- αγάπη μου! ή αγάπη μου γλυκιά! α. χαϊδευτική προσφώνηση μεταξύ ερωτευμένων ή προσφώνηση τρυφερότητας σε μικρά παιδιά: «τι θέλεις να σου φέρω, αγάπη μου, απ’ την αγορά;». (Τραγούδι: αγάπη μου αγάπη μου η νύχτα θα μας πάρει τ’ άστρα κι ο ουρανός το κρύο το φεγγάρι). β. ειρωνική, επιτιμητική ή επιθετική προσφώνηση σε άτομο: «τι λες, αγάπη μου, που θα σου δώσω τόσα λεφτά χωρίς απόδειξη! || τι λες, αγάπη μου, που δε θα μπω μέσα!»·
- αραμπάς με κατρακύλια, βάσανα που ’χ’ η αγάπη, βλ. λ. αραμπάς·
- για την αγάπη σου, για το χατίρι σου: «αυτό που μου ζητάς θα το κάνω μόνο και μόνο για την αγάπη σου»·
- είμαστε στις αγάπες μας, α. (για ζευγάρια) περνάμε περίοδο με έντονες εκδηλώσεις του συναισθήματός μας: «τον τελευταίο καιρό είμαστε στις αγάπες μας». β. (γενικά) περνάμε περίοδο αγαθών σχέσεων: «αφήσαμε κατά μέρος τις διαφορές και τα μαλώματά μας κι είμαστε στις αγάπες μας»·
- έσβησε η αγάπη, τα δυο άτομα που αποτελούσαν ερωτικό ζευγάρι έπαψαν πια να αγαπιούνται: «θα χωρίσω μαζί της, γιατί από καιρό έσβησε η αγάπη μας». (Λαϊκό τραγούδι: μου φαίνεται απίστευτο που φεύγεις και σε χάνω, κάποια αγάπη έσβησε μια ιστορία έκλεισε μες στα πολλά τα δράματα και ένα παραπάνω). Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το αυτή·
- καλύτερα η αγάπη ενός γέρου, παρά οι ξυλιές ενός νέου, βλ. λ. γέρος·
- κάνω αγάπες, λέγεται για ζωηρές εκδηλώσεις του συναισθήματος: «κάθε φορά που έρχεται η γιαγιά στο σπίτι, της κάνουν αγάπες τα εγγονάκια της»·
- κάνω αγάπη (με κάποιον), μονοιάζω, συμφιλιώνομαι με κάποιον: «κάποτε δε μιλιόταν αλλά, απ’ τη μέρα που έκαναν αγάπη, κυκλοφορούν πάντα μαζί»·
- λόγια αγάπης, βλ. λ. λόγος·
- ο δρόμος της αγάπης, βλ. λ. δρόμος·
- όποιος κερδίζει στα χαρτιά, χάνει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- όποιος χάνει στα χαρτιά, κερδίζει στην αγάπη, βλ. λ. χαρτί·
- παράνομη αγάπη, η ερωτική σχέση δεσμευμένου ή παντρεμένου άντρα με άλλη γυναίκα ή και το αντίθετο: «έχει μια παράνομη αγάπη και τρέμει μην το μάθει η γυναίκα του». (Λαϊκό τραγούδι: παράνομή μου αγάπη πικρό μου ριζικό, απ’ όλα μου τα λάθη είσαι το πιο γλυκό
- πουλώ αγάπες και λουλούδια, προσποιούμαι τον πολύ ερωτευμένο: «μέχρι να τη ρίξει, της πουλούσε αγάπες και λουλούδια και μόλις ενέδωσε ή άμοιρη, την έβγαλε στο κουρμπέτι»·
- πουλώ αγάπη, βλ. φρ. πουλώ αγάπες και λουλούδια. (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πια που τα ’χω πιάσει, χίλιους βρίσκω σαν εσέ· κι άλλοι μου πουλούν αγάπες, μα τις παίρνω βερεσέ)·
- σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι; λέγεται ειρωνικά σε κάποιον, που έχουμε καταλάβει πως προσπαθεί να μας ξεγελάσει: «για να μη ξοδέψεις τα λεφτά που κέρδισες, δώσ’ τα να στα φυλάω εγώ. -Σπινάρει η αγάπη στο γιαούρτι;». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το τι λε(ς) ρε μάγκα ή το τι λε(ς) ρε φίλε. Αν τώρα ο συνομιλητής μας έχει λαϊκή παιδεία, μας απαντάει: σπινάρει και κάνει και σούζες. Συνών. μασάει η κατσίκα ταραμά(;)·     
- το βοτάνι της αγάπης, το φυτό που σύμφωνα με τη λαϊκή αντίληψη κάνει να ερωτεύεται σφόδρα αυτόν που του το δίνει να το φάει: «για να την αγαπάει τόσο πολύ, φαίνεται πως τον τάισε το βοτάνι της αγάπης»·
- το φιλί της αγάπης, βλ. λ. φιλί·
- χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη, η φτώχεια, η ανέχεια, κάνει την αγάπη σιγά σιγά να σβήσει: «να μην παντρευτείτε αν δεν τακτοποιήσετε πρώτα τα οικονομικά σας γιατί, χωρίς ψωμί, χωρίς κρασί, παγώνει η αγάπη».

αγριάδα1

αγριάδα1, η, ουσ. [<μσν. ἀγριάδα <άγριος + κατάλ. -άδα], η αγριάδα. 1. η άγρια όψη, τα σκληρά χαρακτηριστικά που παίρνει το πρόσωπο κάποιου ύστερα από ξενύχτι, μεθύσι ή όταν κατέχεται από θυμό, οργή ή μεγάλη στενοχώρια: «είχε τέτοια αγριάδα το πρόσωπό του, που δεν τολμούσες να του πεις κουβέντα». 2. η εκδήλωση σκληρότητας: «του συμπεριφέρθηκε με πολύ αγριάδα»· βλ. και λ. αγρίεμα·
- δε σηκώνω αγριάδα ή δε σηκώνω αγριάδες, δεν ανέχομαι άγρια ή σκληρή συμπεριφορά: «για μίλα μου πιο ήρεμα, γιατί εγώ δε σηκώνω αγριάδες»·
- κάνω αγριάδα ή κάνω αγριάδες, βλ. φρ. πουλώ αγριάδα·
- πουλώ αγριάδα ή πουλώ αγριάδες, συμπεριφέρομαι άγρια, αλλά κυρίως προσποιούμαι τον άγριο, τον παλικαρά: «μόλις έβλεπε κανέναν καινούριο στην πιάτσα, τον πλησίαζε και του πουλούσε αγριάδα». (Λαϊκό τραγούδι: το τραγιασκάκι σου στραβά, ρε φίλε, μην το βάζεις κι αν αγριάδα μου πουλάς, εμένα δεν τρομάζεις
- σε μας αγριάδες δεν περνάνε ή σε μένα αγριάδες δεν περνάνε, επιθετική έκφραση σε άτομο, που μας συμπεριφέρεται με αγριότητα, με σκληρότητα, για να κάμψει το ηθικό μας με την έννοια δε σε φοβάμαι: «μάγκα, σταμάτα να κάνεις τον άγριο, γιατί σε μας αγριάδες δεν περνάνε». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

αλλού

αλλού, επίρρ. [<μσν. ἀλλοῦ <αρχ. ἄλλος], αλλού. 1. σε άλλο μέρος, σε άλλο τόπο: «τον έστειλα στο σπίτι σου κι αυτός ο βλάκας πήγε αλλού». 2. σε άλλον άνθρωπο: «τον έστειλα σε σένα κι αυτός πήγε αλλού». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού έκανες τα κόλπα σου εδώ θα κάτσεις άγια, γιατί άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια). (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- αγαπώ αλλού, α. έχω ήδη κάποια ερωτική σχέση, είμαι δεσμευμένος: «όμορφη η κοπέλα που μου γνώρισες, αλλά δεν είμαι για τίποτα περισσότερο, γιατί αγαπώ αλλού». β. έχω διαφορετικά ενδιαφέροντα από εκείνα που είχα: «κάποτε διασκέδαζα κι εγώ στα μπουζούκια, εδώ και πολλά χρόνια όμως αγαπώ αλλού»·
- αλλού αυτά! λέγεται σε ψεύτες ή υποκριτές που δε γίνονται πια από εμάς πιστευτοί (και τους προτρέπουμε αόριστα να πάνε σε άλλους να πούνε τις ψευτιές τους ή να πάνε σε άλλους να τους κοροϊδέψουν ή να τους εξαπατήσουν). Συνοδεύεται συνήθως από απωθητική χειρονομία ή χειρονομία αδιαφορίας·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, βλ. λ. νύφη·
- αλλού βρέχει, α. λέγεται για άτομο που δεν προσέχει, που του είναι αδιάφορο αυτό που λέγεται ή που συμβαίνει: «μια ώρα τον συμβουλεύω, αλλά αυτός αλλού βρέχει». β. δεν υπάρχει καθόλου κατανόηση, υπάρχει πλήρης αδιαφορία: «τους είπα χίλιες φορές να τακτοποιήσουν αυτά τα πράγματα, αλλά αυτοί αλλού βρέχει». Συνών. πέρα βρέχει·
- αλλού βρέχει και βροντά, επιτείνει την παραπάνω ερμηνεία·
- αλλού γι’ αλλού, σε διάφορες μεριές, εδώ κι εκεί, ακατάστατα: «αφήνει αλλού γι αλλού τα πράγματά του και, όταν τα χρειαστεί, κάνει με τις ώρες να τα βρει»·
- αλλού κι αλλού μπορεί να…, βλ. φρ. αλλού κι αλλού ξέρει να(…)·
- αλλού κι αλλού ξέρει να…, λέγεται για άτομο που δε συμπεριφέρεται και σε εμάς με τον τρόπο με τον οποίο  συμπεριφέρεται σε άλλους, ενώ θα θέλαμε να μας συμπεριφερθεί το ίδιο: «αλλού κι αλλού ξέρει να δίνει τα χρέη του, ενώ σε μας κάνει το κορόιδο»·
- αλλού λαλούν οι κόκοροι κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κόκορας·
- αλλού με τρίβεις, δέσποτα, κι αλλού ’χω γω τον πόνο, βλ. λ. πόνος·
- αλλού με τρώει, Γιάννη μου, κι αλλού εσύ με ξύνεις, βλ. λ. Γιάννης·
- αλλού να τα λες αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!)·
- αλλού να τα πουλάς αυτά! βλ. φρ. αλλού αυτά(!). Πρβλ.: αυτά τα ψευτομάγκικα αλλού να πουλήσεις και σαν ιππότης μίλα μου, αν θες να με κερδίσεις (Λαϊκό τραγούδι)·
- αλλού ο παπάς κι αλλού τα ράσα του, βλ. λ. παπάς·
- αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται, α. είναι αποπροσανατολισμένος, μπερδεμένος, δεν ξέρει πώς να ενεργήσει: «έχει τέτοιο μπέρδεμα στη δουλειά του, που αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται ο φουκαράς». β. είναι πολύ μεθυσμένος και περπατάει παραπατώντας επικίνδυνα: «πρόσεχέ τον όταν πίνει πολύ, γιατί αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται και μπορεί να πέσει στη μέση του δρόμου»· βλ. και φρ. εδώ πατάει κι εκεί βρίσκεται, λ. εδώ·
- αλλού τ’ όνειρο κι αλλού το θάμα (θαύμα), βλ. λ. όνειρο·
- αλλού τα κακαρίσματα κι αλλού γεννούν οι κότες, βλ. λ. κακάρισμα·
- αλλού τα μάτια κι αλλού τ’ αφτιά ή αλλού τ’ αφτιά κι αλλού τα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- αλλού το πάει, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, επιδιώκει κάτι διαφορετικό από αυτό που δείχνει: «απ’ ό,τι λέει, θέλει να σε βοηθήσει, αλλά πρέπει να προσέχεις, γιατί έχω την εντύπωση πως αλλού το πάει»·
- αλλού τρως και πίνεις, (κι) αλλού πας και το δίνεις (ενν. το μουνί σου), α. λέγεται ειρωνικά για γυναίκα που έχει ένα άντρα για να της εξυπηρετεί τις βιοτικές της ανάγκες και έναν άλλον για να της εξυπηρετεί τις σεξουαλικές. β. (γενικά) λέγεται για άτομο που, ενώ εξυπηρετείται ή βοηθιέται συστηματικά από κάποιον, όταν του παρουσιάζεται κάποια ευχέρεια, προσφέρει σε άλλον·
- βρίσκεται αλλού, α. (στη νεοαργκό) δεν έχει επαφή με την πραγματικότητα, ζει στον κόσμο του: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί βρίσκεται αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βρίσκεται υπό την επήρεια του ναρκωτικού: «δεν καταλαβαίνει τίποτα, γιατί βρίσκεται αλλού»· βλ. και φρ. είναι αλλού·
- εδώ μένω κι αλλού φουρνίζω, βλ. λ. φουρνίζω·
- εδώ πατάει κι αλλού βρίσκεται, βλ. φρ. πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι ονειροπαρμένος, είναι εκτός τόπου και χρόνου: «μην του έχεις εμπιστοσύνη, γιατί είναι αλλού». β. αγαπάει άλλον (άλλη): «πολύ μ’ αρέσει αυτή η γυναίκα, αλλά δυστυχώς είναι αλλού». γ. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι ναρκομανής: «δεν τον κάνει κανείς παρέα, γιατί είναι αλλού»· βλ. και φρ. βρίσκεται αλλού·
- είναι αλλού νυχτωμένος, βλ. λ. νυχτωμένος·
- είναι αλλού ξημερωμένος, βλ. λ. ξημερωμένος·
- είναι απ’ αλλού, (αόριστα) το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι από διαφορετικό τόπο ή χώρα από ό,τι εμείς: «εγώ είμαι απ’ τη Θεσσαλονίκη, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού || εγώ είμαι απ’ την  Ελλάδα, αλλά αυτός είναι απ’ αλλού, κι αν δεν κάνω λάθος απ’ την Ισπανία»·
- είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού, είναι πολύ αφηρημένος: «πώς να καταλάβει τι του λέω, αφού είναι εδώ, αλλά βρίσκεται αλλού»·
- είναι κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή έχει κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια ή υπάρχουν κι αλλού πορτοκαλιές που κάνουν πορτοκάλια, βλ. λ. πορτοκαλιά·
- είναι στο πολύ αλλού, α. (στη νεοαργκό) είναι πολύ ονειροπαρμένος, είναι εντελώς εκτός πραγματικότητας, εντελώς εκτός τόπου και χρόνου: «δεν μπορείς να συνεννοηθείς μαζί του, γιατί είναι στο πολύ αλλού». β. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) είναι πολύ εξαρτημένος από τα ναρκωτικά: «είναι στο πολύ αλλού αυτός ο τύπος και δε βλέπω να ’χει πολλή ζωή ακόμα»·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, βλ. λ. ζωή·
- έχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- έχει άλλού το νου του, βλ. λ. νους·
- η ζωή είναι αλλού, βλ. λ. ζωή·
- ήρθε απ’ αλλού, ήρθε από διαφορετικό δρόμο ή από άλλο τόπο ή χώρα: «εγώ ήρθα απ’ τον περιφερειακό κι ο τάδε ήρθε απ’ αλλού || ο τάδε ήρθε απ’ τη Θεσσαλονίκη, ενώ ο δείνα ήρθε απ’ αλλού || ο αδερφός μου ήρθε απ’ τη Γερμανία κι ο φίλος του απ’ αλλού»·
- και τα πρόβατα σαν ξεπορτίσουν, πάν’ αλλού για να βοσκήσουν, βλ. λ. πρόβατο·
- μ’ έστειλε αλλού, (στη νεοαργκό) α. (για ποτά) μέθυσα πάρα πολύ, δεν ήξερα τι μου γινόταν από το μεθύσι: «ήταν τόσο μπόμπα το ουίσκι, που με την πρώτη γουλιά μ’ έστειλε αλλού». β. δεν έγινε δεκτή η πρότασή μου για σύναψη ερωτικής σχέσης, έφαγα χυλόπιτα: «μου άρεσε πάρα πολύ αυτή η γυναίκα, αλλά μόλις τις τα ’ριξα μ’ έστειλε αλλού». Συνών. μ’ έστειλε για τσάι· 
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. λ. Θεός·
- ο νους του πάει αλλού ή πάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του πετάει αλλού ή πετάει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- ο νους του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού ο νους του, βλ. λ. νους·
- πατάει αλλού και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πατάει αλλού κι αλλού, παραπατάει από το πολύ μεθύσι που έχει ή βρίσκεται κάτω από την επήρεια ναρκωτικού: «τον είδα άγρια μεσάνυχτα, που γυρνούσε στο σπίτι του, και πατούσε πάλι αλλού κι αλλού»·
- πατάει εδώ και βρίσκεται αλλού, βλ. φρ. αλλού πατάει κι αλλού βρίσκεται·
- πού αλλού; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος βρίσκεται εκεί που συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού είναι (ο τάδε): «πού είναι το φιλαράκι σου; -Πού αλλού; Στο μπαρ»·
- πού αλλού, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν βρίσκεται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος στο μέρος που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται εκεί: «πάλι στο μπαρ είναι ο φίλος σου; -Πού αλλού». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- το μυαλό του πάει αλλού ή πάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του πετάει αλλού ή πετάει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το μυαλό του τρέχει αλλού ή τρέχει αλλού το μυαλό του, βλ. λ. μυαλό·
- το πάει αλλού, βλ. φρ. αλλού το πάει·
- το χρήμα αλλού ανοίγει τα στόματα κι αλλού τα κλείνει, βλ. λ. χρήμα·
- φέρνει τη συζήτηση αλλού, βλ. λ. συζήτηση·
- φέρνει την κουβέντα αλλού, βλ. λ. κουβέντα.

ασικλίκι

ασικλίκι, το, ουσ. [<τουρκ. aşiklik (= παθιασμένη αγάπη)], η ιδιότητα, η συμπεριφορά, ο τρόπος ζωής του ασικλή, η λεβεντιά, η ομορφιά, η παλικαριά. (Λαϊκό τραγούδι: όλος ασικλίκι κουνάει το σαρίκι ο μαχαραγιάς
- πουλώ ασικλίκι, προσπαθώ να συμπεριφερθώ σαν ασικλής, ενώ στην πραγματικότητα δεν είμαι: «μην πουλάς σε μένα ασικλίκι, γιατί ξέρω καλά τι κουμάσι είσαι».

αστεριλίκι

αστεριλίκι, το, ουσ. [<αστέρι + κατάλ. -λίκι], η συμπεριφορά του αστέρα, η υπεροψία, η ακαταδεξιά: «σε μένα δεν περνάει τ’ αστεριλίκι σου, γιατί σε ξέρω από τόσο δα παιδάκι». Συνών. βεντετιλίκι·
- πουλώ αστεριλίκι ή πουλώ τ’ αστεριλίκι μου, συμπεριφέρομαι σαν αστέρας, συμπεριφέρομαι με υπεροψία, με ακαταδεξιά: «αλλού να πουλάς τ’ αστεριλίκι σου, γιατί μπροστά μου δεν πιάνεις χαρτωσιά».

