Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πληρώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πληρώνω κ. πλερώνω, ρ. [<μσν. πληρώνω <αρχ. πληρῶ], πληρώνω. 1. ανταποδίδω, αποζημιώνω, ξεπληρώνω κάποιον για κάτι καλό που μου έχει κάνει: «κάποια μέρα θα σου πληρώσω και με το παραπάνω αυτό το καλό που μου ’κανες». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι είχα στη ζωή, όλα στα ’δωσα και ποτέ μου η φτωχή δε μετάνιωσα και με πλήρωσες για αυτά με μια μαχαιριά μέσα στην καρδιά).2. τιμωρώ κάποιον: «θα ’ρθει κάποια μέρα που θα πληρώσεις για όλα τα κακά που μου ’χεις κάνει». (Λαϊκό τραγούδι: για όσα μου ’κανες, μια μέρα θα πληρώσεις και θα ζητάς παρηγοριά, μα δε θα βρεις, την τελευταία σου στιγμή θα με ζητήσεις, κατεργάρα, και τα λόγια μου θα θυμηθείς). 3. υφίσταμαι τις συνέπειες για τη στάση, τη συμπεριφορά ή τις πράξεις κάποιου άλλου: «δεν ανέχομαι να πληρώνω εγώ για τα σφάλματα άλλων». (Λαϊκό τραγούδι: πόσο βασανίστηκα κοντά σου, πόσο πλήρωσα την απονιά σου). (Ακολουθούν 49 φρ.)·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, βλ. λ. άλλος·
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- αν ήταν η δουλειά καλή, δε θα σε πλήρωναν για να την κάνεις, βλ. λ. δουλειά·
- δεν πληρώνει φόρο (ενν. αυτός που μιλάει), βλ. λ. φόρος·
- εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, εγώ αναλαμβάνω τις υποχρεώσεις και άλλος καρπούται τα οφέλη των κόπων μου: «μια ζωή εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, γι’ αυτό τέρμα οι χάρες». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί, τι θα γίνει;
- έννοια σου και θα μου την πληρώσεις! βλ. λ. έννοια1·
- θα μου το πληρώσεις! (απειλητικά) θα σου συμπεριφερθώ με τον ίδιο κακό τρόπο με τον οποίο μου έχεις συμπεριφερθεί, θα σε εκδικηθώ, θα σε τιμωρήσω: «τώρα γελάς, αλλά να θυμάσαι πως κάποτε θα μου το πληρώσεις!». (Λαϊκό τραγούδι: αλλ’ έννοια σου, βρε μάγκισσα, και δε θα μου γλιτώσεις, γιατί είμαι διαβολόπαιδο και θα μου το πληρώσεις
- θα την (το) πληρώσεις ακριβά, βλ. λ. ακριβός·
- μήπως φόρο πληρώνει; (αυτός που μιλάει), βλ. λ. φόρος·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, βλ. λ. Θεός·
- όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, βλ. λ. ξενοδοχείο·
- όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια, βλ. λ. βατράχι·
- πληρώνει ξένα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- πληρώνει σε είδος (για γυναίκες), βλ. λ. είδος·
- πληρώνουμε αλά γερμανικά, βλ. λ. γερμανικός·
- πληρώνω αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- πληρώνω βιτρίνα, βλ. λ. βιτρίνα·
- πληρώνω γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- πληρώνω για το κρίμα μου, βλ. λ. κρίμα·
- πληρώνω κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, βλ. λ. ζωή·
- πληρώνω με αίμα ή πληρώνω με το αίμα μου, βλ. λ. αίμα·
- πληρώνω με το ίδιο νόμισμα, βλ. λ. νόμισμα·
- πληρώνω μια κι έξω, βλ. λ. έξω·
- πληρώνω ξένες αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- πληρώνω παλιές αμαρτίες, βλ. λ. αμαρτία·
- πληρώνω σε είδος, βλ. λ. είδος·
- πληρώνω σπασμένα, βλ. λ. σπασμένα·
- πληρώνω τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- πληρώνω τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. λ. μαλλί·
- πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. λ. μαλλιοκέφαλα·
- πληρώνω τα σπασμένα, βλ. λ. σπασμένα·
- πληρώνω τη λέζα, βλ. λ. λέζα1·
- πληρώνω τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- πληρώνω τις υποχρεώσεις μου, βλ. λ. υποχρέωση·
- πληρώνω το βαρκάρη, βλ. λ. βαρκάρης·
- πληρώνω το νερό, βλ. λ. νερό·
- πληρώνω το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- πληρώνω το τηλέφωνο, βλ. λ. τηλέφωνο·
- πληρώνω το φως, βλ. λ. φως·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, βλ. λ. τζερεμές·
- την πληρώνω εγώ, τιμωρούμαι για παράπτωμα ή ενοχή άλλου: «κουράστηκα να την πληρώνω εγώ για βλακείες άλλων». (Λαϊκό τραγούδι: άλλος σου ψήνει το ψάρι στα χείλη και την πληρώνω εγώ). Το εγώ, για να δοθεί περισσότερη έμφαση·
- την (το) πλήρωσα ακριβά, βλ. λ. ακριβός·
- τι πληρώνεις, την τσόχα ή τα ραφτικά; βλ. λ. τσόχα·
- το πλήρωσα χρυσό, βλ. λ. χρυσός·
- τον πλήρωσα χρυσό, βλ. λ. χρυσός.

αίμα

αίμα κ. γαίμα, το, ουσ. [<αρχ. αἷμα], το αίμα. (Ακολουθούν 117 φρ.)· 
- αθώο αίμα, αίμα ανθρώπων που δε φταίνε σε τίποτα, αίμα αθώων ανθρώπων: «κάθε Σαββατοκύριακο, η άσφαλτος γεμίζει με αθώο αίμα από την ασυνειδησία ορισμένων οδηγών»·
- άναψαν τα αίματα, α. η κατάσταση έγινε εκρηκτική και επικίνδυνη: «πες ο ένας πες ο άλλος, στο τέλος άναψαν τα αίματα κι ήταν έτοιμοι για καβγά». β. η κατάσταση ήρθε σε πλήρη ευθυμία: «μόλις άρχισαν να παίζουν τα μπουζούκια, άναψαν τα αίματα κι έγινε το σώσε μέσα στο μαγαζί»·
- άναψαν τα αίματά μου, α. κυριεύτηκα από οργή, εξαγριώθηκα: «ήταν η δεύτερη φορά που ενοχλούσε το κορίτσι μου κι άναψαν τα αίματά μου». β. ήρθα σε κατάσταση πλήρους ευθυμίας: «μόλις άναψαν τα αίματά μου, άρχισα να σκορπώ τα χιλιάρικα στην ορχήστρα»·
- ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι μου, βλ. φρ. μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι·
- αχνίζει ακόμη το αίμα του, η δολοφονία, ο φόνος του ατόμου για το οποίο γίνεται λόγος, είναι πολύ πρόσφατος: «μη μιλάς μπροστά του για φόνους και δολοφονίες, γιατί αχνίζει ακόμη το αίμα του αδερφού του, που τον ξέκανε ένας μανιακός»·
- βάζω αίμα, δυναμώνω τρώγοντας το κατάλληλο φαγητό, αναλαμβάνω τις σωματικές μου δυνάμεις: «μόλις βγήκε απ’ το νοσοκομείο τον πλάκωσε η γυναίκα στις κοτόσουπες και στις μπριζόλες για να βάλει αίμα, γιατί είχε γίνει σαν ακτινογραφία || μόλις βάλει λίγο αίμα, παίρνει αμέσως τους δρόμους»·
- βάζω στα αίματα, α. παρακινώ συστηματικά κάποιον να αποφασίσει κάτι: «κάθε τόσο μου αναφέρει το μέγεθος της προίκας της και με βάζει στα αίματα να σκέφτομαι το γάμο». β. κάνω κάποιον να θέλει πάρα πολύ να αποκτήσει κάτι: «αφού μου μιλάς συνέχεια για τα πλεονεκτήματά του, μ’ έβαλες στα αίματα ν’ αγοράσω αυτό τ’ αυτοκίνητο».  (Λαϊκό τραγούδι: με βάζεις μέσ’ στα αίματα και με γεμίζεις ψέματα)· βλ. και φρ. τους βάζω στα αίματα·
- βαρύς φόρος αίματος, βλ. λ. φόρος·
- βάφω με αίμα ή βάφω στο αίμα, προκαλώ μεγάλη αιματοχυσία: «οι αμερικανικοί πύραυλοι έβαψαν με αίμα τους δρόμους της Βαγδάτης || οι νατοϊκοί πύραυλοι έβαψαν στο αίμα τη Γιουγκοσλαβία»·
- βάφω τα χέρια μου με αίμα ή βάφω τα χέρια μου στο αίμα βλ. λ. χέρι·
- βγάζει αίμα, (για πληγές ή μύτες), βλ. φρ. τρέχει αίμα·
- βγάζω αίμα, ταλαιπωρούμαι, υποφέρω υπερβολικά μέχρι να πετύχω κάτι: «έβγαλα αίμα μέχρι να σας μεγαλώσω»·
- βγάζω το ψωμί (μου) με αίμα και ιδρώτα ή βγάζω το ψωμί (μου) με ιδρώτα και αίμα, βλ. λ. ψωμί·
- βουτώ τα χέρια μου στο αίμα, βλ. συνηθέστ. βάφω τα χέρια μου με αίμα·
- βράζει το αίμα μου ή βράζουν τα αίματά μου, α. νιώθω δυνατός, είμαι όλος ορμή και δύναμη: «είναι νέο παλικάρι και βράζει το αίμα του». β. είμαι ακούραστος, ακαταπόνητος: «άσ’ τον να εργαστεί τώρα που είναι νέος και βράζει το αίμα του». γ. αν και είμαι κάποιας ηλικίας, εντούτοις νιώθω δυνατός σαν νέος: «μην τον βλέπεις που σε λίγο βγαίνει στη σύνταξη, βράζουν τα αίματά του!»·
- βράζουν τα αίματα, η κατάσταση είναι εκρηκτική και επικίνδυνη: «μόλις είδα πως άρχισαν να βράζουν τα αίματα, πήρα το κορίτσι μου κι έφυγα»·
- για να ξυπνάν τα αίματα! ή για να ξυπνούν τα αίματα! έκφραση με την οποία δικαιολογεί κάποιος κάποια απότομη ή βίαιη κίνηση ή ενέργειά  του, που την κάνει για να βρίσκεται σε καλή φυσική κατάσταση, σε φόρμα: «κάπου κάπου παλεύουμε μεταξύ μας για να ξυπνάν τα αίματα!». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν μας γουστάρει κι ο καβγάς, δεν πρέπει να μας κυνηγάς, μαλώνουμε στα ψέματα για να ξυπνάν τα αίματα). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- δεν έχει αίμα μέσα του, α. δεν έχει καθόλου σωματική δύναμη: «μην τον φορτώνεις υπερβολικά, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του;». β. δεν έχει ζωντάνια, ενεργητικότητα, είναι νωθρός, οκνός: «άντε ρε, κουνήσου λιγάκι, δεν έχεις αίμα μέσα σου;». γ. είναι δειλός, φοβητσιάρης: «πώς να τα βάλω μαζί του, δε βλέπεις που δεν έχει αίμα μέσα του!». Πρβλ.: όλους τους δήθεν καταλαβαίνω, αυτοί ποτέ τους δεν πετάξανε ψηλά, στα όνειρά τους πατάνε φρένο και μέσ’ στις φλέβες του δεν ξέρουν τι κυλά (Λαϊκό τραγούδι). δ. είναι υπερβολικά ψύχραιμος, υπερβολικά ψυχρός: «κάνω τα πάντα  για να τον προκαλέσω, αλλά με κοιτάζει απαθής λες και δεν έχει αίμα μέσα του». ε. είναι κίτρινος, ωχρός: «τον είδα και κατατρόμαξα, γιατί το πρόσωπό του ήταν κατακίτρινο, λες και δεν έχει αίμα μέσα του»·
- δεν έχει αίμα πάνω του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν έχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν κυλάει αίμα μέσα του ή δεν κυλάει αίμα στις φλέβες του, βλ. συνηθέστ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεν τρέχει αίμα μέσα του ή δεν τρέχει αίμα στις φλέβες του, βλ. φρ. δεν έχει αίμα μέσα του·
- δεσμός αίματος, βλ. λ. δεσμός·
- δίνω αίμα, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα αίμα μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». β. είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και δίνω αίμα»·
- δίνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, δυσκολεύομαι πάρα πολύ για να πετύχω κάτι: «έδωσα το αίμα μου μέχρι να σας μεγαλώσω». β. αγαπώ υπερβολικά κάποιον, του δίνω ό,τι πολυτιμότερο έχω: «δίνω το αίμα μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- δίνω το αίμα μου για την πατρίδα, βλ. φρ. χύνω το αίμα μου για την πατρίδα·
- δίψα για αίμα, βλ. λ. δίψα·
- διψάει για αίμα, νιώθει ασυγκράτητη επιθυμία για αιματοχυσία, για εκδίκηση με φόνο: «οι συγγενείς του δράστη τρέμουν απ’ το φόβο τους, γιατί ο αδερφός του νεκρού διψάει για αίμα»·
- έγινε αίμα και άμμος, επικράτησε μεγάλη σύγχυση και φασαρία, ξέσπασαν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «όταν οι διαδηλωτές ήρθαν αντιμέτωποι με την αστυνομία, έγινε αίμα και άμμος». Ίσως αναφορά στις ρωμαϊκές αρένες·
