Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ποτίζω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ποτίζω, ρ. [<αρχ. ποτίζω], ποτίζω. 1. δίνω σε κάποιον να πιει οινοπνευματώδες ιδίως ποτό, και γενικά δίνω σε κάποιον να πιει κάτι: «τον πότισε με πέντε πενηνταράκια ούζο και τον έκανε λιώμα || τον δηλητηρίασε, γιατί τον πότισε ποτό με αρσενικό». (Λαϊκό τραγούδι: σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι). 2. δίνω σε κάποιον να πιει ναρκωτικό, ιδίως χωρίς να το καταλάβει: «την πότισαν με χασίσι κι έπειτα τη βίασαν». (Τραγούδι: ένα βράδυ στο Πεκίνο με ποτίσαν από κείνο κι είδα το Χριστό φαντάρο και φοβήθηκα. Στην ομίχλη στην αιθάλη μ’ έναν ήλιο στο κεφάλι φάτσα φόρα με το χάρο κι αναστήθηκα
- με ποτίζει δάκρυα ή με ποτίζει δάκρυ, βλ. λ. δάκρυ·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, βλ. λ. μεζές·
- ποτίζω δηλητήριο ή ποτίζω με δηλητήριο (κάποιον), βλ. λ. δηλητήριο·
- ποτίζω πίκρα ή ποτίζω πίκρες (κάποιον), βλ. λ. πίκρα·
- ποτίζω φαρμάκι ή ποτίζω φαρμάκια (κάποιον), βλ. λ. φαρμάκι·
- ποτίζω χολή (κάποιον), βλ. λ. χολή·
- την ποτίζω καλά, κάνω συχνά έρωτα μαζί της: «βλέπω, φίλε μου, ότι η γυναίκα σου διατηρείται μια χαρά. -Την ποτίζω καλά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις. Συνών. την ταΐζω καλά·
- τον πότισαν αφιόνι, βλ. λ. αφιόνι·
- τον ταΐζω και τον ποτίζω, βλ. λ. ταΐζω.

αφιόνι

αφιόνι, το, ουσ. [<τουρκ. afyon <μτγν. ελλ. ὄπιον]. 1. η ναρκωτική ουσία όπιο, καθώς και το φυτό από το οποίο παράγεται: «κάθε φορά που παίρνει αφιόνι δεν μπορεί να σταθεί στα πόδια του». 2. καθετί που προκαλεί έξαψη, φανατισμό ή πνευματικό λήθαργο, πνευματική ύπνωση και στερεί τη δυνατότητα σε κάποιον να σκεφτεί, να αποφασίσει ελεύθερα: «λες και του δώσανε αφιόνι του ηλίθιου κι έγινε τόσο φανατικός || λες και του δώσανε αφιόνι και δεν μπορεί να σκεφτεί || η θρησκεία είναι το αφιόνι του λαού, προπαγάνδιζαν οι κομμουνιστές»·
- τον πότισαν αφιόνι, τον αφιόνισαν (βλ. λ.).