βρακί

βρακί, το, ουσ. [<μσν. βρακίν, υποκορ. του ουσ. βράκα <λατιν. braca, κέλτ. αρχής]. 1. το κάτω αντρικό, ιδίως γυναικείο εσώρουχο, η κιλότα, το κιλοτάκι, γιατί του άντρα συνηθίζεται να το λέμε σώβρακο, σλιπ, σλιπάκι. 2. η προσωπικότητα, η τιμή της γυναίκας, η οικογενειακή τιμή, ιδίως του άντρα: «γι’ αυτόν πες ό,τι θες, μη θίξεις όμως το βρακί της αδερφής του, γιατί γίνεται θηρίο». Στις φρ. το βρακί της μάνας σου ή το βρακί της αδερφής σου, ενν. το ρ. φαίνεται, όπου το υπονοούμενο είναι ότι πρόκειται για γυναίκα ανήθικη, για πόρνη αφού έφτασε στο σημείο να μην ενδιαφέρεται που φαίνεται το βρακί της. Βέβαια, οι παλιοί θα θυμούνται το ομοιοκατάληκτο παιδικό λογοπαίγνιο με τη λ. βρακί και το Πάτερ ημών, όπου ενώ κάποιο παιδί εκφωνούσε το Πάτερ ημών, η ομήγυρη απαντούσε εν χορώ: «Πάτερ ημών -Το βρακί του Σολομών - ο εν τοις ουρανοίς - το βρακί της μαμής - αγιασθήτω το όνομά σου - το βρακί της μαμάς σου - ελθέτω η βασιλεία σου - το βρακί της θείας σου. 3. στον πλ. τα βρακιά, το σύνολο των ρούχων που καλύπτουν το κάτω μέρος του σώματος: «όπως περπατούσε βιαστικά, του ’πεφταν κάθε τόσο τα βρακιά του», δηλ. το παντελόνι του και το βρακί του. (Ακολουθούν 46 φρ.)·
- αβράκωτος έβαλε βρακί και σε κάθε πόρτα το ’δειχνε, βλ. λ. αβράκωτος·
- ακόμη τα κάνει στα βρακιά του ή τα κάνει ακόμη στα βρακιά του, λέγεται ειρωνικά ή υποτιμητικά για άτομο που, χωρίς να έχει τις απαιτούμενες γνώσεις στη ζωή ή σε ένα επάγγελμα ή μια τέχνη λόγω μικρής ηλικίας, θέλει ή προσπαθεί να συμβουλέψει άλλους, που είναι και μεγαλύτεροί του και πολύ πιο έμπειροι από αυτό: «ακόμη τα κάνει στα βρακιά του και μας υποδεικνύει πώς να ενεργήσουμε!». Για συνών. βλ. φρ. ακόμη δε βγήκε απ’ το καβούκι του, λ. καβούκι·
- ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει, λέγεται ειρωνικά για νεαρό άτομο που επιδιώκει κάτι που είναι πάνω από τις δυνάμεις του ή τις δυνατότητές του: «μόλις απολύθηκε απ’ το στρατό και είναι στα μαχαίρια με τον πατέρα του, γιατί θέλει να τον παραμερίσει και ν’ αναλάβει τη διεύθυνση της επιχείρησης. -Ακόμη το βρακί του δεν μπορεί να δέσει, παντρειά μου γυρεύει». Από το ότι η παντρειά έχει ευθύνες, υποχρεώσεις, χρειάζεται υπευθυνότητα, πράγμα που ίσως δε διαθέτει το νεαρό άτομο·
- άμυαλος βρακί εφόρει, κάθε πάτημα το θώρει, βλ. λ. άμυαλος·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλ’ η σκούφια μας, βλ. φρ. βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας·
- βρακί δεν έχει ο κώλος μας, λουλούδια θέλει ο πούτσος μας, ενώ μας λείπουν τα στοιχειώδη πράγματα στη ζωή μας, εμείς επιζητούμε ανώφελες πολυτέλειες. Πολλές φορές της φρ. προτάσσεται το τώρα μάλιστα·
- γέμισε το βρακί του ή γέμισε τα βρακιά του, βλ. συνηθέστ. τα ’κανε στο βρακί του·
- δεν έχει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του, είναι πάμφτωχος: «δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του κι ονειρεύεται μεγαλεία»·
- δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί, είναι πολύ φτωχός: «κάνει φοβερές οικονομίες ο άνθρωπος για να τα βγάλει πέρα, γιατί δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί»·
- δεν έχει να φορέσει βρακί στον κώλο του, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει βρακί στον κώλο του·
- δεν έχει να φορέσει δεύτερο βρακί, βλ. φρ. δεν έχει να βάλει δεύτερο βρακί·
- δεν ξέρει να δέσει το βρακί του, είναι εντελώς άπειρος σε μια δουλειά ή τέχνη: «μοστράρεται για μηχανικός, αλλ’ αυτός, μωρ’ αδερφάκι μου, δεν ξέρει να δέσει το βρακί του»·
- δίνει και το βρακί του, είναι πολύ γαλαντόμος, είναι μεγάλος χουβαρντάς: «ένα του ζητάς δέκα σου δίνει, κι αν έχεις και μεγάλη ανάγκη, σου δίνει και το βρακί του»· βλ. και φρ. δίνω και το βρακί μου·
- δίνω και το βρακί μου, α. δίνω τα πάντα, προκειμένου να αποκτήσω κάτι που το θέλω πάρα πολύ: «γι’ αυτό τ’ αυτοκίνητο δίνω και το βρακί μου || γι’ αυτή τη γυναίκα δίνω και το βρακί μου». β. δίνω τα πάντα, προκειμένου να βοηθήσω κάποιο φιλικό μου πρόσωπο: «γι’ αυτόν τον άνθρωπο, που τόσες φορές με βοήθησε στο παρελθόν, δίνω και το βρακί μου»· βλ. και φρ. δίνει και το βρακί του·
- δυο κώλοι σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κώλος·
- δυο κωλομέρια σ’ ένα βρακί δε χωράνε, βλ. λ. κωλομέρι·
- δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί; ο σπάταλος άνθρωπος δεν μπορεί να κάνει περιουσία: «θα πεθάνει στην ψάθα αυτός ο άνθρωπος, γιατί δώσ’ εδώ και δώσ’ εκεί πώς θα κάνουμε βρακί;»·
- έβαλε το βρακί, σαρίκι, βλ. λ. σαρίκι·
- ένα βρακί δυο κώλους δε χωράει, βλ. λ. κώλος·  
- είναι κώλος και βρακί, βλ. λ. κώλος·
- έφυγε με γεμάτο βρακί ή έφυγε με γεμάτο το βρακί ή έφυγε με γεμάτα βρακιά ή έφυγε με γεμάτα τα βρακιά, έφυγε από κάπου πολύ φοβισμένος, έφυγε τρομοκρατημένος: «μόλις τους είδε να τρέχουν όλοι καταπάνω του, έφυγε με γεμάτα βρακιά». Από το ότι πολλές φορές, όταν κάποιος αντιμετωπίζει κάποιον σοβαρό κίνδυνο, τα κάνει απάνω του από το φόβο του·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, βλ. λ. διάβολος·
- κατεβάζω το βρακί ή κατεβάζω το βρακί μου ή κατεβάζω τα βρακιά ή κατεβάζω τα βρακιά μου, αποδέχομαι όλες τις απαιτήσεις κάποιου, υποκύπτω ολοκληρωτικά: «του έχει τέτοια αδυναμία που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει τα βρακιά του || τον φοβάται τόσο πολύ που, ό,τι και να του ζητήσει, κατεβάζει το βρακί του || κατέβασα τα βρακιά μου στην τράπεζα για να πάρω ένα δάνειο, που το είχα πολλή ανάγκη»·
- μ’ έπιασε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, με βρήκε εντελώς ανέτοιμο, εντελώς απροετοίμαστο, με πέτυχε σε ακατάλληλη στιγμή: «είχα όλη την καλή πρόθεση να τον βοηθήσω, αλλά με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα, γιατί είχα να καλύψω ένα σωρό δικές μου υποχρεώσεις»·
- με πέτυχε με τα βρακιά κατεβασμένα, βλ. φρ. με βρήκε με τα βρακιά κατεβασμένα·
- μα το βρακί σου! λέγεται με παικτική διάθεση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά. Συνών. μα τα γένια του σπανού! ή μα του σπανού τα γένια(!)·
- να ’χεις την ευχή μου μέσ’ απ’ το βρακί μου, ευχή που δίνουμε σε κάποιον ή κάποια υπό τύπο αστεϊσμού και με σεξουαλικό περιεχόμενο·
- παστρικό βρακί, (για γυναίκες) είναι γυναίκα ανήθικη, πόρνη: «μας κάνει τη χαμηλοβλεπούσα, αλλά όλοι το ξέρουμε πως είναι παστρικό βρακί»·
- πετιέται σαν ψωλή απ’ το βρακί, βλ. λ. βρακί·
- πότε ο Γιάννης βρακί και τώρα βρακοζώνα; βλ. λ. Γιάννης·
- πούλησε και το βρακί του, έχει υποστεί τέλεια οικονομική καταστροφή: «ήταν μεγάλος και τρανός, αλλά, από μια λανθασμένη κίνηση που έκανε στην τελευταία του δουλειά, πούλησε και το βρακί του»·
- στο βρακί σου, βλ. φρ. μα το βρακί σου·
- στο βρακί της αδερφής σου, ειρωνική απάντηση στο ορκίσου που μας λέει ο συνομιλητής μας, όταν εμείς για διάφορους λόγους δε θέλουμε να ορκιστούμε πραγματικά·
- τα ’κανε στο βρακί του ή τα ’κανε στα βρακιά του, α. φοβήθηκε πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκε τόσο, που κατουρήθηκε ή χέστηκε απάνω του: «μόλις τους είδε να ’ρχονται αγριεμένοι, τα ’κανε στο βρακί του». β. χάρηκε πάρα πολύ: «τα ’κανε στα βρακιά του, μόλις έμαθε πως κέρδισε στο λαχείο». Από το ότι συμβαίνει πολλές φορές και στις δυο περιπτώσεις, από μεγάλο φόβο ή μεγάλη χαρά, να τα κάνει κάποιος απάνω του·
- τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους, α. για να ζήσει κανείς πολυτελή ζωή, πρέπει να έχει και τη διάθεση να υποστεί και το ανάλογο κόστος: «θέλει ταξίδια, θέλει κρουαζιέρες, αλλά τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους κι αυτός ο καημένος δεν έχει μία». β. για τη διεκπεραίωση δύσκολων ή ειδικών υποθέσεων απαιτούνται και άτομα με τις κατάλληλες ικανότητες: «έτσι άπειρος που ήταν, έχασε όλα τα λεφτά του στο χρηματιστήριο, γιατί δεν ήξερε ο βλάκας πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους» γ. η συμπεριφορά του ανθρώπου πρέπει να είναι ανάλογη και με την κοινωνική θέση που κατέχει: «τον πέταξαν κλοτσηδόν απ’ τα μεγάλα σαλόνια, γιατί είχε την εντύπωση πως με τα λεφτά που απόκτησε απ’ την κληρονομιά μπορούσε να κάνει και να λέει ό,τι θέλει, αλλά του διέφευγε πως τα μεταξωτά βρακιά θέλουν κι επιδέξιους κώλους»·
- την πήρε με το βρακί της, (για γυναίκες) την παντρεύτηκε πάμφτωχη, χωρίς διόλου προίκα: «την αγάπησε και την πήρε με το βρακί της»·
- το βρακί σέρνει καράβι, βλ. λ. καράβι·
- τον βρήκα με το βρακί ή τον βρήκα με τα βρακιά, βλ. φρ. τον βρήκα με το σώβρακο, λ. σώβρακο·
- τον έβαλε στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει δεμένο στο βρακί της, βλ. φρ. τον έχει στο βρακί της·
- τον έχει στο βρακί της, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος κάνει τον άντρα, με τον οποίο σχετίζεται ή το σύζυγό της, ό,τι θέλει, τον κάνει να τρέχει πίσω της, γιατί την αγαπάει πολύ ή γιατί δεν μπορεί να αντισταθεί στα θέλγητρά της: «αλλού κι αλλού κάνει το σκληρό, όμως η γυναίκα του τον έχει στο βρακί της»·
- του ’φυγαν στο βρακί του ή του ’φυγαν στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του·
- χέστηκε στο βρακί του ή χέστηκε στα βρακιά του, βλ. φρ. τα ’κανε στο βρακί του.

γοητεία

γοητεία, η, ουσ. [<αρχ. γοητεία <γοητεύω], η ιδιότητα του γόη ή της γόησσας, και γενικά η σαγηνευτική δύναμη που μπορεί να διαθέτει ο κάθε άνθρωπος: «έχει τέτοια γοητεία αυτή η γυναίκα, που δεν αφήνει κανέναν αδιάφορο»·
- πουλώ γοητεία, βλ. φρ. πουλώ γοητιλίκι, λ. γοητιλίκι.

