Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πνεύμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πνεύμα, το, ουσ. [<αρχ. πνεύμα <πνέω], το πνεύμα. 1. το χιούμορ, η οξύνοια με εύθυμες προεκτάσεις, η ανάλαφρη καυστική διάθεση: «ό,τι και να του συμβεί, δε χάνει ποτέ το πνεύμα του». 2. οι ψυχές των νεκρών, οι αόρατες δυνάμεις: «κάλεσαν τα πνεύματα να τους προβλέψουν το μέλλον». (Ακολουθούν 19 φρ.)·
- άναψαν τα πνεύματα, βλ. συνηθέστ. άναψαν τα αίματα, λ. αίμα·
- ανήσυχο πνεύμα, λέγεται για άτομο που δεν μπορεί στιγμή να μείνει άπραγο, που προβληματίζεται, που ερευνά συνεχώς: «από μικρός ήταν πολύ ανήσυχο πνεύμα και δεν μπορούσε να ζήσει μέσα στα στενά όρια του χωριού του»· 
- είναι πνεύμα αντιλογίας, βλ. λ. αντιλογία·
- είναι πτωχός τω πνεύματι, βλ. λ. πτωχός·
- ευρύτητα πνεύματος, βλ. λ. ευρύτητα·
- η επιφοίτηση του Αγίου Πνεύματος, βλ. λ. επιφοίτηση·
- ηρέμησαν τα πνεύματα, εκτονώθηκε κάποια έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «οι δυο παρέες ήταν έτοιμες να ’ρθουν στα χέρια, αλλά με την επέμβαση των ψυχραιμότερων ηρέμησαν τα πνεύματα»·
- ηρεμώ τα πνεύματα, επεμβαίνω και εκτονώνω έκρυθμη κατάσταση που είχε δημιουργηθεί ανάμεσα σε δυο άτομα ή σε δυο ομάδες ατόμων: «ήταν έτοιμοι ν’ αρπαχτούν και κατέβαλα χίλιες δυο προσπάθειες, μέχρι να ηρεμήσω τα πνεύματα»·  
- κάνω πνεύμα, βλ. φρ. πουλώ πνεύμα·
- μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, βλ. λ. πτωχός·
- μπαίνω στο πνεύμα της εποχής, συμπεριφέρομαι ανάλογα με την κρατούσα κοινωνική ή πολιτική κατάσταση: «για να περνάς καλά στη ζωή σου, θα πρέπει να μπαίνεις πάντα στο πνεύμα της εποχής»·
- μπαίνω στο πνεύμα του, καταλαβαίνω τον τρόπο σκέψης του, συμπεριφοράς του και ενεργώ ανάλογα: «απ’ τη στιγμή που μπήκα στο πνεύμα του, δε μαλώσαμε ούτε μια φορά»·
- παρέδωσε το πνεύμα του, α. πέθανε, εξέπνευσε: «μόλις μαζεύτηκαν γύρω του όλα τα παιδιά του, παρέδωσε το πνεύμα του». Από αφορμή των τελευταίων λόγων του Χριστού πάνω στο Σταυρό. β. έφτασε στο σημείο να μην αντιλαμβάνεται τίποτα από όσα συμβαίνουν γύρω του, γιατί έχει κυριευτεί από μεγάλη νύστα: «κάποια στιγμή ήρθε και παρέδωσε το πνεύμα του και δεν καταλάβαινε το παραμικρό από όσα λέγονταν μέσα στην αίθουσα»·
- πουλώ πνεύμα, κάνω επίδειξη της εξυπνάδας μου, λέω εξυπνάδες με σκοπό να εντυπωσιάσω κάποιον ή κάποιους: «μόλις έρθει καμιά καινούρια γυναίκα στην παρέα μας, πουλάει πνεύμα νομίζοντας πως θα τη ρίξει»·
- στενότητα πνεύματος, βλ. λ. στενότητα·
- τα μεγάλα πνεύματα συναντώνται, λέγεται στην περίπτωση που οι θέσεις ή οι απόψεις δυο ευφυών ατόμων ταυτίζονται, χωρίς προηγουμένως να γνωρίζει ο ένας τις θέσεις ή τις απόψεις του άλλου·
- το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής, α. λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που κάποιο άτομο, ενώ θέλει να κάνει έρωτα, εν τούτοις λόγω της προχωρημένης ηλικίας του είναι αδύνατο. β. λέγεται γενικά σε περίπτωση που κάποιος έχει την τάση ή τη διάθεση να συμμετέχει κάπου ή που έχει τη θέληση να αναλάβει μια δουλειά ή μια ευθύνη, αλλά τον προδίδουν οι σωματικές του δυνάμεις, η σωματική του αντοχή: «θα ήθελα πολύ να σε βοηθήσω στη μετακόμιση, αλλά λόγω ηλικίας το μεν πνεύμα πρόθυμον η δε σάρξ ασθενής». Πρβλ.: γρηγορεῖτε καί προσεύχεσθε, ἵνα μή εἰσέλεθητε εἰς πειρασμόν. τό μέν πνεῦμα πρόθυμον, ἡ δέ σάρξ ἀσθενής. (Ματθ. κς΄ 41)·
- το πνεύμα του κακού, ο διάβολος, ο σατανάς: «συμπεριφέρεται με τέτοιο τρόπο, λες και τον έχει κυριεύσει το πνεύμα του κακού»·
- το πονηρό πνεύμα, το δαιμόνιο: «ο Χριστός θεράπευσε τον άνθρωπο, που τον κατείχε το πονηρό πνεύμα»· βλ. και φρ. το πνεύμα του κακού.  