δάκρυ

δάκρυ, το, πλ. δάκρυα, τα, ουσ. [<αρχ. δάκρυ], το δάκρυ· ελάχιστη ποσότητα υγρού, η σταλαματιά, η σταγόνα, η στάλα (Λαϊκό τραγούδι: δάκρυ δάκρυ τον καημό μου, τον μετράω και πονώ κι είναι το παράπονό μου πότε μάνα θα σε δω). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- βαστώ τα δάκρυά μου, βλ. φρ. κρατώ τα δάκρυά μου·
- δε βγάζει δάκρυ, βλ. φρ. δε χύνει δάκρυ·
- δε χύνει δάκρυ, κλαίει με μεγάλη δυσκολία, δε συγκινείται εύκολα: «ακόμη κι ο πατέρας του να πεθάνει δε χύνει δάκρυ»·
- είναι αργά για δάκρυα, το κακό πλέον έχει συντελεστεί: «όπως έγιναν τα πράγματα, είναι αργά για δάκρυα». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το τώρα ·
- είναι νωρίς για δάκρυα, δεν υπάρχει ακόμα λόγος να ανησυχούμε, δε διαφαίνεται ακόμα κανένας κίνδυνος. (Τραγούδι: είναι νωρίς για δάκρυα Στέλλα, παίξε τις κούκλες σου και γέλα
- έχει έτοιμα τα δάκρυα, βλ. φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
- έχει τα δάκρυα στην κωλοτσέπη του ή έχει το δάκρυ στην κωλοτσέπη του, βλ. φρ. έχει τα δάκρυα στην τσέπη του·
- έχει τα δάκρυα στην τσέπη του ή έχει το δάκρυ στην τσέπη του, κλαίει με μεγάλη ευκολία, με το παραμικρό, συγκινείται πολύ εύκολα: «μη μας πεις καμιά θλιμμένη ιστορία, γιατί από κει η κυρία έχει τα δάκρυα στην τσέπη της»·
- κατάπια τα δάκρυά μου ή κατάπια το δάκρυ μου, πίεσα τον εαυτό μου να μην κλάψω: «μόλις διασταυρώθηκαν τα βλέμματά μας, κατάπια τα δάκρυά μου και προσπάθησα να του χαμογελάσω»·
- καυτά δάκρυα ή καυτό δάκρυ, τα δάκρυα που προέρχονται από μεγάλη λύπη: «στο χωρισμό της έκλαψε με καυτά δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: με το αντίο σου πριν τ’ όνειρό μου σβήσεις θα σου χαρίσω ένα δάκρυ μου καυτό δεν είναι δάκρυ να σε πείσω να γυρίσεις μα για το διάβα σου μικρό ευχαριστώ
- κλαίω με μαύρα δάκρυα ή κλαίω με μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «κάθε φορά που βλέπει κάποια παλιά ελληνική ταινία με τη Μάρθα Βούρτση, κλαίει με μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: θα πάρω πια τα μάτια μου κι όπου με βγάλει η άκρη, θα φύγω και θα με ζητάς, θα κλαις με μαύρο δάκρυ
- κρατώ τα δάκρυά μου, τα συγκρατώ, συγκρατιέμαι να μην κλάψω: «με κόπο κρατούσα τα δάκρυά μου για να μη δείξω τη συγκίνησή μου»·
- κροκοδείλια δάκρυα, τα προσποιητά δάκρυα, αυτά που δε βγαίνουν φυσικά αλλά με κάποια σκοπιμότητα·
- με παίρνουν τα δάκρυα ή με παίρνει το δάκρυ, αρχίζω να κλαίω: «συγκινούμαι εύκολα, γι’ αυτό με το παραμικρό με παίρνουν τα δάκρυα»·
- με πνίγουν τα δάκρυα ή με πνίγει το δάκρυ, κλαίω πολύ έντονα, πνίγομαι στο κλάμα: «όταν άρχισα να του διηγούμαι τα βάσανα της ζωής μου, κάποια στιγμή μ’ έπνιξαν τα δάκρυα και δε μπορούσα να συνεχίσω»·
- με ποτίζει δάκρυα ή με ποτίζει δάκρυ, με στενοχωρεί συχνά τόσο πολύ, που με κάνει και κλαίω: «είναι τόσο άτακτο παιδί, που χρόνια τώρα με ποτίζει δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: γιατί ζητάς τα νιάτα σου χαμένα για να πάνε, εγώ ποτίζω δάκρυα σ’ αυτές που μ’ αγαπάνε
- μέχρι δακρύων, έκφραση με την οποία δηλώνουμε μεγάλη συγκίνηση ή έντονο γέλιο: «ήταν τόσο ανθρώπινο το έργο, που συγκινηθήκαμε μέχρι δακρύων || ήταν μια φανταστική κωμωδία και γελάσαμε μέχρι δακρύων»·