διάβολος

διάβολος κ. διάολος, ο, πλ. διάβολοι κ. διάολοι κ. διαβόλοι κ. διαόλοι, οι κ. διαβόλια κ. διαόλια, τα, ουσ. [<διάβολος (=συκοφάντης) <διαβάλλω], ο διάβολος. 1. άνθρωπος με σκοτεινές και κακές προθέσεις, ο δόλιος, ο ύπουλος, ο κακεντρεχής, ο  μοχθηρός, ο σατανικός, που μηχανορραφεί σε βάρος άλλων, που επιδιώκει το κακό τους, την καταστροφή τους: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτόν το διάβολο, κατάστρεψε τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω, όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι). 2. άνθρωπος με οξυμμένη διάνοια, δραστηριότητα, πειθώ, ο πανέξυπνος, ο τετραπέρατος, ο καπάτσος, που πάντα βρίσκει τρόπο να ξεμπλέξει από κάποια δυσκολία: «είναι διάολος στη δουλειά του || είναι τόσο διάβολος, που πάντα βρίσκει τον τρόπο να πετύχει αυτό που επιδιώκει || αν θέλεις να τελειώσεις γρήγορα τη δουλειά σου, ανάθεσέ την στον τάδε, που είναι διάβολος». 3. πρόσωπο ή πράγμα που μας προκαλεί αναστάτωση, εκνευρισμό ή φθορά: «ήρθε πρωί πρωί στο σπίτι αυτός ο διάβολος ο κουνιάδος μου, κι ήθελε να κάνουμε κουβέντα για τα κληρονομικά || τι διάβολος είναι αυτός, που με ξεκουφαίνει τόση ώρα;». (Τραγούδι: όχι λέμε στην πρέζα, όχι σ’ αυτόν το διάολο, όχι λέμε στην πρέζα, όχι και στα σκληρά). 4α. ως επιφών. διάβολε! τέλος πάντων, επιτέλους: «διάβολε, κάνε μου τη χάρη να σταματήσεις αυτή τη γκρίνια!». β. έκφραση που δηλώνει μεγάλο θυμό ή εκνευρισμό: «διάβολε, πού ήσουν όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν! || θα σταματήσεις, επιτέλους, διάβολε αυτή την γκρίνια;». Υποκορ. διαβολάκι, το κ. διαβολάκος, ο (βλ. λ.). (Ακολουθούν 111 φρ.)·
- α στο διάβολο! ή άι στο διάβολο! α.  έκφραση αγανάκτησης ατόμου που συναντάει συνέχεια δυσκολίες στη δουλειά του ή γενικά που συναντάει δυσκολίες στη ζωή του: «άι στο διάβολο, όλα τα δύσκολα σε μένα θα τύχουν!». β. έκφραση ανακούφισης ατόμου που, επιτέλους, έφερε σε πέρας κάποια δύσκολη δουλειά ή που απαλλάχτηκε από κάποια δύσκολη δουλειά ή γενικά που πέρασαν οι δύσκολες μέρες και άρχισαν τα πράγματα στη ζωή του να του έρχονται ευνοϊκά: «άι στο διάβολο, τέλειωσα επιτέλους και μ’ αυτή τη γάγγραινα!». γ. ανάλογα με το ύφος και τον τόνο της φωνής του ατόμου, εκφράζει έκπληξη ή αμφισβήτηση για καλό ή για κακό: «ο τάδε αγόρασε Μερσεντές. -Άι στο διάολο, αυτός μέχρι τα χτες δεν είχε να φάει! || σκοτώθηκε ο τάδε. -Άι στο διάβολο, μέχρι πριν λίγο ήμασταν μαζί!». δ. έκφραση ειρωνείας σε κάποιον που μας λέει απίθανα ή απίστευτα πράγματα: «με παρακαλούσε η Μιμή Ντενίση να τα φτιάξει μαζί μου. -Άι στο διάβολο!». Πολλές φορές, στις δυο παραπάνω περιπτώσεις, της φρ. προτάσσεται το ε. ε.έκφραση δυσφορίας σε κάποιο ενοχλητικό άτομο με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί: «άι στο διάβολο, απάλλαξέ μας επιτέλους απ’ την παρουσία σου!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το ρε παιδί μου ή το ρε παιδάκι μου ή το ρε φίλε. στ. έκφραση εκνευρισμού και θυμού, ιδίως συχνή σε καβγάδες: «άι στο διάολο, που θα κάτσω ν’ ασχοληθώ κι άλλο μαζί σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε το βρε ή το μωρέ, και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το λέω ’γω. Συνών. α στην ευχή! ή άι στην ευχή!  / α στην οργή! ή άι στην οργή! / α στο δαίμονα! ή άι στο δαίμονα! / α στο καλό! ή άι στο καλό! / α στον κόρακα! ή άι στον κόρακα(!). Τέλος, κατάρα με την οποία στέλνουμε κάποιον στο διάβολο·
- αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια... ή αλλά βλέπεις ο διάβολος κι η σκούφια του Μιχάλη…, έκφραση με την οποία προσπαθούμε να δικαιολογήσουμε κάποιο ατόπημά μας ή κάποια αποτυχία μας λόγω απροσδόκητων συμπτώσεων: «εγώ δεν είχα σκοπό ν’ απατήσω τη γυναίκα μου, αλλά βλέπεις ο διάβολος και του Μανόλη η σκούφια...», εννοείται με ξεγέλασαν και την απάτησα. Πρβλ.: ο διάβολος την έβαλε κι η σκούφια του Μιχάλη, προτού να κλείσει μια πληγή, να μου ανοίξει άλλη (Λαϊκό τραγούδι)·
- αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), αν παρ’ ελπίδα γίνουν όλα έτσι όπως τα θέλω, αν τελικά επιβεβαιωθούν οι προσδοκίες μου, χωρίς να έχω προηγουμένως βάσιμες υποψίες ή ενδείξεις για κάτι τέτοιο: «αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του και μου πέσει το λαχείο, θα τρελαθώ στα ταξίδια». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α ρε ή το ε ρε ·
- άνθρωπος του διαβόλου, βλ. λ. άνθρωπος·
- απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, καλό είναι, από έναν δύστροπο, από έναν κακότροπο, κακόπιστο άνθρωπο ό,τι μπορέσει να πάρει κανείς κέρδος είναι: «ό,τι και να σου δώσει αυτό το στραβόξυλο, πάρ’ το, γιατί απ’ το διάβολο κι ένα κερί να πάρεις, κέρδος είναι»·
- απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί, απόφευγε τους κακούς, τους κακόπιστους ανθρώπους, και όταν ακόμα είσαι σίγουρος πως δεν μπορούν να σε βλάψουν: «μην κάνεις παρέα μ’ αυτούς τους παλιοαλήτες, γιατί απ’ του διαβόλου την αυλή, μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί»·
- άσ’ τα να πάνε στο διάβολο! απάντηση αποκαρδιωμένου ανθρώπου από τη ζωή ή από την κακή πορεία των εργασιών του σε άτομο που τον ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πάει ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα πράγματα και έχει την έννοια πως τα πράγματα δεν πάνε καθόλου καλά και ούτε υπάρχει περίπτωση να διορθωθούν. Συνών. άσ’ τα να πάνε στ’ ανάθεμα! / άσ’ τα να πάνε στα κομμάτια! / άσ’ τα να πάνε στα τσακίδια! / άσ’ τα να πάνε στην οργή! / άσ’ τα να πάνε στο δαίμονα! / άσ’ τα να πάνε στον κόρακα(!)·
- άσ’ το να πάει στο διάβολο! μην το υπολογίζεις, βγάλ’ το από το νου σου, διάγραψέ το: «αφού βλέπεις πως το μηχάνημα δε λειτουργεί, άσ’ το να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ το να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ το να πάει στα κομμάτια! / άσ’ το να πάει στα τσακίδια! / άσ’ το να πάει στην οργή! / άσ’ το να πάει στο δαίμονα! / άσ’ το να πάει στον κόρακα(!)·
- άσ’ τον να πάει στο διάβολο! μην τον υπολογίζεις, αγνόησέ τον, άφησέ τον: «αφού βλέπεις πως είναι παλιάνθρωπος, άσ’ τον να πάει στο διάβολο!». Συνών. άσ’ τον να πάει στ’ ανάθεμα! / άσ’ τον να πάει στα κομμάτια! / άσ’ τον να πάει στα τσακίδια! / άσ’ τον να πάει στην οργή! / άσ’ τον να πάει στο δαίμονα! / άσ’ τον να πάει στον κόρακα(!)·
- βλέπω το διάβολό μου, βασανίζομαι, υποφέρω, τυραννιέμαι πάρα πολύ: «από μικρό παιδί βλέπω το διάβολό μου κάθε μέρα για να τα βγάλω πέρα». Συνών. βλέπω τη Δευτέρα Παρουσία / βλέπω την κηδεία μου / βλέπω την κόλαση / βλέπω το μνήμα μου / βλέπω τον άγγελό μου / βλέπω του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. είδα το διάβολό μου·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, αυτή την ώρα που επικοινωνούμε (τηλέφωνο, αλληλογραφία), σου μιλώ (σου γράφω), από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν προλαβαίνω να ’ρθω τόσο γρήγορα, γιατί αυτή τη στιγμή βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- βρίσκω το διάβολό μου, α. έχω να κάνω με άνθρωπο καταχθόνιο ή πανέξυπνο ή ασχολούμαι με πολύ δύσκολη δουλειά: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτόν τον άνθρωπο, βρήκα το διάβολό μου, γιατί έχω συνέχεια προβλήματα μαζί του || μπλέχτηκα με μια δουλειά, που δεν την κάτεχα, και βρήκα το διάβολό μου. (Λαϊκό τραγούδι: μες την Αθήνα ξενυχτώ για σένα βρε μικρό μου και κάθε μέρα εγώ για σε, βρ’ αμάν, αμάν βρίσκω το διάβολό μου). β. καταταλαιπωρούμαι από κάποια κατάσταση ή σχέση, μπλέκομαι σε απρόσμενες δυσκολίες: «αποφάσισα να χτίσω κι εγώ ένα εξοχικό και βρήκα το διάβολό μου || έμπλεξα μ’ αυτή την τρελοπαντιέρα και βρήκα τον διάβολό μου»·
- δεν πάει στο διάβολο! δε νοιάζομαι, δεν ενδιαφέρομαι διόλου για κάποιον ή για κάτι: «αφού δεν ακούει τις συμβουλές σου, δεν πάει στο διάβολο! || αφού δεν ήταν δικό σου ο αναπτήρας, δεν πάει στο διάβολο!»·
- δεν πα(ς) στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις ή τι θα απογίνεις ή πού θα πας: «όσον καιρό σε συμβούλευα, εσύ μετρούσες πόσες μύγες πήγαιναν στου γάιδαρου τον κώλο, γι’ αυτό δεν πας στο διάβολο!». Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. β. έκφραση αδιαφορίας σε κάποιον που μας απειλεί πως θα φύγει από το μέρος που βρισκόμαστε ή γενικά πως θα αποχωρήσει από κάπου: «αν επιμένεις περισσότερο στις θέσεις σου, εγώ θα φύγω. -Δεν πας στο διάβολο! || αν δε μου δώσεις τα λεφτά που θέλω, θα φύγω απ’ το συνεταιρισμό. -Δεν πας στο διάβολο!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. γ. άφησέ με ήσυχο, μη με σκοτίζεις, μη με ενοχλείς περισσότερο. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε, βρε ή το μωρέ και κλείνει με το λέω ’γω, και είναι αρκετές φορές που μετά το λέω ’γω ακούγεται και το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε. Τις πιο πολλές φορές, το τελικό σίγμα του ρ. δεν ακούγεται·
- δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ κάποιος άνθρωπος δείχνει όλη τη διάθεση να βάλει πρόγραμμα στη ζωή του και να συνετιστεί, εντούτοις, είναι πολλοί αυτοί που τον δελεάζουν και τον παρασύρουν στην άστατη ζωή: «το παιδί κάνει κάθε τόσο προσπάθειες να νοικοκυρευτεί, αλλά δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι, γιατί όλο και κάποιος απ’ την παλιοπαρέα του το παρασέρνει». Συνών. η πουτάνα θέλει να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει / κάνει η πούτσα να κρυφτεί κι η χαρά δεν την αφήνει·
- διαβόλοι και τριβόλοι, χαρακτηρίζει τους επικίνδυνους ανθρώπους, τα κακοποιά στοιχεία: «έμπλεξε στη ζωή του με διαβόλους και τριβόλους κι απορώ πώς γλίτωσε τη φυλακή!». (Λαϊκό τραγούδι: εμένα το Γεράσιμο από το Αργοστόλι, που μου ’δωσαν παράσημο διαβόλοι και τριβόλοι πώς μ’ έμπλεξες κυρά μου, πώς μ’ έκανες κυρά να χάσω τα νερά μου και ν’ αράξω στη στεριά
- διαβόλοι, τριβόλοι, περιληπτική έννοια, που χρησιμοποιούμε για να συμπεριλάβουμε στο λόγο μας ανθρώπους διαφόρων τάξεων, ειδικοτήτων, εθνικοτήτων που συνοδεύουν, χωρίς να κατονομάζονται ακριβώς, αυτούς που έχουμε ήδη αναφέρει με το όνομα τους . Η περιληπτική έννοια εξηγείται, είτε γιατί η αναλυτική θα αποτελούσε πλεονασμό είτε γιατί δεν αξίζει τον κόπο είτε γιατί δεν είναι αυτός ο σκοπός της φράσης μας: «βέβαια, ήταν κι άλλοι μαζεμένοι στη δεξίωση, γιατροί, δικηγόροι, μηχανικοί, διαβόλοι, τριβόλοι || εκτός απ’ αυτούς που σας είπα, συναντήσαμε Γάλλους, Άγγλους, Πορτογάλους, διαβόλους, τριβόλους, δεν μπορέσαμε όμως να συνεννοηθούμε με κανέναν»· βλ. και φρ. διαβόλια τριβόλια, λ. διαβόλια·
- δικηγόρος του διαβόλου, α. λέγεται για κάποιον που αγωνίζεται να κρατήσει τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις, ή που προσπαθεί να τους τα συμβιβάσει όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «να δεις που στο τέλος όλοι θα τα βρουν μεταξύ τους κι όπως συμβαίνει πάντα, ο μόνος που θα βγει εκτεθειμένος θα είναι ο δικηγόρος του διαβόλου». β. αυτός που δεν υπηρετεί στην πραγματικότητα τη δικαιοσύνη και την αλήθεια αλλά το συμφέρον του, αυτός που διαστρεβλώνει τα γεγονότα, χρησιμοποιώντας επιχειρήματα σοφιστικά και πειστικά για να υπερασπιστεί κάτι ή κάποιον: «αφού το βλέπεις ξεκάθαρα πως έχεις άδικο, γιατί συνεχίζεις να το παίζεις δικηγόρος του διαβόλου;» βλ. φρ. κάνω τον δικηγόρο του διαβόλου·
- δουλειά του διαβόλου ή δουλειές του διαβόλου, βλ. λ. δουλειά·
- έβαλε ο διάβολος την ουρά του, α. λέγεται σε περίπτωση ανεξήγητης αναστάτωσης ή ανεξήγητης διχόνοιας που προκαλείται, ιδίως σε μια παρέα ή οικογένεια, και που αποδίδεται στην παρέμβαση διαβολικών δυνάμεων, στο χτύπημα της ουράς του διαβόλου: «μα τι έγινε ξαφνικά και μπερδευτήκαμε όλοι έτσι στα καλά καθούμενα! Έβαλε ο διάβολος την ουρά του;». Από τη θρησκευτική εικονογραφία, όπου, συνήθως, η ουρά του διαβόλου παρουσιάζεται να καταλήγει σε αιχμή βέλους και υπονοείται ότι με το χτύπημά της, δημιούργησε αναστάτωση σε μια ομήγυρη ή στο άτομο που δέχτηκε το χτύπημά της. β. λέγεται για άτομο που αρχίζει ξαφνικά να ενεργεί παράλογα ή ερειστικά: «ξαφνικά, άλλαξε εντελώς στάση και συμπεριφορά απέναντί μας, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του». (Λαϊκό τραγούδι: έβαλε ο διαβολάκος την ουρά του πάλι και σου πήρε τα μυαλά σου μέσα απ’ το κεφάλι). γ. η δουλειά ή η υπόθεση, ενώ περιμέναμε να εξελιχθεί ομαλά, ξαφνικά μας δημιουργεί προβλήματα (λες και παρενέβη ο διάβολος): «κι εκεί που όλα πήγαιναν μια χαρά, ξαφνικά, στράβωσε η δουλειά, λες κι έβαλε ο διάβολος την ουρά του»·
- έβαλε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. έβαλε ο διάβολος την ουρά του. Εδώ γίνεται αναφορά στο κακό ποδαρικό (βλ. λ.)·
- είδα το διάβολό μου, κινδύνεψα άμεσα, γλίτωσα από του χάρου τα δόντια: «έπεσα με τ’ αυτοκίνητο πάνω στην κολόνα κι είδα το διάβολό μου». Συνών. είδα τη Δευτέρα Παρουσία / είδα την κηδεία μου / είδα την κόλαση / είδα το μνήμα μου / είδα τον άγγελό μου / είδα του κώλου μου την τρύπα· βλ. και φρ. βλέπω το διάβολό μου ·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, μένει ή κατάγεται από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «αυτός είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, πώς να ’ρθει εδώ; || ήρθε στην πόλη μας από μια χώρα που είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- είναι για το διάβολο πεσκέσι, το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ κακής ποιότητας: «αγόρασε μια τηλεόραση, που είναι για το διάβολο πεσκέσι». Πρόκειται δηλαδή για πράγμα που το προορίζουμε ως δώρο στο διάβολο, οπότε αποκλείεται να είναι καλής ποιότητας· βλ. και φρ. είναι του διαβόλου πεσκέσι·
- είναι διάβολος με κέρατα, είναι πολύ κακός, πολύ πανούργος και μοχθηρός: «σε συμβουλεύω να τον προσέχεις πολύ, γιατί είναι διάβολος με κέρατα και μπορεί να σου κάνει μεγάλη ζημιά»·
- είναι διάβολος στη δουλειά του, βλ. λ. δουλειά·
- είναι διάβολος σωστός ή είναι σωστός διάβολος, λέγεται για πολύ δραστήριο, για πολύ έξυπνο άτομο: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την τελειώνει στο πι και φι, γιατί είναι διάβολος σωστός»· βλ. και φρ. είναι διάβολος με κέρατα·
- είναι διαβόλου γέννα, α. είναι δόλιος, καταχθόνιος, σατανικός, είναι άτομο που επιδιώκει πάντα το κακό του άλλου: «μην κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα ’χεις μπλεξίματα». β. είναι πανέξυπνος, τετραπέρατος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να εξαπατά τους άλλους: «μην κάνεις συνεταιρισμό μαζί του, γιατί είναι διαβόλου γέννα και θα σε ρίξει»·
- είναι διαβόλου θηλυκό, βλ. λ. διαβολοθήλυκο·
- είναι διαβόλου κάλτσα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα. Εδώ ίσως υπολανθάνει η εικόνα του παράνομου, ο οποίος κατά τη διάρκεια της δράσης του φοράει στο κεφάλι του μια νάιλον κάλτσα, που αλλοιώνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου του, για να μην μπορεί να αναγνωριστεί, προσδίνοντας παράλληλα σ’ αυτά και μια διαβολική όψη·
- είναι διαβόλου σπέρμα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου σπορά, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι διαβόλου φύτρα, βλ. φρ. είναι διαβόλου γέννα·
- είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος, είναι πολύ κακός, πολύ μοχθηρός και μας παρουσιάζεται με ανθρώπινο παρουσιαστικό, για να πετύχει κάποιο σκοπό του σε βάρος μας: «μην πιστεύεις τα περί φιλίας και τα παρόμοια που σου λέει, γιατί είναι ο διάβολος μεταμορφωμένος και θα σου τη φέρει χωρίς να το καταλάβεις». Πολλές φορές το ο τονισμένο·
- είναι σκέτος διάβολος, έκφραση με την οποία δίνουμε έμφαση στις θετικές ή αρνητικές ικανότητες κάποιου: «είναι σκέτος διάβολος στις εμπορικές επιχειρήσεις || είναι σκέτος διάβολος στις απατεωνιές»·
- είναι του διαβόλου πεσκέσι, είναι πολύ ανήθικος, δόλιος και επικίνδυνος: «πρόσεχε αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι του διαβόλου πεσκέσι και δε θα καταλάβεις πότε θα σου κάνει το κακό». Πρόκειται δηλαδή για άτομο που μας έκανε δώρο ο διάβολος, οπότε αποκλείεται να είναι καλός· βλ. και φρ. είναι για το διάβολο πεσκέσι·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, έρχομαι από πολύ απομακρυσμένο προάστιο, από πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «να κάτσω λίγο να ξεκουραστώ, γιατί έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- έσπασε ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), α. μετά από καιρό αναμονής ή μετά από αλλεπάλληλες ατυχίες ή δυσκολίες, ήρθαν όλα έτσι όπως τα ήθελα ή όπως τα περίμενα, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «μετά από τόσα κεσάτια, έσπασε ο διάβολος το πόδι του και πήρα εκείνη τη δουλειά». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το επιτέλους. β. δε δημιουργήθηκε η νέα δυσκολία ή το νέο εμπόδιο που αναμενόταν, ή ξεπεράστηκε η δυσκολία ή το εμπόδιο που είχε προκύψει: «έσπασε ο διάβολος το πόδι του και δεν έπεσε κι η γέφυρα απ’ τις πλημμύρες || έσπασε ο διάβολος το πόδι του και του ’πεσε ο πυρετός». Πολλές φορές, άλλοτε προτάσσεται του ρ. και άλλοτε ακολουθεί το ρ. της φρ. το ευτυχώς·
- έτσι και σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του), βλ. φρ. αν σπάσει ο διάβολος το πόδι του (το ποδάρι του)·
- έχει το διάβολο μέσα του, α. είναι ικανότατος, πανέξυπνος, τετραπέρατος, δαιμόνιος: «ό,τι δουλειά και να του αναθέσεις, την φέρνει σε πέρας, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». β. είναι ανήσυχος, δεν μπορεί να παραμείνει άπραγος, θέλει πάντα να ασχολείται με κάτι, έχει ακατάβλητη ενεργητικότητα: «απ’ την ώρα που θα ξυπνήσει μέχρι αργά το βράδυ, όλο και με κάτι θέλει ν’ ασχολείται, γιατί έχει το διάβολο μέσα του». Συνών. έχει το δαίμονα μέσα του / έχει το σατανά μέσα του·
- η βδομάδα του διαβόλου, βλ. λ. διαβολοβδομάδα·
- η γυναίκα ως και το διάβολο έκλεισε στο μπουκάλι, βλ. λ. γυναίκα·
- η σκούφια του είναι γεμάτη διαβόλους, βλ. λ. σκούφια·
- θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει! απειλητική προειδοποίηση σε κάποιον πως θα του συμπεριφερθούμε πολύ αυστηρά, πως θα τον τιμωρήσουμε πολύ σκληρά: «αν ξαναπιάσεις την οικογένειά μου στο στόμα σου, θα σε πάρει ο διάβολος και θα σε σηκώσει!»·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα! θα σε τιμωρήσω πολύ σκληρά, παραδειγματικά, όπως σου αξίζει: «αν ξανακάνεις αταξία, θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το που σε γένναγαν ή που σε γέννησαν ή που σε πέταγαν·
- θέλει ν’ αγιάσει, αλλά δεν τον αφήνουν οι διαβόλοι, βλ. φρ. δεν τον αφήνουν ν’ αγιάσει οι διαβόλοι·
- θέλω να γενώ καλόγερος να σώσω την ψυχή μου, μα δε μ’ αφήνει ο διάβολος που ’χω μέσ’ στο βρακί μου, λέγεται στην περίπτωση που, ενώ θέλουμε να κάνουμε ενάρετη ζωή, μας εμποδίζουν οι ισχυρές σεξουαλικές μας επιθυμίες·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, το σπίτι μου βρίσκεται σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «δεν μπορούμε να τον επισκεφτούμε εύκολα, γιατί κάθεται στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, α. προσπαθώ να κρατήσω τις ισορροπίες ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενους ή ανάμεσα σε δυο αντιμαχόμενες παρατάξεις ή προσπαθώ να τους τα συμβιβάσω όσο πιο ανώδυνα γίνεται: «επιτέλους, βρείτε τα, ρε παιδιά, γιατί κουράστηκα τόσον καιρό να κάνω το δικηγόρο του διαβόλου». β. υπερασπίζομαι τα δικά μου συμφέροντα ή κάποιου άλλου, χωρίς να σημαίνει πως έχω πάντα δίκιο: «μια και πληρώνομαι απ’ την τάδε εταιρία, είμαι υποχρεωμένος να κάνω το δικηγόρου του διαβόλου κι ό,τι αποφασίσει το δικαστήριο». γ. παρεμβαίνω σε μια συζήτηση και υποστηρίζω μια άποψη που ανατρέπει τις ισορροπίες της κουβέντας, χωρίς να σημαίνει πως είναι απαραίτητα αυτή που υιοθετώ στη ζωή μου και γενικά, παίρνω θέση αντίθετη από αυτή που πιστεύω: «με συγχωρείτε, που θα κάνω το δικηγόρο του διαβόλου, αλλά γιατί δε σκέφτεστε μα τον βάλετε φυλακή;»·
- κάνω το συνήγορο του διαβόλου, βλ. φρ. κάνω το δικηγόρο του διαβόλου·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. φρ. κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα·
- μπήκε ο διάβολος μέσα του, άρχισε ξαφνικά να συμπεριφέρεται εχθρικά ή παράλογα προς τους άλλους, αλλά και προς τον εαυτό του: «ήταν τόσο συνετό παιδί και ξαφνικά άρχισε να κάνει ένα σωρό τρελά πράγματα, λες και μπήκε ο διάβολος μέσα του»·
- να με παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με τον εαυτό του: «να με παρ’ ο διάβολος, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να με πάρει. Συνών. να με πάρ’ η ευχή! / να με πάρ’ η οργή! / να με πάρ’ ο δαίμονας! / να με πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πάρ’ ο διάβολος! (γενικά) έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «να παρ’ ο διάβολος, τίποτα δεν πάει καλά στη ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: να πάρει ο διάβολος, κι απόψε πάλι τα ίδια, οι νοσταλγίες μου οι άρρωστες με ζώσανε σαν φίδια). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το φτου και πιο σπάνια το που, ενώ είναι φορές που ακούγεται και φτου, που και κλείνει πάλι με το να πάρει. Συνών. να πάρ’ η ευχή! / να πάρ’ η οργή! / να πάρ’ ο δαίμονας! / να πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να σε παρ’ ο διάβολος! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει με κάποιον: «να σε παρ’ ο διάβολος, σταμάτα, επιτέλους, αυτή την γκρίνια!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει πάλι με το να σε πάρει. Συνών. να σε πάρ’ η ευχή! / να σε πάρ’ η οργή! / να σε πάρ’ ο δαίμονας! / να σε πάρ’ ο κόρακας(!)·
- να πας στο διάβολο! α. δε νοιάζομαι, δε με ενδιαφέρει διόλου τι θα κάνεις, τι θα απογίνεις ή πού θα πας. Συνήθως η φρ. δίνεται ως απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω . Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα. β. λέγεται και ως κατάρα. (Λαϊκό τραγούδι: άιντα δε σε θέλω πια στο διάβολο να πας κι εσύ κι η μαμάκα σου κι ο πούστης π’ αγαπάς). Συνών. να πας στ’ ανάθεμα! / να πας στα κομμάτια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στα τσακίδια! / να πας στον αγύριστο! / να πας στον εξαποδώ(!)·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι θα γίνω (θ’ απογίνω) ή τώρα πού θα πάω. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το να ησυχάσουμε ή με το να τελειώνουμε, και είναι αρκετές φορές που, μετά το να ησυχάσουμε ή το να τελειώνουμε, ακούγεται για περισσότερη έμφαση και το κι ακόμα παραπέρα·
- ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, λέγεται για τους παμπόνηρους, τους καπάτσους, που μπορούν να καταφέρνουν τα πάντα με την εξυπνάδα τους: «μα πώς χωρίς τίποτα τα καταφέρνει αυτός ο άνθρωπος να βγάζει λεφτά; -Ο διάβολος γίδια δεν είχε και τυρί πουλούσε, αγόρι μου!»·
- ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του, ο κακοποιός, ο παράνομος, ο εκτός νόμου άνθρωπος, δε βλάπτει αυτόν που τον βοηθάει, που τον υποθάλπει: «όλοι οι απατεώνες αλληλοϋποστηρίζονται, γιατί ο διάβολος δε χαλάει τη φωλιά του»·
- ο διάβολος δουλειά δεν είχε και ζύγιζε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε κι έξυνε τ’ αρχίδια του ή ο διάβολος δουλειά δεν είχε, γαμούσε τα παιδιά του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ζυγίζει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, ξύνει τ’ αρχίδια του ή όταν ο διάβολος δεν έχει δουλειά, γαμάει τα παιδιά του, όταν κάποιος δεν έχει κάτι συγκεκριμένο να κάνει, τότε ασχολείται με οτιδήποτε για να περάσει η ώρα του ή συμπεριφέρεται ανάρμοστα, κάνει ανοησίες, απερισκεψίες·
- ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε, λέγεται για εκείνους, που, όταν ήταν νέοι έκαναν έκλυτη ζωή και, μόλις γέρασαν, απαρνήθηκαν λόγω αδυναμίας τα εγκόσμια ή έγιναν υποχρεωτικά ευσεβείς: «όταν ήταν νέος οργίαζε, και τώρα που μεγάλωσε, τη βγάζει στο μπαλκόνι του. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε || στα νιάτα του ήταν μέσα σ’ όλες τις ανωμαλίες, και τώρα που μεγάλωσε, δε φεύγει απ’ την εκκλησία. -Ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε»· βλ. και φρ. όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει·
- ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε, δηλώνει πως η γυναίκα είναι πολυμήχανη και σε συνδυασμό με την ομορφιά της γίνεται, πολλές φορές, επικίνδυνη: «εγώ δεν κάνω το μάγκα στη γυναίκα, κι όταν δημιουργείται κάποια διαφορά μεταξύ μας προσπαθώ με ήρεμο τρόπο να τα συμβιβάσω, γιατί ο διάβολος είδε τη γυναίκα και παραμέρισε»·  
- ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια, πρέπει να ενεργεί κανείς με μεγάλη υπευθυνότητα και σωφροσύνη, να επαγρυπνεί συνέχεια, γιατί δεν ξέρει πώς και πότε θα ξεσπάσει το κακό: «πρόσεχε να μελετήσεις καλά τα συμβόλαια, πριν τα υπογράψεις, γιατί ο διάβολος έχει πολλά ποδάρια»·
- ο διάβολος να σκάσει! (ενν. εγώ θα το κάνω), οπωσδήποτε, το δίχως άλλο: «ο διάβολος να σκάσει, εγώ θα την παντρευτώ!»·
- ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο, λέγεται γι’ αυτούς που οργανώνουν παρασκηνιακά διάφορες σκευωρίες, διάφορες συνωμοσίες: «τον βλέπεις έτσι κύριο και ήρεμο άνθρωπο, αλλά κινείται μυστικά κι αθόρυβα κι είναι ο διάβολος στα βουνά και τα έργα του στον κάμπο»·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος κερδίζει στη στεριά και θάλασσα γυρεύει, ο διάβολος του κώλου του κουκιά του μαγειρεύει, βλ. λ. θάλασσα·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει, ο έξυπνος άνθρωπος ζει φρόνιμα όταν αντιληφθεί πως εξαντλήθηκαν οι δυνάμεις του: «άσε τα κοριτσόπουλα μπάρμπα Γιώργο, γιατί, όταν γεράσει ο διάβολος, καλογερεύει». Συνών. σαν γεράσει η αλεπού, γίνεται καλογριά· βλ. και φρ. ο διάβολος εγέρασε, καλόγηρος εγίνηκε·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, βλ. λ. Θεός·
- ούτε το διάβολο να δεις ούτε το σταυρό σου να κάνεις, βλ. φρ. απ’ του διαβόλου την αυλή μήτ’ ερίφι μήτ’ αρνί·
- πάει κατά διαβόλου η δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- πάει στο διάβολο, είναι κάπως ανεκτό: «το να ’ρχεται κάθε τόσο και να τον βοηθάω, πάει στο διάβολο, αλλά να ’ναι κι αχάριστος από πάνω, ε, αυτό πάει πολύ!»·
- παπά παιδί, διαβόλου εγγόνι, βλ. λ. παπάς·
- πάω κατά διαβόλου, α. βαδίζω προς την καταστροφή, χάνομαι, καταστρέφομαι ηθικά: «απ’ τη μέρα που έμπλεξε μ’ αυτή την παρέα, πάει κατά διαβόλου αυτό το παιδί». β. καταστρέφομαι οικονομικά, χρεοκοπώ: «όταν καταπιάστηκε με δουλειά που δεν τη γνώριζε, πήγε κατά διαβόλου». γ. τσακώνομαι διαρκώς με κάποιον, δεν ταιριάζουν τα χνότα μας, ερχόμαστε σε σύγκρουση: «από τότε που γύρισα απ’ τη Θεσσαλονίκη, όπου σπούδαζα, πάμε κατά διαβόλου με τους γονείς μου»·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, έχω να κάνω πολύ μακρινή πορεία, μέχρι να φτάσω στον προορισμό μου: «ξεκίνησα πολύ πρωί, γιατί έπρεπε να πάω στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της πορείας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- πεταλώνει και το διάβολο, είναι ικανότατος, πανέξυπνος, πολύ καπάτσος: «δεν μπορείς να τα βγάλεις πέρα μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί πεταλώνει και το διάβολο»·
- πήγε στο διάβολο, α. έκφραση τέλειας αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου πού πήγε ο τάδε. β. έκφραση ανακούφισης για την αναχώρηση ύστερα από πολλή ώρα κάποιου ανεπιθύμητου προσώπου από το χώρο μας. Πολλές φορές, για περισσότερη έμφαση, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. πήγε στ’ ανάθεμα! / πήγε στα κομμάτια! / πήγε στα τσακίδια / πήγε στα τσακίδια! / πήγε στον αγύριστο! / πήγε στον εξαποδώ(!)·
- πήγαινε στο διάβολο! βλ. φρ. άι στο διάβολο(!)·
- πούλησε (και) την ψυχή του στο διάβολο, βλ. λ. ψυχή·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με τον εαυτό του: «που να πάρ’ ο διάβολος και να με σηκώσει, όλο βλακείες κάνω!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει! έκφραση εκνευρισμένου ή  αγανακτισμένου ανθρώπου, που τα έχει βάλει με κάποιον: «που να πάρ’ ο διάβολος και να σε σηκώσει, όλο μέσ’ στα πόδια μου μπλέκεσαι!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μπα·
- πού στο διάβολο είναι! λέγεται για πρόσωπο ή πράγμα που αναζητάμε ή που περιμένουμε για αρκετό χρονικό διάστημα και για επείγουσα ανάγκη, χωρίς να γνωρίζουμε πού βρίσκεται: «πού στο διάβολο είναι ο υδραυλικός και τον περιμένω από το μεσημέρι! || πού στο διάβολο είναι το στιλό μου και δεν έχω να γράψω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα είναι! / πού στα κομμάτια είναι! / πού στα τσακίδια είναι! / πού στην ευχή είναι! / πού στην οργή είναι! / πού στο δαίμονα είναι! / πού στο καλό είναι! / πού στον κόρακα είναι(!)·
- πού στο διάβολο ήσουν! λέγεται επιτιμητικά ή απειλητικά σε άτομο που ψάχναμε επίμονα και δεν καταφέραμε να βρούμε τη στιγμή που το χρειαζόμασταν ή που το περιμέναμε για μεγάλο χρονικό διάστημα: «πού στο διάβολο ήσουν κι έφαγα τον κόσμο να σε βρω!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα ήσουν! / που στα κομμάτια ήσουν! / πού στα τσακίδια ήσουν! / πού στην ευχή ήσουν! / πού στην οργή ήσουν! / πού στο δαίμονα ήσουν! / πού στο καλό ήσουν! / πού στον κόρακα ήσουν(!)·
- πού στο διάβολο πήγε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «πού στο διάβολο πήγε το στιλό μου!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγε! / πού στα κομμάτια πήγε! / πού στα τσακίδια πήγε! / πού στην ευχή πήγε! / πού στην οργή πήγε! / πού στο δαίμονα πήγε! / πού στο καλό πήγε! / πού στον κόρακα πήγε(!)·
- πού στο διάβολο πήγες! πού εξαφανίστηκες: «πού στο διάβολο πήγες και σ’ έψαχνα όλο το πρωί!». Συνών. πού στ’ ανάθεμα πήγες! / πού στα κομμάτια πήγες! / πού στα τσακίδια πήγες! / πού στην ευχή πήγες! / πού στην οργή πήγες! / πού στο δαίμονα πήγες! / πού στο καλό πήγες! / πού στον κόρακα πήγες(!)·
- πώς στο διάβολο! α. με ποιο τρόπο: «πώς στο διάβολο ζουν μέσα σε τόση φτώχεια, είναι άξιο απορίας!». β. (γενικά) έκφραση απορίας ή έκπληξης: «πώς στο διάβολο τα κατάφερες κι ήρθες με τέτοιο παλιόκαιρο!». Συνών. πώς στ’ ανάθεμα! / πώς στα κομμάτια! / πώς στην ευχή! / πώς στην οργή! / πώς στο δαίμονα! / πώς στο καλό! / πώς στον κόρακα(!)·
- σκάει διάβολο ή σκάει και διάβολο, α. είναι ή γίνεται πολύ ενοχλητικός, πολύ φορτικός με την επιμονή του για να πετύχει κάτι από κάποιον: «αν δεν του δώσεις αυτό που του ’ταξες, σκάει διάβολο μέχρι να το πετύχει». β. δυσκολεύεται πολύ να κατανοήσει κάτι που του λέμε, είναι πολύ αργόστροφος: «μέχρι να καταλάβει τι του λες, σκάει διάβολο»·
- σκάσε διάβολε! α. επιτέλους, πάψε να μιλάς: «σκάσε διάβολε, γιατί δεν αντέχω άλλο τη γκρίνια σου!». β. έκφραση αγανάκτησης από συνεχιζόμενο φτέρνισμα δικό μας ή διπλανού μας, που έχει γίνει πια ενοχλητικό, αλλά λέγεται και με εξορκιστική διάθεση·
- στο διάβολο! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας σε ενοχλητικό άτομο, με την έννοια να μας αφήσει ήσυχους, να πάψει να μας ενοχλεί, να φύγει, να ξεκουμπιστεί. Συνών. στ’ ανάθεμα! / στα κομμάτια! / στα τσακίδια(!)·
- στου διαβόλου τη μάνα, α. απάντηση στην ερώτηση κάποιου πού μένεις ή πού πας και εννοεί μια πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. απάντηση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου πού να πάω.Αν ο ερωτώμενος θέλει να επιτείνει το μέγεθος της αδιαφορίας του, τότε η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα ·
- τα γράφω όλα στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα όλα στου διαβόλου το κατάστιχο, δε με μέλει, δε με νοιάζει για τίποτα, αδιαφορώ τελείως για όλα. (Λαϊκό τραγούδι: στου διαβόλου τα ’γραψα όλα το κατάστιχο και γλεντώ τα νιάτα μου πριν με πιάσει λάστιχο). Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω όλα στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα όλα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τα έχω γραμμένα στου διαβόλου το κατάστιχο (ενν. τα λόγια σου, αυτά που μου λες), δεν τα υπολογίζω, δεν τα παίρνω διόλου υπόψη μου: «τζάμπα μιλάς, γιατί όσα λες τα γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τα γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τα έχω γραμμένα στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τα πράγματα πάνε κατά διαβόλου, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- τάζει της Παναγιάς κερί, του διάβολου λιβάνι, βλ. λ. κερί·
- τι στο διάβολο! έκφραση εκνευρισμού ή δυσφορίας: «τι στο διάβολο κάνει τόση ώρα και δεν έρχεται». Συνών. τι στ’ ανάθεμα! / τι στα κομμάτια! / τι στην ευχή! / τι στην οργή! / τι στο δαίμονα! / τι στο καλό! / τι στον κόρακα(!)·
- τι στο διάβολο έγινε! (για πράγματα) πού εξαφανίστηκε: «τι στο διάβολο έγινε ο αναπτήρας μου!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινε! / τι στα κομμάτια έγινε! / τι στην ευχή έγινε! / τι στην οργή έγινε! / τι στο δαίμονα έγινε! / τι στο καλό έγινε! / τι στον κόρακα έγινε(!)·
- τι στο διάβολο έγινες! πού εξαφανίστηκες: «τι στο διάβολο έγινες όλο το πρωί και σε χρειαζόμουν!». Συνών. τι στ’ ανάθεμα έγινες! / τι στα κομμάτια έγινες! / τι στην ευχή έγινες! / τι στην οργή έγινες! / τι στο δαίμονα έγινες! / τι στο καλό έγινες! / τι στον κόρακα έγινες(!)·
- τι στο διάβολο θέλει; έκφραση δυσφορίας για την επίσκεψη κάποιου ανεπιθύμητου ατόμου: «σας ζητάει ο τάδε. -Τι στο διάβολο θέλει;». Συνών. τι στ’ ανάθεμα θέλει; / τι στα κομμάτια θέλει; / τι στην ευχή θέλει; / τι στην οργή θέλει; / τι στο δαίμονα θέλει; / τι στο καλό θέλει; / τι στον κόρακα θέλει(;)·
- τι στο διάβολο κάνεις! έκφραση απορίας για κάποιον που ασχολείται με πράγματα έξω από τις οδηγίες μας ή έξω από την ορθή διαδικασία ή εκτέλεση. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το εδώ ή το εκεί. Συνών. τι στ’ ανάθεμα κάνεις! / τι στα κομμάτια κάνεις! / τι στην ευχή κάνεις! / τι στην οργή κάνεις! / τι στο δαίμονα κάνεις! / τι στο καλό κάνεις! / τι στον κόρακα κάνεις(!)·
- το τρίγωνο του διαβόλου, βλ. λ. τρίγωνο·
- το ’φερε ο διάβολος, βλ. συνηθέστ. το ’φερε η κακιά ώρα, λ. ώρα·
- τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι, λέγεται σε περίπτωση που ένα άτομο επιδιώκει με κάθε τρόπο να μην συναντήσει κάποιον ή που αποφεύγει συστηματικά μια κατάσταση λόγω υπερβολικής απέχθειας: «αν θα ’ναι κι ο τάδε, δε θα ’ρθει, γιατί τον αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι || έχει τόσο πολύ υποφέρει μέσα στα νοσοκομεία από διάφορες αρρώστιες που, όταν χρειαστεί να πάει επίσκεψη σε νοσοκομείο, το αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι». Από το ότι ο διάβολος, σύμφωνα με τη σχετική φιλολογία, αποφεύγει συστηματικά το λιβάνι, γιατί, καθώς αυτό έχει ένα χαρακτηριστικό άρωμα, χρησιμοποιείται σε διάφορες θρησκευτικές εκδηλώσεις·
- τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο ή τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο, α. αδιαφορώ, τον περιφρονώ τελείως, τον αγνοώ: «εσένα σ’ εκτιμώ βαθύτατα, αλλά τον φίλο σου τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο». β. δεν τον υπολογίζω, δεν τον φοβάμαι καθόλου: «αν σου είπε πως θέλει νε με δείρει, πες του πως τον έχω γραμμένο στου διαβόλου το κατάστιχο». Για συνών. βλ. φρ. τον γράφω στα παλιά μου τα παπούτσια ή τον έχω γραμμένο στα παλιά μου τα παπούτσια, λ. παπούτσι·
- τον έχω στου διαβόλου το κατάστιχο, βλ. φρ. τον γράφω στου διαβόλου το κατάστιχο·
- τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι, άρχισε να συμπεριφέρεται αλλοπρόσαλλα, τρελά, δαιμονισμένα: «εκεί που καθόμασταν ήσυχα και μιλούσαμε, ξαφνικά τον καβαλίκεψαν οι διαβόλοι και δεν άφησε τίποτα όρθιο μέσ’ στο μαγαζί»·
- τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε, α. τιμωρήθηκε σκληρά, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασαν να βάζει χέρι στο ταμείο, τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». β. έπαθε μεγάλο κακό, μεγάλη συμφορά, καταστράφηκε οικονομικά: «έμπλεξε με κάτι απατεώνες για να κάνουν δήθεν κάτι δουλειές, και τον πήρε ο διάβολος και τον σήκωσε». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το τον πατέρα ή με το τον πατέρα και τη μάνα. (Τραγούδι: ποιος ξέρει τώρα να μου πει ποιαν αποφράδα μέρα μας πήρε και μας σήκωσε ο διάολος τον πατέρα; Και οι δεσποτάδες νταχτιρντί και γύρω γύρω όλοι μπουκάραν οι Οθωμανοί και πήρανε την Πόλη
- τον πιάνει ο διάβολος, ενεργεί σαν τρελός, σαν δαιμονισμένος: «όταν τον πιάνει ο διάβολος, είναι να μην κάθεσαι κοντά του, γιατί δεν ξέρεις τι θα σου προκύψει»·
- τον έστειλα κατά διαβόλου, βλ. φρ. τον έστειλα στο διάβολο·
- τον έστειλα στο διάβολο, α. τον έδιωξα ύστερα από ακατάσχετο υβρεολόγιο, τον διαβολόστειλα: «μ’ είχε φέρει μέχρι δω πάνω με τις ανοησίες του, και τον έστειλα στο διάβολο». β. έπαψα να ενδιαφέρομαι για κάποιον, αδιαφορώ τελείως: «αφού δεν εννοούσε να βάλει μυαλό, τον έστειλα κι εγώ στο διάβολο». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της αδιαφορίας μας, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Συνών. τον έστειλα στ’ ανάθεμα / τον έστειλα στα τσακίδια·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, α. τον στέλνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο. β. (συνήθως για στρατιωτικούς ή δημόσιους υπαλλήλους) τον μεταθέτω σε κάποια πολύ μακρινή πόλη ή χωριό, του κάνω δυσμενή μετάθεση: «η υπηρεσία του τον έστειλε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα·
- τον (το) φοβάται, όπως ο διάβολος το λιβάνι, βλ. φρ. τον (το) αποφεύγει, όπως ο διάβολος το λιβάνι·
- του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα, πρέπει να καλοπιάνει κανείς περισσότερο κάποιο επικίνδυνο άτομο, από το οποίο ενδέχεται να πάθει κάποιο κακό παρά ένα καλό και αγαθό άτομο: «αν είναι μούτρο, όπως λες, αυτός που νοίκιασε το διπλανό διαμέρισμα, για καλό και για κακό του αγίου άναβε κερί και του διαβόλου δέκα»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, τιμωρήθηκε πολύ σκληρά, όπως του άξιζε, παραδειγματικά: «μόλις τον έπιασε τ’ αφεντικό του να κάνει πάλι κοπάνα, του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα». Πολλές φορές, μετά το τέλος της φρ. ακολουθεί το που τον γένναγαν ή το που τον γέννησαν ή το που τον πέταγαν·
- τραβώ το διάβολό μου, παιδεύομαι πάρα πολύ, καταταλαιπωρούμαι: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα, τραβώ το διάβολό μου, γιατί η γυναίκα μου μου βγήκε πολύ γκρινιάρα || τράβηξα το διάβολό μου, μέχρι να τελειώσω αυτή τη δουλειά». (Λαϊκό τραγούδι: μες την ταβέρνα ξενυχτώ για σένα, βρε μικρό μου, και κάθε μέρα εγώ για σε τραβώ το διάβολό μου
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, πηγαίνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «τρέχω στου διαβόλου τη μάνα για να πλασάρω το εμπόρευμα». Πολλές φορές, για να επιτείνει το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους ή πλασιέ·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, φτάνω σε πολύ απομακρυσμένη περιοχή, ιδίως σε σχέση με κάποιο κέντρο: «ξεκίνησε για ένα ταξιδάκι κι έφτασε στου διαβόλου τη μάνα». Πολλές φορές, για να επιτείνουμε το μέγεθος της απόστασης, η φρ. κλείνει με το κι ακόμα παραπέρα. Η φρ. συνήθως λέγεται από εμπόρους, πλασιέ ή ταξιδευτές.