- έδειξε αίμα στο σεντόνι, (για γαμπρούς) απέδειξε ότι η γυναίκα που παντρεύτηκε ήταν παρθένα: «το πρωί, μετά την πρώτη νύχτα του γάμου, ο γαμπρός μάζεψε την οικογένειά του κι έδειξε αίμα στο σεντόνι». Η εθιμική αυτή συνήθεια σε πολλές περιοχές της ελληνικής επαρχίας κράτησε και μέχρι λίγο πριν από το Β΄ παγκόσμιο πόλεμο, εποχή που η τιμή της γυναίκας θεωρούνταν ιερή και γινόταν για να αποδείξει ο γαμπρός ότι η γυναίκα που είχε παντρευτεί ήταν παρθένα και ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν από τη διάρρηξη του παρθενικού υμένα της νύφης. Έπειτα, το σεντόνι αυτό το κρεμούσαν στο μπαλκόνι το σπιτιού για να δει όλο το χωριό του λόγου το αληθές, αλλά και για να τιμηθεί και η οικογένεια της νύφης. Κατά καιρούς έχουν αναφερθεί διάφορα ευτράπελα, όπως ότι το αίμα στο σεντόνι ήταν του κόκορα από το κοτέτσι του γαμπρού ή αίμα δικό του, καθώς είχε αυτοτραυματιστεί για να καλύψει την ντροπή του, που δεν είχε παντρευτεί γυναίκα παρθένα, αλλά και την ντροπή της νύφης και των δυο οικογενειών τους· 
- είμαι πνιγμένος στο αίμα, βλ. φρ. πνίγομαι στο αίμα·
- είναι αθώος του αίματος (κάποιου), δεν έχει σχέση με την εγκληματική πράξη για την οποία γίνεται λόγος: «δεν πρέπει να καταδικάσουμε τον άνθρωπο αυτό, γιατί είναι αθώος του αίματος του δολοφονημένου»·
- είναι αίμα μου, είναι παιδί μου, σπλάχνο μου: «ό,τι στραβό και να κάνει, πρέπει να το υπομένω, γιατί, βλέπεις, είναι αίμα μου»·
- είναι βουτηγμένος στο αίμα, α. είναι δράστης πολλών φόνων, είναι μεγάλος εγκληματίας: «ο ανακριτής δεν ξέρει για ποιον φόνο να τον πρωτοκατηγορήσει, γιατί ο δράστης είναι βουτηγμένος στο αίμα». β. είναι αιμόφυρτος, πλέει στο αίμα: «όταν οι τροχονόμοι έκοψαν τις λαμαρίνες και τον έβγαλαν απ’ τ’ αυτοκίνητό του, ήταν βουτηγμένος στο αίμα»·
- είναι να το ’χεις στο αίμα σου να… ή είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να…, πρέπει να έχεις κάτι έμφυτο για να αναδειχθείς, για να προκόψεις, για να ξεχωρίσεις: «είναι να το ’χεις στο αίμα σου να γίνεις ποιητής || είναι να το ’χει κανείς στο αίμα του να γίνει έμπορος»·
- είναι στο αίμα του, βλ. φρ. το ’χει στο αίμα του·
- είναι το αίμα μου, αποτελεί για μένα ό,τι το πολυτιμότερο: «γνώρισα πολλές γυναίκες, αλλά η γυναίκα αυτή που παντρεύτηκα είναι το αίμα μου». (Λαϊκό τραγούδι: χαστούκια και φιλιά δώσ’ μου τα μαζεμένα. Είσαι το αίμα μου κι εγώ είμαι για σένα
- έχει αριστοκρατικό αίμα, κατάγεται από αριστοκρατική οικογένεια: «είναι ευγενικός άνθρωπος, γιατί έχει αριστοκρατικό αίμα». Πολλές  φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·
- έχει βασιλικό αίμα, α. κατάγεται από βασιλική οικογένεια, από βασιλική γενιά: «δεν καταδέχεται τους απλούς ανθρώπους, γιατί έχει βασιλικό αίμα || στην Ελλάδα δεν απόμεινε κάποιος που να ’χει βασιλικό αίμα». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «δεν καταδέχεται να μας κάνει παρέα, γιατί έχει βασιλικό αίμα». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το στις φλέβες του ή μέσα στις φλέβες του·    
- έχει κρύο αίμα, δεν επηρεάζεται από τα συναισθήματά του, είναι πολύ ψύχραιμος, πολύ ψυχρός: «δε χάνει ποτέ την ψυχραιμία του, γιατί έχει κρύο αίμα»·
- έχει μέσ’ στο αίμα του (κάτι) ή έχει στο αίμα του (κάτι), βλ. φρ. το ’χει μέσ’ στο αίμα του. (Λαϊκό τραγούδι: εσένα δεν σου άξιζε αγάπη, εσένα δεν σου άξιζε στοργή, έχεις στο αίμα σου την αμαρτία είσ’ ένα ψέμα χωρίς ντροπή). Συνών. έχει μέσ’ στη φλέβα του (κάτι) ή έχει στη φλέβα του (κάτι)·
- έχουμε το ίδιο αίμα, α. είμαστε συγγενείς πρώτου βαθμού. (Λαϊκό τραγούδι: έχουμε αίμα το ίδιο κι οι δυο, ήπιες το γάλα που ήπια κι εγώ, μέσ’ απ’ την ίδια αγκαλιά). β. είμαστε συγγενείς, σόι·
- θα γίνει αίμα και άμμος, (απειλητικά) θα επικρατήσει μεγάλη σύγχυση και φασαρία, θα ξεσπάσουν βίαια και αιματηρά επεισόδια: «αν επιχειρήσει η αστυνομία να εμποδίσει τη φοιτητική πορεία προς τ’ αμερικάνικο προξενείο, θα γίνει αίμα και άμμος». Αναφορά ίσως στη ρωμαϊκή αρένα·
- θα σε κάνω να χέσεις αίμα, (απειλητικά) θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε τιμωρήσω πολύ αυστηρά: «αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα σε κάνω να χέσεις αίμα»·
- θα σου πιω το αίμα, α. (απειλητικά) θα σε σκοτώσω: «αν δεν παντρευτείς την αδερφή μου, που την έχεις εκθέσει, θα σου πιω το αίμα». Από το ότι, μετά από μια μονομαχία με μαχαίρι, επικρατούσε η συνήθεια μεταξύ των ρεμπέτηδων, ο νικητής να γλείφει από τη λάμα του μαχαιριού του το αίμα του αντιπάλου του, που τραυμάτισε ή σκότωσε. Πρβλ.: βάρα με με το στιλέτο, ρε, κι όσο αίμα βγάλω πιέτο (Λαϊκό τραγούδι).β. θα σε καταβασανίσω, θα σε καταταλαιπωρήσω: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα σου πιω το αίμα». γ. θα κάνω τα πάντα για να σε καταστρέψω ψυχικά ή οικονομικά: «αν δεν τακτοποιήσεις τους λογαριασμούς σου, θα βάλω δικηγόρο και θα σου πιω το αίμα»·
- θα σου ρουφήξω το αίμα, βλ. φρ. θα σου πιω το αίμα·
- κόκκινο αίμα ή κόκκινο σαν αίμα ή κόκκινο σαν το αίμα, το έντονο κόκκινο χρώμα: «το καρπούζι είναι κόκκινο αίμα || φορούσε ένα φουστάνι κόκκινο σαν αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: είκοσι τριαντάφυλλα κόκκινα σαν το αίμα σου ’δωσε νιάτα η μάνα σου και του αϊτού το βλέμμα
- κολυμπώ στο αίμα, βλ. φρ. πλέω στο αίμα·
- κόπηκε το αίμα μου ή μου κόπηκε το αίμα, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα ν’ αγριεύει, μου κόπηκε το αίμα»·
- κύκλος αίματος, βλ. λ. κύκλος·
- λερώνω τα χέρια μου με αίμα, βλ. λ. χέρι·
- λούστηκε στο αίμα, είναι αιμόφυρτος είτε από δικό του είτε από αίμα άλλου: «τον παρέσυρε μια νταλίκα και λούστηκε στο αίμα ο κακομοίρης || έβγαλε το μαχαίρι του κι όπως χτυπούσε δεξιά αριστερά τον κόσμο, λούστηκε στο αίμα»·
- λουτρό αίματος, βλ. λ. λουτρό·
- μ’ ανάβουν τα αίματα, με ερεθίζουν, με εξοργίζουν, με εξαγριώνουν: «κάθε φορά που μ’ ανάβουν τα αίματα, γίνομαι άλλος άνθρωπος»·
- μ’ άναψε το αίμα ή μ’ άναψε τα αίματα, το άτομο για το οποίο γένεται λόγος με ερέθισε, με εξόργισε, με εξαγρίωσε: «μ’ άναψε το αίμα, όταν τον άκουσα να βρίζει γέρο άνθρωπο, κι αν δε με συγκρατούσαν, θα τον σάπιζα στο ξύλο»·
- μαύρο αίμα, βλ. συνηθέστ. σκοτωμένο αίμα·
- με αίμα, με σκληρή προσπάθεια, με υπερβολική ταλαιπωρία και πολλά βάσανα: «με αίμα έχτισα κι εγώ ένα σπιτάκι για να βάλω την οικογένειά μου μέσα»· με φόνο: «εκδικήθηκε με αίμα τη δολοφονία του αδερφού του»·
- με αίμα και δάκρυα ή με δάκρυα και αίμα, βλ. φρ. με αίμα και ιδρώτα. (Λαϊκό τραγούδι: άλλος για Σύρο τράβηξε πήγε άλλος για Μυτιλήνη κι άλλος στης Σύρας τα στενά αίμα και δάκρυα αφήνει)·
- με αίμα και ιδρώτα ή με ιδρώτα και αίμα, με αφάνταστες θυσίες και κόπους: «με αίμα και ιδρώτα κερδίζω το ψωμί μου || με αίμα και ιδρώτα κατάφερα κι εγώ να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: ζωή γεμάτη πίκρες και καημοί με αίμα και με ιδρώτα τρώμε το ψωμί // με ιδρώτα και με αίμα σαν το σκλάβο προσπαθώ ώσπου να ’ρθει κάποια μέρα να πεθάνω να σωθώ
- με παίρνουν τα αίματα, ματώνω, αιμορραγώ: «μου ’δωσε μια μπουνιά στη μύτη και με πήραν τα αίματα || έχω μια ευαισθησία στη μύτη και με το παραμικρό χτύπημα με παίρνουν τα αίματα»·
- μέχρι τελευταίας ρανίδας του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα·
- μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι, με εκνεύρισε πάρα πολύ, με εξόργισε: «με τις βλακείες που έλεγε συνέχεια, μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι και παραλίγο να τον πλάκωνα στο ξύλο»·
- μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι, θύμωσα πάρα πολύ, εξοργίστηκα, θόλωσα: «μόλις άρχισε να επαναλαμβάνει τις παράλογες απαιτήσεις του, μου ανέβηκε το αίμα στο κεφάλι και απέκλεισα κάθε συνεργασία μαζί του»·
- μου βύζαξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μου ’γινε το αίμα κομπόστα, συγχύστηκα υπερβολικά, στενοχωρήθηκα: «μόλις τον άκουσα να λέει τόσο τρομερά ψέματα για μένα, μου ’γινε το αίμα κομπόστα». Αναφορά σε αυτούς που πάσχουν από ζαχαρώδη διαβήτη και που, όταν συγχύζονται, ανεβαίνει η ποσότητα του ζάχαρου στο αίμα τους·
- μου έφερε το αίμα στο κεφάλι, βλ. φρ. μου ανέβασε το αίμα στο κεφάλι·
- μου ήπιε το αίμα, α. με εξάντλησε οικονομικά, ψυχικά ή σωματικά: «τα ’μπλεξα με μια πιτσιρίκα και μου ήπιε το αίμα». (Λαϊκό τραγούδι: μαύρα πουλιά μου πίνουνε το αίμα από μικρός παιδεύουμαι στα ξένα κι όταν φωνάζω “ήρθαν οι λησταί” Πιλάτοι νίβουν τα χέρια τους, Χριστέ).β. με εκμεταλλεύτηκε χωρίς καθόλου οίκτο: «έμπλεξα μ’ έναν τοκογλύφο, που μου ήπιε το αίμα»·
- μου ’κοψε το αίμα, με φόβισε πάρα πολύ, με τρομοκράτησε: «με χτύπησε ξαφνικά στην πλάτη μου από πίσω μέσ’ στ’ άγριο σκοτάδι και μου ’κοψε το αίμα»·
- μου παίρνουν αίμα, είμαι τακτικός αιμοδότης: «δυο φορές το χρόνο πηγαίνω στον Ερυθρό Σταυρό και μου παίρνουν αίμα»·
- μου πίνει το αίμα σαν βδέλλα ή μου πίνει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρουφάει το αίμα σαν βδέλλα ή μου ρουφάει το αίμα σαν τη βδέλλα, βλ. λ. βδέλλα·
- μου ρούφηξε το αίμα, βλ. φρ. μου ήπιε το αίμα·
- μπαίνω στα αίματα, α. παρακινούμαι από κάποιον ή κάποιους να αναμιχθώ κάπου: «επειδή όλοι υποστήριζαν πως ήταν συμφέρουσα δουλειά, μπήκα στα αίματα  να τη χρηματοδοτήσω». β. παρακινούμαι από κάποιον ή από κάποιους και φτάνω στο σημείο να θέλω να αποκτήσω κάτι: «κάθε φορά που συναντιόμασταν, μου εκθείαζε τα προτερήματα αυτού του αυτοκινήτου, κι έτσι μπήκα στα αίματα να το αγοράσω»·
- να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει ή να τον μαχαιρώσεις, δε θα βγάλει αίμα, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος είναι πολύ στενοχωρημένο, πολύ απελπισμένο, πολύ δυστυχισμένο: «απ’ τη μέρα που έμαθε πως ο γιος του κύλησε στα ναρκωτικά, να τον μαχαιρώσεις, αίμα δε θα βγάλει»·
- νέο αίμα, η είσοδος σε κόμμα, επιχείρηση, οργανισμό ή ομάδα νεότερων προσώπων, που αντικαθιστούν τους παλαιότερους ή γεροντότερους: «με την είσοδο νέου αίματος στο κόμμα,  προσδοκούμε να γίνουμε κυβέρνηση»·
- νερούλιασε το αίμα μου, α. έχασα τη δύναμή μου, το σφρίγος μου, τη ζωντάνια μου: «πέρασαν πια τα χρόνια μου και νερούλιασε το αίμα μου». β. φοβήθηκα πάρα πολύ: «μόλις τον είδα να ’ρχεται καταπάνω μου με το πιστόλι του στο χέρι, νερούλιασε το αίμα μου»·
- ξεπλένω την ντροπή μου με αίμα, βλ. λ. ντροπή·
- ξερνώ αίμα, βλ. συνηθέστ. φτύνω αίμα·
- ο νόμος του αίματος, βλ. λ. βεντέτα·
- πάγωσε το αίμα μου ή πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου, φοβήθηκα πάρα πολύ, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να βγάζει το μαχαίρι του, πάγωσε το αίμα στις φλέβες μου»·
- παίρνω αίμα, (για γιατρούς) κάνω αφαίμαξη από αιμοδότη ή από ασθενή για θεραπευτικούς λόγους: «πρέπει να σου πάρω αίμα για ανάλυση»·
- παίρνω πίσω το αίμα μου ή παίρνω το αίμα μου πίσω, α. εκδικούμαι: «δε θα ησυχάσω, αν δεν πάρω το αίμα μου πίσω». β. κερδίζω κάποιον που με είχε κερδίσει παλιότερα: «παίξαμε τάβλι και πολύ χάρηκα που πήρα το αίμα μου πίσω»·