- πέφτει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. συνηθέστ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
- πικρά δάκρυα ή πικρό δάκρυ, κλάμα από μεγάλη θλίψη, λύπη, στενοχώρια ή έντονο ψυχικό πόνο: «τη στιγμή τ’ αποχωρισμού τους πικρά δάκρυα κύλησαν στα μάγουλά τους»·
- πνίγηκε απ’ τα δάκρυα ή  πνίγηκε στα δάκρυα ή πνίγηκε στο δάκρυ, έκλαψε πάρα πολύ έντονα: «στην κηδεία του πατέρα του πνίγηκε στα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: έρημο το σπίτι κι αδειανό, ρήμαξ’ απ’ άκρη σ’ άκρη· τα παλιά σου γράμματα φιλώ – Χριστίνα μου και πνίγομαι στο δάκρυ
- πνίγω τα δάκρυά (μου) ή πνίγω το δάκρυ (μου), πιέζω τον εαυτό μου να μην κλάψω: «κάθε φορά που τον βλέπω να γυρίζει σαν ρεμάλι μέσ’ στους δρόμους, πνίγω τα δάκρυά μου για να μην καταλάβει κανείς τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: αυτοί που φεύγουν σφίγγουν τα χείλια, πνίγουν τα δάκρυα να μη φανούν
- στέρεψαν τα δάκρυά μου ή στέρεψε το δάκρυ μου, έκλαψα τόσο πολύ που δεν έχω, δεν μπορώ να βγάλω άλλα δάκρυα: «στο θάνατο του πατέρα μου, στέρεψαν τα δάκρυά μου». (Λαϊκό τραγούδι: τι να σε κάνω, αφού πια δε σ’ αγαπώ, τώρα που ήρθες έχει κλείσει η καρδιά μου, πηγαίνω μ’ άλλες και τα πίνω και γλεντώ, έχουν στερέψει τα παλιά τα δάκρυά μου
- το δάκρυ της Παναγιάς, χαρακτηρισμός οινοπνευματώδους ποτού, ιδίως του ούζου ή του τσίπουρου, από μανιώδη πότη του: «αυτό δεν είναι ένα συνηθισμένο ποτό, αγόρι μου, αυτό είναι το δάκρυ της Παναγιάς». Από το ότι το δάκρυ της Παναγίας θεωρείται ό,τι το πολυτιμότερο·
- τρέχει το δάκρυ μου κορόμηλο, βλ. φρ. χύνω το δάκρυ κορόμηλο·
- τρέχει το δάκρυ μου ποτάμι, βλ. φρ. χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα. (Λαϊκό τραγούδι: κι έγραψα το σ’ αγαπώ στο τζάμι και, μόλις σ’ είδα που δάκρυσες, έτρεξε το δάκρυ μου ποτάμι,γιατί καρδιά μου άργησες  
- τρέχουν τα δάκρυα βροχή, άφθονα και χωρίς διακοπή: «τη στιγμή τ’ αποχωρισμού τους, έτρεχαν τα δάκρυά τους βροχή». (Λαϊκό τραγούδι: η καρδιά μου συννεφιάζει, τρέχουν τα δάκρυα βροχή· σίγουρα θα πάμε, μια και φτάσαμε ως εκεί, εσύ στο χώμα κι εγώ στη φυλακή
- χύνω δάκρυα ή χύνω δάκρυ, κλαίω πολύ: «κάθε φορά που βλέπω κάποια συγκινητική ταινία, χύνω δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: χαράμι να σου γίνουν τα ξενύχτια μου, τα τόσα δάκρυα που έχυσα για σένα
- χύνω μαύρα δάκρυα ή χύνω μαύρο δάκρυ, κλαίω απαρηγόρητα: «στην κηδεία του πατέρα του έχυσε μαύρα δάκρυα». (Λαϊκό τραγούδι: το ξέρω, αφιλότιμη, θα χύσεις μαύρο δάκρυ,να είσαι πάντα εύχομαι, ζητιάνα στην αγάπη!
- χύνω πικρά δάκρυα ή χύνω πικρό δάκρυ, κλαίω έντονα από μεγάλη στενοχώρια ή γιατί μετάνιωσα πολύ για κάτι που έκανα: «όταν χώρισε με τη γυναίκα του, έχυσε πικρά δάκρυα»·
- χύνω ποτάμι (τα) δάκρυα ή χύνω (τα) δάκρυα ποτάμι, κλαίω πάρα πολύ και χωρίς διακοπή. (Λαϊκό τραγούδι: μες της ταβέρνας τη γωνιά για σένα πίνω· για την αγάπη σου ποτάμια δάκρυα χύνω
- χύνω το δάκρυ κορόμηλο, κλαίω έντονα και χύνω μεγάλα δάκρυα: «στην κηδεία του πατέρα του έχυσε το δάκρυ κορόμηλο».