εξυπνάδα

εξυπνάδα, η, ουσ. [<έξυπνος + κατάλ. -άδα], η εξυπνάδα. 1. στον πλ. οι εξυπνάδες, λόγια ή ενέργειες που λέγονται ή γίνονται για να εξαπατήσουμε κάποιον: «άσε τις εξυπνάδες, γιατί σε πήραμε χαμπάρι». (Λαϊκό τραγούδι: εσύ, που κάνεις πως τα ξέρεις όλα, κι όλο εξυπνάδες έχεις στο μυαλό, πες μου, για να μάθω κι εγώ: ποιο έχει γίνει πρώτα: η κότα ή τ’ αβγό;).2. ως επιφών. εξυπνάδες! ανόητοι, άνοστοι και ενοχλητικοί αστεϊσμοί ή λόγια, που αυτός που τα λέει τα θεωρεί έξυπνα: «σταμάτα, επιτέλους, αυτές τις εξυπνάδες, γιατί μ’ εκνεύρισες || τι λες, μου δανείζεις τη γυναίκα σου να πάω το βράδυ σ’ ένα πάρτι, γιατί η δικιά μου είναι άρρωστη; -Εξυπνάδες!»·
- είναι τέρας εξυπνάδας, βλ. λ. τέρας·
- κάνει εξυπνάδες, βλ. φρ. πουλάει εξυπνάδες·
- λέει εξυπνάδες, βλ. φρ. πουλάει εξυπνάδες·
- πουλάει εξυπνάδες, κάνει τον έξυπνο, τον σπουδαίο, τον πολύξερο ή επιδεικνύει τις γνώσεις του με σκοπό, να εντυπωσιάσει κάποιον ή κάποιους: «κάθε φορά που έρχεται κάποια καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, πουλάει ένα σωρό εξυπνάδες για να την εντυπωσιάσει». (Λαϊκό τραγούδι: για κορόιδο μ’ έχεις πάρει κι εξυπνάδες μου πουλάς· σαν κι εμένα παλικάρι δεν θα κυβερνάς).

ζοριλίκι

ζοριλίκι, το, ουσ. [<ζόρι + κατάλ. -ιλίκι], η αγριάδα, η επιθετικότητα, που επιδεικνύεται με χυδαίο και προκλητικό τρόπο, για να κάνουμε κάποιον να φοβηθεί ή για να του επιβληθούμε: «νόμιζε πως θα με τρόμαζε με το ζοριλίκι του». (Λαϊκό τραγούδι: να ’σαι κουρνάζος κι έξυπνος κι όλο με ζοριλίκι, για μαύρα μάτια ζόρικα να ’χεις το νταηλίκι
- δε σηκώνω ζοριλίκι ή δε σηκώνω ζοριλίκια, δε δέχομαι, δεν ανέχομαι, δεν τρομάζω από την επίδειξη της άγριας ή της επιθετικής συμπεριφοράς κάποιου: «εμένα μη μου κάνεις τον άγριο, γιατί δε σηκώνω ζοριλίκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι ο Μπαϊρακτάρης ο σκληρός δε σήκωνε ζοριλίκι, έκοβε απ’ τους μάγκες το ένα το μανίκι
- πουλώ ζοριλίκι ή πουλώ ζοριλίκια, προσποιούμαι τον άγριο, το νταή, επιδεικνύω με φτηνό τρόπο τη δύναμή μου, προκαλώ χωρίς λόγο μόνο και μόνο για να επιβληθώ: «σε μένα μην πουλάς ζοριλίκι, γιατί έχω τον τρόπο να σε βάλω στη θέση σου»·
- σε μας ζοριλίκια δεν περνάνε ή σε μένα ζοριλίκια δεν περνάνε, α. δεν πτοούμαι από τις απειλές, τους εκβιασμούς, δεν επηρεάζομαι από τη σκληρή στάση που κρατάει κάποιος απέναντί μου: «κάτσε καλά, γιατί σε μένα ζοριλίκια δεν περνάνε». β. λέγεται και με απειλητική διάθεση με την έννοια ότι, αν εξακολουθήσεις να με συμπεριφέρεσαι με ζοριλίκι, θα σε αντιμετωπίσω με τον ίδιο τρόπο. Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του.

κορμί

κορμί, το, ουσ. [<μσν. κορμίν <μτγν. κορμίον, υποκορ. του αρχ. κορμός], το κορμί. 1. ο άνθρωπος ως μονάδα: «στην τάδε μάχη έπεσαν πολλά κορμιά || στο χωριό δεν απόμειναν παραπάνω από δέκα κορμιά». (Λαϊκό τραγούδι: στο διπλανό τραπέζι ένα κορμί με παίζει). 2. το καλοσχηματισμένο ανθρώπινο κορμί και, κατ’ επέκταση, ο ωραίος, ο όμορφος άντρας ή η ωραία, η όμορφη γυναίκα: «για δες ένα κορμί που περνάει απέναντι!». (Λαϊκό τραγούδι: για κοίτα κόσμε ένα κορμί που μπήκε μες στο μαγαζί. Αμάν, πασά μου, θα τρελαθώ ως και τα ρούχα μου πουλώ). Υποκορ. κορμάκι, το (βλ. λ.). Μεγεθ. κορμάρα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 21 φρ.)·
- άχρηστο κορμί, (υποτιμητικά ή επιτιμητικά) άνθρωπος ανάξιος λόγου, τιποτένιος, άνθρωπος που δεν μπορεί να πετύχει τίποτα στη ζωή του, που είναι ανίκανος να φέρει σε αίσιο τέλος μια δουλειά ή μια υπόθεση: «είσαι τόσο άχρηστο κορμί, που, και στη θάλασσα να σε στείλουν, δε θα φέρεις νερό». (Λαϊκό τραγούδι: για πες μου, άχρηστο κορμί,όταν θα έρθει η στιγμή τι ψυχή θα παραδώσεις
- δίνει το κορμί της, βλ. συνηθέστ. πουλάει το κορμί της·
- είναι δυο κορμιά μια ψυχή, ταιριάζουν, συνεννοούνται απόλυτα, είναι απόλυτα ταυτισμένοι: «αποκλείεται να χωρίσει αυτό το ζευγάρι, γιατί, απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν, είναι δυο κορμιά μια ψυχή». (Λαϊκό τραγούδι: είμαστε μες τη ζωή δύο κορμιά μια ψυχή κι αν τύχει και μ’ αρνηθείς, ό,τι μου κάνεις θα το βρεις). Συνών. είναι ένα σώμα μια ψυχή·
- είναι χαμένο κορμί, είναι άνθρωπος με κακές συναναστροφές και ανήθικη ζωή: «πρέπει να πάψεις να κάνεις παρέα μαζί του, γιατί είναι χαμένο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι ένα κορμί χαμένο, ένας άσωτος υιός, απ’ το σπίτι μου φευγάτος κι απ’ τον κόσμο μακριά, στον γκρεμό κατρακυλάω κάθε μέρα πιο βαθιά
- έπεσαν πολλά κορμιά, σκοτώθηκαν πολλοί άνθρωποι, ιδίως σε μάχη: «στη μάχη του Λαχανά έπεσαν πολλά κορμιά»·
- ίσια το κορμί σου, έκφραση με την οποία ενθαρρύνουμε κάποιον να αντιπαλέψει με θάρρος τις δυσκολίες που του έτυχαν. (Λαϊκό τραγούδι: έμπαινε, Γιώργο, έμπαινε και ίσια το κορμί σου, μη λογαριάζεις τίποτα και πονηρά ξηγήσου). Από την εικόνα του ατόμου που οι πολλές δυσκολίες της ζωής του το ανάγκασαν να περπατά με κυρτωμένους τους ώμους·
- κορμί μου ατελείωτο! θαυμαστικό επιφώνημα σε ψηλή και καλλίγραμμη γυναίκα, που βλέπουμε να περνάει μπροστά μας·
- κορμί (σαν) κυπαρίσσι, το ψηλό και λυγερό κορμί: «ο γιος του έχει ένα κορμί σαν κυπαρίσσι»·
- κορμί (σαν) λαμπάδα, το ψηλό και λεπτό κορμί: «με τη δίαιτα και τη γυμναστική έκανε ένα κορμί σαν λαμπάδα»·
- κορμί (σαν) λάστιχο, το ευλύγιστο και καλογυμνασμένο κορμί: «στο τσίρκο διαφήμιζαν ένα παιδί, που είχε κορμί λάστιχο»·
- κορμί σαν φίδι, βλ. φρ. φιδίσιο κορμί·
- κορμί σαν χέλι, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «είναι πολύ λαχταριστή γυναίκα κι έχει κορμί σαν χέλι». (Λαϊκό τραγούδι: χόρεψέ μου τσιφτετέλι που ’χεις το κορμί σαν χέλι, να χαζέψει ο ντουνιάς
- λιώνει το κορμί μου, α. πάσχω από ανίατη ασθένεια, ιδίως από καρκίνο: «παρόλη την πρόοδο της ιατρικής, εντούτοις λιώνει το κορμί μου». β. νιώθω έντονο ερωτικό πόθο: «απ’ τη μέρα που τη γνώρισα, λιώνει το κορμί μου για πάρτη της». (Λαϊκό τραγούδι: το κορμί μου λιώνει όταν σε κοιτώ, όταν σε ιδώ πώς είσαι, θε να λωλαθώ
- ξερό κορμί, άνθρωπος χωρίς οικογένεια, που είναι εντελώς μόνος στη ζωή του: «κουράστηκε να ’ναι ένα ξερό κορμί κι αποφάσισε να παντρευτεί»·
- όταν ο σάλιαγκας ζητεί ν’ αλλάξει το καυκί του, πρώτα βγάζει τα κέρατα κι έπειτα το κορμί του, βλ. λ. σάλιαγκας·
- ό,τι τραβάει το κορμί, τα φταίει το κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- πήρε το κορμί μου φωτιά, κυριεύομαι από σεξουαλική επιθυμία: «μόλις ένιωσα στο στόμα μου τα σαρκώδη χείλη της, πήρε το κορμί μου φωτιά»·
- πουλάει το κορμί της, εκδίδεται επί χρήμασι. (Λαϊκό τραγούδι: τι σε μέλει εσένα κι αν γυρνώ το κορμί μου ακόμα κι αν πουλώ; πέντε χρόνια εσύ με τυραννάς, δε με στεφανώνεις με γελάς
- του άργασα το κορμί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- φιδίσιο κορμί, λεπτό και ευλύγιστο κορμί: «ήταν μια όμορφη γυναίκα με φιδίσιο κορμί». (Λαϊκό τραγούδι: αραπίνες, μάτια φλογισμένα και κορμιά φιδίσια καμωμένα, σαν εξωτικά!
- χαμένο κορμί, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τίποτα σ’ αυτό το χαμένο κορμί, γιατί θα εκτεθείς». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: χαμένο κορμί με φωνάζουν κι αλήτη, γιατί δε γυρίζω τα βράδια στο σπίτι). γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω, χαμένο κορμί». Συνών. χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο ρούχο / χαμένο υποκείμενο.

κριθάρι

κριθάρι, το, ουσ. [<μτγν. κριθάριον, υποκορ. του αρχ. ουσ. κριθή], το κριθάρι·
- δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι, λέγεται για εκείνους τους εμπόρους, που, ενώ τα εμπορεύματα που πουλάνε φαίνονται πως είναι καλής ποιότητας, στην πραγματικότητα δεν είναι: «δεν αγοράζω ξανά απ’ αυτόν τον έμπορα, γιατί δείχνει σιτάρι και πουλάει κριθάρι». Από το ότι το κριθάρι χρησιμοποιείται και ως διατροφή των ζώων·
- δεν τρώω κριθάρι ή δεν τρώμε κριθάρι, δεν είμαι αφελής, ευκολόπιστος, δεν είμαι ανόητος, κουτός, βλάκας: «θέλησε να με ξεγελάσει, αλλά δεν ήξερε ότι δεν τρώω κριθάρι». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. Για συνών. βλ. φρ. δεν τρώω κουτόχορτο ή δεν τρώμε κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο·
- έσπειρε σιτάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, είναι φορές που ενεργούμε όπως πρέπει, αλλά τα αποτελέσματα δεν είναι αυτά που περιμένουμε: «ποτέ του δεν μπόρεσε να καταλάβει, γιατί δεν προχώρησε η δουλειά. Έσπειρε στάρι κι εφύτρωσε κριθάρι, δεν είναι για να τρελαίνεσαι;»·
- το καλό το άλογο, βγάζει το κριθάρι του, βλ. λ. άλογο·
- τρώει κριθάρι, είναι αφελής, ευκολόπιστος, είναι ανόητος, κουτός, βλάκας: «αφού τρώει κριθάρι, μια ζωή θα τον ξεγελούν». Από το ότι το κριθάρι, εκτός των άλλων, αποτελεί και βασική τροφή πολλών οικιακών ζώων. Για συνών. βλ. φρ. τρώει κουτόχορτο, λ. κουτόχορτο.