- πλέω σε λίμνη αίματος, βρίσκομαι πεσμένος μέσα σε ποσότητα αίματος: «μετά τη σφοδρή σύγκρουση των δυο πούλμαν, νεκροί και τραυματίες έπλεαν σε λίμνες αίματος»·
- πλέω στο αίμα, είμαι αιμόφυρτος: «όταν τον βρήκανε, έπλεε στο αίμα»·
- πληρώνω με αίμα ή πληρώνω με το αίμα μου, υφίσταμαι τις οδυνηρές συνέπειες από τη στάση ή τις πράξεις μου ή από τη στάση ή τις πράξεις κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα για σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- πνίγω στο αίμα, καταστέλλω βίαια και αιματηρά εξέγερση ή επανάσταση: «τα τανκς της χούντας έπνιξαν στο αίμα τη φοιτητική εξέγερση του Πολυτεχνείου || οι Τούρκοι έπνιξαν στο αίμα την επανάσταση της Χαλκιδικής»·
- ποταμοί αίματος (ενν. τρέχουν), βλ. λ. ποταμός·
- σιγά τα αίματα! ειρωνική ή κοροϊδευτική έκφραση σε κάποιον που καυχιέται για φανταστικούς ηρωισμούς ή ξυλοδαρμούς, ή σε κάποιον που ισχυρίζεται πως θα μας δείρει ή πως μπορεί να μας δείρει. Συνήθως, για εντυπωσιασμό, η φρ. λέγεται πιο ολοκληρωμένη σιγά, μας πήραν τα αίματα! ή σιγά τα αίματα, μας πιτσίλισες(!)·
- σκοτωμένο αίμα, το μελάνιασμα που προκαλείται από τη συσσώρευση αίματος ακριβώς κάτω από το σημείο του δέρματος που δέχτηκε κάποιο δυνατό χτύπημα, ή το αίμα που τρέχει μετά το άνοιγμα αυτού του σημείου και έχει μαυριδερό χρώμα: «αμέσως μετά το χτύπημα που δέχτηκε στο μπράτσο του, το σημείο εκείνο μελάνιασε απ’ το σκοτωμένο αίμα || ο γιατρός άνοιξε το χτυπημένο σημείο για να τρέξει το σκοτωμένο αίμα»·
- στάζει αίμα, α. είναι πολύ κόκκινο: «θα καταλάβεις αμέσως για ποια σου λέω, γιατί φοράει ένα φουστάνι που στάζει αίμα || είναι τόσο ώριμο το καρπούζι, που στάζει αίμα». β. (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «το έλκος μου στάζει αίμα || η μύτη μου στάζει αίμα·
- στάζει η καρδιά μου αίμα, βλ. λ. καρδιά·
- στις φλέβες του τρέχει (ρέει) αίμα…, βλ. λ. φλέβα·
- της ήρθαν τα αίματα, της ήρθε η περίοδος, της ήρθαν τα ρούχα της, της ήρθαν τα έμμηνά της: «η γυναίκα μου δε θα ’ρθει μαζί σας για μπάνιο, γιατί της ήρθαν τα αίματα»·
- το αίμα νερό δε γίνεται, α. η στενή συγγένεια ή η μεγάλη φιλία όσο και αν δοκιμαστούν, επέρχεται πάλι η ομόνοια και η αγάπη: «τ’ αδέρφια παραμέρισαν όλες τις διαφορές τους και μόνοιασαν γιατί, βλέπεις, το αίμα νερό δε γίνεται». β. όσο και να γεράσει ο άνθρωπος δεν ξεχνά τη ζωή ή τις καταστάσεις που πέρασε, είναι στενά δεμένος με το παρελθόν του: «όσον καιρό έλειπε στα ξένα πάντα θυμόταν και συνεχώς μνημόνευε το χωριό του, γιατί το αίμα νερό δε γίνεται». (Λαϊκό τραγούδι: στη μάνα μου θα πάω κι ας μη μ’ αφήνετε το αίμα το αίμα νερό δε γίνεται). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- το αίμα του Χριστού, η Θεία Κοινωνία·
- το ’χει μέσ’ στο αίμα του ή το ’χει στο αίμα του, έχει έμφυτη μια καλή ή κακή ιδιότητα: «το ’χει στο αίμα του το εμπόριο || το ’χει μέσ’ στο αίμα του να κατηγορεί τους άλλους». (Λαϊκό τραγούδι: Πειραιώτισσα, το ’χεις μέσ’ στο αίμα σου, να τρελαίνονται οι άντρες μ’ ένα βλέμμα σου). Συνών. το ’χει μέσ’ στη φλέβα του ή το ’χει στη φλέβα του· βλ. και φρ. είναι να το ’χεις στο αίμα σου να(…)·
- τον κάνω να φτύσει αίμα, τον υποβάλλω σε μεγάλους κόπους, σε μεγάλες ταλαιπωρίες: «απ’ τη μέρα που τον πήρα στη δουλειά μου, τον έκανα να φτύσει αίμα»·
- του ’δωσα το αίμα μου, τον αγάπησα υπερβολικά, του έδωσα ό,τι πολυτιμότερο είχα: «εγώ του ’δωσα το αίμα μου κι αυτός γι’ αντάλλαγμα με πρόδωσε»·
- του ’δωσα το αίμα της καρδιά μου, βλ. φρ. του ’δωσα το αίμα μου·
- του ’κανα το αίμα κομπόστα, τον σύγχυσα, τον έφερα σε οριακό σημείο, τον εκνεύρισα σε σημείο να εκραγεί: «όταν άρχισα να τον ειρωνεύομαι για τα χάλια της ομάδας του, του ’κανα το αίμα κομπόστα και μου πέταξε ένα ποτήρι»· βλ. και φρ. μου ’γινε το αίμα κομπόστα·
- του κόβω το αίμα, τον κατατρομάζω, τον καταφοβίζω: «του ’κοψα το αίμα μόλις πετάχτηκα ξαφνικά μπροστά του μέσα στο σκοτάδι»·
- του παγώνω το αίμα, βλ. φρ. του κόβω το αίμα·
- τους βάζω στα αίματα, τους ερεθίζω, τους εξοργίζω, τους εξαγριώνω, γίνομαι αίτιος αιματηρής συμπλοκής: «σου είπα να σταματήσεις τα υπονοούμενα, αλλά φαίνεται το ’χες σκοπό να τους βάλεις στα αίματα τους ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: δε θέλω ψευτιές εμένα να μου λες· αλήθεια να λες και θα ’χεις ό,τι θες. Είναι κακό να λες τα ψέματα, να βάζεις τους άντρες στα αίματα
- τραβάει το αίμα, λέγεται στην περίπτωση που τα παιδιά κληρονομούν τα προτερήματα ή τα ελαττώματα των γονιών τους: «είναι νοικοκυρά σαν τη μητέρα της, γιατί τραβάει το αίμα || είναι μεθύστακας σαν τον πατέρα του, γιατί τραβάει το αίμα». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το βλέπεις·
- τρέχει αίμα, (για πληγές ή μύτες) αιμορραγεί: «έκοψε το δάχτυλό του με το μαχαίρι και τρέχει αίμα || τον χτύπησα κατά λάθος με τον αγκώνα μου στην μύτη του και τρέχει αίμα»·
- τρέχει το αίμα (μου) ποτάμι, τρέχει άφθονο αίμα, έχω μεγάλη αιμορραγία: «όπως έκοβα ξύλα με το τσεκούρι, χτύπησα το χέρι μου κι έτρεξε το αίμα μου ποτάμι»·
- φτύνω αίμα, υποβάλλομαι σε μεγάλους κόπους για να πετύχω κάτι, κοπιάζω, ταλαιπωρούμαι πάρα πολύ: «έφτυσα αίμα μια ζωή μέχρι να πάρω τη σύνταξη μου || μέχρι να κάνω αυτό το σπιτάκι στην εξοχή, έφτυσα αίμα»·
- φτύνω μαύρο αίμα, υποβάλλομαι σε αφάνταστους κόπους, σε αφάνταστες ταλαιπωρίες για να πετύχω κάτι: «έφτυσα μαύρο αίμα μέχρι να σπουδάσω τα παιδιά μου». (Λαϊκό τραγούδι: χρόνια και χρόνια πλάι σου έφτυσα μαύρο αίμα, μα η υπομονή έχει όρια κι ο πόνος έχει τέρμα
- φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου, ο νεκρός ζητάει επίμονα εκδίκηση, νιώθω έντονα την ανάγκη να εκδικηθώ για το φόνο πολύ αγαπημένου ή συγγενικού μου προσώπου: «δεν μπορώ να κοιμηθώ απ’ τη μέρα που δολοφόνησαν τον αδερφό μου, γιατί φωνάζει το αίμα του σκοτωμένου»·  
- χάνω αίμα, αιμορραγώ: «του έκαναν μετάγγιση, γιατί, μέχρι να τον πάνε στο νοσοκομείο, έχασε πολύ αίμα»·
- χόρτασε αίμα, ικανοποίησε απόλυτα τα αιμοβόρικα ένστικτά του: «ξεκλήρισε ολόκληρη οικογένεια μ’ ένα χασαπομάχαιρο και χόρτασε αίμα ο σχιζοφρενής δολοφόνος»·
- χύθηκε αίμα, έγινε αιματοχυσία: «καθώς οι αστυνομικοί προσπαθούσαν ν’ απομακρύνουν τους διαδηλωτές απ’ την αμερικάνικη πρεσβεία, χύθηκε αίμα»· βλ. και φρ. χύνεται αίμα·
- χύνεται αίμα, παρατηρείται αιματοχυσία, τραυματίζεται ή σκοτώνεται κάποιος ή κάποιοι: «κάθε Σαββατοκύριακο χύνεται αίμα στην άσφαλτο από ένα σωρό τροχαία δυστυχήματα»·
- χύνω αίμα, σκοτώνω ανθρώπους σε πόλεμο ή εγκληματώ: «στη διάρκεια του Β΄ παγκοσμίου πολέμου ήταν πολλοί αυτοί που έχυσαν αίμα στα πεδία των μαχών || όταν έμαθε πως τον απάτησε η γυναίκα του, έφυγε στο εξωτερικό για να μη χύσει αίμα»· βλ. και φρ. χύνω το αίμα μου·
- χύνω το αίμα (κάποιου), πραγματοποιώ δολοφονική ενέργεια σε βάρος κάποιου, δολοφονώ κάποιον: «σε μια στιγμή παροξυσμού, πήγε κι έχυσε το αίμα του αντιζήλου του»·  
- χύνω το αίμα μου, α. κουράζομαι, ταλαιπωρούμαι υπερβολικά για να πετύχω κάτι: «έχυσα το αίμα μου για να φτιάξω αυτή την επιχείρηση». β. αυτοκτονώ: «ο βλάκας, πήγε κι έχυσε το αίμα του, επειδή τον άφησε μια παρδαλή». (Λαϊκό τραγούδι: θα προτιμήσω θάνατο Κωστάκη δε σ’ αφήνω, το αίμα μου το χύνω). γ. σκοτώνομαι, ιδίως σε μάχη: «πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους στη μάχη του Λαχανά»·
- χύνω το αίμα μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος του 1940 πολλά παλικάρια έχυσαν το αίμα τους για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: μα τώρα φως μ’ σ’ αφήνω γεια πάω να πολεμήσω για τη γλυκιά πατρίδα μας το αίμα μου να χύσω
- ως την τελευταία ρανίδα του αίματός μου, βλ. λ. ρανίδα.

ακριβός

ακριβός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. ἀκριβής], ακριβός. 1. (για πρόσωπα ή πράγματα) που μας είναι ιδιαίτερα αγαπητός: «στη γιορτή του μαζεύτηκαν όλοι οι ακριβοί του συγγενείς || έχω πολλούς πίνακες ζωγραφικής, αλλά αυτός εδώ είναι ο πίνακας ο ακριβός μου». (Λαϊκό τραγούδι: πιστέ μου σύντροφε, μπουζούκι ακριβό μου, κλάψε κι εσύ στον πόνο τον δικό μου). 2. το αρσ. ως ουσ. ο ακριβός, (συνοδεύεται από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των), αυτός που αγαπάμε πάρα πολύ, ο σύζυγος, ο εραστής, ο ερωμένος, ο γκόμενος: «την είδα που έκανε βόλτα με τον ακριβό της». 3. το θηλ. ως ουσ. η ακριβή, (συνοδεύεται από τις κτητ. αντων. μου, σου, του, της, μας, σας, τους, των), αυτή που αγαπάμε πάρα πολύ, η σύζυγος, η ερωμένη, η γκόμενα: «πήρε την ακριβή του και πήγε στον κινηματογράφο». Υποκορ. ακριβούτσικος. Επίρρ. ακριβά. (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- είναι ακριβός στα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στ’ αλεύρι, βλ. λ. πίτουρο·
- είναι ακριβός στα πίτουρα και φτηνός στα λάχανα, βλ. λ. πίτουρο·
- έχει ακριβά γούστα, βλ. λ. γούστο·
- έχει ακριβά τα λόγια του, βλ. λ. λόγος·
- θα πουλήσω ακριβά το πετσί μου, βλ. λ. πετσί· 
- θα πουλήσω ακριβά το τομάρι μου, βλ. λ. τομάρι·
- θα την(το) πληρώσεις ακριβά, θα πάθεις μεγάλη ζημιά ή θα τιμωρηθείς πολύ αυστηρά, αν ενεργήσεις με τον τρόπο με τον οποίο σκοπεύεις να ενεργήσεις: «αν ξαναπειράξεις την κόρη μου, θα την πληρώσεις ακριβά || αν σε ξαναπιάσω να βάζεις χέρι στο ταμείο, θα το πληρώσεις ακριβά»·
- μας έγινε πολύ ακριβός, βλ. φρ. μας έγινε ακριβοθώρητος, λ. ακριβοθώρητος·
- μου στοίχισε ακριβά (κάτι), μου προκάλεσε μεγάλη οικονομική ζημιά κάτι, είχε μεγάλο ψυχικό αντίκτυπο: «μια λανθασμένη πρόβλεψη μου στοίχισε ακριβά στη δουλειά μου, γιατί έχασα ένα σωρό λεφτά || μου στοίχισε ακριβά ο χωρισμός με τη γυναίκα μου»·
- πούλησε ακριβά το πετσί του, βλ. λ. πετσί·
- πούλησε ακριβά το τομάρι του, βλ. λ. τομάρι·
- τα ακριβά αρώματα, τα βάζουν σε μικρά μπουκάλια, βλ. λ. μπουκάλι·
- την(το) πλήρωσα ακριβά, έπαθα μεγάλη ζημιά ή τιμωρήθηκα πολύ αυστηρά για κάποια ενέργειά μου: «πήγα να του κάνω τον έξυπνο και την πλήρωσα ακριβά, γιατί αποδείχτηκε αετός ο άτιμος!». (Λαϊκό τραγούδι: τώρα πληρώνω ακριβά την άμυαλη ζωή μου· με τα κουρέλια να γυρνώ κι αν τύχει άνθρωπο να βρω κρύβομ’ απ’ τη ντροπή μου
- το ακριβό είναι και φτηνό, τα ακριβά πράγματα, επειδή είναι καλής ποιότητας, διαρκούν πολύ περισσότερο κι έτσι δεν είναι κανείς αναγκασμένος να τα αγοράζει κάθε τόσο: «μην τσιγκουνεύεσαι όταν είναι ν’ αγοράσεις ακριβό πράγμα, γιατί το ακριβό είναι και φτηνό, πάρ’ το χαμπάρι!»·
- το χρήμα είναι ακριβό, βλ. λ. χρήμα.