δηλητήριο

δηλητήριο, το, ουσ. [<αρχ. δηλητήριον], το δηλητήριο. 1. οτιδήποτε έχει πικρή γεύση: «μου ’φερε έναν καφέ δηλητήριο || δεν ήξερα τι καρπός ήταν κι όταν τον δάγκασα, ήταν δηλητήριο». (Λαϊκό τραγούδι: δηλητήριο στο στόμα είν’ η κάθε μας μπουκιά, μέχρι που να ’ρθεις παιδί μου απ’ τη μαύρη ξενιτιά). 2. οτιδήποτε προκαλεί μεγάλη θλίψη, στενοχώρια, μίσος, κακία, φόβο ή ψυχική φθορά, ή έχει γενικά βλαπτική επίδραση σε κάποιον: «το δηλητήριο της ζήλιας ήταν η αιτία που είχε κάνει μαρτύριο τη ζωή της γυναίκας του || το δηλητήριο του μίσους σ’ αυτόν τον άνθρωπο κυκλοφορούσε στις φλέβες του || δεν τον άφηνε στιγμή ήσυχο το δηλητήριο της κακίας και προσπαθούσε αδιάκοπα να βρει τρόπο να του κάνει κακό || το δηλητήριο της διχόνοιας υπήρξε πολλές φορές η αιτία μεγάλων εθνικών καταστροφών». (Ακολουθούν 16 φρ.)· 
- γυναίκα δηλητήριο, βλ. λ. γυναίκα·
- έριξε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- έσταξε το δηλητήριό του, μίλησε με τέτοιο τρόπο, ώστε να προκαλέσει λύπη, να πικράνει ή να βλάψει ηθικά κάποιον, μίλησε με μεγάλη κακεντρέχεια, με πολύ μίσος και κακία εναντίον κάποιου: «την κατάλληλη στιγμή έσταξε το δηλητήριό του και με πίκρανε αφάνταστα»·
- έχυσε το δηλητήριό του, βλ. φρ. έσταξε το δηλητήριό του·
- η γλώσσα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του χύνει δηλητήριο, βλ. λ. γλώσσα·
- πικρό(ς) σαν δηλητήριο, α. οτιδήποτε έχει πολύ πικρή γεύση: «ο καφές ήταν πικρός σαν δηλητήριο». β. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη ψυχική πίκρα: «τα λόγια σου ήταν πικρά σαν δηλητήριο και με πίκραναν πολύ». (Λαϊκό τραγούδι: πικρό σαν δηλητήριο είναι το διαβατήριο, μα όταν ζεις χωρίς ελπίδα, όπου γης είναι πατρίδα
- ποτίζω δηλητήριο ή ποτίζω με δηλητήριο (κάποιον), στενοχωρώ αφάνταστα κάποιον: «τον πότισες δηλητήριο τον πατέρα σου με την αποτυχία σου να μπεις στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: η εμπιστοσύνη χάθηκε σ’ αγάπη και φιλία· δηλητήριο κι οι δυο τους με ποτίσανε, την καρδούλα μου στα δύο την ξεσκίσανε
- τα λόγια του είναι δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του χύνουν δηλητήριο, βλ. λ. λόγος·
- το στόμα μου είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του είναι δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του στάζει δηλητήριο, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του χύνει  δηλητήριο, βλ. λ. στόμα.

μεζές

μεζές, ο, ουσ. [<τουρκ. meze]. 1. κάθε είδος ορεκτικού, που προσφέρεται σε μικρά κομμάτια και σε μικρή ποσότητα ως συνοδευτικό οινοπνευματωδών ποτών, ιδίως ούζου, τσίπουρου, ρετσίνας ή κρασιού. (Λαϊκό τραγούδι: στα πεταχτά μοιράζω τις μισές στο πιάτο κι ο μεζές μαρίδα και τυρί). 2. (γενικά) το πρόχειρο φαγητό, γεύμα ή δείπνο που δε θεωρείται ολοκληρωμένο: «το μεσημέρι τσίμπησα ένα μεζέ και τώρα πεινάω σαν λύκος». 3. μικρό μερίδιο σε κέρδος ή μικρή συμμετοχή σε απόλαυση: «του ’δωσαν κι αυτού ένα μεζέ απ’ την προμήθεια για να μην έχει παράπονο». Υποκορ. μεζεδάκι, το (βλ. λ.)·
- κατά το μεζέ και το πιρούνι, βλ. λ. πιρούνι·
- μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη, ο μεζές τρώγεται πιο ευχάριστα, όταν συνοδεύεται και από κάποιο οινοπνευματώδες ποτό: «πάντα συνοδεύω με ουζάκι τα μεζεδάκια μου, γιατί μεζές που δεν ποτίζεται, δεν έχει χάρη»·
- μου ’ρθε μεζές, λέγεται για αναπάντεχα ευχάριστο γεγονός στην κατάλληλη στιγμή, που μας είναι απόλυτα καλοδεχούμενο: «τα λεφτά που κέρδισα στο τζόκερ μου ’ρθαν μεζές, γιατί μπόρεσα και κάλυψα όλες τις υποχρεώσεις μου». Συνών. μου ’ρθε βούτυρο στο ψωμί / μου ’ρθε γλύκισμα / μου ’ρθε καϊμάκι / μου ’ρθε κουφέτο / μου ’ρθε λουκουμάς / μου ’ρθε λουκούμι / μου ’ρθε μπισκοτολούκουμο·
- μπεκρή μεζές, μεζές αλατισμένος υπερβολικά, για να παρακινεί σε οινοποσία εκείνους που τον τρώνε: «όσοι πηγαίνουν στο τάδε μαγαζί, ο μαγαζάτορας τους σερβίρει έναν σπουδαίο μπεκρή μεζέ κι αυτοί πίνουν ασταμάτητα»·
- παίρνω μεζέ, αντιλαμβάνομαι μια κίνηση ή μια ενέργεια που κινδυνεύει να αποβεί σε βάρος μου: «ευτυχώς πήρα μεζέ πως ήθελαν να με ρίξουν και βγήκα απ’ το κόλπο»· βλ. και φρ. παίρνω μεζεδάκι, λ. μεζεδάκι·
- παίρνω στο μεζέ, εμπαίζω, κοροϊδεύω, περιγελώ κάποιον: «κάθε τόσο παίρνει και κάποιον στο μεζέ για να δημιουργείται ατμόσφαιρα στην παρέα μας». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι που πας, δε θα μονοιάσουμε ποτέ με τις προφάσεις, πότ’ ετούτα, πότ’ εκείνα και θα με παίρνουνε οι φίλοι στο μεζέ και θα με λεν κορόιδο πρώτο στην Αθήνα
- το κάνω έναν μεζέ, το τρώω με μια χαψιά: «του ’δωσα ένα κομμάτι απ’ το σάντουίτς μου και το ’κανε έναν μεζέ»·
- τον κάνω έναν μεζέ, τον νικώ εύκολα και γρήγορα: «μέχρι να προλάβουμε να τους χωρίσουμε, τον έκανε έναν μεζέ».