μάνα

μάνα, η, πλ. μάνες κ. μανάδες, οι, ουσ. [<μσν. μάννα <αρχ. μάμμη (= μητέρα), ανομ.], η μάνα, η μητέρα. 1. πηγή νερού: «στην πλαγιά του βουνού ήταν η μάνα του ρυακιού, που περνούσε μεσ’ απ’ το χωριό». 2α. (στη γλώσσα της αργκό) αυτός που δίνει δουλειά στους άνεργους: «αφού κι η μάνα δεν μπόρεσε να σου βρει δουλειά, μην περιμένεις από κανέναν άλλον». Ο χαρακτηρισμός ανήκει στους Έλληνες μετανάστες. β. ταβερνιάρης που δίνει φαγητό και πιοτό βερεσέ, που τα γράφει στο τεφτέρι: «αν δεν είχαμε και τη μάνα να τρώμε και να πίνουμε στις αφραγκίες μας, θα είχαμε πεθάνει». 3. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) τα χρήματα που υπάρχουν στο ταμείο κατά τη διάρκεια του παιχνιδιού: «πόσα λεφτά έχει η μάνα; || η μάνα έχει εκατό χιλιάρικα». Συνών. αράπης (3β) / κάσα (4) / κουτί (2) / μπάνκα (2). 4. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) το αρχικό χρηματικό ποσό με το οποίο συμμετέχει ο κάθε παίχτης στο παιχνίδι: «πόσο πάει η μάνα;». Συνών. κάσα (5) / μπάνκα (3). 5. (στη γλώσσα των μηχανόβιων) το πάνω μέρος του τιμονιού: «είχε περάσει στη μάνα ένα καινούργιο στροφόμετρο». 6. (για τάβλι) η πρώτη πόρτα του ταβλιού και το πούλι ή τα πούλια που υπάρχουν σε αυτή: «μόνο όταν του ’πιασα τη μάνα, παραδέχτηκε πως έχασε το παιχνίδι». 7. ο αρχηγός σε ομαδικό παιδικό παιχνίδι: «από μικρός ήταν τόσο εγωιστής, που σ’ όλα τα παιχνίδια μας ήθελε να είναι μάνα». (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- άι στη μάνα σου! ή άντε στη μάνα σου! έκφραση με την οποία διώχνουμε από κοντά μας ενοχλητικό άτομο. (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου κυρά μου κι άδειασε μου τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βρε· βλ. και φρ. άντε στη μαμάκα σου! λ. μαμάκα·
- ακόμη δε βγήκε απ’ το μουνί της μάνας του, βλ. λ. μουνί·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- αν δεν κλάψει το μωρό, η μάνα του δεν του δίνει να φάει, βλ. λ. μωρό·
- απ’ τη μάνα τους, (για μηχανήματα) από το εργοστάσιο παραγωγής του: «τα φρένα τ’ αυτοκινήτου μου ήταν ελαττωματικά απ’ τη μάνα τους»·   
- απ’ την κοιλιά της μάνας του, βλ. λ. κοιλιά·
- βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, πέρασα τρομερές δυσκολίες, τρομερές ταλαιπωρίες, ιδίως για να πετύχω κάτι: «βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα, μέχρι να μεγαλώσω τα παιδιά μου»·
- βλέπω της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. βλέπω της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- βρίσκομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- γαμώ τη μάνα μου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που με πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που με γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που με πέταγε! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ατόμου: «γαμώ τη μάνα μου, όλα τα στραβά σε μένα τυχαίνουν». Συνήθως η φρ. ξανακλείνει με το ρ. γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ τη μάνα σου! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! ή σου γαμώ τη μάνα! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε γένναγαν! ή σου γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που σε πέταγαν! ή σου γαμώ τη μάνα που σε γένναγε! ή σου γαμώ τη μάνα που σε πέταγε! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «φύγε, γαμώ τη μάνα σου, γιατί με ξεκούφανες με τις αγριοφωνάρες σου!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως πιο πάνω, κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·  
- δε γνωρίζει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, βλ. συνηθέστ. εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα·
- δεν καταλαβαίνει (ούτε) τη μάνα του, α. δεν αλλάζει τη γνώμη του, είναι ανένδοτος, αμετάπειστος: «απ’ τη στιγμή που σου είπε πως δε θα σου δώσει άδεια, μην τον ενοχλείς άλλο, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». β. είναι πολύ σκληρόκαρδος, είναι αναίσθητος: «μην πας στον τάδε να σε βοηθήσει, γιατί αυτός δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». γ. δε δείχνει την παραμικρή διάθεση κατανόησης ή συνεννόησης: «τζάμπα θα χάσεις τα λόγια σου, γιατί δεν καταλαβαίνει τη μάνα του». δ. δεν αντιλαμβάνεται το παραμικρό από όσα συμβαίνουν γύρω του, ιδίως κακά: «εδώ συμβαίνουν του κόσμου τα γεγονότα κι αυτός δεν καταλαβαίνει ούτε τη μάνα του». Από την εικόνα του ατόμου που δεν αλλάζει συμπεριφορά ή στάση ακόμη και αν τον παρακαλέσει η μητέρα του. Συνών. δεν καταλαβαίνει γρυ / δεν καταλαβαίνει μία / δεν καταλαβαίνει τ’ άντερά του / δεν καταλαβαίνει Χριστό·
- δεν τον ξέρει ούτε (κι) η μάνα του, είναι εντελώς άγνωστος σε έναν πολιτικό, οικονομικό, κοινωνικό ή καλλιτεχνικό χώρο: «μην τον πιστεύεις που κάνει το μεγάλο και τον τρανό, γιατί στην πραγματικότητα δεν τον ξέρει ούτε κι η μάνα του»· 
- εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, έκφραση εκνευρισμένου ατόμου που σε στιγμές γενικής αναταραχής ή αναστάτωσης από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή, του ζητάμε κάτι: «εδώ χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα και συ μου ζητάς να σου πω πού είναι ο τάδε;»·
- είδα της μάνας μου το μουνί, βλ. συνηθέστ. είδα της μάνας μου το πράμα, λ. πρά(γ)μα·
- είμαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- είναι κολλημένος στο φουστάνι της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- είναι μάνα, είναι πολύ έμπειρος, πολύ ικανός, ειδικός, επιτήδειος, είναι ειδήμονας σε κάτι: «μια τέτοια μπερδεμένη δουλειά μόνο στον τάδε μπορείς να την αναθέσεις για να σου την τελειώσει, γιατί είναι μάνα σε κάτι τέτοια || ο τάδε είναι μάνα στο να βάζει τους ανθρώπους να μαλώνουν || μην πιστεύεις λέξη απ’ ό,τι σου λέει, γιατί είναι μάνα στο να λέει ψέματα»·
- είναι μάνας γιος, βλ. φρ. είναι της μάνας του παιδί. (Δημοτικό τραγούδι: μάνας γιε, μάνας γιε. Θα σε πάρω μα το ναι
- είναι της μάνας του παιδί, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά έχουν όχι μόνο μεγάλη ομοιότητα εξωτερικά, αλλά και όλα τα προτερήματα ή ελαττώματα των γονέων τους: «αφού είναι παιδί της μάνας του, πώς περίμενες να σου φερθεί καλύτερα;»·
- εμένα μάνα δε μ’ έκανε; ή εμάς μάνα δε μας έκανε; ή εμένα μάνα δε με γέννησε; ή εμάς μάνα δε μας γέννησε; α. έκφραση με την οποία εκφράζει κάποιος το παράπονό του για την απαξιωτική συμπεριφορά κάποιου ή κάποιων σε βάρος του: «γιατί, ρε παιδιά, δε με παίρνετε κι εμένα στα μπουζούκια, εμένα μάνα δε μ’ έκανε;». β. έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια ενέργειά του με την έννοια γιατί να το κάνουν οι άλλοι και όχι κι εγώ ή δεν έχω κι εγώ τα ίδια δικαιώματα με τους άλλους(;): «γιατί να μην πάω διακοπές, εμάς μάνα δε μας έκανε;». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του. (Λαϊκό τραγούδι: γιατί να μην χαρώ κι εγώ τα μάτισα μου πριν κλείσω; μάνα με γέννησε κι εμέ, θέλω κι εγώ να ζήσω). Συνών. εγώ από κώλο βγήκα; ή εμείς από κώλο βγήκαμε; / εγώ άνθρωπος δεν είμαι; ή εγώ δεν είμαι άνθρωπος; ή εμείς άνθρωποι (ανθρώποι) δεν είμαστε; ή εμείς δεν είμαστε άνθρωποι; (ανθρώποι;) / εγώ στο πηγάδι κατούρησα; ή εμείς στο πηγάδι κατουρήσαμε(;)·
- εννιά μήνες έκανες μέσ’ στην την κοιλιά της μάνας σου ή εννιά μήνες σ’ είχε η μάνα σου μέσ’ στην κοιλιά της ή εννιά μήνες σε κουβάλαγε η μάνα σου στην κοιλιά της, βλ. λ. κοιλιά·
- έρχομαι απ’ του διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- έφτυσα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- ζητάει τη μάνα και τον πατέρα του, είναι πολύ απαιτητικός προκειμένου να κλείσει μια συμφωνία: «δεν υπογράφηκε η συμφωνία με τον τάδε, γιατί ζητούσε τη μάνα και τον πατέρα του»·
- η μάνα του καραβιού, (στη γλώσσα του ναυτικού) ο ναύκληρος: «η μάνα του καραβιού γνωρίζει όλα τα προβλήματα των ναυτών»·
- η μάνα του λόχου, (στη γλώσσα του στρατού) ο επιλοχίας: «όταν έχουμε κάποιο πρόβλημα, όλοι αναφερόμαστε στη μάνα του λόχου»·
- θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «αν μάθω πως ξανάπαιξες κουμάρι, θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα»·
- θα κλάψουν μάνες ή θα κλάψουν μανάδες, βλ. συνηθέστ. θα κλάψουν μανούλες, λ. μανούλα. (Λαϊκό τραγούδι: όλα μου τα παράτησα, οχ, μαχαίρια και καβγάδες· σαν αρχινήσω τα παλιά, βρε, θα κλάψουνε μανάδες
- θα μαρτυρήσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- θα σου πάρει ο διάβολος τη μάνα και το πατέρα! βλ. λ. διάβολος·
- θα φτύσεις της μάνας σου το γάλα, βλ. φρ. θα βλαστημήσεις της μάνας σου το γάλα·
- κάθομαι στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του, αντιδρά ή διαμαρτύρεται έντονα για κάτι, χωρίς να υπάρχει συνήθως σοβαρός λόγος: «λίγο να του πει κανείς κάνα λόγο παραπάνω, κάνει σάμπως και του σκότωσαν τη μάνα του»·
- κάνω μάνα ή κάνω τη μάνα, α. (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) διευθύνω το παιχνίδι: «όταν θα ’ρθει η σειρά μου να κάνω μάνα, θ’ αλλάξουμε τράπουλα». β. (γενικά) είμαι ο αρχηγός σε κάποιο ομαδικό παιχνίδι: «μετά το ένι μένι ντουντουμένι που κάναμε, βγήκε να κάνει μάνα ο τάδε»· βλ. και φρ. ό,τι κάνει η μάνα·
- κατά μάνα και πατέρα, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη, δηλώνει πως τα παιδιά επηρεάζονται άμεσα από τους γονείς τους και παίρνουν τους καλούς ή κακούς χαρακτήρες τους, τα προτερήματα ή τα ελαττώματά τους·  
- κατά μάνα και πατέρα, κατά γιο και θυγατέρα ή κατά μάνα κατά κύρη, κατά γιο και νοικοκύρη, βλ. φρ. κατά μάνα κατά κύρη, κάναμε και γιο Ζαφείρη·
- κλάψε με μάνα (μ’) κλάψε με! αλίμονό μου (σου, του, μας, σας, τους): «αν μάθει ο πατέρας μου πως μέθυσα πάλι, κλάψε με μάνα μ’ κλάψε με! || έκαναν έναν ξαφνικό έλεγχο και διαπίστωσαν πως έλειπαν λεφτά απ’ το ταμείο του. -Κλάψε με μάνα κλάψε με!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται διπλό ωχ και είναι φορές που η φρ. κλείνει με το μια νύχτα με φεγγάρι·
- κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
- κρεμιέται απ’ τη φούστα της μάνας του, βλ. λ. φούστα·
- κρεμιέται απ’ το φουστάνι της μάνας του ή κρεμιέται απ’ τα φουστάνια της μάνας του, βλ. λ. φουστάνι·
- μάνα, γιατί με γέννησες! έκφραση έντονης απογοήτευσης, που πολλές φορές λέγεται και με ειρωνική διάθεση. (Λαϊκό τραγούδι: μάνα, γιατί με γέννησες και μ’ έκανες γυναίκα, για νατραβώ μαρτύρια σα να ’μαι κολασμένη; δε μ’ έπνιγες να γλίτωνα, μανούλα μου καημένη;).Αναφορά στον ελληνικό κινηματογράφο της δεκαετίας του 1950 και του 1960, όπου συχνά αναφερόταν σε διάφορες ταινίες μελό·
- μάνα μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο ή σε όμορφη γυναίκα που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «έλα, μάνα μου, στην αγκαλιά μου || μάνα μου, γιατί είσαι στεναχωρημένο; || μάνα μου, πώς θα γίνει να τη βρούμε οι δυο μας;». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, μάνα μου, να φιλήσω το χειλάκι, σου έχω στην καρδιά μου λάβρα, θα σου βγάλω πια τα μαύρα κι όλο κόκκινα θα ντύσω το κορμάκι σου)· βλ. και φρ. μανούλα μου! λ. μανούλα·
- μάνα μου τα σκέλια σου! θαυμαστικό πείραγμα σε γυναίκα με όμορφα πόδια, που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας και το υπονοούμενο είναι η σεξουαλική πράξη·
- μάνα μου, τι ’σαι συ! θαυμαστική έκφραση σε όμορφη γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: η πιο καλή γκαρσόνα είμαι ’γω, γιατί με τέχνη όλους τους κερνώ, κι αυτοί με λένε, μάνα μ’, τι ’σαι συ γλυκιά γκαρσόνα φέρε μας κρασί
- μάνα μου, τι ’ταν ο μπαμπά σου, ζαχαροπλάστης! βλ. λ. ζαχαροπλάστης·
- μαρτύρησα της μάνας μου το γάλα, βλ. φρ. βλαστήμησα της μάνας μου το γάλα·
- με το γάλα της μάνας μου, βλ. λ. γάλα·
- μένω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- μια φορά με γέννησε η μάνα μου, α. έκφραση με την οποία δικαιολογούμε κάποια πράξη μας η οποία μπορεί και να είναι κατακριτέα από τους άλλους, όπως π.χ. τα γλέντια, οι διασκεδάσεις, οι πολλές ερωτικές περιπέτειες κ. ά. με την έννοια ότι δε θα ξαναγεννηθούμε για να απολαύσουμε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μια φορά με γέννησε η μάνα μου, στενοχώριες και κακίες κάντε πέρα. Στη ζωή μου έχω τόσο πληγωθεί, φτάνει πια, να δω μιαν άσπρη μέρα!). β. λέγεται ειρωνικά σε άτομο που μας ζητά να επαναλάβουμε κάτι που του είπαμε, γιατί δεν το άκουσε καλά ή δεν το κατάλαβε·
- μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του, αξιώνει υπέρογκο ποσό προκειμένου να πουλήσει κάτι: «θέλησα ν’ αγοράσω απ’ τον τάδε ένα οικόπεδο στη Χαλκιδική, αλλά δε θα τό πάρω, γιατί μου ζητάει τη μάνα του και τον πατέρα του»·
- να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται σε περίπτωση μεγάλου θρήνου: «στην κηδεία του τάδε ήταν να κλαίει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα»·
- να μη χαρώ τη μάνα μου! βλ. φρ. να μη χαρώ τη μανούλα μου! λ. μανούλα·
- να πας στου διαβόλου τη μάνα! βλ. λ. διάβολος·
- να σε χαίρεται η μάνα σου! ειρωνική ή επιθετική έκφραση σε ανάξιο άτομο·
- να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει ή να τρώει η μάνα και του παιδιού να μη δίνει, (για φαγητά) που είναι πάρα πολύ νόστιμο: «όταν κάνει η γιαγιά μου σπανακόπιτα, είναι να τρώει η μάνα και στο παιδί να μη δίνει»·
- να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα, λέγεται για γενική αναταραχή, γενική αναστάτωση, που, μερικές φορές, φτάνει στο σημείο του πανικού, ιδίως από μεγάλη συγκέντρωση πλήθους, από μεγάλη κοσμοσυρροή: «στην υποδοχή του αρχηγού μαζεύτηκε τόσος κόσμος, που ήταν να χάνει η μάνα το παιδί και το παιδί τη μάνα». (Λαϊκό τραγούδι: οι βόμβες όπως πέφτανε χτυπήσαν οι καμπάνες κι εχάσαν μάνες τα παιδιά και τα παιδιά τις μάνες 
- να χαρείς τη μάνα σου! βλ. φρ. να χαρείς τη μανούλα σου! λ. μανούλα·
- να χέσω τον πατέρα και τη μάνα σου, βλ. λ. πατέρας·
- ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι, δηλώνει πως, ενώ η μάνα ή κάποιος έχει όλη την καλή διάθεση να μας μαγειρέψει κάποιο καλό φαγητό ή να μας βοηθήσει, εντούτοις, δεν το κάνει λόγω οικονομικών δυσχερειών, λόγω φτώχειας: «η μάνα σου σας έφτιαξε σπανακόπιτα, όμως και σε μας ξέρει η μάνα μας να φτιάσει πίτα, μα σαν έχει αλεύρι»·
- οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα, λέγεται ειρωνικά ή αδιάφορα στην περίπτωση που δεν ξέρουμε ή που δε θέλουμε να πούμε πού και πώς γνωρίστηκε ένα ζευγάρι: «τον ρώτησα πού γνωρίστηκε το τάδε ζευγάρι κι αυτός είτε επειδή δεν ήξερε είτε επειδή δεν ήθελε να μου πει, μου αποκρίθηκε πως οι μάνες τους απλώνανε στην ίδια ταράτσα»·
- όπως τον (τη) γέννησε η μάνα του (της), ολόγυμνος, ολόγυμνη: «ήταν στο μπάνιο, όταν έγινε ο σεισμός, και πετάχτηκε στο δρόμο όπως τον γέννησε η μάνα του || επειδή θέλει να μαυρίζει στο κορμί της ομοιόμορφα, τα καλοκαίρια κάνει ηλιοθεραπεία όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- ό,τι κάνει η μάνα, ομαδικό παιδικό παιχνίδι, που παίζεται κυρίως στο ύπαιθρο, όπου τα παιδιά που παίρνουν μέρος, επαναλαμβάνουν αυτό που κάνει ο παίχτης που διευθύνει το παιχνίδι: «τα παιδιά ήταν στην αλάνα κι έπαιζαν ό,τι κάνει η μάνα»·
- παίζω μάνα ή παίζω τη μάνα, βλ. φρ. κάνω μάνα·
- πάω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- πού είσαι, μάνα μου, να δεις το γιο σου! βλ. λ. γιος·
- πού είσαι μάνα να με δεις! α. επίκληση απελπισία στη μητέρα μας, όταν βρισκόμαστε σε δεινή θέση: «πού είσαι μάνα να με δεις που δεν έχω να βάλω ψωμί στο στόμα μου!». β. λέγεται και για τον εντελώς αντίθετο λόγο: «ε ρε, δόξες, ε ρε μεγαλεία! Πού είσαι μάνα να με δεις!». (Λαϊκό τραγούδι: πού είσαι μάνα να με δεις; να κλάψεις να με λυπηθείς
- πουλάει και τη μάνα του, δεν έχει κανένα ηθικό φραγμό προκειμένου να κερδίσει χρήματα: «είναι τόσο φιλοχρήματο άτομο, που πουλάει και τη μάνα του για τα λεφτά»·
- σε βάρκα σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. βάρκα·
- σε σπηλιά σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. σπηλιά·
- σε τσαντίρι σε γέννησε η μάνα σου; βλ. λ. τσαντίρι·
- στης μάνας μου το γάλα! βλ. φρ. ορκίζομαι στης μάνας μου το γάλα·
- στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- τ’ ασχημότερο της ρούγας, τ’ ομορφότερο της μάνας, βλ. λ. ρούγα·
- τα γαμώ τη μάνα (ενν. τα λεφτά μου), τα ξοδεύω μέχρι τελευταίας δεκάρας, ιδίως σε γλέντια και διασκεδάσεις: «η ζωή είναι μικρή, γι’ αυτό, ό,τι λεφτά βγάζω, τα γαμώ τη μάνα»·
- τα γαμώ τη μάνα, προκαλώ μεγάλη αναστάτωση, μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε ένα κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα γάμησε τη μάνα»·
- την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της, την παντρεύτηκε χωρίς καθόλου προίκα, την παντρεύτηκε πάμφτωχη: «επειδή την αγαπούσε πάρα πολύ, την πήρε όπως τη γέννησε η μάνα της»·
- της μάνας σ’ το μπουγαδοκόφινο (ενν. γαμώ) βλ. λ. μπουγαδοκόφινο·
- της μάνας σ’ το μουνί (ενν. γαμώ), μεγάλη βρισιά·
- της μάνας σ’ το πράμα (ενν. γαμώ), βλ. φρ. της μάνας σ’ το μουνί·
- τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. φρ. κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου(!)·
- τι σου κάνω τώρα, μάνα μου! βλ. λ. κάνω·
- το γάμησα τη μάνα, (για αντικείμενα, ιδίως για μηχανήματα) το κατάστρεψα: «έτρεχα με τ’ αυτοκίνητο στα χωράφια και το γάμησα τη μάνα»·
- το καλό τ’ αρνί από δυο μάνες βυζαίνει, βλ. λ. αρνί·
- το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τον στέλνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- του γαμώ τη μάνα ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον γένναγαν ή του γαμώ τη μάνα και τον πατέρα που τον πέταγαν ή του γαμώ τη μάνα που τον γένναγε ή του γαμώ τη μάνα που τον πέταγε, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «επειδή έμαθε πως συνέχεια τον κατηγορούσε χωρίς λόγο, τον έπιασε μέσα στο καφενείο και του γάμησε τη μάνα μπροστά στον κόσμο». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «ήταν τόσο νευριασμένος, που, μόλις πήγε να του πει κάτι ο άλλος, τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε τη μάνα που τον πέταγε». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά. Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του γαμώ τη μάνα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του έπιασα τη μάνα, (για τάβλι) τοποθέτησα πούλι μου πάνω στο πρώτο του πούλι, στο πούλι της πόρτας εκκίνησης και κέρδισα το παιχνίδι: «μόλις του έπιασα τη μάνα, ο αντίπαλός μου παράτησε το παιχνίδι»·
- του πήρε ο διάβολος τη μάνα και τον πατέρα, βλ. λ. διάβολος·
- τρεις και το λουρί της μάνας, βλ. λ. λουρί·
- τρέχω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- φτάνω στου διαβόλου τη μάνα, βλ. λ. διάβολος·
- ωχ, μάνα μου! βλ. φρ. ωχ, μανούλα μου! λ. μανούλα.

μπαλαμούτι

μπαλαμούτι κ. παλαμούτι, το, ουσ. [<τουρκ. palamut (= παλαμίδα), ίσως ρουμαν. balamuti]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το κλέψιμο στα χαρτιά ή στα ζάρια: «αν είναι ν’ αρχίσεις πάλι το μπαλαμούτι, όπως και την προηγούμενη φορά, καλύτερα να μην παίξουμε». 2. η απάτη, η εξαπάτηση, ο δόλος, το κόλπο, το τέχνασμα: «δεν μπορεί να κάνει μια δουλειά χωρίς μπαλαμούτι». Συνών. ματσαράγκα. 3. το ψέμα, το παραμύθι: «δεν αφήνεις το μπαλαμούτι!»·
- δουλεύει μπαλαμούτι, (για τυχερά παιχνίδια, ιδίως για χαρτιά ή ζάρια) το κλέψιμο είναι κανόνας: «απ’ τη στιγμή που κατάλαβε πως δε γίνεται τίμιο παιχνίδι, αλλά δουλεύει μπαλαμούτι, δεν ξανάπαιξε μαζί τους». (Λαϊκό τραγούδι: σαν θ’ αρχίσει το μπαρμπούτι, θα δουλέψει μπαλαμούτι
- μου τη φέραν μπαλαμούτι, με έκλεψαν στα χαρτιά ή στα ζάρια: «έχασα ένα σωρό λεφτά, γιατί μου τη φέραν μπαλαμούτι». (Λαϊκό τραγούδι: στο μπαρμπούτι, στο μπαρμπούτι, μου τη φέραν μπαλαμούτι
- πουλώ μπαλαμούτι, λέω ψέματα, λέω παραμύθια: «μας πουλούσε μια ώρα μπαλαμούτι κι είχε την εντύπωση πως τον πιστεύαμε»·
- τον δουλεύω μπαλαμούτι, τον εξαπατώ, τον ξεγελώ: «τον δούλεψε μπαλαμούτι πως θα του τελειώσει τη δουλειά και του ’φαγε ένα κάρο λεφτά»·
- τρώω μπαλαμούτι, α. πιστεύω τα ψέματα που μου λέει κάποιος, ξεγελιέμαι, παραμυθιάζομαι: «τζάμπα κουράζεσαι να μιλάς τόση ώρα, γιατί εγώ δεν τρώω μπαλαμούτι». β. εξαπατώμαι, ξεγελιέμαι: «είναι πανέξυπνος άνθρωπος και δεν τρώει εύκολα μπαλαμούτι».

