Πολίτης
Πολίτης, ο, θηλ. Πολίτισσα, η, ουσ. [<μσν. Πολίτης], ο Έλληνας που κατάγεται από την Πόλη, από την Κωνσταντινούπολη ή που διαμένει σε αυτή: «οι Πολίτισσες είναι σπουδαίες μαγείρισσες».
πολίτης
πολίτης, ο, ουσ. [<αρχ. πολίτης], ο πολίτης·
-
καλός πολίτης! ευχή σε στρατευμένο να απολυθεί ή ευχή σε στρατευμένο που
μόλις απολύθηκε. (Τραγούδι: καλός πολίτης,γιε μου,
καλό σου στόλισμα, να σβήσει απ’ τ’ όνομά μας εκείνο το διαόλισμα)·
-
ο μέσος πολίτης, αυτός που στα πλαίσια μιας κοινωνίας συγκεντρώνει τα
χαρακτηριστικά της πλειοψηφίας: «ο μέσος πολίτης στην Ελλάδα έχει άγνοια νόμων»·
-
ο πρώτος πολίτης της χώρας, ο αρχηγός του κράτους, ο πρόεδρος της
δημοκρατίας ή ο πρωθυπουργός: «οι ένοπλες δυνάμεις παρέλασαν μπροστά απ’ τον
πρώτο πολίτη της χώρας».