πίκρα

πίκρα, η, ουσ. [<μσν. πίκρα <πικραίνω (υποχωρητ.)], η πίκρα· συναίσθημα λύπης ή στενοχώριας: «τον γονάτισαν οι πίκρες της ζωής». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος με βλέπει να γελώ, λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα στην καρδιά και πίκρα μέσ’ τα χείλια
- εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του, εκείνος που στενοχωριέται για τις ατυχίες, τις δυσκολίες των άλλων στο τέλος βγαίνει ζημιωμένος: «δες τον εαυτό σου και συγκεντρώσου στη δουλειά σου, γιατί εκείνος που κλαίει για ξένες πίκρες, χάνει τα μάτια του», εννοείται από το πολύ το κλάμα παθαίνουν τα μάτια του· 
- έχω πίκρα στην καρδιά, είμαι πολύ λυπημένος, πολύ στενοχωρημένος: «έχω πίκρα στην καρδιά, γιατί δεν πέρασε πάλι ο γιος μου στο πανεπιστήμιο». (Λαϊκό τραγούδι: όποιος με βλέπει να γελώ λέει: πίκρα δεν έχω. Μα ’γω έχω πίκρα στην καρδιά και πίκρα μέσ’ τα χείλια
- έχω πίκρα στην ψυχή, βλ. φρ. έχω πίκρα στην καρδιά·
- η πίκρα κόβει γόνατα κι ο λογισμός γερνάει, τα ψυχικά προβλήματα είναι πολύ καταστροφικά για την υγεία του ανθρώπου·
- κάλλιο λάχανα με γλύκα, παρά ζάχαρη με πίκρα, βλ. λ. λάχανο·
- κερνώ πίκρες (κάποιον), κάνω κάποιον να λυπηθεί, να στενοχωρηθεί πάρα πολύ: «απ’ τη μέρα που γνώρισα αυτή τη γυναίκα, συνέχεια με κερνάει πίκρες»·
- με γονάτισαν οι πίκρες, με εξάντλησαν, με κατέβαλαν: «όσο υπομονή κι αν έκανε, κάποια στιγμή τον γονάτισαν οι πίκρες και σήκωσε ανήμπορος ψηλά τα χέρια». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είμαι εγώ αυτός που θα στολίσει με άνθη τα ξανθά σου τα μαλλιά, εμένα οι πίκρες μ’ έχουν γονατίσει κι εσύ γυρεύεις μια πρωτομαγιά
- ποτίζω πίκρα ή ποτίζω πίκρες (κάποιον), βλ. φρ. κερνώ πίκρες (κάποιον).