άλλος

άλλος, -η, -ο, αντων. και επίθ. γεν. αρσ. και ουδ. άλλου και αλλουνού· γεν. θηλ. άλλης και αλληνής· γεν. πληθ. άλλων και αλλωνών [<αρχ. ἄλλος], άλλος. (Λαϊκό τραγούδι: η μάνα σου η μπλου καιρός ν’ αλλάξει νου γιατί και να το θέλει δεν γίνεσαι αλλουνού // να σου δώσω μια να σπάσεις αχ ρε κόσμε γυάλινε να φτιάξω μια καινούρια κοινωνία, άλληνε // κι επειδή των αλλονών κάνω τη βάρδια για να κλαίω την αγάπη μου τα βράδια με φωνάζουνε το θύμα ο Νικολός).1α. το αρσ. ως ουσ. ο άλλος, ο άλλος άντρας, ο άλλος γκόμενος, ο άλλος εραστής, ο άλλος ερωμένος: «την είδα με τον άλλον, την ώρα που τον μοστράριζε στις φιλενάδες της». (Λαϊκό τραγούδι: αυτός ο άλλος που σε πήρε από μένα, αυτό ο άλλος, αυτό ο άλλος, είναι ευεργέτης μου μεγάλος). β. ο επόμενος: «να περάσει ο άλλος». 2. το θηλ. ως ουσ. η άλλη, η άλλη γυναίκα, η άλλη γκόμενα, η άλλη ερωμένη: «τον είδα με την άλλη να κάνει βόλτα στην παραλία». (Λαϊκό τραγούδι: υπάρχει άλλη, υπάρχει άλλη, εσύ που μ’ έλεγες αγάπη σου μεγάλη).3. το ουδ. ως ουσ. το άλλο, όχι αυτό, όχι το ίδιο, το διαφορετικό: «δε θέλω αυτό, θέλω το άλλο». 4. συνήθως χωρίς άρθρο άλλος, αντί του επόμενος. 5. σε ερωτηματικό τύπο άλλος; υπάρχει κανένας άλλος που ακολουθεί ή που περιμένει(;): «με τον κύριο τελειώσαμε. Άλλος;». 6. ως επιφών. άλλος! λέγεται συνήθως από άντρα όταν, ενώ χρησιμοποιεί την τουαλέτα, έρχεται κάποιος που χτυπάει ή σπρώχνει την πόρτα για να μπει να τη χρησιμοποιήσει. Πολλές φορές, αντί του επιφωνήμ. ο άντρας που βρίσκεται μέσα στην τουαλέτα βήχει δυνατά για να κάνει αισθητή την παρουσία του. 7. συνήθως στον πλ. χωρίς άρθρο, άλλοι, άλλες, άλλα, σημαίνει κάποιοι, μερικοί, κάποιες, μερικές, κάποια, μερικά : «το καλοκαίρι άλλοι πηγαίνουν διακοπές στη θάλασσα, άλλοι στο βουνό, ενώ άλλοι δεν πάνε πουθενά || άλλες γυναίκες είναι όμορφες και άλλες άσχημες || άλλα αυτοκίνητα είναι ακριβά κι άλλα φτηνά». 8. το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. τα άλλα, τα υπόλοιπα: «αυτά που μου λες τα ξέρω, θέλω να μου πεις τα άλλα, που δεν ξέρω». (Ακολουθούν 352 φρ.)·
- άλλ’ αντ’ άλλα ή άλλ’ αντ’ άλλων ή άλλα αντί άλλων ή άλλα των άλλων, λόγια χωρίς νόημα, χωρίς ειρμό, μπερδεμένα, ασυνάρτητα, οι ασυναρτησίες: «μιλούσε μια ώρα και μας έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- άλλ’ αντ’ άλλα, κι άλλο της Παρασκευής το γάλα, βλ. λ. γάλα·
- άλλα… (κι, και) άλλα…, δηλώνει αντίφαση: «άλλα  μου λέει ο πατέρας της κι άλλα μου λέει η μάνα της». (Τραγούδι: άλλα μου λεν τα μάτια σου και άλλα η καρδιά σου, άλλα μου λεν τα χείλη σου και άλλα τα φιλιά σου
- άλλα κόλπα! βλ. λ. κόλπο·
- άλλα λέει η θεια μου κι άλλα ακούν τ’ αφτιά μου, βλ. λ. θεια·
- άλλα λες κι άλλα μου κάνεις, βλ. λ. λέω·
- άλλα λόγια ν’ αγαπιόμαστε, βλ. λ. λόγος·
- άλλα μελετούν τα βόδια κι άλλα μελετά ο ζευγάς, βλ. λ. βόδι·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, βλ. λ. Θεός·
- άλλα στάνταρ, βλ. λ. στάνταρ·
- άλλα τα μάτια του λαγού κι άλλα της κουκουβάγιας ή άλλα μάτια έχει ο λαγός κι άλλα η κουκουβάγια, βλ. λ. μάτι·
- άλλα τόσα, α. στον ίδιο βαθμό: «ξέρω πως πέρασες πολλά βάσανα , αλλά κι εγώ πέρασα άλλα τόσα». β. στην ίδια ποσότητα: «ξέρω πως έχασες λεφτά, αλλά κι εγώ έχασα άλλα τόσα». (Λαϊκό τραγούδι: ποντάρει σε άλογο κουτσό και παίρνει πεντακόσια, ποντάρω γω σε αετό και χάνω άλλα τόσα
- άλλα του λέω κι άλλα ακούει, βλ. λ. ακούω·
- άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- άλλα χρόνια τότε! βλ. λ. χρόνος·
- άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- άλλες εποχές τότε! βλ. λ. εποχή·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, βλ. λ. νύφη·
- άλλες τόσες, στο ίδιο πλήθος: «στο ’πα πολλές φορές και θα στο πω άλλες τόσες». (Λαϊκό τραγούδι: πείνασα, δίψασα, κοιμήθηκα στους δρόμους για την γυναίκα π’ αγαπούσα την κακή τόσες φορές κυνηγημένος απ’ τους νόμους και άλλες τόσες τραβηγμένος φυλακή
- άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- άλλες χρονιές τότε! βλ. λ. χρονιά·  
- άλλη δουλειά δεν είχα! ή άλλη δουλειά δεν έχω! ή άλλη δουλειά δεν είχαμε! ή άλλη δουλειά δεν έχουμε! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη δουλειά κι αυτή! βλ. λ. δουλειά·
- άλλη έγνοια δεν είχα! ή άλλη έγνοια δεν έχω! ή άλλη έγνοια δεν είχαμε! ή άλλη έγνοια δεν έχουμε! βλ. λ. έγνοια·
- άλλη καμιά δε γέννησε, μόν’ η Μαριώ το Γιάννη, βλ. λ. Γιάννης·
- άλλη μια φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη όρεξη δεν είχα! ή άλλη όρεξη δεν έχω! ή άλλη όρεξη δεν είχαμε! ή άλλη όρεξη δεν έχουμε! βλ. λ. όρεξη·
- άλλη σκασίλα δεν είχα! ή άλλη σκασίλα δεν έχω! ή άλλη σκασίλα δεν είχαμε! ή άλλη σκασίλα δεν έχουμε! βλ. λ. σκασίλα·
- άλλη σκοτούρα δεν είχα! ή άλλη σκοτούρα δεν έχω! ή άλλη σκοτούρα δεν είχαμε! ή άλλη σκοτούρα δεν έχουμε! βλ. λ. σκοτούρα·
- άλλη στεναχώρια δεν είχα! ή άλλη στεναχώρια δεν έχω! ή άλλη στεναχώρια δεν είχαμε! ή άλλη στεναχώρια δεν έχουμε! βλ. λ. στεναχώρια·
- άλλη φαγούρα δεν είχα! ή άλλη φαγούρα δεν έχω! ή άλλη φαγούρα δεν είχαμε! ή άλλη φαγούρα δεν έχουμε! βλ. λ. φαγούρα·
- άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- άλλη χάρη έχει (κάτι από κάτι άλλο), βλ. λ. χάρη·
- άλλο από…, δηλώνει αποκλειστικότητα: «δε λέει άλλο από βλακείες» ή εξαίρεση: «δεν πίνει άλλο από μπίρα»·
- άλλο δεν κάνει απ’ το να… ή δεν κάνει άλλο απ’ το να…, βλ. λ. κάνω·
- άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές γεμάτος κι άλλο θόρυβο κάνει ένας ντενεκές άδειος, βλ. λ. ντενεκές·
- άλλο και τούτο! ή άλλο και τούτο πάλι! ή άλλο πάλι και τούτο! έκφραση  έκπληξης ή απορίας, για αναπάντεχη ή παράξενη τροπή ή κατάληξη ενέργειας, λόγου ή κατάστασης: «το περίμενες να μαλώσουν αυτοί οι δύο; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτοί ήταν τόσο αγαπημένοι! || το περίμενες να παντρευτεί ο τάδε; -Άλλο πάλι και τούτο! Αυτός δεν ήταν κατά του γάμου;». Πολλές φορές, η φρ. συνοδεύεται και από το να δούμε τι άλλο θ’ ακούσουμε ή από το να δούμε τι άλλο θα δούμε· βλ. και φρ. άλλο πάλι(!)·
- άλλο κάρο με πατάτες, βλ. λ. κάρο·
- άλλο κι αυτό! ή άλλο κι αυτό πάλι! ή άλλο πάλι κι αυτό! βλ. φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο κόλπο αυτό! βλ. λ. κόλπο·
- άλλο λέει η καρδιά κι άλλο λέει το μυαλό, βλ. λ. καρδιά·
- άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις, λέγεται στην περίπτωση, που δεν μπορούμε να αποδώσουμε την πραγματικότητα κάποιου γεγονότος με λόγια: «είναι πολύ όμορφος άντρας αλλά άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις || έχει τέτοιες σπάνιες ομορφιές η Χαλκιδική, όμως άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω, θα καταλάβεις, θα κατανοήσεις πολύ καλύτερα αυτό για το οποίο γίνεται λόγος, αν σου το αναπτύξω προσωπικά, γιατί δε θα μείνεις μόνο με την εντύπωση των φημών που έφτασαν στ’ αφτιά σου: «άκουσα πως ο τάδε μάλωσε με τη γυναίκα του. -Άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να στα λέω»·
- άλλο να τ’ ακούς κι άλλο να το βλέπεις, βλ. φρ. άλλο να στο λέω κι άλλο να το βλέπεις·   
- άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης ή άλλο πέος κι άλλο Ευρωπαίος ή άλλο κουμπαράς κι άλλο κολομπαράς ή άλλο Τουπαμάρος κι άλλο το μουνί της Μάρως ή άλλο παίχτης κι άλλο τσουτσουνοπαίχτης ή άλλο γκούλας κι άλλο Γιαγκούλας ή άλλο ξίδι κι άλλο ταξίδι ή άλλο πότης κι άλλο ιππότης ή άλλο ψάρια κι άλλο μακαρόνια ή άλλο Βόλος κι άλλο έρωτας κεραυνοβόλος ή άλλο βούρτσα κι άλλο πούτσα ή άλλο Μαντώ κι άλλο Μαντόνα ή άλλο Πέπη κι άλλο πρέπει κ. ά. και εκ των τελευταίων άλλο Βερσαλλίες κι άλλο παραλίες ή άλλο λέων κι άλλο χαμαιλέων, λέγεται ειρωνικά, όταν προσπαθεί κάποιος να συγκρίνει δυο εντελώς ανόμοια πράγματα ή λέγεται ειρωνικά, όταν θέλουμε να  υπογραμμίσουμε μια μεγάλη αντίθεση ανάμεσα σε δυο πράγματα ή καταστάσεις: «μα καλά, μπορείς να συγκρίνεις το κατσαριδάκι σου με τη Μερσεντές μου; Άλλο ναύτης κι άλλο καντηλανάφτης». Πρβλ.: άλλο θα πει Χαλκιδική κι άλλο θα πει Χαλκίδα (Λαϊκό τραγούδι). Οι εκφράσεις αυτές υπήρξαν της μόδας στη δεκαετία του 1970 και 1980·
- άλλο ντέρτι δεν είχα! ή άλλο ντέρτι δεν έχω! ή άλλο ντέρτι δεν είχαμε! ή άλλο ντέρτι δεν έχουμε! βλ. λ. ντέρτι·
- άλλο πάλι! δηλώνει δυσαρέσκεια για κάτι που προστίθεται σε αυτά που μας είναι ήδη γνωστό πως πρέπει να κάνουμε: «επίσης θα πρέπει να κάνεις και μια δήλωση του νόμου 105, ότι δεν έχεις καμιά απαίτηση από τα τυχόν κέρδη. -Άλλο πάλι!»· βλ. και φρ. άλλο και τούτο(!)·
- άλλο που δε θέλω, δηλώνει απόλυτη ικανοποίηση για την πραγματοποίηση κάποιας επιθυμίας μας ή για κάποια ενέργεια, που μας ευνοεί απόλυτα:  «άλλο που δε θέλω, αν μου δώσεις αυτό το εισιτήριο για τον κυριακάτικο αγώνα || θα πήγαιναν εκδρομή και μου ανακοίνωσαν πως θα μ’ έπαιρναν μαζί τους. Καταχάρηκα, γιατί άλλο που δεν ήθελα || αν ξανακάνεις φασαρία θα σε απολύσω απ’ τη δουλειά. -Άλλο που δε θέλω, γιατί θα πάρω κάτι εκατομμύρια για αποζημίωση»·
- άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο πράμα! βλ. λ. πρά(γ)μα·
- άλλο σεβντά δεν είχα! ή άλλο σεβντά δεν έχω! ή άλλο σεβντά δεν είχαμε! ή άλλο σεβντά δεν έχουμε! βλ. λ. σεβντάς·
- άλλο σχέδιο αυτό! βλ. λ. σχέδιο·
- άλλο τίποτα, υπάρχει μεγάλη ποσότητα, βρίσκεται σε μεγάλη αφθονία: «από λεφτά, άλλο τίποτα»·
- άλλο τίποτα; ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας ζητάει πολλά και απίθανα πράγματα: «θέλεις να σου πληρώσω τη Δ.Ε.Η., τον Ο.Τ.Ε., τα κοινόχρηστα και να σου δώσω κι εκατό χιλιάρικα από πάνω. Άλλο τίποτα;»· ειρωνική παρατήρηση σε κάποιον, που μας καταμαρτυρά πολλές αρνητικές ιδιότητες: «είσαι κλέφτης, απατεώνας, χαρτοπαίχτης, ναρκομανής! -Άλλο τίποτα;»·
- άλλο το ’να (κι) άλλο τ’ άλλο, αποτελεί άλλη υπόθεση, άλλη ιστορία, έτερον εκάτερον: «δεν πρέπει να μπερδεύεις τις γκομενοδουλειές σου με το σπίτι σου. Άλλο το ’να κι άλλο τ’ άλλο»·
- άλλο το πρόσωπο, άλλη η καρδιά, βλ. λ. πρόσωπο·
- άλλο τόσο, στον ίδιο βαθμό: «όσο καλός είναι ο μικρός του ο γιος, άλλο τόσο είναι κι ο μεγάλος»· στην ίδια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, θα βάλω κι εγώ άλλο τόσο»·
- άλλο τόσο κι εγώ, έκφραση με την οποία  επικροτούμε απόλυτα τα λεγόμενα κάποιου για καλό ή για κακό: «δεν τον εκτιμώ διόλου αυτό τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ – πολύ τον εκτιμώ αυτόν τον άνθρωπο. -Άλλο τόσο κι εγώ»·
- άλλο φαΐ τώρα, βλ. λ. φαΐ·
- άλλοι καιροί τότε! βλ. λ. καιρός·
- άλλοι κάνουν φίλους κι άλλοι κάνουν φίδια, βλ. λ. φίλος·
- άλλοι κι άλλοι, πολύ και διάφοροι, χωρίς να είναι τίποτα σπουδαίοι: «εγώ πιστεύω πως έτσι έγιναν τα πράγματα, αλλά άλλοι κι άλλοι έχουν διαφορετική γνώμη. Από σένα εξαρτάται ποιους θα πιστέψεις»·
- άλλοι τα γένια επιθυμούν κι άλλοι που τα ’χουνε τα φτουν, βλ. λ. γένια·
