Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ποσώς
ποσώς, επίρρ. [<αρχ. ποσῶς], καθόλου, διόλου: «ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις || ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος || μήπως σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος; -Ποσώς».
ποσώς, επίρρ. [<αρχ. ποσῶς], καθόλου, διόλου: «ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα κάνεις || ποσώς μ’ ενδιαφέρει τι θα πει ο κόσμος || μήπως σε νοιάζει τι θα πει ο κόσμος; -Ποσώς».