Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πολιτικά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πολιτικά, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. πολιτικός]. 1. όλα εκείνα που είναι σχετικά με ζητήματα πολιτικής, ιδίως με ζητήματα των πολιτικών κομμάτων, τα κομματικά «απ’ τη μέρα που άρχισε να μπερδεύεται με τα πολιτικά, τον έχασε η γυναίκα του απ’ το σπίτι». 2. (στη γλώσσα του στρατού) τα πολιτικά ρούχα, η πολιτική περιβολή σε αντιδιαστολή με τη στρατιωτική στολή: «μόλις πήγαινε σπίτι, πετούσε από πάνω του τη στρατιωτική στολή και φορούσε τα πολιτικά του».