- άλλοι τόποι, άλλοι άνθρωποι ή άλλοι τόποι, άλλοι ανθρώποι, βλ. λ. τόπος·
- άλλον γκαϊλέ δεν είχα! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχω! ή άλλον γκαϊλέ δεν είχαμε! ή άλλον γκαϊλέ δεν έχουμε! βλ. λ. γκαϊλές·
- άλλον καημό δεν είχα! ή άλλον καημό δεν έχω! ή άλλον καημό δεν είχαμε! ή άλλον καημό δεν έχουμε! βλ. λ. καημός·
- άλλον νταλκά δεν είχα! ή άλλον νταλκά δεν έχω! ή άλλον νταλκά δεν είχαμε! ή άλλον νταλκά δεν έχουμε! βλ. λ. νταλκάς·
- άλλος αγαπάει τον παπά κι άλλος την παπαδιά, βλ. λ. παπάς·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, βλ. λ. γαμησιάτικα·
- άλλος έχει τ’ όνομα κι άλλος έχει τη χάρη, βλ. λ. όνομα·
- άλλος και τούτος! ή άλλος και τούτος πάλι! ή άλλος πάλι τούτος! έκφραση απορίας ή έκπληξης για τις αναπάντεχες ή απαράδεκτες ενέργειες ή λόγια κάποιου: «ξαφνικά σηκώθηκε κι άρχισε να πετάει τα ρούχα του από πάνω του μπροστά στον κόσμο! -Άλλος και τούτος! || κι  εκεί που έλεγαν να ηρεμήσουν τα πράγματα, σηκώθηκε ο δικός σου και μας αποκάλυψε πως και ο τάδε είχε πάει φυλακή. -Άλλος και τούτος πάλι!»·
- άλλος κι αυτός! ή άλλος κι αυτός πάλι! ή άλλος πάλι κι αυτός! βλ. φρ. άλλος και τούτος(!)·
- άλλος λίγο, άλλος πολύ, βλ. λ. λίγος·
- άλλος πάλι! α. δηλώνει δυσαρέσκεια για κάποιον που προστίθεται σε μια ομάδα ατόμων τους οποίους πρέπει να εξυπηρετήσουμε ή να αντιμετωπίσουμε: «ο προσωπάρχης μου είπε, πως πρέπει να ελέγξεις τα τιμολόγια του μηνός. -Άλλος πάλι! Ακόμα δεν ξεμπέρδεψα με την καταμέτρηση του εμπορεύματος που έχουμε στην αποθήκη!». β. έκφραση δυσαρέσκειας, όταν για πολλοστή φορά ακούμε κάποιο διαφορετικό άτομο να φωνάζει το όνομά μας, για να μας πει ή να μας επιφορτίσει με κάτι: «Αντωνόπουλος; -Άλλος πάλι!»·
- άλλος πληρώνει κι άλλος πίνει, άλλος αγωνίζεται για την επίτευξη κάποιας επιτυχίας και άλλος απολαμβάνει τις ωφέλειες από αυτή την επιτυχία. (Λαϊκό τραγούδι: εγώ πληρώνω κι άλλος πίνει, βρε κουκλί μου τι θα γίνει
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. λ. κερατιάτικα·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. λ. νύφη·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. λ. μάρμαρο·
- άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει, λέγεται στην περίπτωση που, άλλος εργάζεται σκληρά και άλλος απολαμβάνει τους κόπους από την εργασία του αυτή: «ο καθένας θ’ αμείβεται σύμφωνα με τους κόπους του, γιατί σ’ αυτή την επιχείρηση δεν ισχύει το άλλος σπέρνει κι άλλος θερίζει»·
- άλλος το ’χει και το κατουράει κι άλλος δεν το ’χει και το λαχταράει, λέγεται για κάποιο αγαθό που ενώ αυτός που το έχει δεν το υπολογίζει καθόλου, την ίδια στιγμή για κάποιον άλλον που δεν το κατέχει είναι εντελώς απαραίτητο· 
- αν κάνει ο Μάρτης δυο νερά κι ο Απρίλης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- αν μη τι άλλο, α. τουλάχιστο: «παρά τις οικονομικές δυσκολίες που είχαμε, αν μη τι άλλο, μπορέσαμε να κάνουμε μια αξιοπρεπή αρχή». β. πέρα από οτιδήποτε άλλο, το λιγότερο που θα μπορούσε να κάνει κάποιος: «αν μη τι άλλο, θα μπορούσε να σου πει ένα ευχαριστώ που του συμπαραστάθηκες»·
- αν ρίξει ο Απρίλης δυο νερά κι ο Μάης άλλο ένα, χαρά σ’ αυτόν το γεωργό που ’χει πολλά σπαρμένα, βλ. λ. νερό·
- ανάμεσα στ’ άλλα, βλ. φρ. ανάμεσα·
- αναπνέω άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- ανοίγω κι άλλη τρύπα στο ζωνάρι (μου), βλ. λ. ζωνάρι·
- απ’ τ’ άλλο μου τ’ αφτί, βλ. λ. αφτί·
- απ’ τη μια… απ’ την άλλη όμως…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια… κι απ’ την άλλη…, βλ. λ. μια·
- απ’ τη μια μέρα στην άλλη, βλ. λ. μέρα·
- απ’ τη μια μεριά… απ’ την άλλη μεριά όμως…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια μεριά… κι απ’ την άλλη μεριά…, βλ. λ. μεριά·
- απ’ τη μια πλευρά…, από την άλλη πλευρά όμως…, βλ. λ. πλευρά·
- απ’ τη μια πόρτα μπήκα κι απ’ την άλλη βγήκα, βλ. λ. πόρτα·
- απ’ τη μια στιγμή στην άλλη, βλ. λ. στιγμή·
- απ’ τη μια ώρα στην άλλη, βλ. λ. ώρα·
- απ’ την άλλη, επιπλέον: «ενώ απ’ τη μια μου χρωστάς ένα σωρό λεφτά, απ’ την άλλη μου ζητάς πάλι δανεικά!»·
- απ’ το ένα αφτί μπαίνει (μπαίνουν) κι απ’ τ’ άλλο βγαίνει (βγαίνουν), βλ. λ.αφτί·
- απ’ τον έναν στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- από δουλειά άλλο τίποτα, βλ. λ. δουλειά·
- από δω πάν’ κι άλλοι, α. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα διακόψει τη φιλική, ερωτική ή εργασιακή σχέση που έχει μαζί μας και υποτίθεται πως του δείχνουμε το δρόμο να φύγει, όπως κάναμε και στους προηγούμενους, που δήλωσαν το ίδιο πράγμα ή που έπαψαν να μας ενδιαφέρουν. β. έκφραση αδιαφορίας στη δήλωση κάποιου πως θα επιδιώξει να μας κάνει κακό, κι έχει την έννοια, πως και όσοι προηγούμενοι το επιχείρησαν έφυγαν από  τον υποτιθέμενο δρόμο που του δείχνουμε χωρίς να πετύχουν τίποτα·
- από λεφτά άλλο τίποτα, βλ. λ. λεφτά·
- από λόγια άλλο τίποτα, βλ. λ. λόγος·
- από μυαλό άλλο τίποτα, βλ. λ. μυαλό·
- από προβλήματα άλλο τίποτα, βλ. λ. πρόβλημα·
- από υγεία άλλο τίποτα, βλ. λ. υγεία·
- από ψέμα άλλο τίποτα, βλ. λ. ψέμα·
- αύριο άλλος ήλιος άλλη μέρα, βλ. λ. αύριο·
- αυτά μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- αυτό είν’ άλλη ιστορία, βλ. λ. ιστορία·
- αυτό είν’ άλλη παράγραφος, βλ. λ. παράγραφος·
- αυτό είν’ άλλο, βλ. λ. αυτός·
- αυτό είν’ άλλο καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτό είν’ άλλο κεφάλαιο, βλ. λ. κεφάλαιο·
- αυτό είν’ άλλο πράγμα, βλ. λ. πρά(γ)μα·
- αυτό είν’ άλλου (αλλουνού) παπά βαγγέλιο, βλ. λ. παπάς·
- αυτό είν’ αλλουνού καπέλο, βλ. λ. καπέλο·
- αυτός είναι και κανένας άλλος, βλ. λ. αυτός·
- αυτός είναι κι άλλος δεν είναι, βλ. λ. αυτός·
- βάζω το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- βλέπω μ’ άλλο μάτι (κάποιον ή κάτι), βλ. λ. μάτι·
- για τ’ άλλα, για τα υπόλοιπα: «εγώ σας είπα αυτά που ήξερα, για τ’ άλλα θα σας πληροφορήσει ο ίδιος ο διευθυντής». (Λαϊκό τραγούδι: του ’πα για το φέρσιμό σου και για τ’ άλλα σου, τ’ ασυγχώρητα τα λάθη τα μεγάλα σου
- … γιατί θα ’χουμε άλλα, επιθετική έκφραση σε άτομο που δε συμμορφώνεται στις εντολές μας: «φάε το φαγητό σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || πήγαινε στη δουλειά σου, γιατί θα ’χουμε άλλα || δώσε μου τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί θα ’χουμε άλλα»·
- γίνομαι άλλος άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·  
- δε βάζω άλλο (άλλη) μπροστά σου, είσαι ασύγκριτος, ασύγκριτη: «έχει τόσο καλό φίλο, που δε βάζω άλλο μπροστά του || έχει τόσο καλή γυναίκα, που δε βάζει άλλη μπροστά της». (Λαϊκό τραγούδι: τίποτα πια δεν λογαριάζω άλλον μπροστά σου εγώ δεν βάζω, αφού έχεις εσύ καρδιά χρυσή και σ’ αγαπώ, αγάπα με και συ)· 
- δε βαστιέμαι άλλο, α. δεν μπορώ να συγκρατηθώ περισσότερο, ώστε να μην πω ή να μην κάνω κάτι: «δε βαστιέμαι άλλο, θα τον δείρω με τις ανοησίες που λέει || μυρίζει τόσο όμορφα αυτό το φαγητό, που δε βαστιέμαι άλλο». β. έφτασα στο σημείο να μην μπορώ να συγκρατήσω περισσότερο το κάτουρό μου ή τα κόπρανά μου, πρέπει οπωσδήποτε να αφοδεύσω, γιατί θα τα κάνω απάνω μου: «αμάν, μια τουαλέτα, ρε παιδιά, γιατί δε βαστιέμαι άλλο»·
- δε βαστώ άλλο ή δε βαστώ άλλο πια ή δε βαστώ πια άλλο, α. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και ξεσπώ: «δε βάσταξα άλλο με τις ανοησίες που έλεγε και τον άρχισα στις μπάτσες || έπαθε τέτοια καταστροφή, που δε βάσταξε πια άλλο κι έβαλε τα κλάματα». β. δεν αντέχω περισσότερο, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή και υποκύπτω, υποχωρώ, ενδίδω: «μη μου φορτώνεσαι περισσότερο, γιατί δε βαστώ άλλο || έπεσαν όλοι επάνω μου για να δώσουμε τα χέρια, ώσπου δε βάσταξα άλλο πια και συμφιλιώθηκα μαζί του»·
- δε με παίρνει άλλο, παύω να ενεργώ με τον τρόπο που ενεργούσα, γιατί αντιλαμβάνομαι πως δεν έχω τις δυνάμεις ή τις δυνατότητες που είχα ή γιατί δεν μου το επιτρέπει περισσότερο το περιβάλλον στο οποίο βρίσκομαι: «απ ’τη στιγμή που ήρθε ο τάδε, δε με παίρνει άλλο να κάνω το μάγκα, γιατί αυτός είναι πιο μάγκας από μένα || ο οικοδεσπότης μου έκανε νόημα πως δε μ’ έπαιρνε άλλο να συνεχίσω να λέω σόκιν ανέκδοτα, γιατί είχε κάνει την παρουσία του ο πατέρας του»·
- δε με σηκώνει άλλο, βλ. φρ. δε με παίρνει άλλο·
- δε σηκώνει άλλο, δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερη υπομονή: «μέχρι τώρα υπέμενα τις ιδιοτροπίες σου, αλλά από δω και πέρα δε σηκώνει άλλο»·
- δεν αντέχω άλλο, βλ. λ. αντέχω·
- δεν έχει άλλο, α. (για αγαθά) τελείωσε, εξαντλήθηκε: «δεν έχει άλλο απ’ αυτό το είδος». β. (για παροχές, συνήθως ειρωνικά) παύω, σταματώ να δίνω: «μέχρι τώρα ό,τι μου ζητούσες σου το ’δινα, από δω και πέρα όμως δεν έχει άλλο»·
- δεν έχει μάτια γι’ άλλον (γι’ άλλη), βλ. λ. μάτι·
- δεν κάνει τίποτ’ άλλο απ’ το να…, τίποτα·
- δεν μπαίνει ο ένας στ’ αμπέλια του άλλου, βλ. λ. αμπέλι·
- δεν μπαίνει ο ένας στα οικόπεδα του άλλου, βλ. λ. οικόπεδο·
- δεν μπαίνει ο ένας στα χωράφια του άλλου, βλ. λ. χωράφι·
- δεν πάει άλλο, α. δεν μπορεί να συνεχιστεί να γίνεται ανεκτό κάτι, δεν αντέχω, δεν μπορώ να κάνω περισσότερο υπομονή, δεν μπορεί να συνεχιστεί η ίδια δυσάρεστη κατάσταση: «δεν πάει άλλο μ’ αυτή την φτώχεια που περνώ || δεν πάει άλλο μ’ αυτή την γκρίνια σου». (Λαϊκό τραγούδι: λέω πως δεν πάει άλλο, είσαι βάσανο μεγάλο)· βλ. και φρ. δε με παίρνει άλλο. β.(για πορεία) υπάρχει αδιέξοδο ή έφτασε στο τέρμα της: «ο δρόμος δεν πάει άλλο || το αστικό δεν πάει άλλο»·
- δεν παίρνει άλλο, δεν αντέχω περισσότερο, δεν πάει άλλο, δε σηκώνει άλλο: «είναι τόσο γκρινιάρα, που δεν παίρνει άλλο, θα τη χωρίσω || είναι ένας αδιόρθωτος χαρτοπαίχτης, γι’ αυτό κι εγώ θα τον χωρίσω, γιατί δεν παίρνει άλλο». (Λαϊκό τραγούδι: σαν να μου τα ’κανες πολλά φθάνει δεν παίρνει άλλο, κοίταξε να συμμορφωθείς γιατί θα σε ξεκάνω
- δεν παίρνει άλλο νερό, βλ. φρ. νερό·
- δεν περνούν άλλο τα λεφτά μου ή δεν περνούν πια τα λεφτά μου, βλ. λ.λεφτά·
- δεν προχωράει άλλο, βλ. συνηθέστ. δεν πάει άλλο·
- δεν υπάρχει άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- δεν υπάρχει άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- δεν υπάρχει τίποτ’ άλλο, βλ. λ. τίποτα·
- δίνει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- δίχως άλλο, οπωσδήποτε, εξάπαντος: «πρέπει το βράδυ δίχως άλλο να ’ρθεις μαζί μου στη συγκέντρωση»· βλ. και φρ. το δίχως άλλο·
- έγινε άλλος τόσος, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος έγινε διπλάσιο σε όγκο από ότι ήταν: «τον τελευταίο καιρό το ’ριξε στο φαγητό και στον ύπνο κι έγινε άλλος τόσος»·
- εγώ κρατώ την κλείδα (το κλειδί) μου και άλλος την καλύβα μου, βλ. λ. καλύβα·
- είμαι με το ’να πόδι να φύγω και με τ’ άλλο πόδι να μείνω, βλ. λ. πόδι·
