Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πονηριά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πονηριά, η, ουσ. [<μσν. πονηριά <αρχ. πονηρία], η πονηριά· δόλιο τέχνασμα ή υποκριτική συμπεριφορά με σκοπό την εξαπάτηση κάποιου: «προσπαθεί με διάφορες πονηριές να του πάρει δανεικά και αγύριστα». (Λαϊκό τραγούδι: άι στη μάνα σου κυρά μου κι άδειασέ μας τη γωνιά, εβαρέθηκα το ψέμα και την πονηριά).