ταΐζω

ταΐζω κ. ταγίζω, ρ. [<μσν. ταγίζω <ταγή + κατάλ. -ίζω], ταΐζω. 1. δωροδοκώ: «είχα κάτι προβλήματα με την πολεοδομία, αλλά τάισα κάποιον υπάλληλο καλά και ξεμπέρδεψα». 2. συντηρώ, τρέφω: «ταΐζει ολόκληρη οικογένεια». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- αν δε φωνάξει το μωρό, δεν το ταΐζει η μάνα του, βλ. λ. μωρό·
- βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν, όταν έχεις τη μεγάλη ανάγκη κάποιου, μπροστά του να είσαι φρόνιμος και να μην αυθαδιάζεις: «ζητάς να σε βοηθήσει ο άνθρωπος αλλά δεν κλείνεις κι εσύ λιγάκι το στόμα σου κι αν θες να μάθεις, βουβάσου, αν θες να σε ταΐζουν». Συνών. όποιος διψάει, πίνει με σιωπή· 
- έχει να ταΐσει κοτζάμ ασκέρι, βλ. λ. ασκέρι·
- καλύτερα να σε ντύνω παρά να σε ταΐζω ή καλύτερα να σε ντύνουν παρά να σε ταΐζουν, βλ. λ. καλύτερος·
- κουκουνάρια σε ταΐζει η μάνα σου! βλ. λ. κουκουνάρι·
- ταΐζει τ’ άλογα, βλ. λ. άλογο·
- ταΐζει τ’ αλογάκια, βλ. λ. αλογάκι·
- ταΐζει τ’ αλογατάκια, βλ. λ. αλογατάκι·
- ταΐζει τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
- ταΐζω πολλά στόματα, βλ. λ. στόμα·
- ταΐζω το σπίτι μου, βλ. λ. σπίτι·
- τάισε τα ψάρια, βλ. λ. ψάρι·
- την ταΐζω καλά, κάνω συχνά έρωτα μαζί της: «η γυναίκα σου κρατιέται μια χαρά. Την ταΐζω καλά». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ ή το βλέπεις. Συνών. την ποτίζω καλά·
- την τάισε φασόλια, βλ. λ. φασόλι·
- τι σε ταΐζει η μάνα σου; βλ. λ. μάνα·
- τον ταΐζει στο στόμα, βλ. λ. στόμα·
- τον ταΐζω και τον ποτίζω, τον συντηρώ, τον τρέφω: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε ο φίλος μου, τον ταΐζω και τον ποτίζω»·
- τον ταΐζω κουτόχορτο, βλ. λ. κουτόχορτο·
- τον τάισε χυλόπιτα, βλ. λ. χυλόπιτα.