- είμαι μια η άλλη ή είμαι μια την άλλη, ισοφαρίζω έσοδα και έξοδα, δεν έχω κέρδος: «με την αναδουλειά που υπάρχει, είμαι ευχαριστημένος που είμαι μια η άλλη»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, βλ. λ. είδος·
- είναι απ’ άλλο ανέκδοτο, βλ. λ. ανέκδοτο·
- είναι από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- είναι γεννημένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. γεννημένος·
- είναι καμωμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. καμωμένος·
- είναι καμωμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι ο ένας χειρότερος απ’ τον άλλον ή είναι ο ένας χειρότερος του άλλου, βλ. λ. χειρότερος·
- είναι πάρ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- είναι πλασμένοι ο ένας για τον άλλον, βλ. λ. πλασμένος·
- είναι πλασμένος από άλλη πάστα, βλ. λ. πάστα·
- είναι πολύ κοντά ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- είναι σ’ άλλη γη, σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. γη·
- είναι το άλλο μου μισό, (και για τα δυο φύλα) βλ. λ. μισός·
- είναι το κάτι άλλο, το πρόσωπο ή το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος έχουν μια έντονη ιδιαιτερότητα, καλή ή κακή: «η ομορφιά του είναι το κάτι άλλο || η ασχήμια του είναι το κάτι άλλο || αγόρασε έν’ αυτοκίνητο που είναι το κάτι άλλο»·
- εκείνος που περιμένει απ’ άλλονε, πολύ αργά δειπνάει, βλ. λ. εκείνος·
- εκτός των άλλων, εκτός από όλα όσα έχουμε ήδη προαναφέρει, επιπλέον, επιπροσθέτως: «εκτός των άλλων μου χρωστάς ακόμα εκατό χιλιάδες»·
- έναν καιρό ήμουν άγγελος, τώρ’ αγγελεύουν άλλοι (στη βρύση που έπινα νερό, τώρα το πίνουν άλλοι), βλ. λ. άγγελος·
- έρχονται άλλα χρόνια, βλ. λ. χρόνος·
- έρχονται άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- έρχονται άλλες χρονιές, βλ. λ. χρονιά·
- έχει άλλο πρόσωπο, βλ. λ. πρόσωπο·
- έχει άλλον αέρα, βλ. λ. αέρας·
- έχει αυτό το κάτι άλλο, βλ. φρ. έχει αυτό το κατιτίς, λ. κατιτίς·
- έχει κι άλλα παιδιά η μάνα σου σαν κι εσένα; ή έχει κι άλλα παιδιά σαν κι εσένα η μάνα σου; βλ. λ. παιδί·
- έχει κι άλλον πονηρό σαν κι εσένα η μάνα σου; ή έχει κι άλλον σαν κι εσένα πονηρό η μάνα σου; βλ. λ. πονηρός·
- έχει ο αφέντης μας αφέντρα κι η κυρά μας άλλον άντρα, βλ. λ. άντρας·
- έχει το ’να πόδι πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- έχω κι άλλα χαρτιά, βλ. λ. χαρτί·
- ζει σε άλλη εποχή, βλ. λ. εποχή·
- ζει σε άλλον αιώνα, βλ. λ. αιώνας·
- ζει σε άλλον κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- ζει σε άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτη·
- ζητώ κι άλλο πιάτο, βλ. λ. πιάτο·
- η άλλη άκρη του σύρματος, βλ. λ. σύρμα·
- η άλλη ζωή, βλ. λ.ζωή·
- η άλλη όχθη, βλ. λ. όχθη·
- η άλλη όψη του νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. λ. πλευρά·
- η αξίνα θέλει κώλο και κομμάτι απ’ άλλον κώλο, βλ. λ. κώλος·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, βλ. λ. ζωή·
- η μία, η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κι η άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια κουβέντα έφερε την άλλη, βλ. λ. κουβέντα·
- η μια πάνω στην άλλη, βλ. λ. μία·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια της βρομάει (κι) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- η μια του βρομούσε (κι) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ήρθαν άλλες εποχές, βλ. λ. εποχή·
- ήρθαν άλλοι καιροί, βλ. λ. καιρός·
- ήρθαν πιο κοντά ο ένας στον άλλον, βλ. λ. κοντά·
- ήρθε από άλλον πλανήτη, βλ. λ. πλανήτης·
- θα σφίξουν κι άλλο οι κώλοι, βλ. λ. κώλος·
- κάθε άλλο, βλ. λ. κάθε·
- και εις άλλα με υγεία! ή και σ’ άλλα με υγεία! βλ. λ. υγεία·
- κάλλιο να ’χω στο σπίτι μου ελιές και παξιμάδι, παρά στο ξένο ζάχαρη και να μ’ ορίζουν άλλοι, βλ. λ. σπίτι·
- κάνω άλλα κι άλλα, κάνω πολλά και διάφορα πράγματα σημαντικά ή ασήμαντα: «εσύ που μπορείς και κάνεις άλλα κι άλλα, σίγουρα θα μπορέσεις να με βοηθήσεις σε αυτή την υπόθεση || εσύ κάνεις άλλα κι άλλα, σ’ αυτή τη λεπτομέρεια θα κωλώσεις;»·
- κατά τ’ άλλα, ως προς τα υπόλοιπα, ως προς εκείνα που συμβαίνουν ή συνέβησαν: «είχα μια μικρή ατυχία, αλλά κατά τ’ άλλα είμαι μια χαρά || μέχρι αυτή τη στιγμή τα πράγματα είναι σ’ αυτή την κατάσταση, κατά τ’ άλλα ο Θεός βοηθός»·
- κατά τ’ άλλα καλά, φράση που ακολουθεί με κάποια ειρωνική διάθεση, μετά την εξιστόρηση κάποιας άτυχης στιγμής ή γεγονότος που πέρασε κάποιος: «τράκαρα κι έσπασα το πόδι μου, κατά τ’ άλλα καλά». (Τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- κι άλλα τόσα, σε διπλάσια ποσότητα: «όσα λεφτά βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλα τόσα»·
- κι άλλο τόσο, σε διπλάσια ποσότητα: «ό,τι ποσό βάλεις εσύ, εγώ θα βάλω κι άλλο τόσο»·
- κοντά στ’ άλλα, βλ. λ. κοντά·
- λέγε λίγα με τους άλλους και πολλά με τον εαυτό σου, βλ. λ. εαυτός·
- λέω άλλ’ αντ’ άλλων ή λέω άλλ’ αντ’ άλλων Μαριγώ ή λέω άλλα αντί άλλων ή λέω άλλα των άλλων, μιλώ χωρίς νόημα, μιλώ μπερδεμένα, ακατανόητα, ασυνάρτητα: «μιλούσε μια ώρα,  αλλά δε βγάλαμε νόημα, γιατί έλεγε άλλ’ αντ’ άλλων»·
- λέω άλλα (ενν. λόγια), διαφορετικά, ανασκευάζω αυτά που είχα πει: «γιατί τώρα λες άλλα από κείνα που μας έλεγες προηγουμένως;»·
- λίγο ο ένας, λίγο ο άλλος, βλ. λ. λίγος·
- μ’ άλλα λόγια, βλ. λ. λόγος·
- μ’ έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν πάει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μ’ έφερε ίσαμ’ εκεί που δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. εκεί·
- μας έβγαλε άλλο φασούλι ή μας έβγαλε κι άλλο φασούλι, βλ. λ. φασούλι·
- μας τα ’παν άλλοι, βλ. λ. είπα·
- μας τα ’παν κι άλλοι, βλ. λ. είπα·
- με πιάνει το άλλο μου, συμπεριφέρομαι εντελώς διαφορετικά από ό,τι συνήθως, παραφέρομαι, τρελαίνομαι: «πρόσεξε μη με πιάσει το άλλο μου, γιατί θα τα κάνω όλα γυαλιά καρφιά»·
- με το ένα, με το άλλο, βλ. λ. ένας·
- με το ’να και με τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- με τον έναν ή (με) τον άλλον τρόπο, βλ. λ. τρόπος·
- με τούτα και με τ’ άλλα, βλ. λ. τούτος·
- μεταξύ των άλλων, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- μέχρι να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή μέχρι να σηκώσει το ένα του πόδι, του τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
- μην ξοδεύεις άλλο το σάλιο σου! βλ. λ. σάλιο·
- μην το ζαλίζεις άλλο, (προτρεπτικά ή συμβουλευτικά) πάψε να ασχολείσαι άλλο με αυτή την υπόθεση, γιατί είναι έτσι όπως σου τα λέω, ή γιατί δεν υπάρχει περίπτωση να αλλάξουν τα πράγματα προς το καλύτερο: «σε συμβουλεύω να μην το ζαλίζεις άλλο και να πάρεις επιτέλους κάποια απόφαση || οι πιο πολλοί πολιτικοί ενδιαφέρονται μόνο για την πάρτη τους, μην το ζαλίζεις άλλο»·
- μια άλλη φορά, βλ. λ. φορά·
- μια ο ένας, μια ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- μιλάει με άλλο κεφάλι, βλ. λ. κεφάλι·
- μιλάμε άλλη γλώσσα, βλ. λ. γλώσσα·
- να ’ταν κι άλλη! α.(για δουλειές) την τελείωσα γρήγορα και με μεγάλη ευχέρεια, είτε γιατί είχε οικονομικό ενδιαφέρον για μένα είτε γιατί ήταν πολύ εύκολη: «την τέλειωσες τη δουλειά που σου ανάθεσαν; -Να ’ταν κι άλλη!». β. (για γυναίκες) την κατέκτησα ή της επέβαλα τη σεξουαλική πράξη: «εντάξει με την τάδε που σου σύστησα; -Να ’ταν κι άλλη!»·
- να ’ταν κι άλλο! (για φαγητά) το έφαγα όλο, είτε επειδή πεινούσα πολύ είτε επειδή ήταν πολύ νόστιμο: «έφαγες όλο το φαγητό σου; -Να ’ταν κι άλλο!»·
- να ’ταν κι άλλος! τον νίκησα ή τον ξεγέλασα με ευκολία: «τον νίκησες τον τάδε; -Να ’ταν κι άλλος! || πήρες απ’ τον τάδε τα δανεικά που σου χρειάζονταν; -Να ’ταν κι άλλος!»·
- ο … (ακολουθεί επώνυμο), ο … (ακολουθεί επώνυμο) και τ’ άλλα παιδιά, βλ. λ.παιδί·
- ο άλλος κόσμος, βλ. λ. κόσμος·
- ο άλλος εαυτός μου ή ο άλλος μου εαυτός, βλ. λ. εαυτός·
- ο ένας κι ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας λόγος έφερε τον άλλον, βλ. λ. λόγος·
- ο ένας με τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας, ο άλλος, βλ. λ. ένας·
- ο ένας πάνω στον άλλον, βλ. λ. ένας·
- ο ένας στη Δύση κι ο άλλος στην Ανατολή, βλ. λ. ένας·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας της βρομούσε (κι) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- ο ένας το μακρύ του κι ο άλλος το κοντό του, βλ. λ. κοντός·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- ο ένας του βρομάει (κι) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, βλ. λ. Θεός·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε, ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, βλ. λ. Θεός·
- ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, βλ. λ. κόσμος·
- οι επιθυμίες του ανθρώπου είναι σαν τις μέρες: μια πάει, άλλη έρχεται, βλ. λ. επιθυμία·
- όποιος ανοίγει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όποιος αφήνει το έργο του κι άλλες δουλειές γυρεύει, ο διάβολος στον κώλο του φασούλια μαγειρεύει, βλ. λ. δουλειά·
- όποιος σκάβει το λάκκο τ’ αλλουνού, πέφτει ο ίδιος μέσα, βλ. λ. λάκκος·
- όσα ξέρει ο Κωνσταντής, δεν τα ξέρει άλλος κανείς, βλ. λ. ξέρω·
- όσο δεν παίρνει άλλο, βλ. λ. όσος·
- όσο ο ένας τόσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- όταν έρθει το κακό, καρτέρει να ’ρθει κι άλλο, βλ. λ. κακός·
- παίζει σ’ άλλη ταινία, βλ. λ. ταινία·
- πάμε γι’ άλλα; (στη γλώσσα του χαρτοπαιγνίου) ερώτηση που απευθύνει ένας παίχτης προς στους υπόλοιπους, αν δέχονται να ξαναγίνει το μοίρασμα των φύλλων, γιατί αυτά που έχει πάρει στα χέρια του είναι εντελώς άσχετα μεταξύ τους. Αν οι περισσότεροι παίκτες συμφωνήσουν, επειδή και αυτοί βρίσκονται στην ίδια άσχημη θέση (ανάλογα, βέβαια, και με τους κανόνες του καρέ), τότε τα χαρτιά μαζεύονται, ανακατώνονται και μοιράζονται από την αρχή·
- πάμε γι’ άλλα, έκφραση που δηλώνει πως ξεπεράσαμε τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρισκόμασταν και πως είμαστε έτοιμοι για τις νέες δυσκολίες που ενδέχεται να προκύψουν στη ζωή μας: «τι έδειξαν οι ακτινογραφίες του στήθους σου; -Πάμε γι’ άλλα || πώς πήγε το δικαστήριο που είχες με τον τάδε; -Πάμε γι’ άλλα»·
- πάρε το κουβαδάκι σου και σ’ άλλη παραλία, βλ. λ. κουβαδάκι·
- πάσα ο ένας, πάσα ο άλλος! βλ. λ. πάσα·
- πάω γι’ άλλα, α. ξεκινώ άλλη δουλειά, άλλη ασχολία, είτε γιατί τελείωσα αυτή με την οποία είχα καταπιαστεί είτε γιατί απέτυχα: «ό,τι έχω αναλάβει μέχρι τώρα, το έχω τελειώσει και τώρα πάω γι’ άλλα || απέτυχα στην προηγούμενη δουλειά μου, αλλά ο Θεός να μ’ έχει γερό, γιατί τώρα πάω γι’ άλλα». β. χωρίζω με το έτερο ήμισυ μου και επιδιώκω νέο δεσμό: «με την τάδε χώρισα και τώρα πάω γι’ άλλα». (Λαϊκό τραγούδι: γι’ άλλα, γι’ άλλα πάμε γι’ άλλα, δε μ’ αγάπησες μια στάλα
- πες ο ένας, πες ο άλλος, βλ. λ. είπα·
- πετιέμαι απ’ το ένα θέμα στ’ άλλο, βλ. λ. θέμα·
- πέφτω σ’ άλλα φιλιά, βλ. λ. φιλί·
- πήγε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- πιάσ’ τον έναν (και) χτύπα τον άλλον, βλ. λ. ένας·
