Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλούτος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλούτος, ο, πλ. πλούτη κ. πλούτια, τα, ουσ. [<αρχ. πλοῦτος], ο πλούτος. (Λαϊκό τραγούδι: κι αν το μπορέσω και γυρίσω με χίλια πλούτια στο σκαρί. Θε να σε κλέψω μ’ ένα άσπρο φαρί κι η μάνα σου ας τρέχει να σε βρει).1. η πολυτέλεια, η ευμάρεια: «ζει μέσα στον πλούτο || όλες οι ανεπτυγμένες χώρες στηρίζονται στον κοινωνικό πλούτο και στις παραγωγικές δυνάμεις». (Τραγούδι: τα πλούτη τα περιφρονώ και κάθε μεγαλείο κι αν τύχει κάπου και πονώ το ρίχνω στο αστείο).2. λέγεται συνθηματικά από τα κοράκια (βλ. λ.) η κηδεία, ιδίως αυτή που αναλαμβάνεται από κάποιο γραφείο τελετών κατευθείαν από το νοσοκομείο στο οποίο πέθανε κάποιος: «είναι μέσα στη χαρά του, γιατί του έτυχε ένας πλούτος»·  
- έχει πλούτο αισθημάτων, έχει πολλά ψυχικά χαρίσματα, έχει πλούσιο εσωτερικό κόσμο: «ο ένας του ο γιος είναι πολύ μονόχνοτος άνθρωπος, αλλά ο άλλος έχει πλούτο αισθημάτων»·
- έχει πλούτο γνώσεων, είναι πολύ καλλιεργημένος, πολύ μορφωμένος: «από μικρός είχε μανία με το διάβασμα, γι’ αυτό έχει πλούτο γνώσεων»·
- κολυμπάει στα πλούτη, είναι πάμπλουτος: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε κολυμπάει στα πλούτη». (Λαϊκό τραγούδι: μου είπανε πως ζεις ευτυχισμένη, θεότρελη, στα πλούτη κολυμπάς.Μα μια κατάρα πάντα θα σε δέρνει, του προδομένου ο πόνος της καρδιάς
- πλέει στα πλούτη, βλ. συνηθέστ. κολυμπάει στα πλούτη·
- τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς, ο άνθρωπος πολύ περισσότερο από τον πλούτο επιδιώκει τη δόξα: «γιατί νομίζεις πως αγωνίζονται αυτοί να γίνουν υπουργοί ακόμη και πρωθυπουργοί, μήπως για τα λεφτά; Όχι, φίλε μου, για τη δόξα γιατί, τον πλούτο πολλοί εμίσησαν, τη δόξα ουδείς».