φαρμάκι

φαρμάκι, το, ουσ. [<μσν. φαρμάκιν <αρχ. φαρμάκιον, υποκορ. του ουσ. φάρμακον]. 1. το δηλητήριο: «του έριξε φαρμάκι στο φαγητό του και πέθανε ο φουκαράς». (Λαϊκό τραγούδι: ρίξτε στο γυαλί φαρμάκι μονορούφι να το πιω, είν’ ο πόνος μου μεγάλος στη φουρτούνα που περνώ). 2. καθετί που είναι πολύ πικρό: «μου ’φερε έναν καφέ φαρμάκι». (Λαϊκό τραγούδι: ο ουρανός ξημέρωσε κι είν’ το κρασί φαρμάκι και η καρδιά μου κέρωσε απ’ το πολύ μεράκι). 3. μεγάλη στενοχώρια ή ψυχική πικρία, μεγάλος ψυχικός πόνος, μεγάλο βάσανο: «δεν αντέχω άλλα φαρμάκια στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: με γλέντια, με γραμμόφωνα, με χίλια δυο μεράκια, που σβήνουνε σκοτούρες και φαρμάκια). (Ακολουθούν 30 φρ.)·
- έξω κάνει φαρμάκι, το κρύο έξω από το σπίτι είναι πολύ δυνατό, είναι τσουχτερό, διαπεραστικό: «ντύσου πολύ καλά, πριν βγεις, γιατί έξω κάνει φαρμάκι»·
- έριξε το φαρμάκι του, βλ. φρ. έσταξε το φαρμάκι του. (Λαϊκό τραγούδι: έριξες πάλι απόψε το φαρμάκι σου κι έκανες να κλαίει το κοριτσάκι σου
- έσταξε το φαρμάκι του, μίλησε με μεγάλη κακεντρέχεια, είπε αυτό που θα μπορούσε να στενοχωρήσει, να πικράνει ή να βλάψει κάποιον πάρα πολύ: «μόλις του ζήτησα τη γνώμη του για τον τάδε, έσταξε το φαρμάκι του»·
- έχει φαρμάκι στην καρδιά, είναι πολύ στενοχωρημένος, πολύ πικραμένος: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο γιος του έμπλεξε με τα ναρκωτικά, έχει φαρμάκι στην καρδιά ο δόλιος»·
- έχυσε το φαρμάκι του, βλ. φρ. έσταξε το φαρμάκι του·
- η γλώσσα του είναι φαρμάκι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του στάζει φαρμάκι, βλ. λ. γλώσσα·
- η γλώσσα του χύνει φαρμάκι, βλ. λ. γλώσσα·
- κατεβάζω φαρμάκια, βλ. συνηθέστ. πίνω φαρμάκια·
- κερνώ φαρμάκι (κάποιον) ή κερνώ φαρμάκια (κάποιον), στενοχωρώ, πικραίνω κάποιον πάρα πολύ: «πάψε πια να κερνάς φαρμάκι τον άνθρωπο με τις ατέλειωτες κατηγόριες σε βάρος του!». (Λαϊκό τραγούδι: απόψε που με κέρασες φαρμάκι και με γέλασες, να σ’ είχα από καμιά μεριά, θα σου ’δινα μια μαχαιριά
- κρύο φαρμάκι, βλ. λ. κρύος·
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, βλ. λ. ψωλή·
- να πάνε κάτω τα φαρμάκια ή να πάνε τα φαρμάκια κάτω, έκφραση που λέγεται παράλληλα με κάτι, που γίνεται για να ξεχάσουμε τις πίκρες μας, τις στενοχώριες μας. (Λαϊκό τραγούδι: με μαράκες με ξυλάκια θα πηγαίνουν κάτω τα φαρμάκια // μέσ’ στην υπόγεια την ταβέρνα μέσ’ σε καπνούς και σε βρισιές, απάνω στρίγκλιζε η λατέρνα όλοι παρέα πίναμε εψές, εψές σαν όλα τα βραδάκια να πάνε κάτω τα φαρμάκια). Πολλές φορές, ανταλλάσσεται και ως ευχή ανάμεσα σε πότες την ώρα που τσουγκρίζουν τα ποτήρια τους: «άντε βίβα να πάνε κάτω τα φαρμάκια»·
- οι τιμές είναι φαρμάκι, βλ. λ. τιμή·
- πήρε φαρμάκι, αυτοκτόνησε ή προσπάθησε να αυτοκτονήσει με δηλητήριο: «δεν μπόρεσε να υπομένει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, γι’ αυτό πήρε φαρμάκι κι ησύχασε || πήρε φαρμάκι, αλλά την πλάκωσαν στις πλύσεις στομάχου και τη γλίτωσαν». Συνήθως αυτόν τον τρόπο αυτοκτονίας επιλέγουν οι γυναίκες·  
- πικρό(ς) (σαν) φαρμάκι, οτιδήποτε είναι πάρα πολύ πικρό(ς): «μου πρόσφερε ένα καφέ που ήταν πικρός φαρμάκι || έφαγα ένα αμύγδαλο πικρό σαν φαρμάκι»·
- πίνω φαρμάκι ή πίνω φαρμάκια, πικραίνομαι πολύ, καταστενοχωριέμαι: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, συνέχεια πίνει φαρμάκια». (Λαϊκό τραγούδι: ήτανε ανάγκη να με βγάλεις, σε φουρτούνες τόσες να με βάλεις, σε καημούς και σε μεράκια, και να πίνω όλο φαρμάκια στη βασανισμένη μου ζωή;
- πνίγω τα φαρμάκια (μου), διώχνω τις πίκρες, τις στενοχώριες μου: «βρήκε τον τρόπο να πνίγει τα φαρμάκια του κάνοντας πολλές παρέες». (Λαϊκό τραγούδι: τα φαρμάκια για να πνίξεις ρίχ’ το φίλε στην τρελή, ρίχ’ τα στην απέξω τσέπη να γλεντήσεις τη ζωή
- πνίγω τα φαρμάκια μου στο πιοτό, προσπαθώ να διώξω, να ξεχάσω αυτό που με πικραίνει, που με στενοχωρεί πίνοντας, μεθώντας: «απ’ τη μέρα που χώρισε με τη γυναίκα του, πνίγει τα φαρμάκια του στο πιοτό»· 
- ποτίζω φαρμάκι (κάποιον) ή ποτίζω φαρμάκια (κάποιον), πικραίνω κάποιον πολύ, καταστενοχωρώ κάποιον: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε αυτό το παιδί με ποτίζει φαρμάκια». (Λαϊκό τραγούδι: σε πότισα ροδόσταμο, με πότισες φαρμάκι
- σουτ φαρμάκι, βλ. λ. σουτ·
- στάζει φαρμάκι (κάτι), μου προξενεί κάτι μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη ψυχική πίκρα: «με όλα αυτά τα στραβά και τ’ ανάποδα που γίνονται κάθε μέρα, στάζει φαρμάκι αυτή η ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στη ξενιτιά βραδιάζει πιο νωρίς. Στην ξενιτιά να κλάψεις δεν μπορείς. Στην ξενιτιά μανούλα μου γλυκιά φαρμάκι στάζει η Κυριακή κι ο κόσμος φυλακή
- τα λόγια του είναι φαρμάκι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του στάζουν φαρμάκι, βλ. λ. λόγος·
- τα λόγια του χύνουν φαρμάκι, βλ. λ. λόγος·
- το λίγο αλκοόλ είναι φάρμακο και το πολύ φαρμάκι, βλ. λ. αλκοόλ·
- το στόμα μου είναι φαρμάκι, βλ. λ. φαρμάκι·
- το στόμα του είναι φαρμάκι, βλ. λ. στόμα·  
- το στόμα του στάζει φαρμάκι, βλ. λ. στόμα·
- το στόμα του χύνει φαρμάκι, βλ. λ. στόμα.

