Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πολυέλεος
πολυέλεος, ο, ουσ. [<μτγν. πολυέλεος], ο πολύ σπλαχνικός και,
κατ’ επέκταση, ο Θεός·
-
σιγά τον πολυέλεο! ειρωνική αμφισβήτηση απελπισμένου ανθρώπου στην
αναφορά κάποιου πως ο Θεός είναι πολύ σπλαχνικός, πως είναι πολυέλεος και πως
σίγουρα θα τον βοηθήσει: «σιγά τον πολυέλεο, γιατί μέχρι τώρα με ρίχνει απ’ το
κακό στο χειρότερο!».