όσος

όσος, -η, -ο, αναφορ. αντων. [<αρχ. ὅσος], όσος. 1. λέγεται για κάτι ή για κάποιον με ποσότητα, μέγεθος, βάρος, αριθμό ίσο με κάτι ή κάποιον άλλον: «είναι όσος κι ο αδερφός του στο ύψος || ζυγίζει όσο και ο τάδε || τ’ αυτοκίνητό μου είναι ακριβό όσο και το δικό σου». 2. ανεξάρτητα από την ποσότητά του, το μέγεθός του, το βάρος του, τον αριθμό του: «όσο βάρος κι αν έχει, μπορώ να το σηκώσω || όσο και να κοστίζει, θα τ’ αγοράσω». 3. το ουδ. στον πλ. ως ουσ. τα όσα, αυτά που: «τα όσα πέρασα στα ξένα να μην τα περάσει ούτε ο εχθρός μου». 4. επίρρ. όσο, εισάγει δευτερεύουσες αναφορικές προτάσεις: «φώναζε όσο θέλεις, γιατί κανένας δε θα σ’ ακούσει για να ’ρθει να σε βοηθήσει». (Ακολουθούν 76 φρ.)·
- άκουγέ τα όλα, κι όσα θέλεις πίστευε, βλ. λ. θέλω·
- ακούω όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο·
- αξίζει όσο ένα βασίλειο, βλ. λ. βασίλειο·
- απέχουν όσο ο ουρανός απ’ τη γη, βλ. λ. ουρανός·
- δεν υπάρχει αλεύρι, όσο ψιλό κι αν είναι, που να μην έχει πίτουρα, δεν υπάρχει κρασί, όσο καθαρό κι αν είναι που να μην έχει κατακάθι, βλ. λ. υπάρχω·
- δεν υπάρχει δέντρο, όσο καλό κι αν είναι, που να μην έχει ρόζους, βλ. λ. δέντρο·
- διαφέρει όσο η μέρα απ’ τη νύχτα ή διαφέρει όσο η μέρα με τη νύχτα, βλ. λ. μέρα·
- έφαγε όσες τρώει το νταούλι, βλ. λ. νταούλι·
- έφαγε όσες τρώει το χταπόδι, βλ. λ. χταπόδι·
- μοναχός σου χόρευε κι όσο θέλεις πήδα, μοναχός·
- μύρια όσα, βλ. λ. μύριοι·
- μύριοι όσοι, βλ. λ. μύριοι·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, βλ. λ. Θεός·
- ξέρανε το χορτάρι σου, όσο που καίει ο ήλιος, βλ. λ. ήλιος·
- όσα βλέπει η πεθερά, βλ. λ. πεθερά·
- όσα βρέχει ο ουρανός, η γη καταπίνει, βλ. λ. γη·
- όσα δίνεις, τόσα παίρνεις, σύμφωνα με τα χρήματα που δίνεις, παίρνεις και σε ανάλογη αξία ή ποιότητα κάτι. Συνήθως η έκφραση από πωλητή που διαλαλεί το εμπόρευμά του·
- όσα έρθουν κι όσα πάνε, έκφραση που φανερώνει αμέριμνη στάση απέναντι στα προβλήματα της ζωής ή έλλειψη της δέουσας προσοχής ή σκέψης, πλήρη αδιαφορία, απερισκεψία. (Τραγούδι: τράβα μπρος κι όσα έρθουν κι όσα πάνε, τράβα μπρος και του κεφαλιού σου κάνε
- όσα έχω και δεν έχω, όλη η περιουσία μου, τα πάντα που έχω στην κατοχή μου, στην ιδιοκτησία μου: «γιατρέ, σου δίνω όσα έχω και δεν έχω για να κάνεις καλά τη γυναίκα μου»·
- όσα λόγια σου ’λεγα, τόσες μύγες έχαφτες, βλ. λ. μύγα·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσα ξέρει ο νοικοκύρης, δεν τα ξέρει ο κόσμος όλος, βλ. λ. νοικοκύρης·
- όσα σέρνει η σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- όσα σέρνει η τρίχα του μουνιού, αμάξι δεν τα σέρνει, βλ. λ. τρίχα·
- όσα φέρνει η ώρα δεν τα φέρνει ο χρόνος, βλ. λ. ώρα·
- όσες φορές, βλ. λ. φορά·
- όση γλυκάδα έχει το χέλι, τόση πικράδα έχει το φίδι, βλ. λ. φίδι·
- όσο αντέχει η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο αντέχει η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο βαστά η καρδιά σου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο βαστά η ψυχή σου, βλ. λ. ψυχή·
- όσο βιάζεται η γριά, τόσο κόβεται η κλωστή, βλ. λ. γριά·
- όσο για..., σε σχέση με…, αναφορικά με...: «όσο για το θέμα που κουβεντιάζετε, νομίζω πως ο τάδε είναι ο μόνος που μπορεί να σας εξυπηρετήσει || εσείς δεν ξέρω τι θα κάνετε, όσο για μένα σας πληροφορώ πως θα τον βοηθήσω»·
- όσο δεν παίρνει άλλο, στο έπακρον: «μ’ έχεις εκνευρίσει όσο δεν παίρνει άλλο»·
- όσο είναι…, όση ώρα είναι…, όσο χρονικό διάστημα είναι…, όσο διαρκεί…: «δεν έρχομαι όσο είναι ο τάδε στο σπίτι σου || όσο είναι αυτό το έργο στην τηλεόραση μη με διακόψει κανένας»·
- όσο έχω τα μάτια μου ανοιχτά ή όσο θα έχω τα μάτια μου ανοιχτά, βλ. λ. μάτι·
- όσο θα χτυπά η καρδιά μου, βλ. λ. καρδιά·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, βλ. λ. Θεός·
- όσο θέλεις πήδα, βλ. λ. πηδώ·
- όσο κάθεται ο κερατάς, το κέρατό του αυξάνει, βλ. λ. κερατάς·
- όσο και να ή όσο και αν ή όσο κι αν, μολονότι, αν και, παρόλο που: «όσο κι αν τον μισούσε, μόλις χρειάστηκε τη βοήθειά του, τον βοήθησε χωρίς δεύτερη σκέψη || όσο και να προσπάθησα δεν μπόρεσα να τον μεταπείσω»·
- όσο κι αν αδυνατίσει το βουβάλι, πάλι για ένα βόδι κάνει, βλ. λ. βουβάλι·
- όσο να ’ναι, λέγεται για κάτι που ισχύει αναγκαστικά, οπωσδήποτε: «μπορεί να είστε μαλωμένοι, αλλά απ’ τη στιγμή που τράκαρε και τον πήγαν στο νοσοκομείο, πρέπει να πας να τον δεις· όσο να ’ναι αδερφός σου είναι || δε λέω πως έχει άδικο, αλλά όσο να ’ναι φταίει κι αυτός λιγάκι»·
- όσο να ’ναι! έκφραση με την οποία αποδεχόμαστε τον έπαινο που μας απηύθυνε ο συνομιλητής μας: «μπράβο σου που ήρθες πρώτος, γιατί το άξιζες. -Όσο να ’ναι!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το ε(!)·
- όσο να πεις, βλ. φρ. όσο να ’ναι·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όσο ο καλός μου αργεί, το κέρατό του αυξαίνει, βλ. λ. κέρατο·
- όσο όσο, βλ. φρ. τ’ αγοράζει όσο όσο·
- όσο πάει, βλ. φρ. όσο παίρνει·
- όσο πάει και…, έχει σταθερή εξελικτική πορεία κάποιος ή κάτι προς το καλό ή προς το κακό: «όσο πάει και γίνεται καλύτερα ο άρρωστος || όσο πάει και χειροτερεύουν τα πράγματα»·
- όσο παίρνει, μέχρι το ανώτατο, μέχρι το υπέρτατο σημείο, όσο είναι δυνατόν, στο έπακρο: «γέμισε το ντεπόζιτο όσο παίρνει»·
- όσο πατά η γάτα, βλ. λ. γάτα·
- όσο περνάει απ’ το χέρι μου, βλ. λ. χέρι·
- όσο πηγαίνει, βλ. συνηθέστ. όσο παίρνει·
- όσο πηγαίνει και…, βλ. φρ. όσο πάει και(…)·
- όσο πίνει η πεθερά μας, τόσο μας καλοχαιρετάει, βλ. λ. πεθερά·
- όσο πιο βαθιά, τόσο πιο καλά, βλ. λ. βαθύς·
- όσο που φτάνει το μάτι σου, βλ. λ. μάτι·
- όσο τον βλέπεις, τον βλέπω ή όσο τον βλέπεις εσύ, τον βλέπω κι εγώ, βλ. λ. βλέπω·
- όσο χορταίνει η φάβα από λάδι τόσο κι η γκαστρωμένη από χάδι, βλ. λ. γκαστρωμένη·
- όσοι μήνες δεν έχουν ρω, ψάρι δε βγαίνει στο γιαλό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι μήνες έχουν ρω, το κρασί χωρίς νερό, βλ. λ. μήνας·
- όσοι πίνουν και μεθούνε, λησμονούν όσα χρωστούνε, βλ. λ. μεθώ·
- όσοι πιστοί προσέλθετε, βλ. λ. πιστός·
- όσον αφορά, σε σχέση με, ως προς: «όσον αφορά τη στάση που κράτησα στη διένεξή τους, θέλω να ξέρεις πως ήταν ουδέτερη»·
- σπίτι όσο χωρείς και χωράφι όσο θωρείς, βλ. λ. σπίτι·
- στου κουφού την πόρτα όσο θέλεις βρόντα, βλ. λ. πόρτα·
- τ’ αγοράζει όσο όσο, το αγοράζει σε οποιαδήποτε τιμή του ζητήσει ο πωλητής, όσο ακριβό και αν είναι: «όταν του αρέσει κάτι πάρα πολύ, τ’ αγοράζει όσο όσο»· βλ. και φρ. το πουλάει όσο όσο·
- το δίνει όσο όσο, το πουλάει σε πολύ χαμηλή, σε εξευτελιστική τιμή: «αυτό το σπίτι που βλέπεις το δίνει όσο όσο, γιατί έχει μεγάλη ανάγκη από μετρητά». (Λαϊκό τραγούδι: πουλιέται και το δίνω όσο όσο φτάνει, Θεέ μου, από κείνη να γλιτώσω
- το ζυμάρι όσο ζυμώνεις τόσο φουσκώνει, βλ. λ. ζυμάρι·
- το καλό πηγάδι, όσο νερό κι αν βγάζει δεν ξεραίνεται, βλ. λ. πηγάδι·
- το καλό το δέντρο, όσο μεγαλώνει, τόσο πλαταίνει ο ίσκιος του, βλ. λ. δέντρο·
- το πουλάει όσο όσο, βλ. φρ. το δίνει όσο όσο· βλ. και φρ. τ’ αγοράζει όσο όσο·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- του ’συρε όσα σέρνει η σκούπα, βλ. λ. σκούπα·
- του ’συρε όσα σέρνει το κάρο, βλ. λ. κάρο.

πάγος

πάγος, ο, ουσ. [<αρχ. πάγος], ο πάγος. 1. οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ψυχρό ή βρίσκεται σε συνθήκες ψύχους: «έπαιζε δυο ώρες μέσα στα χιόνια και τα χέρια του έγιναν πάγος». 2. άνθρωπος ψυχρός, ανέκφραστος: «όση ώρα του μιλούσε ο άλλος, αυτός ήταν σκέτος πάγος». 3. (και για τα δυο φύλα) που είναι πολύ ψυχρός στον έρωτα: «πάνω στο μήνα τον χώρισε, γιατί ήταν πάγος στο κρεβάτι». (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- βάζω στον πάγο, α. διακόπτω κάθε δραστηριότητα, σχετικά με κάποια υπόθεση: «μέχρι την ψήφιση του νέου νομοσχεδίου του υπουργείου Πολιτισμού, ο εισαγγελέας έβαλε στον πάγο όλες τις υποθέσεις που ήταν σχετικές με τα διατηρητέα κτίσματα». β. στερώ τη δυνατότητα από κάποιον να δραστηριοποιηθεί, ιδίως σε πολιτικό ή κοινωνικό χώρο: «οι στρατοκράτες έβαλαν στον πάγο όλους τους αντιφρονούντες»· 
- βάλ’ το στον πάγο! ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας στην ερώτηση κάποιου τι να κάνει κάποιο πράγμα που του δώσαμε, από τη στιγμή που του είναι άχρηστο, ή από τη στιγμή που του το δώσαμε σε χρόνο που πια δεν το χρειάζεται. Από την εικόνα του ατόμου που βάζει κάτι στον πάγο, ιδίως τροφές, για συντήρηση. Συνών. βάλ’ το εκεί που ξέρεις! / βάλ’ το κλύσμα! / βάλ’ το στη σαλαμούρα / βάλ’ το στον κώλο σου! / κάν’ το κλύσμα(!)·
- βάλε πάγο! ειρωνική έκφραση ή έκφραση αδιαφορίας στην απεγνωσμένη ερώτηση κάποιου τώρα τι θα κάνω ή τώρα τι να κάνω. Από το ότι, η τοποθέτηση πάγου σε χτυπημένο σημείο του σώματος ανακουφίζει από τον πόνο. Συνών. βάλε κλύσμα! ή κάνε κλύσμα! (α)·
- έλιωσε ο πάγος, βλ. φρ. έσπασε ο πάγος·
- ένα στον πάγο, ειρωνική έκφραση σε αντίπαλο που δεν παραδέχεται την ήττα του σε κάποιο γύρο παιχνιδιού (τάβλι, χαρτιά, γκολ (για ποδόσφαιρο), πράγμα που σημαίνει πως, δεχόμαστε χατιρικά αυτή τη θέση του, μόνο και μόνο για να συνεχιστεί το παιχνίδι. Στην περίπτωση που ο αντίπαλος δεν παραδέχεται για δεύτερη φορά την ήττα του, τότε ακούγεται το δυο στον πάγο ή τρία στον πάγο κ.λπ·
- έσπασε ο πάγος, λέγεται στην περίπτωση που την αρχική τυπικότητα, ψυχρότητα ή αμηχανία σε μια ομάδα ανθρώπων διαδέχεται ένα κλίμα οικειότητας και ευφορίας: «μετά τις πρώτες συστάσεις δεν ξέραμε τι να πούμε και τι να κάνουμε, αλλ’ ευτυχώς που άρχισε ο τάδε να λέει κάτι ανέκδοτα κι έσπασε ο πάγος»· βλ. και φρ. σπάω τον πάγο·
- κολόνα πάγου, βλ. λ. κολόνα·
- λιώνω τον πάγο, βλ. φρ. σπάω τον πάγο·
- πιάνει πάγο (κάπου, ιδίως σε δρόμο ή σε μέρος που δεν το βλέπει ο ήλιος), δημιουργείται πάγος: «να προσέχεις πολύ τις στροφές της Κατάρας, γιατί, όπου δεν τις βλέπει ο ήλιος, πιάνει πάγο»·
- πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, πρόκειται για πανέξυπνο, για πολύ καπάτσο άτομο: «αυτόν θα ξεγελάσεις! Αυτός πουλάει πάγο στους Εσκιμώους, αγόρι μου!»·
- σπάω τον πάγο, διαλύω την ψυχρότητα που είχε δημιουργηθεί σε μια φιλία ή σε μια άλλη στενή σχέση εξαιτίας κάποιας παρεξήγησης και επιφέρω τη συμφιλίωση: «δε μου πήγαινε να μη μιλάω με τον αδερφό μου, γι’ αυτό βρήκα τον τρόπο να σπάσω τον πάγο κι όλα έγιναν πάλι μέλι γάλα»· βλ. και φρ. έσπασε ο πάγος·
- του βάζω πάγο, τον επιπλήττω πολύ αυστηρά: «τον κάλεσε ο προϊστάμενος στο γραφείο του και του ’βαλε πάγο, επειδή άργησε το πρωί στη δουλειά». Από το ότι είναι πολύ οδυνηρό να τοποθετούν επάνω στο κορμί κάποιου πάγο, πράγμα που υπήρξε κάποτε σωματικό μαρτύριο για την απόσπαση μυστικού ή ομολογίας.

παρέα

παρέα, η, ουσ. [<ισπαν. pareja]. 1. ομάδα φίλων, συντροφιά: «στο διπλανό τραπέζι υπήρχε μια παρέα μόνο από κορίτσια || ο τάδε είναι το πιο καλό παιδί της παρέας μας». (Λαϊκό τραγούδι: έλα στην παρέα μας, φαντάρε, κάτσε κι ένα ποτηράκι πάρε, ξέχνα στρατώνες και σκοπιές κι από το μπρούσκο της καρδιάς μας πιες). 2. στενός φίλος, σύντροφος: «ο τάδε είναι παρέα μου απ’ τα παιδικά μου χρόνια». 3. (γενικά) η έννοια της συναναστροφής, του περιβάλλοντος μέσα στο οποίο ζει κάποιος και από το οποίο επηρεάζεται: «από τότε που έκοψε τις κακές παρέες, έγινε άλλος άνθρωπος || δεν το καταλαβαίνεις τώρα, αλλά σου κάνει καλό η παρέα του». 4. το πρόσωπο το οποίο μας συντροφεύει κάποια συγκεκριμένη στιγμή, άσχετα αν είναι φίλος μας ή όχι: «πάρε την παρέα σου κι αράξτε σ’ αυτή τη γωνία, για να μιλήσετε με την ησυχία σας». 5. φιλική προσφώνηση σε πρόσωπο της παρέας μας: «πού ’ν’ τ’ άλλα τα παιδιά, ρε παρέα;». 6. φιλική προσφώνηση σε πρόσωπο που δε γνωρίζουμε το όνομά του: «πώς θα πάω σ’ αυτή τη διεύθυνση, ρε παρέα;». 7α. ως επίρρ., μαζί: «πήρε παρέα το φίλο του, γιατί φοβόταν να ’ρθει μόνος του || παρέα με τον καφέ, φέρε και κανένα βούτημα». β. ομαδικά: «μόλις ήρθαν όλα τα παιδιά, φύγαμε απ’ το μπαράκι και φάγαμε παρέα σε μια παραθαλάσσια ταβέρνα || πήρε παρέα τους φίλους του και τους έκανε το τραπέζι, γιατί είχε τα γενέθλιά του». (Λαϊκό τραγούδι: στα παλιά μου τα λημέρια, θα γυρίζουμε παρέα,στα Ταμπούρια και στις Κοκκινιές, στον Περαία και στις Τζιτζιφιές).Υποκορ. παρεΐτσα κ. παρεούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 12 φρ.)·
- είμαι με παρέα, είμαι με συντροφιά, συνοδεύομαι από ένα ή περισσότερα άτομα: «δε θα μπορέσω να δεχτώ την πρόσκλησή σου, γιατί είμαι με παρέα»·
- θα τον (τους) κάνεις παρέα στη φυλακή, θα πας κι εσύ φυλακή όπως και αυτός (αυτοί): «αν εξακολουθήσεις τα πάρε δώσε μ’ αυτόν τον απατεώνα, θα τον κάνεις παρέα στη φυλακή || ξέκοψε απ’ αυτούς τους αλήτες, γιατί θα τους κάνεις παρέα στη φυλακή»·
- κάνει κακή παρέα, δεν είναι ευχάριστος, είναι δύστροπος, εριστικός: «αν έρθει ο τάδε εγώ δε θα ’ρθω, γιατί κάνει κακή παρέα»·
- κάνει καλή παρέα, είναι ευχάριστος, συγκαταβατικός, ανεκτικός: «είναι πάντοτε ευπρόσδεκτος στη συντροφιά μας, γιατί κάνει καλή παρέα». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρω, βρε μικρούλα μου, κάνεις καλή παρέα, γι’ αυτό και τ’ αποφάσισα να πάμε στον Περαία
- κάνουμε παρέα, συναναστρεφόμαστε, είμαστε ερωτικό ή φιλικό ζευγάρι: «χρόνια κάνουμε παρέα χωρίς ούτε μια φορά να ψυχραθούνε οι σχέσεις μας». (Τραγούδι: τόσα χρόνια κάνουμε παρέα, είμαστε ζευγάρι ταιριαστό // δεν έχω ξαναδεί, μωρό μου, πιο ωραία, θα το ’θελα πολύ να κάνουμε παρέα (Λαϊκό τραγούδι)·
- κάνω παρέα (κάποιον), συναναστρέφομαι κάποιον: «για να κάνω παρέα με κάποιον, πρέπει να καταλάβω πρώτα τι καπνό φουμάρει». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε είναι πια για μας η νύχτα η τελευταία, απόψε μείνε ως το πρωί και κάνε μου παρέα
- κόβω απ’ την παρέα, βλ. φρ. ξεκόβω απ’ την παρέα·
- κόβω παρέα ή κόβω την παρέα μου (με κάποιον), παύω να συναναστρέφομαι κάποιον: «απ’ τη μέρα που έμαθα πως έμπλεξε με τα ναρκωτικά, έκοψα παρέα μαζί του || τον τελευταίο καιρό φερόταν παράξενα, γι’ αυτό κι εγώ έκοψα την παρέα μου μαζί του»·
- με καλή παρέα και στην Κόλαση, δηλώνει την ανεπανάληπτη αξία της καλής συντροφιάς, των καλών φίλων·
- ξεκόβω απ’ την παρέα, παύω να συναναστρέφομαι τη φιλική μου συντροφιά: «έχω καιρό να τον δω, γιατί από τότε που χρεοκόπησε, ξέκοψε απ’ την παρέα»·
- πουλάς παρέα, έκφραση που απευθύνεται σε άτομο που αρνείται να ακολουθήσει την παρέα σε κάποια συγκεκριμένη εκδήλωση: «αν δεν έρθεις μαζί μας το βράδυ στα μπουζούκια, πουλάς παρέα»·
- τον κάνω παρέα, τον συντροφεύω: «επειδή είναι μόνος, τον κάνω παρέα, μέχρι να ’ρθει η ώρα να πάει στο ραντεβού του».

πετσί

πετσί, το, ουσ. [<μσν. πετσίν, υποκορ. του ιταλ. pezzo <pezza]. 1. το δέρμα, η επιδερμίδα: «το πετσί μου γέμισε γρατσουνιές απ’ τ’ αγκάθια». 2. δέρμα ζώου, συνήθως κατεργασμένο: «αγόρασε μια τσάντα από πετσί». 3. πολύ σκληρό κρέας, που δεν έβρασε ή που δεν ψήθηκε καλά: «μου ’φερε μια μπριτζόλα σκέτο πετσί». 4. (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) φανατικός οπαδός ποδοσφαιρικής ιδίως ομάδας: «είναι πετσί Παοκτσής». 5. (στη γλώσσα της αργκό) το πορτοφόλι: «έχει πάντα γεμάτο το πετσί του». 6. στον πλ. τα πετσιά, λεπτά βραχιόλια που κατασκευάζονται από πετσί: «τον θυμόμουν ακόμη να φοράει τα πετσιά και να το παίζει φρικιό και, μόλις τον είδα γιάπη, έπαθα». Υποκορ. πετσάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 20 φρ.)·
- βγάζει από μέρμηγκα πετσί κι απ’ το κουνούπι ξίγκι, βλ. λ. μυρμήγκι·
- δε χωράει στο πετσί του, είναι πολύ ανήσυχος, είναι ανάστατος, δεν μπορεί να μείνει για πολύ σε μια θέση: «απ’ την ώρα που ήρθε, δε χωράει στο πετσί του, γιατί έμαθε πως τουμπάρισε ένα πούλμαν με φιλάθλους και δε γνωρίζει αν ήταν μέσα σ’ αυτό κι ο γιος του»·
- έγινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «είπαμε, ρε παιδάκι μου, να κάνεις λίγη δίαιτα, αλλά εσύ έγινες πετσί και κόκαλο»·
- είναι γερό πετσί, είναι μαθημένος στις κακουχίες, είναι σκληραγωγημένος, αντέχει στις δύσκολες συνθήκες: «φόρτωσέ τον όσο θέλεις, γιατί είναι γερό πετσί || όποια δυσκολία και να του τύχει, την ξεπερνάει, γιατί είναι γερό πετσί»·
- είναι πετσί και κόκαλο, είναι πάρα πολύ αδύνατος: «θα καταλάβεις αμέσως για ποιον σου λέω, γιατί είναι πετσί και κόκαλο»·
- είναι σκληρό πετσί, είναι πολύ αυστηρός, είναι άτεγκτος, δε δέχεται ατασθαλίες ιδίως στη δουλειά του, στην υπηρεσία του: «όλοι μας είμαστε πολύ τυπικοί στη δουλειά μας, γιατί ο νέος διευθυντής είναι σκληρό πετσί»·
- έμεινε πετσί και κόκαλο, αδυνάτισε πάρα πολύ ύστερα από αρρώστια, δίαιτα ή νηστεία: «τον είχαν δυο μήνες στο νοσοκομείο κι έμεινε πετσί και κόκαλο || το ’χε βάλει πείσμα ν’ αδυνατίσει, όμως αυτός, ρε παιδάκι μου, έμεινε πετσί και κόκαλο»·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, λ. τομάρι·
- μου σηκώθηκε το πετσί ή σηκώθηκε το πετσί μου, βλ. συνηθέστ. μου σηκώθηκε η τρίχα, λ. τρίχα·
- μπήκα στο πετσί του, κατάλαβα απόλυτα το χαρακτήρα του: «αν του πεις αυτό το πράγμα, θ’ αντιδράσει απότομα, ξέρω τι λέω γω, γιατί μπήκα στο πετσί του». (Τραγούδι: κι εγώ τη βρήκα πολύ μαζί του, μπορώ να πω πως μπήκα στο πετσί του
- μπήκε στο πετσί του (κάτι), του έγινε τόσο έντονη συνήθεια κάτι, που δεν μπορεί να το απαρνηθεί, να το ξεπεράσει: «δεν έχει γιατρειά ο άνθρωπος, γιατί η χαρτοπαιξία μπήκε στο πετσί του»·
- μπήκε στο πετσί του ρόλου του, (για ηθοποιούς) απέδωσε με μεγάλη επιτυχία το ρόλο που υποδυόταν: «λες και ζούσε την κάθε στιγμή του ήρωα στο έργο που έπαιζε, γιατί μπήκε στο πετσί του ρόλου του»·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το πετσί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- πετσί παρά κόκαλο! ειρωνική απάντηση σε άτομο που μας ρωτά τι ώρα είναι, ενώ εμείς δεν έχουμε ρολόι. Συνήθως προηγείται χειρονομία με την η παλάμη του ενός χεριού, αρχίζοντας από τον καρπό, να σέρνεται για λίγο πάνω στο άλλο χέρι και ανασηκώνοντας ελαφρά το μανίκι, να προσποιούμαστε πως βλέπουμε το ρολόι που έχουμε δήθεν περασμένο στον καρπό·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. συνηθέστ. πούλησε ακριβά το τομάρι του, λ. τομάρι· 
- το ’νιωσα στο πετσί μου, έχω προσωπική πείρα για την κακή ή οδυνηρή κατάσταση που λέει πως πέρασε κάποιος, και είμαι σε θέση να γνωρίζω πόσο άσχημα αισθάνεται: «καταλαβαίνω απόλυτα, φίλε μου, τον πόνο σου, γιατί αυτό που μου λες το ’νιωσα στο πετσί μου»·
- το ’χει στο πετσί του, βλ. συνηθέστ. το ’χει στο αίμα του, λ. αίμα·
- του άργασα το πετσί, βλ. φρ. του άργασα το τομάρι, λ. τομάρι·
- του ’φαγαν το πετσί, (στη γλώσσα της αργκό) του έκλεψαν το πορτοφόλι: «μέσα στο συνωστισμό του ’φαγαν το πετσί χωρίς να το πάρει μυρουδιά»·
- χοντρό πετσί, βλ. λ. χοντρόπετσος.

