Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκαν 2 αποτελέσματα (1 έως 20)
πολίτικος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πολίτικος, -η κ. -ια, -ο, επίθ. [<Πόλη + κατάλ. -ίτικος], που ανήκει, που αναφέρεται ή που προέρχεται από την Πόλη, από την Κωνσταντινούπολη: «πολίτικη κουζίνα». (Λαϊκό τραγούδι: έλα, βρε μάγκα μου, να πιεις από τον αργιλέ μας, που έχουμε πολίτικο μαυράκι στον τεκέ μας).

πολιτικός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πολιτικός, ο, η, ουσ. [<αρχ. πολιτικός], ο πολιτικός· αυτός που έχει πολιτική, που διακρίνεται για τον επιτήδεια σχεδιασμένο τρόπο ενέργειας ή συμπεριφοράς του προκειμένου να πετύχει κάποιο σκοπό του: «ο τάδε είναι σπουδαίος πολιτικός και με την πολιτική του καταφέρνει πάντα και να γίνεται το δικό του και να είναι αγαπητός σε όλους».