χολή

χολή, ή, ουσ. [<αρχ. χολή], η χολή. 1. πολύ πικρή γεύση: «κάθε βράδυ παίρνω ένα φάρμακο σκέτη χολή». 2. εκφράζει κακία: «τα λόγια του ήταν όλο χολή και μίσος». (Λαϊκό τραγούδι: κέρνα με, πόνε, κέρνα με ποτήρια πικραμένα, τα στήθια μου από χολές, από λαχτάρες, συμφορές είναι πια μαθημένα). (Ακολουθούν 15 φρ.)·
- αντί για μάννα χολή ή αντί του μάννα χολή, βλ. λ. μάννα·
- βγάζει χολή (εναντίον κάποιον), βλ. φρ. ξερνάει χολή·
- δεν έχει χολή μέσα του, είναι ήπιος και χωρίς κακία: «αποκλείεται να είπε κακό λόγο για σένα, γιατί αυτός ο άνθρωπος δεν έχει χολή μέσα του || πώς να μαλώσω μαζί του, αφού δεν έχει χολή μέσα του»·
- δεν έχεις χολή μέσα σου; έκφραση απορίας σε άτομο που δεν αντιδρά δυναμικά, εκδικητικά εναντίον κάποιου λόγω του ήπιου χαρακτήρα του: «αυτός σε βρίζει κι εσύ χαμογελάς, δεν έχεις χολή μέσα σου, ρε παιδάκι μου;»·   
- έσπασε η χολή μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, κατατρόμαξα: «κάποια στιγμή ένιωσα να ταρακουνιέμαι κι έσπασε η χολή μου, γιατί νόμισα πως γινόταν σεισμός». (Τραγούδι: ήρθαν κι οι δικοί σου και με πιάσανε να ενώσουν πάλι ό,τι κομματιάσανε άσε μας, φιλί μου, έσπασε η χολή μου πόνεσαν κι εκείνοι που ξεχάσανε
- έχει κι ο μέρμηγκας χολή, έχει κι η μύγα σπλήνα, βλ. λ. μυρμήγκι·
- κόπηκε η χολή μου ή μου κόπηκε η χολή, βλ. φρ. έσπασε η χολή μου·
- μου ’σπασε τη χολή (μου), με φόβισε, με τρόμαξε πάρα πολύ: «πετάχτηκε ξαφνικά απ’ τη γωνία μπροστά μου και μου ’σπασε τη χολή μου». (Λαϊκό τραγούδι: σύρμα εδώ σύρμα εκεί μου σπάει τη χολή μου, ζημιά μου κάνει στη δουλειά μου κόβει το ψωμί μου
- μου ’φερε τη χολή στα μάτια, με νευρίασε πάρα πολύ, έγινε ανυπόφορος: «πάρ’ τον από κοντά μου, γιατί μου ’φερε τη χολή στα μάτια με την γκρίνια του κι είμαι έτοιμος να τον διαολοστείλω»·
- ξερνάει χολή (εναντίον κάποιου), εκφράζεται με μεγάλη κακία εναντίον κάποιον: «όποτε αναφέρεται στον τάδε, ξερνάει χολή, γιατί είναι βλέπεις αντίζηλός του»·
- ποτίζω χολή (κάποιον), πικραίνω κάποιον πάρα πολύ: «μπορεί να ποτίζουν χολή τα παιδιά στους γονείς τους, αυτοί όμως πάντοτε τα συγχωρούν». (Λαϊκό τραγούδι: με κατατρέξανε πολύ και με ποτίσανε χολή
- στάζει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. φρ. ξερνάει χολή·
- του κόβω τη χολή, βλ. φρ. του σπάω τη χολή·
- του σπάω τη χολή, του προκαλώ ξαφνικά μεγάλο φόβο, τον τρομοκρατώ: «πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στη νύχτα και του ’σπασα τη χολή»·
- χύνει χολή (εναντίον κάποιου), βλ. φρ. ξερνάει χολή.