πήχης

πήχης, ο, κ. πήχυς, ο κ. πήχη, η, ουσ. [<αρχ. πῆχυς, ο, (= βραχίονας)], ο πήχης·
- ανεβάζω τον πήχη, βάζω υψηλότερους στόχους στη ζωή μου, στη δουλειά μου, από τη στιγμή που πραγματοποιώ αυτούς που είχα βάλει προηγουμένως: «μόλις πήρε το δίπλωμα του μηχανικού, ανέβασε τον πήχη κι έβαλε μπρος να δημιουργήσει μια κατασκευαστική εταιρία». Τον πήχη είχε ανεβάσει και ο Κ. Μητσοτάκης στον Κώστα Καραμανλή, στις εκλογές του 2.000, ζητώντας του να πάρει το κόμμα της Ν. Δημοκρατίας ποσοστό μεγαλύτερο από το 40% για να μην τον αμφισβητήσει ως αρχηγό του κόμματος·
- άνοιξ’ ένα στόμα σαράντα πήχες, βλ. λ. στόμα·
- βγάζω γλώσσα ένα πήχη ή βγάζω γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- κατεβάζω τον πήχη, βλ. φρ. χαμηλώνω τον πήχη·
- κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν, δεν μπορεί ο καθένας να βρίσκει τα πράγματα όπως αυτός θέλει: «μ’ αυτόν τον τρόπο δουλεύουμε εμείς σ’ αυτό το εργοστάσιο και πρέπει κι εσύ να προσαρμοστείς, γιατί κατά το δικό σου πήχη πανί δε σου πουλούν»· 
- κατέβασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- κρέμασε τα μούτρα του έναν πήχη, βλ. λ. μούτρο·
- μια πήχη άνθρωπος ή μιας πήχης άνθρωπος, άνθρωπος πολύ κοντός ή πολύ μικρός σε ηλικία και κατ’ επέκταση, άνθρωπος ανάξιος λόγου, ασήμαντος, τιποτένιος: «μια πήχη άνθρωπος και θέλει να τα βάλει μ’ αυτόν το γίγαντα! || μα είναι αστείο, μιας πήχης άνθρωπος να θέλει να κοντραριστεί με κοτζάμ εφοπλιστή!». Συνών. μια μπουκιά άνθρωπος ή μιας μπουκιάς άνθρωπος / μια πιθαμή άνθρωπος ή μιας πιθαμής άνθρωπος / μια πορδή άνθρωπος ή μιας πορδής άνθρωπος / μια σταλιά άνθρωπος ή μιας σταλιάς άνθρωπος / μια φτυσιά άνθρωπος ή μιας φτυσιάς άνθρωπος / μια φυσηξιά άνθρωπος ή μιας φυσηξιάς άνθρωπος / μια χαψιά άνθρωπος ή μιας χαψιάς άνθρωπος·
- μου βγήκε η γλώσσα μία πήχη, βλ. λ. γλώσσα·
- χαμηλώνω τον πήχη, μειώνω τους στόχους στη ζωή μου, στη δουλειά μου από τη στιγμή που δεν κατάφερα να πραγματοποιήσω αυτούς που είχα βάλει προηγουμένως: «απ’ τη στιγμή που απέτυχα στους προηγούμενους στόχους μου, χαμήλωσα τον πήχη για τη συνέχεια».

ποιος

ποιος, -α -ο, γεν. ποιου, ποιας, κ. ποιανού, ποιανής, πλ. ποιων κ. ποιανών, ερωτημ. αντων. [<μσν. ποιός <αρχ. ποῖος (= τι είδους, τι λογής)], ποιος. (Ακολουθούν 97 φρ.)·
- από ποιανού μεριά είσαι; βλ. λ. μεριά·
- από ποιανού μπάντα είσαι; βλ. λ. μπάντα·
- από ποιανού πάρτη είσαι; βλ. λ. πάρτη·
- από ποιανού το μέρος είσαι; βλ. λ. μέρος·
- απόψε με ποιον κοιμάμαι κι αύριο έρχεται ο άντρας μου, βλ. λ. απόψε·
- για να δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- για να δούμε ποιος είναι ποιος, επιθετική πρόσκληση σε κάποιον για ανταγωνιστική παράθεση των καλών ιδιοτήτων ή ικανοτήτων που έχουμε, από τη στιγμή που είμαστε σίγουροι πως υπερέχουμε απέναντί του, ή επιθετική πρόσκληση σε κάποιον να μας αποδείξει τις καλές ιδιότητες ή τις ικανότητες που διατείνεται πως έχει: «ακούω ένα σωρό γι’ αυτόν τον άνθρωπο. Φέρ’ τον λοιπόν να τον γνωρίσουμε, για να δούμε ποιος είναι ποιος». Ίσως αναφορά στο who is who, που είναι ένας τόμος όπου αναγράφονται οι βιογραφίες διάσημων ατόμων·
- για ποιον με παίρνεις; βλ. συνηθέστ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιο λόγο; βλ. λ. λόγος·
- για ποιον με πέρασες; επιθετική έκφραση σε άτομο που μας προτείνει κάτι παράνομο, ιδίως αν είμαστε δημόσιοι υπάλληλοι, που μας προτείνει να μας δωροδοκήσει για να διεκπεραιώσουμε πιο γρήγορα ή με πλάγια μέσα μια υπόθεσή του, που για κάποιο λόγο καθυστερεί ή εκκρεμεί· βλ. και φρ. για ποιον με πήρες(;)·
- για ποιον με περνάς; βλ. φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον με πήρες; ποιος νόμισες ότι ήμουν; για ποιον άλλον με εξέλαβες(;): «απ’ τη στιγμή που δε γνωριζόμαστε, για ποιον με πήρες και με μούντζωνες;»· βλ. και φρ. για ποιον με πέρασες(;)·
- για ποιον χτυπάει η καμπάνα, βλ. λ. καμπάνα·
- γυναίκα του στραβού, για ποιον στολίζεσαι; βλ. λ. γυναίκα·
- δεν παίζουμε ποιος θα κατουρήσει πιο μακριά, βλ. λ. κατουρώ·
- δείξε μου το φίλο σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- έλα να δούμε ποιος είναι ποιος, έκφραση που δηλώνει ανταγωνιστική πρόσκληση σε κάποιον, για να αποδείξει ο καθένας την πραγματική αξία ή ικανότητά του σε κάτι ή γενικά: «αν νομίζεις πως είσαι καλύτερος από μένα, έλα να δούμε ποιος είναι ποιος». Είναι και φορές, που μετά το πρώτο ρ. της φρ. ακολουθεί το να τα βάλουμε κάτω· 
- θα δεις ποιος είμ’ εγώ, βλ. λ. εγώ·
- και ποιο το αποτέλεσμα; βλ. λ. αποτέλεσμα·
- και ποιος θα…, η Μαρία! βλ. λ. Μαρία·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του γαμάω! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γιος του πάρ’ τα όλα! βλ. λ. γιος·
- καλά, ποιος είσαι, ο γκραν πάπας! βλ. λ. πάπας·
- κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος, κανείς δε γνωρίζει την ταυτότητα του άλλου, είναι όλοι άγνωστοι μεταξύ τους: «δεν πηγαίνω ποτέ σε οργανωμένος εκδρομές, γιατί κανείς δεν ξέρει ποιος είναι ποιος || δεν μπορούσε να είχε επιτυχία η συνεστίαση, γιατί κανείς δεν ήξερε ποιος είναι ποιος»·
- λούσε με, χτενίσε με (χτένισέ με), ξέρω ποιος με γέννησε, βλ. λ. γεννώ·
- μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι! (ειρωνικά) προσποιείται τον σπουδαίο, τον μεγάλο και τρανό: «κέρδισε κάτι λεφτουδάκια, και μας κάνει τον δεν ξέρω κι εγώ ποιος είναι!»·
- με ποιο κουράγιο; βλ. λ. κουράγιο·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, βλ. λ. Θεός·
- όλοι είμαστε λωλοί, ποιος ολίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λωλός·
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- πες μου με ποιον πας, να σου πω ποιος είσαι, βλ. συνηθέστ. πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι·
- πες μου ποιος είναι ο φίλος σου, να σου πω ποιος είσαι, βλ. λ. φίλος·
- ποια είναι η κατάστασή του; βλ. λ. κατάσταση·
- ποια η διαφορά; βλ. λ. διαφορά·
- ποια η τύχη; βλ. λ. τύχη·
- ποια; τύχη βλ. λ. τύχη·
- ποια χαρτιά το γράφουν; βλ. λ. χαρτί·
- ποια χαρτιά το λένε; βλ. λ. χαρτί·
- ποιο αφτί μου βουίζει; ή ποιο αυτί μου σφυρίζει; βλ. λ. αφτί·
- ποιο είναι το πρόβλημά σου! βλ. λ. πρόβλημα·
- ποιο καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιο μάτι μου παίζει; βλ. λ. μάτι·
- ποιο το καλό; βλ. λ. καλός·
- ποιον; εμένα! ή ποιον; σε μένα! ή σε ποιον; σε μένα! έκφραση έντονης δυσαρέσκειας για την ενέργεια κάποιου σε βάρος μας, από τη στιγμή που, για κάποιο λόγο, θεωρούμε πως είμαστε ξεχωριστοί ή από τη στιγμή που καταλογίζουμε στον εαυτό μας πολλές θετικές ενέργειες υπέρ αυτού του κάποιου: «άρχισε να βρίζει στα καλά καθούμενα· ποιον; εμένα που με υπολήπτεται όλος ο κόσμος! || ξαφνικά άρχισε να ρίχνει κατηγόριες· ποιον; σε μένα που πάντα τον υπερασπιζόμουν! || γύρισε επιδεικτικά την πλάτη του σε ποιον; σε μένα που πάντα του συμπαραστεκόμουν». (Λαϊκό τραγούδι: ήρθες κι εσύ με αριθμό διακόσια ένα, διπλό παιχνίδι να παίξεις, ποιον; σε μένα!)·    
- ποιον να ρωτήσω, το γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- ποιον να ρωτήσω, τον παπά της ενορίας; βλ. λ. παπάς·
- ποιος αέρας σ’ έριξε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος αέρας σ’ έφερε…, βλ. λ. αέρας·
- ποιος ακούει το στόμα της! βλ. λ. στόμα·
- ποιος δρόμος σ’ έφερε…, βλ. λ. δρόμος·
- ποιος είδε το Θεό και δε τον φοβήθηκε! βλ. λ. Θεός·
- ποιος είμαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος είσαι ρε! νεοελληνική έκφραση που γενικά αμφισβητεί την ιεραρχία: «ποιος είσαι ρε, που θα πεις σε μένα ότι δεν μπορώ να μπω μέσα!». Στη νεότερη Ελλάδα, όλοι θεωρούν πως είναι ανώτεροι από όλους·
- ποιος είσαι τέλος πάντων! βλ. λ. τέλος·
- ποιος έχασε την τιμή του, (για) να τη βρεις εσύ; βλ. λ. τιμή·
- ποιος έχασε το μυαλό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. μυαλό·
- ποιος έχασε το φιλότιμό του, (για) να το βρεις εσύ; βλ. λ. φιλότιμο·
- ποιος ζει, ποιος πεθαίνει, βλ. λ. ζω·
- ποιος ήρθε; βλ. λ. ήρθα·
- ποιος θα κρεμάσει το κουδούνι στη γάτα; βλ. λ. κουδούνι·
- ποιος Θανάσης! βλ. λ. Θανάσης·
- ποιος και ποιος! όλοι, οι πάντες: «όταν μαθεύτηκε πως η είσοδος στο γήπεδο ήταν ελεύθερη, ποιος και ποιος δε θέλησε να μπει μέσα!»·
- ποιος καλός αέρας σ’ έριξ’ εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός αέρας σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. αέρας·
- ποιος καλός δρόμος σ’ έφερ’ εδώ; ή ποιος καλός αέρας σε φέρνει εδώ; βλ. λ. δρόμος·
- ποιος κερδίζει; βλ. λ. κερδίζω·
- ποιος λέει ναι, βλ. λ. ναι·
- ποιος λέει όχι, βλ. λ. όχι·
- ποιος λίγο, ποιος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- ποιος μοιράζει χαρτιά; βλ. λ. χαρτί·
- ποιος να βρει αφτιά να σ’ ακούσει; βλ. λ. αφτί·
- ποιος να μου το ’λεγε! βλ. φρ. ποιος το περίμενε(!)·
- ποιος να το ’λεγε! βλ. λ. λέω·
- ποιος να φάει, ποιος να γιάνει, βλ. λ. γιαίνω·
- ποιος ξέρει! δηλώνει άγνοια: «θα ’ρθει ο τάδε; -Ποιος ξέρει!»· βλ. και φρ. ποιος το ξέρει(!)·
- ποιος ξέρει τι νομίζει! λέγεται στην περίπτωση που υποθέτουμε πως κάποιος σκέφτεται κάτι καλό ή κακό για μας, που όμως δεν ευσταθεί: «μ’ είδε μια φορά να κάνω παρέα με πλούσιους και ποιος ξέρει τι νομίζει! || μ’ είδε μια φορά μεθυσμένο και ποιος ξέρει τι νομίζει!». (Λαϊκό τραγούδι: όσοι με βλέπουν που γλεντώ, ποιος ξέρει τι νομίζουν, μα μένα τα ματάκια μου καθημερνώς δακρύζουν                                                          
- ποιος ξέρει τι σκέφτεται! βλ. φρ. ποιος ξέρει τι νομίζει(!)·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, βλ. λ. νύφη·
- ποιος παινάει το γαμπρό; Η κλανιάρα η πεθερά, βλ. λ. γαμπρός·
- ποιος στραβός δε θέλει τα μάτια του βλ. λ. μάτι·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος το ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς τη μελλοντική εξέλιξη κάποιου πράγματος ή κάποιας κατάστασης: «λες να μπορέσει να κάνει το γύρο του κόσμου, που ονειρεύεται, μ’ αυτό τ’ αυτοκινητάκι; -Ποιος το ξέρει! || λες να ’ναι παντρεμένοι του χρόνου; -Ποιος το ξέρει!». (Τραγούδι: ποιος το ξέρει, τι μας έγραψε η μοίρα ποιος το ξέρει, κι αν μας βρει μαζί και τ’ άλλο καλοκαίρι, ποιος το ξέρει!)· βλ. και φρ. ποιος ξέρει(!)· 
- ποιος τον ξέρει! δηλώνει άγνοια, έλλειψη σιγουριάς ως προς την ενέργεια κάποιου: «λες να του ζητήσει συγνώμη; -Ποιος τον ξέρει!»·
- ποιος τυφλός δε θέλει τα μάτια του! βλ. λ. μάτι·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος τη χάρη σου! βλ. λ. χάρη·
- ποιος το λέει; βλ. λ. λέω·
- ποιος το λέει αυτό; βλ. λ. αυτός·
- ποιος το ’πε, βλ. λ. είπα·
- ποιος το περίμενε! δηλώνει έκπληξη για κάτι που δεν το περίμενε κανείς να γίνει: «ποιος το περίμενε πως, μετά από τέτοια χρεοκοπία, θα μπορούσε πάλι να ορθοποδήσει! || ποιος το περίμενε ποτέ πως, έπειτα από τέτοια αγάπη που είχαν, θα χώριζαν!»·
- ποιος το ’χασε για να το βρεις εσύ; (ενν. το μυαλό, το φιλότιμο), ειρωνική παρατήρηση σε άμυαλο ή αφιλότιμο άτομο·
- ποιος τον χέζει! βλ. λ. χέζω·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. λ. φως·
- ποιος φταίει για το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- ποιος φταίει, ο γείτονας; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον να το ρίξω, στο γείτονα; βλ. λ. γείτονας·
- σε ποιον τα πουλάς αυτά; επιθετική έκφραση σε κάποιον που αντιλαμβανόμαστε πως επιδιώκει να μας ξεγελάσει, να μας εξαπατήσει, ή γενικά έκφραση έντονης αμφισβήτησης σε αυτά που μας λέει κάποιος, με την έννοια, ποιον προσπαθείς να κοροϊδέψεις, ποιον προσπαθείς να ξεγελάσεις;·
- τώρα ποιος τον πιάνει ή ποιος τον πιάνει τώρα!βλ. λ. πιάνω.

ρούχο

ρούχο, το, ουσ. [<μσν. ροῦχον <σλαβ. ruho], το ρούχο. 1. στον πλ. τα ρούχα, το σύνολο των ενδυμάτων που συνθέτουν και ολοκληρώνουν την εξωτερική μας εμφάνιση: «μόλις βγω απ’ το μπάνιο, θέλω να ’χεις έτοιμα τα ρούχα μου, γιατί βιάζομαι να φύγω». 2. τα κλινοσκεπάσματα, τα στρωσίδια: «τα ρούχα στο κρεβάτι ήταν άνω κάτω». Υποκορ. ρουχάκι, το κ. ρουχαλάκι, το (βλ. λ.). (Ακολουθούν 44 φρ.)·
- αλλάζω ρούχα, βγάζω τα λερωμένα ή τα καθημερινά μου ρούχα και φορώ καθαρά ή επίσημα: «μόλις γύρισε απ’ τη δουλειά του, άλλαξε ρούχα και πήγε στο μπαράκι να βρει τους φίλους του || μόλις γύρισε απ’ το γραφείο του, άλλαξε ρούχα και πήγε στη δεξίωση»·
- άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα (του) αλλιώς, λέγεται ειρωνικά για την επιφανειακή μόνο αλλαγή των πραγμάτων: «τώρα που ανέλαβε η νέα κυβέρνηση, να δεις που θα πάνε καλύτερα τα πράγματα. -Εμένα μου λες! Άλλαξε ο Μανολιός κι έβαλε τα ρούχα του αλλιώς»·
- άνετο ρούχο, που δεν είναι στενό, που είναι αεράτο, μπόλικο και οπωσδήποτε όχι επίσημο: «ρίξε πάνω σου ένα άνετο ρούχο κι έλα»·
- άνθρωπος του φύλα τα ρούχα σου, βλ. λ. άνθρωπος·
- βάζω τα ρούχα μου, ντύνομαι: «περίμενε μια στιγμή να βάλω τα ρούχα μου κι έρχομαι»·
- βαριά ρούχα, αυτά που φοριούνται το χειμώνα, τα χειμωνιάτικα ρούχα: «κάθε χειμώνα φορώ βαριά ρούχα, γιατί στα μέρη μας κάνει πολύ κρύο»·
- βγάζω τα ρούχα μου, ξεντύνομαι: «μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έβγαλε τα ρούχα του και μπήκε στο μπάνιο»·
- βγαίνω απ’ τα ρούχα μου, νευριάζω πάρα πολύ και αντιδρώ έντονα: «όταν ακούω να λένε βλακείες, βγαίνω απ’ τα ρούχα μου και τους βάζω αμέσως στη θέση τους». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- γλυκός ο ύπνος το πρωί, παλιά τα ρούχα τη Λαμπρή, βλ. λ. ύπνος·
- δαγκάνω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. έχω τα ρούχα μου·
- δεν έχει ρούχο να φορέσει, βλ. φρ. δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του·
- δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του, είναι πάμφτωχος: «εδώ δεν έχει ένα ρούχο να ρίξει απάνω του κι ονειρεύεται τη μεγάλη ζωή ο ερίφης!»·
- δεν μπαίνει στα ρούχα του, πάχυνε πάρα πολύ: «ξεσκίστηκε όλο το καλοκαίρι στο φαγητό και στον ύπνο και τώρα δεν μπαίνει στα ρούχα του»·
- είναι (για) να φυλάς τα ρούχα σου, είναι συστηματικός κλέφτης, είναι μεγάλος απατεώνας: «πρόσεξε μην μπλέξεις μ’ αυτόν που κάνεις παρέα, γιατί είναι για να φυλάς τα ρούχα σου»·
- είναι κάτω απ’ τα ρούχα, είναι άρρωστος, είναι κλινήρης: «κρυολόγησε στην εκδρομή που έκαναν το Σαββατοκύριακο, και τώρα είναι κάτω απ’ τα ρούχα». Συνών. έπεσε στα ρούχα·
- είναι στα ρούχα, βλ. φρ. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- ελαφρά ρούχα, αυτά που φοριούνται το καλοκαίρι, τα καλοκαιρινά ρούχα: «πότε θα ’ρθει το καλοκαίρι να φορέσουμε ελαφρά ρούχα!»·  
- έλιωσα τα ρούχα μου, τα έφθειρα, τα πάλιωσα: «έλιωσα τα ρούχα μου απ’ το να φοράω πάντα τα ίδια»·
- έπεσε στα ρούχα, είναι άρρωστος και μένει ξαπλωμένος στο κρεβάτι του: «κρυολόγησε στην εκδρομή που πήγε με τους φίλους του και, μόλις επέστρεψε στο σπίτι, έπεσε στα ρούχα». Συνών. είναι κάτω απ’ τα ρούχα·
- έχει τα ρούχα της, (για γυναίκες) έχει περίοδο, έχει τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει για μπάνιο στη θάλασσα, γιατί έχει τα ρούχα της»· βλ. και φρ. έχω τα ρούχα μου·
- έχω τα ρούχα μου, (για άντρες) δεν είμαι στις καλές μου, έχω τα νεύρα μου, δυστροπώ: «όταν έχω τα ρούχα μου, δε θέλω κουβέντα από κανέναν». Από την εικόνα της γυναίκας, που, όταν περνάει αυτόν το βιολογικό κύκλο, έχει μια έξαψη και μια υπερένταση·
- η γεια στα ρούχα δε χωρεί, βλ. λ. γεια·
- θα πουλήσω τα ρούχα μου (για κάποιον ή για κάτι), θα δώσω ό,τι έχω και δεν έχω να πετύχω ή να πραγματοποιήσω κάτι: «θα πουλήσω τα ρούχα μου, μέχρι να σπουδάσω αυτό το παιδί»·
- κοιμάται με τα ρούχα, κοιμάται πολύ ελαφρά και έτοιμος να αντιδράσει σε περίπτωση που εκδηλωθεί κάποιος κίνδυνος: «επειδή έχει τραβήγματα με τις αστυνομίες, κοιμάται με τα ρούχα». Από το ότι, ιδίως στα χρόνια του Μακεδονικού Αγώνα, αλλά και αργότερα, στην Κατοχή, στην Αντίσταση και στον Εμφύλιο, οι άντρες που είχαν ενεργεί συμμετοχή κοιμούνταν με τα ρούχα, για να μπορέσουν να φύγουν γρήγορα σε περίπτωση κινδύνου·    
- κολυμπάει (μέσα) στα ρούχα του, βλ. φρ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- κρέμονται τα ρούχα απάνω του, βλ. συνηθέστ. πλέει (μέσα) στα ρούχα του·
- μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου, με νευρίασε πάρα πολύ και αντέδρασα έντονα: «μ’ έβγαλε απ’ τα ρούχα μου με τις βλακείες που έλεγε, και τον πλάκωσα στο ξύλο, γιατί δεν άντεξα άλλο». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- μαλώνει με τα ρούχα του, βλ. συνηθέστ. τρώγεται με τα ρούχα του· 
- μου πήραν και τα ρούχα, έχασα όλα τα χρήματά μου, ιδίως σε χαρτοπαίγνιο: «έπεσα σ’ ένα καρέ χαρτοκλεφτών και μου πήραν και τα ρούχα»·
- ξεσκίζω τα ρούχα μου, νιώθω έντονη αγανάκτηση, διαμαρτύρομαι έντονα: «μόλις τον πληροφόρησαν πως τον είχαν συμπεριλάβει στον κατάλογο των μεταθέσεων, άρχισε να ξεσκίζει τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έπιασε το παράπονο, τα ρούχα μου ξεσκίζω, και το πρωί θα μ’ έβρουνε στους δρόμους να τρικλίζω). Από την εικόνα του αρχιερέα Άννα που ξέσκισε τα ρούχα του μπροστά στο Χριστό·
- όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά, όποιος είναι προσεκτικός, προνοητικός, έχει μικρές απώλειες: «πρόσεχε καλά αυτόν τον απατεώνα, γιατί, όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά»·
- πετώ τα ρούχα από πάνω μου, ξεντύνομαι, ιδίως με βιασύνη: «μόλις γύρισα στο σπίτι, πέταξα τα ρούχα από πάνω μου και μπήκα στο μπάνιο»·
- πλέει (μέσα) στα ρούχα του, α. είναι πολύ αδύνατος, ιδίως μετά από κάποια αρρώστια: «έμεινε δυο βδομάδες στο νοσοκομείο, κι αν τον δεις, πλέει μέσα στα ρούχα του». β. φοράει πολύ φαρδιά ρούχα: «όταν φοράει στενά ρούχα νιώθει δυσφορία, γι’ αυτό θέλει να πλέει μέσα στα ρούχα του»·
- πουλώ (και) τα ρούχα (για κάποιον ή για κάτι), κάνω το παν για να βοηθήσω κάποιον ή για να πετύχω κάτι: «είναι τόσο καλό παλικάρι, που, στην περίπτωση που έχει κάποια δυσκολία, πουλώ και τα ρούχα μου για να την ξεπεράσει || μ’ αρέσει τόσο πολύ αυτό τ’ αυτοκίνητο, που πουλώ και τα ρούχα μου για να τ’ αγοράσω». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα, βρε Μανόλη, τα ρούχα μου πουλώ, και φέρνω μπαγλαμάδες και παίζω και γλεντώ
- ρούχα αγγαρείας, βλ. λ. αγγαρεία·
- ρούχα εποχής, ενδυμασία κάποιας συγκεκριμένης ιστορικής περιόδου: «τον ενδιαφέρουν τα ρούχα εποχής, γιατί ασχολείται με τη ραπτική»·
- σκίζω τα ρούχα μου, βλ. συνηθέστ. ξεσκίζω τα ρούχα μου·
- τα ρούχα της δουλειάς, βλ. λ. δουλειά·
- τον βγάζω απ’ τα ρούχα του, τον εκνευρίζω τόσο πολύ, ώστε τον αναγκάζω να αντιδράσει έντονα: «κάθε φορά που τον στήνω στο ραντεβού μας, τον βγάζω απ’ τα ρούχα του και κάνει μέρες να μου μιλήσει». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το έξω·
- του φταίνε και τα ρούχα του, βρίσκεται σε τέτοια δύσκολη ψυχολογική κατάσταση, που πειράζεται, ενοχλείται από όλα: «όταν δεν είναι στα καλά του, του φταίνε και τα ρούχα του». (Λαϊκό τραγούδι: δε με χωράει το σπίτι μου, τα ρούχα μου μου φταίνε, για μια γυναίκα στη ζωή τα δυο μου μάτια κλαίνε
- του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια, ο φτωχός λόγω ανέχειας κρατάει τα ρούχα του μεγάλο χρονικό διάστημα και τα φοράει όλες τις εποχές: «ένα κουστούμι έχει χειμώνα καλοκαίρι, γι’ αυτό και του φτωχού τα ρούχα, δυο φορές του λένε με γεια»·
- τρώγεται με τα ρούχα του, α. γκρινιάζει συνεχώς: «απ’ την ώρα που ήρθε στο γραφείο, τρώγεται με τα ρούχα του». β. είναι έτοιμος για καβγά: «μην του πας πολύ κόντρα σήμερα, γιατί τρώγεται με τα ρούχα του»·
- φύλαγε τα ρούχα σου (για) να ’χεις τα μισά, βλ. φρ. όποιος φυλάει τα ρούχα του, έχει τα μισά·
- χαμένο ρούχο, α. άνθρωπος ανίκανος, άχρηστος, τιποτένιος: «μην αναθέσεις τη δουλειά σ’ αυτό το χαμένο ρούχο, γιατί θα την κάνει σαν τα μούτρα του». β. άνθρωπος με κακές συναναστροφές, με ανήθικη ζωή: «αν σε ξαναδώ να κάνεις παρέα μ’ αυτό το χαμένο ρούχο, θα το πω στον πατέρα σου». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά: «ουστ από δω ρε, χαμένο ρούχο». Συνών. χαμένο κορμί / χαμένο παρτάλι / χαμένο πατσί / χαμένο υποκείμενο.

