Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πονοκέφαλος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πονοκέφαλος, ο, ουσ. [<πονο- + κεφάλι + κατάλ. -ος], ο πονοκέφαλος· καθετί που μας δημιουργεί μεγάλη ενόχληση, μεγάλο πρόβλημα, που για να απαλλαγούμε από αυτό πρέπει να ασχοληθούμε πολύ: «για όλες τις κυβερνήσεις αποτελεί πονοκέφαλο η μάστιγα των ναρκωτικών || ο μικρός του ο γιος είναι τόσο ζωηρός, που είναι σωστός πονοκέφαλος για την οικογένειά του». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι ο πονοκέφαλός μου, ο μεγάλος ο καημός μου).