Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πορεύομαι

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πορεύομαι, ρ. [<αρχ. πορεύομαι <πόρος], πορεύομαι. 1. ακολουθώ ένα τρόπο ζωής ή δράσης: «εγώ πορεύομαι συνετά». 2. εξοικονομώ τα απαραίτητα για τη ζωή μου, τα βγάζω πέρα: «κουτσά στραβά πορεύεται κι αυτός». 3. δίνεται και ως απάντηση ικανοποίησης σε κάποιον που μας ρωτάει από ενδιαφέρον πώς πας; ή πώς τα πας;