Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ποσώς

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ποσώς, επίρρ. [<αρχ. ποσῶς], καθόλου, διόλου: «ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις || ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος || μήπως σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος; -Ποσώς».