τομάρι

τομάρι, το, ουσ. [<μσν. τομάρι(ο)ν, υποκορ. του αρχ. τόμος (= μεμβράνη)], το τομάρι. 1. (ειρωνικά ή υποτιμητικά) το ανθρώπινο σώμα με ιδιαίτερη έμφαση στις υλικές απαιτήσεις του, στην ηδονική του φύση, σε αντιδιαστολή με τις πνευματικές ή ψυχικές ιδιότητές του: «είναι άνθρωπος που έχει συνέχεια στο μυαλό του το τομάρι του και δε νοιάζεται για τίποτ’ άλλο». Συνών. σαρκίο. 2. (υβριστικά) άνθρωπος χοντρόπετσος, κακότροπος, κακοήθης, παλιάνθρωπος: «αν σε δω να ξανακάνεις παρέα μ’ αυτό το τομάρι, να ’σαι σίγουρος πως θα το πω στον πατέρα σου». 3α. υβριστική προσφώνηση σε άτομο: «έλα δω, ρε τομάρι, γιατί με κατηγορείς στους φίλους μου;». β. χαϊδευτική ή ειρωνική προσφώνηση σε οικείο άτομο: «πού είσαι, ρε τομάρι, που, όταν σε χρειάζομαι, δεν μπορώ να σε βρω!». 4. (στη γλώσσα της αργκό) πορτοφόλι δερμάτινο: «στη μέσα τσέπη του σακακιού του κουβαλούσε πάντα το παραφουσκωμένο τομάρι του». Από το ότι το πορτοφόλι είναι συνήθως κατασκευασμένο από δέρμα. (Ακολουθούν 17 φρ.)· 
- από ένα κριάρι δυο τομάρια, βλ. λ. κριάρι·
- γλίτωσε το τομάρι του, διέφυγε τον κίνδυνο, γλίτωσε τη ζωή του: «όπως έπεφτε στον γκρεμό, κατάφερε ν’ αρπαχτεί από μια ρίζα κι έτσι την τελευταία στιγμή γλίτωσε το τομάρι του»·
- είναι μόνο για το τομάρι του, βλ. φρ. νοιάζεται μόνο για το τομάρι του·
- ή τιμάρι ή τομάρι, βλ. λ. τιμάρι·
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, α. θα υπερασπιστώ σθεναρά τη ζωή μου, κι αν τύχει και χαθώ, θα χαθώ προκαλώντας στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «ας έρθουν όσοι θέλουν να με πιάσουν, αρκεί να ξέρουν πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου». (Τραγούδι: μια φορά στη Σενεγάλη με στριμώξανε δυο Γάλλοι κι αστράψαν τα μαχαίρια τους για χάρη μου. Είπα μέσα μου, η γυναίκα, δεν πά’ να ’ναι κι άλλοι δέκα, ακριβά θα το πουλήσω το τομάρι μου). β. κατηγορηματική δήλωση άντρα πως, αν ποτέ αποφασίσει να παντρευτεί, θα πάρει γυναίκα με πολύ μεγάλη προίκα: «δεν έχω αποφασίσει να παντρευτώ, αλλά, αν τ’ αποφασίσω, να ’σαι σίγουρος πως θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου»·
- με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι, δηλώνει πως τα χρήματα του πατέρα δίνουν τη δυνατότητα στην κόρη του να καλοπαντρευτεί: «δεν ενδιαφέρει αν είναι όμορφη ή άσχημη, γιατί αυτό που ξέρω εγώ είναι πως με του γέρου το τομάρι παίρνει η νέα παλικάρι»· 
- μεγάλο τομάρι, είναι πολύ κακοήθης, πολύ παλιάνθρωπος, μεγάλο παλιοτόμαρο: «τόσο μεγάλο τομάρι δε γνώρισα άλλοτε στη ζωή μου κι απ’ ότι ξέρω δεν τον κάνει κανείς παρέα»·
- νοιάζεται μόνο για το τομάρι του, ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτό του, ενδιαφέρεται μόνο για το πώς θα καλοπερνάει στη ζωή του: «μην έχεις την εντύπωση πως θα σε βοηθήσει, γιατί αυτός ο άνθρωπος νοιάζεται μόνο για το τομάρι του»·
- παίζω το τομάρι μου, εκθέτω τη ζωή μου σε μεγάλο κίνδυνο, διακινδυνεύω, ρισκάρω τη ζωή μου: «είμαι πυροτεχνουργός της Αστυνομίας και κάθε τόσο παίζω το τομάρι μου»·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, α. υπερασπίστηκε σθεναρά τη ζωή του και, τη στιγμή που χανόταν, προκάλεσε στον αντίπαλο μεγάλη ζημιά: «πούλησε ακριβά το τομάρι του στην προσπάθειά του να καθυστερήσει τον εχθρό, μέχρι να διαφύγει ο ομάδα του». β. παντρεύτηκε με γυναίκα που είχε πολύ μεγάλη προίκα: «ήταν κατά του γάμου, γι’ αυτό πούλησε ακριβά το τομάρι του, όταν αποφάσισε να παντρευτεί»·
- σαν τη γίδα το τομάρι, βλ. λ. γίδα·
- τ’ αγαπάει το τομάρι του, α. ενδιαφέρεται μόνο για τον εαυτούλη του, είναι πολύ καλοπερασάκιας: «δε στερείται το παραμικρό, προκειμένου να βοηθήσει κάποιον, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του». β. δεν επιχειρεί επικίνδυνα πράγματα, δε θέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «όταν οδηγεί, δεν τρέχει παραπάνω απ’ τα ογδόντα, γιατί τ’ αγαπάει το τομάρι του»·
- το θέλω το τομάρι μου, α. δεν επιχειρώ επικίνδυνα πράγματα, δε θέτω σε κίνδυνο τη ζωή μου: «εσύ αν θέλεις, μπορείς να τρέχεις στα ράλι, εγώ όμως το θέλω το τομάρι μου». β. πολλές φορές, δίνεται ως αρνητική απάντηση σε άτομο που μας προτείνει να επιχειρήσουμε πράγματα που θέτουν σε κίνδυνο τη ζωή μας: «πάμε να κάνουμε ορειβασία στον Όλυμπο; -Το θέλω το τομάρι μου»·
- τον τρώει το τομάρι του! (ειρωνικά) συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο σαν να επιδιώκει να πάθει κάποιο κακό, σαν να θέλει να φάει ξύλο: «για να λέει και να κάνει τέτοια πράγματα, μου φαίνεται πως τον τρώει το τομάρι του!»·
- του άργασα το τομάρι, τον έδειρα πολύ άγρια: «από καιρό τον είχα άχτι και με την πρώτη ευκαιρία τον έπιασα στα χέρια μου και του άργασα το τομάρι». Συνών. του άργασα το κορμί / του άργασα το πετσί·
- του τίναξα το τομάρι, τον έδειρα, τον ξυλοκόπησα: «αφού δεν έπαιρνε με το καλό, του τίναξα το τομάρι κι ησύχασε»·
- φυλάει το τομάρι του, προσέχει, δεν εκθέτει σε κίνδυνο τη ζωή του: «απ’ τη μέρα που γλίτωσε παρά τρίχα από κείνο το δυστύχημα, φυλάει το τομάρι του».

τσαμπουκάς

τσαμπουκάς, ο, ουσ. [<τουρκ. sabιka (= αδίκημα που έγινε στο παρελθόν)], (στη γλώσσα της αργκό) 1. ο τσαμπουκαλής (βλ. λ.): «μην έχεις πολλά πάρε δώσε μαζί του, γιατί είναι μεγάλος τσαμπουκάς και θα μπλέξεις». 2. προκλητική, επιθετική συμπεριφορά, το ζοριλίκι, το νταηλίκι: «έχει την εντύπωση πως θα τον φοβηθούμε με τον τσαμπουκά του». (Λαϊκό τραγούδι: μαγκιά, αντριλίκι, τσαμπουκάς μου τάξαν τον παράδεισο και με παραμυθιάσανε και μ’ έριξαν στην άβυσσο). 3. ο καβγάς, η φασαρία, το επεισόδιο: «χτες βράδυ στα μπουζούκια έγινε μεγάλος τσαμπουκάς». (Λαϊκό τραγούδι: σταμάτησε ο τσαμπουκάς, μαύρο, καλάμι κι ο λουλάς). 4. η αυτοπεποίθηση, ο δυναμισμός, η μαχητικότητα: «σήμερα η ζωή θέλει τσαμπουκά για να πάει κανείς μπροστά». 5. σημάδι από ξυράφι στο χέρι, ιδίως στο πρόσωπο, στο μάγουλο κάποιου ως τιμωρία, ως παραδειγματισμό: «έχει έναν τσαμπουκά στο δεξί του μάγουλο, γι’ αυτό θα τον αναγνωρίσεις αμέσως». Συνών. ξουραφιά ή ξυραφιά. 6. το τατουάζ: «οι πιο πολλοί ναυτικοί έχουν διάφορους τσαμπουκάδες στο κορμί τους»·
- έχει τσαμπουκά, έχει αυτοπεποίθηση, δυναμισμό, μαχητικότητα: «αυτό το παιδί θα πάει μπροστά στη ζωή του, γιατί έχει τσαμπουκά». (Λαϊκό τραγούδι: καλύτερα βιάγκρα και να ’χω σιγουριά, καλύτερα με χάπι και να ’χω τσαμπουκά
- κάνω τσαμπουκά, α. δημιουργώ ένταση, καβγά, φασαρία: «πρόσεξε μην κάνεις πάλι κανέναν τσαμπουκά εκεί που θα πάμε!». β. σημαδεύομαι με ξυράφι στο χέρια: «πάνω στα νεύρα του έβγαλε το ξυράφι κι έκανε έναν τσαμπουκά στο μπράτσο του». Αρκετοί λαϊκοί άνθρωποι συνήθιζαν να κάνουν τσαμπουκά στους βραχίονές τους, για να τους πέσει η αυξημένη πίεση, καθώς έχαναν αίμα με τον αυτοτραυματισμό τους.  γ. κάνω τατουάζ στο χέρι ή σε άλλο σημείο του κορμιού μου: «το ’χουν χούι οι ναυτικοί να κάνουν διάφορους τσαμπουκάδες στα χέρια τους»·
- με τσαμπουκά, με αυτοπεποίθηση, με δυναμισμό, με μαχητικότητα: «μίλα του με τσαμπουκά, για να σε φοβηθεί!». Ακούγεται συχνά στα γήπεδα του μπάσκετ, όπου οι φίλαθλοι με αυτή τη φρ. παροτρύνουν τους παίχτες της ομάδας τους να παίξουν με δυναμισμό και μαχητικότητα: «Άρη γερά, με τσαμπουκά!». Επίσης ακούγεται και ως δυναμικό σύνθημα σε διάφορες εργατικές διαδηλώσεις: τίποτα, τίποτα δε μας σταματά, εμείς θα τους (αναφορά στο επίμαχο θέμα) με τον τσαμπουκά, έι· 
- πουλώ τσαμπουκά, συμπεριφέρομαι ως τσαμπουκάς, προσποιούμαι τον τσαμπουκά: «σε μένα μην πουλάς τσαμπουκά, γιατί θα σου σπάσω τα μούτρα»·
- του κάνω τσαμπουκά, του συμπεριφέρομαι με προκλητικότητα επιζητώντας καβγά, φασαρία: «προσποιείται τον παλικαρά, αλλά, με τον πρώτο τσαμπουκά που του κάνω κάθεται στ’ αβγά του»·
- του σπάω τον τσαμπουκά, με δυναμική ή αναπάντεχη ενέργεια ή παρέμβαση αφαιρώ από κάποιον την εμπιστοσύνη, την αυτοπεποίθηση που είχε στον εαυτό του στο να προκαλεί καβγάδες ή φασαρίες ή στο να συμπεριφέρεται ζόρικα, δυναμικά στους άλλους: «μόλις χτύπησα νευριασμένος το χέρι μου πάνω στο τραπέζι, του ’σπασα τον τσαμπουκά». (Τραγούδι: οι Έλληνες είναι λαός με βίτσια και ψωνάρα γι’ αυτό τους μούτζωσ’ ο θεός, τους έριξε κατάρα κι αφού πολύ δοξάστηκαν κι έφτασαν στην ακμή τους, τους έσπασε ο τσαμπουκάς και βράζουν στο ζουμί τους
- του ’φυγε ο τσαμπουκάς, βλ. συνηθέστ. του ’φυγε η μαγκιά, λ. μαγκιά.

φιγούρα

φιγούρα, η, ουσ. [<ιταλ. figura], η φιγούρα. 1. η μορφή, το πρόσωπο και γενικά το παρουσιαστικό ανθρώπου: «μέσ’ στην παρέα μας ο τάδε είναι μια συμπαθητική φιγούρα». 2. η επίδειξη που γίνεται για εντυπωσιασμό: «απ’ τη μέρα που αγόρασε αυτοκίνητο, έχει τρελαθεί στη φιγούρα». (Λαϊκό τραγούδι: για κόψε τις φιγούρες σου και τα παινέματά σου, χρόνια τραβιέσαι στο γκεζί, δεν πήξαν τα μυαλά σου;). 3. ένα από τα τρία εικονογραφημένα τραπουλόχαρτα κάθε φυλής με ανάλογες παραστάσεις προσώπων (ο βαλές, η ντάμα, ο ρήγας): «τράβηξε από κάτω μια φιγούρα, αλλά δεν ξέρω τι ακριβώς τράβηξε». 4. μαριονέτα του θεάτρου σκιών: «απ’ όλες τις φιγούρες η φιγούρα του καραγκιόζη ήταν η πιο αγαπημένη στα παιδιά». 5. χορευτικό σκέρτσο: «είναι μάνα στις φιγούρες, όταν χορεύει»·
- απ’ έξω φιγούρα κι από μέσα λιγούρα, λέγεται για άτομο που α. υποκρίνεται το χαρούμενο, ενώ στην πραγματικότητα είναι δυστυχισμένο. β. που υποκρίνεται το καλό, ενώ στην πραγματικότητα είναι εντελώς το αντίθετο. γ. που αν και είναι όμορφο, εντούτοις έχει κακά αισθήματα. δ. λέγεται ειρωνικά για άτομο που παρ’ όλη τη φτώχεια του, ενδιαφέρεται συστηματικά για την καλή εξωτερική του εμφάνιση. ε. (γενικά) λέγεται για κάθε κακό πράγμα που εμφανίζεται εξωτερικά ωραίο, ελκυστικό, με εντελώς όμως αντίθετο περιεχόμενο. Συνών. απ’ έξω κούκλα κι από μέσα πανούκλα / απ’ έξω μπέλα μπέλα κι από μέσα κατσιβέλα·
- για φιγούρα ή για τη φιγούρα του, για λόγους επίδειξης, για λόγους εντυπωσιασμού: «ό,τι και να κάνει αυτός ο άνθρωπος, το κάνει μόνο για φιγούρα || αγόρασε έναν χρυσό αναπτήρα μόνο και μόνο για τη φιγούρα του». (Λαϊκό τραγούδι: είμαι για κρεμάλα, για φιγούρα μ’ ήθελες και για εκμετάλλα
- είναι μόνο φιγούρα και ιδέα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και ιδέα, ενδιαφέρεται, επιζητά μόνο την προσωπική του επίδειξη και για το λόγο αυτό πολλές φορές διηγείται φανταστικά πράγματα ή φανταστικές επιτυχίες, για να εντυπωσιάσει και, κατ’ επέκταση, είναι άτομο στο οποίο δεν μπορεί κανείς να βασιστεί: «μην πιστεύεις αυτά που σου λέει, γιατί είναι μόνο φιγούρα και ιδέα»·
- είναι μόνο φιγούρα και κακό ή είναι όλο(ς) φιγούρα και κακό, βλ. φρ. είναι μόνο φιγούρα και ιδέα·
- είναι μόνο φιγούρα και λεζάντα ή είναι όλο(ς) φιγούρα και λεζάντα, βλ. φρ. είναι μόνο φιγούρα και ιδέα. (Λαϊκό τραγούδι: όλο φιγούρα και λεζάντα είσαι,αγοράκι, όλο φιγούρα και λεζάντα και παραμυθάκι)·
- κάνω φιγούρα ή κάνω τη φιγούρα μου, επιδιώκω να κάνω εντύπωση, κάνω επίδειξη, επιδεικνύομαι: «περνάει κάθε τόσο με τ’ αυτοκίνητό του έξω απ’ το σπίτι της γκόμενάς του και κάνει φιγούρα». (Λαϊκό τραγούδι: αλλού να πας, φιγουρατζή, να κάνεις τη φιγούρα, γιατί κι εγώ φουμάρισα κι έχω τρελή μαστούρα
- πουλώ φιγούρα, προσπαθώ με διάφορους τρόπους να προκαλέσω εντύπωση, να κάνω επίδειξη: «μόλις έρχεται καμιά κοπέλα στην παρέα μας, αρχίζει να πουλά φιγούρα, για να την εντυπωσιάσει».

φούμαρο

φούμαρο, το, ουσ. [<φουμάρω (υποχωρήτ.)]. 1. συνήθως στον πλ. τα φούμαρα, λόγια ανόητα, χωρίς αντίκρισμα, οι ψευτιές, οι ανοησίες, οι αερολογίες, οι μπούρδες: «μας τρέλανε απ’ τα φούμαρα που μας αράδιασε!». 2. οι καυχησιολογίες: «μην τον πιστεύεις, γιατί είναι συνέχεια φούμαρα»·
- λέει φούμαρα, λέει ανοησίες, ψευτιές, αερολογίες, μπούρδες: «κανείς δε δίνει βάση στα λόγια του, γιατί λέει πάντα φούμαρα»·
- μας γέμισε φούμαρα ή με γέμισε φούμαρα, μου είπε ένα σωρό ψέματα, ένα σωρό αερολογίες, ένα σωρό μπούρδες: «τον ρωτήσαμε πώς έγινε το δυστύχημα, κι αυτός μας γέμισε φούμαρα». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- μας πουλάει φούμαρα ή μου πουλάει φούμαρα, μου λέει ψέματα, αερολογίες, μπούρδες: «κάθε φορά που θέλει να μας πάρει δανεικά, μας πουλάει φούμαρα ότι δήθεν είναι άρρωστη η γυναίκα του». Ο πλ. και όταν το άτομο μιλάει μόνο για τον εαυτό του·
- πάει για φούμαρα, α. ειρωνική απάντηση ή απάντηση αδιαφορίας σε κάποιον, που μας ρωτάει πού είναι ή πού πήγε ο τάδε. β. ειρωνική απάντηση σε κάποιον που μας ρωτάει πού είναι ή πού πήγε ο τάδε, όταν εμείς δε θέλουμε να του πούμε πού ακριβώς είναι ή πήγε. Για συνών. βλ. φρ. τον πήραν στην αεράμυνα, λ. αεράμυνα·
- πέφτει φούμαρο, συνήθως λέγονται ψέματα, αερολογίες, μπούρδες  ή καυχησιολογίες: «στην παρέα του τάδε πέφτει φούμαρο».

φύκι

φύκι, το, ουσ. [<αρχ. φύκιον <φυκίον, υποκορ. του ουσ. φύκος], το φύκι·
- ξηγιέμαι φύκια, η συμπεριφορά μου απέναντι σε κάποιον δεν είναι τίμια, ειλικρινής: «όταν κάποιος δε μου ξηγιέται καλά, τότε ξηγιέμαι κι εγώ φύκια». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ ξηγιέμαι παραλία κι εσύ ξηγιέσαι φύκια
- πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες, παρουσιάζει κακής ποιότητας ή ασήμαντα πράγματα ως ακριβά ή σπουδαία είτε για λόγους επίδειξης είτε για να εξαπατήσει κάποιον ή κάποιους: «είναι πανέξυπνο άτομο και μπορεί να πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες σε πολύ κόσμο»·
- πουλάει φύκια για ποπλίνα, βλ. συνηθέστ. πουλάει φύκια για μεταξωτές κορδέλες.

ψυγείο

ψυγείο, το, ουσ. [<μτγν. ψυγεῖον], το ψυγείο. 1. κλειστός χώρος όπου επικρατεί υπερβολικό κρύο: «δεν είχαν ανάψει τα καλοριφέρ και το δωμάτιο ήταν σκέτο ψυγείο». 2. άντρας, ιδίως γυναίκα, πολύ ψυχρός στον έρωτα: «είναι όμορφη, δε λέω, αλλά στο κρεβάτι είναι ψυγείο». Συνών. παγωνιέρα (2). Αντίθ. σόμπα·
- βάζω στο ψυγείο (κάποιο θέμα ή κάποια υπόθεση), παύω να προωθώ, παγώνω ένα θέμα ή μια υπόθεση: «ήρθε εντολή από υψηλά ιστάμενο πρόσωπο, να βάλω στο ψυγείο την υπόθεση με τις παράνομες προμήθειες»· βλ. και φρ. βάζω στον πάγο, λ. πάγος·
- ψυγεία πουλάω, έκφραση με την οποία δηλώνουμε ή προσποιούμαστε τέλεια άγνοια για κάποιον ή για κάτι. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το εγώ δεν ξέρω ή το κανονίστε τα, εγώ: «μήπως ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Εγώ δεν ξέρω, ψυγεία πουλάω || μήπως μπορείς να μας πεις ποιος φταίει; -Κανονίστε τα, εγώ ψυγεία πουλάω». Συνώνυμα: δεν είμαι της οικοδομής / είμαι από χωριό / είμαι περαστικός / ήρθα να πάρω τα χαλιά.