αντιλογία

αντιλογία, η, ουσ. [<αρχ. ἀντιλογία], η αντιλογία·
- είναι πνεύμα αντιλογίας, προβάλλει εκ συστήματος αντιρρήσεις ή εναντιώνεται σε αυτά που λένε, προτείνουν ή υποστηρίζουν οι άλλοι: «ήταν απίθανο να συμφωνήσει με τα λεγόμενά μου, γιατί είναι πνεύμα αντιλογίας || όταν η παρέα αποφασίζει να πάει κάπου, αυτός προτείνει πάντα κάτι διαφορετικό, γιατί είναι πνεύμα αντιλογίας».

επιφοίτηση

επιφοίτηση, η, ουσ. [<μτγν. ἐπιφοίτησις], η επιφοίτηση·
- η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος, α. η θεία έμπνευση, η φώτιση από το Θεό. Λέγεται, όταν βρίσκουμε ανέλπιστα τη λύση σε κάποιο πρόβλημα που μας απασχολούσε έντονα: «κι εκεί που δεν ήξερα τι να κάνω, ήρθε ξαφνικά η επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος κι ενήργησα με το σωστό τρόπο». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση σε άτομο που αδρανεί εντελώς, δίνοντας την εντύπωση πως, αυτό που τον ενδιαφέρει, θα πραγματοποιηθεί από μόνο του: «πρέπει να στρωθείς στο διάβασμα, γιατί αλλιώς πώς θα τα μάθεις! Με την επιφοίτηση του αγίου Πνεύματος;». Αναφορά στο γεγονός της έλευσης του αγίου Πνεύματος με μορφή πύρινων γλωσσών στους Αποστόλους μετά την Ανάσταση.

ευρύτητα

ευρύτητα, η, ουσ. [<αρχ. εὐρύτης + κατάλ. αιτιατ. -ητα], η ευρύτητα·
- ευρύτητα πνεύματος, που αντιλαμβάνεται ή αντιμετωπίζει διάφορες ιδέες ή καταστάσεις χωρίς προκαταλήψεις, χωρίς δογματισμούς: «μπορεί να κουβεντιάσει και με τον πιο μοντέρνο νέο, γιατί έχει ευρύτητα πνεύματος». Αντίθ. στενότητα πνεύματος.

πτωχός

πτωχός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πτωχός], πτωχός· που έχει χρεοκοπήσει, ο χρεοκοπημένος: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά είχε απανωτές ατυχίες στη δουλειά του και τώρα είναι πτωχός»· βλ. και λ. φτωχός·
- είναι πτωχός τω πνεύματι, έχει περιορισμένη αντίληψη: «μην περιμένεις να καταλάβει πολλά πράγματα απ’ αυτά που λέμε, γιατί είναι πτωχός τω πνεύματι»·
- μακάριοι οι πτωχοί τω πνεύματι, ειρωνική αναφορά σε άτομο που, λόγω  περιορισμένης αντίληψης, δεν καταλαβαίνει, δεν αντιλαμβάνεται τα όσα κακά συμβαίνουν γύρω του και για το λόγο αυτό είναι ευτυχισμένο. Από την επί του όρους ομιλία του Χριστού όπου η φρ. πτωχοί τω πνεύματι (= ταπεινοί), παρερμηνεύεται σε άτομα με φτωχή, με περιορισμένη αντίληψη. Πρβλ.: μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι, ὅτι αὐτῶν ἐστίν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν (Ματθ. ε΄ 3)·
- πτωχός πλην τίμιος, βλ. λ. τίμιος.  

στενότητα

στενότητα, η, ουσ. [<αρχ. στενότης], η ιδιότητα του στενού: «δε θα μπουν άλλοι μέσα, γιατί δημιουργήθηκε στενότητα χώρου»·
- στενότητα πνεύματος, που αντιλαμβάνεται ή αντιμετωπίζει διάφορες ιδέες ή καταστάσεις με προκατάληψη, με δογματισμό: «δε μπορεί να καταλάβει τις ανησυχίες των σημερινών νέων, γιατί τον χαρακτηρίζει στενότητα πνεύματος». Αντίθ. ευρύτητα πνεύματος·
- στενότητα σχέσεων, η οικειότητα: «με τον τάδε έχουμε στενότητα σχέσεων από τα παιδικά μας χρόνια»·
- στενότητα χρήματος ή στενότητα χρημάτων, η έλλειψη ρευστού χρήματος: «τον τελευταίο χρόνο παρατηρείται στον κόσμο στενότητα χρημάτων κι είναι αυτός ο λόγος που στενάζει η αγορά»·
- στενότητα χρόνου, που δεν είναι αρκετός για την πραγματοποίηση κάποιου σκοπού: «με την πρώτη ευκαιρία θ’ ασχοληθώ με το ζήτημά σου, προς το παρόν όμως υπάρχει στενότητα χρόνου».