Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
ποιητής

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

ποιητής, ο, πλ. ποιητές κ. ποιητάδες, οι, ουσ. [<αρχ. ποιητής], ο ποιητής. (Τραγούδι: γεννηθήκαν τα παιδιά μου, μεγαλώνει η φαμελιά μου, όχι με πολεμιστάδες, μα μαστόρους, ποιητάδες)· (στη γλώσσα της αργκό) ο χαφιές, ο καταδότης, ο ρουφιάνος: «όταν έρχεται ο τάδε στην παρέα μας, αρχίζουμε να μιλάμε περί ανέμων και υδάτων, γιατί ξέρουμε πως είναι ποιητής της Ασφάλειας»·
- ο ποιητής των όλων ή ο ποιητής των  πάντων, ο Θεός. (Χριστουγεννιάτικα κάλαντα: εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη των αλόγων, ο βασιλεύς των ουρανών και ποιητής των όλων
- ποιητής εκ του προχείρου, έχων τη μορφή του χοίρου, ειρωνική αναφορά σε κακό ποιητή.