- πλάκα ο ένας, πλάκα ο άλλος, βλ. λ. πλάκα·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια της βρομάει κι (και πότε) η άλλη της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε η μια του βρομούσε κι (και πότε) η άλλη του ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της μύριζε, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας της βρομούσε κι (και πότε) ο άλλος της ξίνιζε, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε ο ένας του βρομάει κι (και πότε) ο άλλος του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα της βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- πότε το ένα του βρομάει και (και πότε) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- σ’ άλλα μέρη, βλ. λ. μέρος·
- σ’ άλλη γη, βλ. λ. γη·
- σαν άλλος…, έκφραση με την οποία παρομοιάζουμε την ενέργειά μας ή την ενέργεια κάποιου με αυτή κάποιου άλλου: «όρμησα σαν άλλος παλαιστής εναντίον του || ήρθε σαν άλλος δικηγόρος κι άρχισε ν’ αγορεύει υπέρ του φίλου του». (Λαϊκό τραγούδι: με τα μάτια ορθάνοιχτα το ταβάνι καρφώνω, περασμένα μεσάνυχτα το κρίμα μου μετρώ, το καθάριο σου πρόσωπο με φιλιά το λερώνω και σαν άλλος Ιούδας μετανιώνω και θρηνώ)· 
- σ’ άλλους γεννάς τ’ αβγό, σε μένα κακαρίζεις, βλ. λ. αβγό·
- σαν να μη μας έφταναν όλα τ’ άλλα ή σαν να μην έφταναν όλα τ’ άλλα, βλ. λ. όλος·
- σου λέει ο άλλος! έκφραση με την οποία θέλει να προλάβει ο ομιλητής τις τυχόν απορίες ή αντιρρήσεις του ατόμου στο οποίο απευθύνεται: «θέλει να χτίσει κι αυτός ένα σπίτι στην εξοχή, όμως, σου λέει ο άλλος, πώς θα το χτίσεις, ρε κύριε, μ’ ένα ψωρομισθό που παίρνεις;»· 
- στην άλλη άκρη του κόσμου, βλ. λ. άκρη·
- στις εννιά του μακαρίτη, άλλος έρχεται στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλος μπήκε μέσ’ στο σπίτι ή στις εννιά του μακαρίτη, άλλον έβαλε στο σπίτι, βλ. λ. μακαρίτης·
- στο άλλο άκρο, βλ. λ. άκρο·
- συν τοις άλλοις, βλ. φρ. εκτός των άλλων·
- τα κάνω γι’ άλλα, επιφέρω από θυμό ή από κέφι τέτοια καταστροφή σε ένα κλειστό χώρο, που πρέπει τα πάντα να αντικατασταθούν με καινούρια (με άλλα): «μπήκε αγριεμένος στο μαγαζί, τα ’κανε όλα γι’ άλλα κι έτσι, την επόμενη μέρα, έμεινε κλειστό || όταν άρχισαν να παίζουν τα όργανα, τα ’κανε όλα γι’ άλλα πάνω στον ενθουσιασμό του». Συνών. τα κάνω γιάλλα / τα κάνω γυάλα·
- τα φέρνω μια η άλλη ή τα φέρνω μια την άλλη, α. ισοφαρίζω κέρδος και χασούρα, τα πατσίζω, δεν κερδίζω τίποτα: «για ποιο κέρδος μου μιλάς, που ένα χρόνο τώρα τα φέρνω μια η άλλη!». β. ζω υποφερτά, συντηρητικά, περίπου τα βολεύω, τα κουτσοβολεύω: «με την κρίση που έχει σήμερα η αγορά, πρέπει να ’σαι ευχαριστημένος, αν καταφέρνεις να τα φέρνεις μια την άλλη»·
- τη μια έτσι, την άλλη αλλιώς, βλ. λ. έτσι·
- την άλλη, την προηγούμενη ή την επόμενη φορά: «την άλλη μου είχες πει άλλα πράγματα || την άλλη θα σου δώσω περισσότερα». (Λαϊκό τραγούδι: τη μια δε σε τιμώρησα, την άλλη σε συγχώρεσα, την τρίτη και φαρμακερή σε χώρισα
- την άλλη φορά ή την άλλη τη φορά, βλ. λ. φορά·
- την άλλη χρονιά ή την άλλη τη χρονιά, βλ. λ. χρονιά·
- τι άλλο; δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος ασχολείται με αυτό με το οποίο συνήθως ασχολείται ή βρίσκεται στην κατάσταση στην οποία συνήθως βρίσκεται. Η φρ. δίνεται ως απάντηση στην ερώτηση κάποιου τι κάνει (ο τάδε): «τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Ασχολείται με τα γραμματόσημά του || τι κάνει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο; Τρέχει από γιατρό σε γιατρό, γιατί είναι κατά φαντασίαν ασθενής || τι κάνει ο τάδε; -Τι άλλο; Πάλι σουρωμένος είναι»·
- τι άλλο, έκφραση με την οποία επιβεβαιώνουμε την ερώτηση κάποιου αν ασχολείται το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος με αυτό που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως ασχολείται, ή αν βρίσκεται στην κατάσταση που μας αναφέρει, από τη στιγμή που γνωρίζουμε καλά πως συνήθως βρίσκεται: «πάλι με τα γραμματόσημά του ασχολείται το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι στους γιατρούς τρέχει το φιλαράκι σου; -Τι άλλο || πάλι σουρωμένος είναι ο τάδε; -Τι άλλο». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·  
- τι άλλο θ’ ακούσουμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι άλλο θα δούμε ακόμα! βλ. λ. ακόμα·
- τι κάνει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τις ενέργειες ή τις πράξεις κάποιου: «πω πω, τι κάνει το άτομο, όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις άστοχες ενέργειες ή πράξεις κάποιου: «τι κάνει το άτομο, όταν είναι μεθυσμένο!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι κάνει ο άνθρωπος! / τι κάνει ο δικός σου! / τι κάνει το άτομο! / τι κάνει το πρόσωπο(!)·
- τι λέει ο άλλος! α. λέγεται θαυμαστικά για τα λόγια που λέει κάποιος: «πω πω τι λέει ο άλλος όταν έχει κέφια!». β. λέγεται ειρωνικά, κοροϊδευτικά ή επιτιμητικά για τις ανοησίες που λέει κάποιος: «τι λέει μωρέ ο άλλος!». Συνήθως της φρ. προτάσσεται το για δες. Συνών. τι λέει ο άνθρωπος! / τι λέει ο δικός σου! / τι λέει το άτομο! / τι λέει το πρόσωπο(!)·
- τι να πει κανείς για το μουνί της αλληνής, βλ. λ. μουνί·
- τίποτ’ άλλο; βλ. λ. τίποτα·
- τις άλλες, πριν από μερικές μέρες: «τις άλλες συνάντησα τον τάδε και ρωτούσε για σένα». (Λαϊκό τραγούδι: τις άλλες τα ’μπλεξα κι εγώ με μια ξανθιά μικρούλα που έχει μάτια έμορφα είναι και μοδιστρούλα
- το άλλο εγώ μου ή το άλλο μου εγώ, βλ. λ. εγώ·
- το άλλο με τον Τοτό το ξέρεις; βλ. λ. Τοτός·
- το βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- το δίχως άλλο, α. οπωσδήποτε, εξάπαντος: «θέλω το δίχως άλλο να μου επιστρέψεις τα λεφτά που μου χρωστάς, γιατί τα έχω ανάγκη || θα πάρεις επιτέλους το γιο μου στη δουλειά σου; -Το δίχως άλλο». β.  δηλώνει και ειρωνική άρνηση: «θα μου δώσεις επιτέλους εκείνα τα δανεικά που σου ζητάω; -Το δίχως άλλο»· 
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα της βρομάει (και) τ’ άλλο της ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του μυρίζει, βλ. λ. μυρίζω·
- το ένα του βρομάει (και) τ’ άλλο του ξινίζει, βλ. λ. ξινίζω·
- το ένα του μάτι βλέπει στην ανατολή και τ’ άλλο στη δύση, βλ. λ. μάτι·
- το ένα, το άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ένα φέρνει τ’ άλλο, βλ. λ. ένα·
- το καλό το παλικάρι ξέρει κι άλλο μονοπάτι, βλ. λ. παλικάρι·
- το ’να και τ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να πάνω στ’ άλλο, βλ. λ. ένας·
- το ’να τσαρούχι και τ’ άλλο παπούτσι, βλ. λ. παπούτσι·
- το ’να χέρι νίβει τ’ άλλο (και τα δυο το πρόσωπο), βλ. λ. χέρι·
- τον βλέπω μ’ άλλο μάτι, βλ. λ. μάτι·
- τον διώχνεις απ’ τη μια πόρτα κι έρχεται απ’ την άλλη, βλ. λ. πόρτα·
- τον έστειλε στον άλλο κόσμο, βλ. λ. κόσμος·
- τόσα κι άλλα τόσα, βλ. λ. τόσος·
- τόσο κι άλλο τόσο, βλ. λ. τόσος·
- τόσο ο ένας όσο κι ο άλλος, βλ. λ. τόσος·
- υπάρχει άλλος αέρας, βλ. λ. αέρας·
- υπάρχει κι άλλος δρόμος, βλ. λ. δρόμος·
- υπάρχει κι άλλος τρόπος, βλ. λ. τρόπος·
- χωρίς άλλη κουβέντα, βλ. λ. κουβέντα·
- χωρίς άλλη συζήτηση, βλ. λ. συζήτηση·
- χωρίς άλλο, βλ. φρ. δίχως άλλο·
- ως άλλος… (ακολουθεί ουσιαστικό, ιδίως κύριο όνομα), που μοιάζει ως προς τις ιδιότητες, τις ικανότητες του προσώπου που αναφέρεται: «ήρθε ως άλλος δικτάτορας να επιβάλει τις ιδέες του || έχει μεγάλη ιδέα για τα ποιήματά του και συμπεριφέρεται ως άλλος Ελύτης»·
- ώσπου να κουνήσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι·
-ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, αραχνιάζει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, βρομάει τ’ άλλο ή ώσπου να σηκώσει το ένα του πόδι, το τρώει ο λύκος τ’ άλλο, βλ. λ. πόδι.

αμαρτία

αμαρτία, η, ουσ. [<αρχ. ἁμαρτία], η αμαρτία. 1. μεγάλος λάθος, μεγάλο σφάλμα: «παρά τις τόσες αμαρτίες του, δε λέει να βάλει μυαλό». (Λαϊκό τραγούδι: ιστορία μου, αμαρτία μου, λάθος μου μεγάλο, είσ’ αρρώστια μου μες στα στήθια μου και πώς θα σε βγάλω). 2. η εκτός νόμου ζωή, η παρανομία: «κανείς δεν είχε καλό τέλος, ζώντας στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: αλάνι μέσ’ στην παραλία χρόνια μέσ’ στην αμαρτία, ο μπαγλαμάς και το μπουζούκι δεν του λείπει το τσιμπούκι). 3. ειρωνική, χαϊδευτική ή θαυμαστική προσφώνηση σε οικείο πρόσωπο: «έλα δω, ρε αμαρτία, μεγάλωσαν οι δουλειές σου και δε μας μιλάς; || ω, καλώς την αμαρτία, καιρό έχουμε να σε δούμε! || πώς τα κατάφερες, ρε αμαρτία, και πρόκοψες τόσο πολύ;». (Ακολουθούν 37 φρ.)·
- αμαρτία εξομολογουμένη μισοσυχωρεμένη, βλ. φρ. αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία·
- αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία, στην περίπτωση που κάποιος παραδέχεται με ειλικρίνεια κάποιο παράπτωμά του ή που λέει την κρυφή του άποψη για κάποιον ή για κάτι που είναι όμως διαφορετική από την άποψη των πολλών, τότε αντιμετωπίζεται σαν μια ελεύθερη έκφραση της γνώμης, χωρίς να της χρεώνεται κάποια υστεροβουλία: «εγώ πιστεύω πως αυτός ο άνθρωπος δεν είναι όπως τον παρουσιάζετε, κι αμαρτία εξομολογουμένη ουκ έστιν αμαρτία»·
- αμαρτίες (αμαρτίαι) γονέων παιδεύουσι τέκνα, λέγεται στην περίπτωση που τα σφάλματα των γονέων έχουν αντίκτυπο και στα παιδιά τους·
- ασθενής και οδοιπόρος αμαρτίαν ουκ έχει, α. οι άρρωστοι και οι οδοιπόροι εξαιρούνται από την τήρηση της νηστείας, οι μεν πρώτοι για λόγους υγείας, οι δε δεύτεροι γιατί συνήθως τρώνε ό,τι βρίσκουν ή ό,τι τους προσφέρουν. β. πολλές φορές, λέγεται και σε περιπτώσεις που για κάποιον λόγο θέλουμε να δικαιολογήσουμε κάποιον και ζητάμε να εξαιρεθεί από την τήρηση ορισμένων κανόνων ή να επιδειχθεί ανοχή για την παρεκτροπή του από κάποιο τυπικό·
- για να πω την αμαρτία μου, βλ. φρ. να σου πω την αμαρτία μου·
- δε δίνει ούτε την αμαρτία του, είναι πολύ τσιγκούνης, πολύ φιλάργυρος: «απ’ αυτόν πας να ζητήσεις δανεικά; Αυτός, αγόρι μου, δε δίνει ούτε την αμαρτία του», δηλ. ακόμη και την αμαρτία του θέλει να την κρατήσει, για να μη νιώσει την αίσθηση ότι δίνει κάτι. Συνών. δε δίνει του αγγέλου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγγελό του νερό / δε δίνει του αγίου του θυμίαμα ή δε δίνει ούτε στον άγιό του θυμίαμα / δε δίνει του αγίου του νερό ή δε δίνει ούτε στον άγιό του νερό·
- δεν είναι αμαρτία; α.(για πρόσωπα, ζώα ή για κάτι) λέγεται στην περίπτωση που εκφράζουμε τον  οίκτο, τη λύπη ή τη συμπάθειά μας για κάποιον ή για κάτι ή προτρέπουμε κάποιον άλλον να μη συμπεριφερθεί σκληρά ή να μην κάνει κακό σε κάποιον ή σε κάτι: «μην το ταλαιπωρείς άλλο τ’ ανθρωπάκι, δεν είναι αμαρτία; || δεν είναι αμαρτία να βασανίζετε τα ζώα; || δεν είναι αμαρτία να κόψεις ένα τόσο ωραίο δέντρο». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε, πες – αμάν, αμάν, δεν είναι αμαρτία να λιώνω γω για σένανε – αμάν, αμάν, και νάσ’ εσύ η αιτία). β. δεν είναι σωστό, είναι άδικο: «΄δεν είναι αμαρτία να χάσεις μια τόσο καλή δουλειά || δεν είναι αμαρτία να γκρεμίσουν αυτό το νεοκλασικό κτίριο»·
- δίνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- είναι αμαρτία, α. (για πρόσωπα) είναι πονηρός, έξυπνος και χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για να κάνει κατεργαριές, απατεωνιές και, κατ’ επέκταση, ο κατεργάρης, ο απατεώνας: «μην μπλέξεις σε καμιά δουλειά μ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί είναι αμαρτία». β. είναι άδικο: «μην του φέρεσαι μ’ αυτόν τον τρόπο, γιατί είναι αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: ως πότε πες μου βλάμισσα αμάν, αμάν, δεν είναι αμαρτία να λιώνω εγώ για σένανε και να ’σαι συ αιτία)· βλ. και φρ. δεν είναι αμαρτία(;)·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, δεν είναι καθόλου σωστό, είναι μεγάλο άδικο: «το να θέλεις να παρατήσεις τη δουλειά τώρα που την έφτασες σχεδόν στο τέλος της, είναι αμαρτία απ’ το Θεό || μην καταστρέφετε αυτό το δασάκι, είναι αμαρτία απ’ το Θεό»·
- είναι βουτηγμένος στην αμαρτία, α. είναι ακόλαστος, έκφυλος: «ο πατέρας της πάει να σκάσει απ’ το κακό του, γιατί η κόρη του τραβιέται μ’ έναν  τύπο, που είναι βουτηγμένος στην αμαρτία». β. είναι μεγάλος απατεώνας: «μην του έχεις την παραμικρή εμπιστοσύνη, γιατί ο τύπος είναι βουτηγμένος στην αμαρτία»·
- είναι μεγάλη αμαρτία, α. είναι πανέξυπνος, αλλά χρησιμοποιεί την εξυπνάδα του για κατεργαριές, για απατεωνιές και, κατ’ επέκταση ο μεγάλος κατεργάρης, ο μεγάλος απατεώνας: «είναι μεγάλη αμαρτία ο τύπος που κάνεις παρέα, γι’ αυτό πρόσεχε να μην μπλέξεις». β. έχει ψηθεί στην παρανομία: «τον ξέρουν όλοι μέσα στην πιάτσα, γιατί είναι μεγάλη αμαρτία»·
- είναι μια αμαρτία! επιτείνει το είναι μεγάλη αμαρτία. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το μα τι αμαρτία ή με το Θεός να σε φυλάει·
- είναι παλιά αμαρτία, πέρασε τη ζωή του στην παρανομία, στην ακολασία και στη διαφθορά: «αυτόν που βλέπεις είναι παλιά αμαρτία»· βλ. και φρ. παλιά αμαρτία·
- είναι σκέτη αμαρτία, λέγεται ιδίως για γυναίκα, που είναι πολύ όμορφη, πολύ ελκυστική και μπορεί να βάλει στον πειρασμό τον καθένα: «είχε μαζί του μια γυναίκα που ήταν σκέτη αμαρτία»·
- είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω, ό,τι ήταν να πω, το είπα ή ό,τι ήταν να συμβουλεύσω, το συμβούλευσα, από δω και πέρα δεν ευθύνομαι στο παραμικρό για ό,τι συμβεί, ιδίως κακό: «αν μπλέξεις μ’ αυτόν τον άνθρωπο, θα ’χεις κακά ξεμπερδέματα, είπα και ελάλησα και αμαρτίαν ουκ έχω». Πρβλ.: εἰ μή ἦλθον καί ἐλάλησα αὐτοῖς, ἁμαρτίαν ουκ εἶχον· νῦν δέ πρόφασιν οὐκ ἔχουσι περί τῆς ἁμαρτίας αὐτῶν. (Ιωάν. ιε΄ 22)·
- ζω στην αμαρτία, α. ζω στην παρανομία. (Λαϊκό τραγούδι: για μιας γυναίκας συμβουλή, ξημέρωσε μια χαραυγή να ζω στην αμαρτία, ω ω ω και μες στη δυστυχία). β. ζω ανήθικα, ζω στη διαφθορά, στην ακολασία: «έφυγε μικρή μικρή απ’ το σπίτι της και ζει στην αμαρτία». (Λαϊκό τραγούδι: με την παρέα που ’κανα ήτανε αλητεία· έτσι με καταντήσανε να ζω στην αμαρτία
- η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή, έκφραση με την οποία χαρακτηρίζουμε την ανήθικη γυναίκα, τη γυναίκα που έχει περιπέσει σε πολλά λάθη: «τη χώρισε, γιατί δεν μπορούσε να ζήσει άλλο με την εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή». Από το τροπάριο που ψάλλεται στον όρθρο και τον εσπερινό της Μ. Τρίτης, το οποίο έγραψε η βυζαντινή ποιήτρια (9ος αιών.) Κασσία ή Εικασία, γνωστότερη με το όνομα Κασσιανή. «Κύριε, ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή, / τήν σήν αἰσθομένη θεότητα / μυροφόρου ἀναλαβοῦσαν τάξιν(…)». Είναι και φορές, που αντί της λ. γυνή χρησιμοποιείται άλλο ουσιαστικό του ιδίου γένους: «η εν πολλαίς αμαρτίες περιπεσούσα κυβέρνηση, πρέπει να παραιτηθεί || η εν πολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα διοίκηση, πρέπει να λογοδοτήσει»·  
- κάνω αμαρτία ή κάνω αμαρτίες, αμαρτάνω: «όποιος κάνει αμαρτίες, θα πάει στην Κόλαση»·
- λέω την αμαρτία μου, βλ. φρ. τη λέω την αμαρτία μου· βλ. και φρ. να σου πω την αμαρτία μου·
- να σου πω την αμαρτία μου, α. να σου ομολογήσω το λάθος μου, το σφάλμα μου: «να σου πω την αμαρτία μου, μετάνιωσα που βοήθησα αυτόν τον άνθρωπο». β. να σου αποκαλύψω το ευαίσθητό μου σημείο, τον κρυφό μου πόθο, το κρυφό μου πάθος ή την κρυφή μου άποψη, να σου μιλήσω με κάθε ειλικρίνεια: «να σου πω την αμαρτία μου, μόλις μου χαμογελάσουν λίγο με συμπάθεια, μου φεύγει αμέσως κάθε θυμός || να σου πω την αμαρτία μου, κι εμένα μ’ αρέσει το ποτό || να σου πω την αμαρτία μου, έχω άλλη γνώμη γι’ αυτόν τον άνθρωπο»·
- ξένες αμαρτίες, παρανομίες ή σφάλματα που δεν είναι δικά μου. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ το φιλότιμό του κι απ’ την καλή του την καρδιά για ξένες αμαρτίες καταδικάστηκε βαριά
- ο δρόμος της αμαρτίας, βλ. λ. δρόμος·
- ο καρπός της αμαρτίας, βλ. λ. καρπός·
- παίρνω άφεση αμαρτιών, βλ. λ. άφεση·
- παίρνω την αμαρτία πάνω μου, αναλαμβάνω την ευθύνη για παράπτωμα, για σφάλμα άλλου: «άλλη φορά δε θα πάρω την αμαρτία πάνω μου, επειδή εσύ έχεις τα μυαλά πάνω απ’ το κεφάλι σου!»·
- παλιά αμαρτία, το παλιό ερωτικό ταίρι, ο παλιός εραστής, η παλιά ερωμένη: «άργησα να ’ρθω, γιατί συνάντησα στο δρόμο μια παλιά αμαρτία μου και τα ’παμε λιγάκι στο πόδι». (Λαϊκό τραγούδι: δεν έχεις το δικαίωμα ξανά να μου θυμίσεις μια αμαρτία μου παλιά που πάει να σβηστεί)· βλ. και φρ. είναι παλιά αμαρτία·
- πληρώνω αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχω κάνει. (Λαϊκό τραγούδι: μπελάδες και τραβήγματα ξενύχτια, φασαρίες, και ταχτικά τραβιόμουνα και πλήρωνα αμαρτίες
- πληρώνω ξένες αμαρτίες, τιμωρούμαι για σφάλματα ή παρανομίες που έχουν κάνει άλλοι: «βαρέθηκα μια ζωή να πληρώνω ξένες αμαρτίες»·
- πληρώνω παλιές αμαρτίες, α. υφίσταμαι τις συνέπειες από παλιά μου λάθη, που εξακολουθούν να έχουν αντίκτυπο στη ζωή μου: «δεν μπορεί να βρει δουλειά, γιατί έχει τη ρετσινιά του καταχραστή και πληρώνει ακόμη παλιές αμαρτίες». β. εξοφλώ παλιά  χρέη: «απ’ όσα λεφτά βγάζω μου μένουν ελάχιστα, γιατί πληρώνω παλιές αμαρτίες»·
- προφάσεις εν αμαρτίαις, βλ. λ. πρόφαση·
- σαν αμαρτία, οτιδήποτε είναι πάρα πολύ ελκυστικό, οτιδήποτε βάζει σε πειρασμό κάποιον: «τις θέλω τις γαρίδες σαν αμαρτία, όμως ο γιατρός μου τις έχει απαγορέψει, γιατί έχουν πολλή χοληστερίνη || συνόδευε μια γυναίκα, τι να σου πω, σαν αμαρτία!». (Λαϊκό τραγούδι: σ΄ αγαπώ σαν αμαρτία, σε μισώ σαν φυλακή, κόψε με αν θες στα τρία, στάλα αίμα δε θα βγει
- σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου (κάποιον ή κάτι), απεχθάνομαι πάρα πολύ κάποιον ή κάτι: «δε θέλω ούτε να τον δω αυτόν τον άνθρωπο, γιατί τον σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου || ούτε ν’ ακούσω δε θέλω για κουκιά, γιατί τα σιχαίνομαι σαν τις αμαρτίες μου»·
- σώθηκαν οι αμαρτίες, πέρασαν πια οι δυσκολίες: «τώρα που σώθηκαν οι αμαρτίες, θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε πιο γρήγορα τη δουλειά»·
- τη λέω την αμαρτία μου, ομολογώ, παραδέχομαι το σφάλμα μου, παρόλο που δε με κολακεύει: «α, το ποτό μ’ αρέσει πολύ, τη λέω την αμαρτία μου || παρόλο που είμαι παντρεμένος, μ’ αρέσουν οι πιτσιρίκες, τη λέω την αμαρτία μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το α, εγώ·
- τι αμαρτία! α. δηλώνει ατυχία, κακοτυχία: «τι αμαρτία, ρε γαμώτο! Αρρώστησε αυτός που θα μας έκανε το πάρτι, κι έτσι αναβλήθηκε προς το παρόν». β. δηλώνει συμπάθεια στην ατυχία, στην κακοτυχία κάποιου: «τι αμαρτία να μην περάσει στο πανεπιστήμιο το παιδί, ύστερα από τόσο διάβασμα που έκανε! || τι αμαρτία! Τόσο όμορφη γυναίκα και να είναι κουτσή!»·
- το σπίτι της αμαρτίας, βλ. λ. σπίτι·
- το τρίγωνο της αμαρτίας, βλ. λ. τρίγωνο.

βατράχι

βατράχι, το, ουσ. [<αρχ. βατράχιον, υποκορ. του ουσ. βάτραχος], το βατράχι. α. ο βατραχάνθρωπος. β. συνήθως στον πλ. τα βατράχια, το σώμα των βατραχανθρώπων: «υπηρέτησα στα βατράχια»·
- καταπίνω βατράχια, βρίσκομαι σε πολύ δύσκολη θέση, περνώ πολύ δύσκολη κατάσταση: «ήρθε η εφορία να του κάνει έλεγχο και καταπίνει βατράχια, γιατί έχει ανενημέρωτα τα λογιστικά του βιβλία || να δεις εσύ τι βατράχια καταπίνω κάθε τέλος του μηνός που έχω πληρωμές!»·
- όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια, στις διενέξεις των ισχυρών τα θύματα είναι οι ανίσχυροι, ο απλός λαός: «απ’ τη μέρα της εισβολής των αγγλοαμερικάνων στο Ιράκ, ο λαός υποφέρει τα πάνδεινα. -Όταν μαλώνουν τα βουβάλια, την πληρώνουν τα βατράχια»·
- πετώ βατράχια, λέω ανοησίες, βλακείες: «κάθε φορά που ανοίγεις το στόμα σου, πετάς βατράχια, μωρ’ αδερφάκι μου, γι’ αυτό βούλωσ’ το»·
- ρίχνει βατράχια, βρέχει πάρα πολύ, καταρρακτωδώς: «όλο το απόγευμα δεν μπόρεσα να βγω απ’ το σπίτι, γιατί έξω έριχνε βατράχια».

γαμησιάτικα

γαμησιάτικα, τα, ουσ. [<γαμήσι + κατάλ. -ιάτικα], τα επακόλουθα μιας πράξης της οποίας τις συνέπειες αναγκαζόμαστε ή υποχρεωνόμαστε να υποστούμε, είτε είμαστε μέτοχοι είτε αμέτοχοι: «όλο το βράδυ γλεντούσαμε και το πρωί που μας έφεραν τα γαμησιάτικα, τραβούσαμε τα μαλλιά μας || έκαναν το μαγαζί γυαλιά καρφιά και, όταν έφτασε η ώρα για τα γαμησιάτικα, φώναξε τον αδερφό του για να καθαρίσει·
- άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα, άλλος απολαμβάνει και άλλος καλείται να υποστεί τις συνέπειες γι’ αυτή του την απόλαυση·
- πληρώνει ξένα γαμησιάτικα, βλ. φρ. άλλος γαμάει κι άλλος πληρώνει τα γαμησιάτικα·
- πληρώνω γαμησιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «έχασα όλο το εμπόρευμα στις πλημμύρες και τώρα πληρώνω γαμησιάτικα». Συνών. πληρώνω κερατιάτικα / πληρώνω σπασμένα·
- πληρώνω τα γαμησιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «ξανά, όταν θα κάνεις τις ζημιές εσύ, δε θα πηγαίνω να πληρώνω τα γαμησιάτικα». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «αυτή ήταν η τελευταία φορά που πληρώνω τα γαμησιάτικα τα δικά σου». Συνών. πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

είδος

είδος, το, ουσ. [<αρχ. εἶδος], το είδος. 1. η όψη ενός αντικειμένου, η μορφή, η εξωτερική εμφάνιση ή ποιότητα και, κατ’ επέκταση, ό,τι το χαρακτηρίζει, η ταυτότητά του: «τι είδους αυτοκίνητο θέλεις ν’ αγοράσεις;». 2. ό,τι κατατάσσεται σε μια ομάδα λόγω κάποιου κοινού χαρακτηριστικού: «υπάρχουν πολλά είδη συμπεριφοράς». 3. στον πληθ. τα είδη, τα αντικείμενα, τα προϊόντα για κάποια χρήση ή προορισμό: «είδη καπνιστού || είδη οικιακής χρήσης || εποχιακά είδη»·
- είδος πρώτης ανάγκης, οτιδήποτε είναι απόλυτα χρειαζούμενο ή απόλυτα απαραίτητο στη ζωή του ανθρώπου, ιδίως καταναλωτικά αγαθά ή υπηρεσίες που προσφέρονται από το κράτος στον πολίτη: «δεν έχει προσβληθεί απ’ το μικρόβιο του καταναλωτισμού και αγοράζει μόνο τα είδη πρώτης ανάγκης || ο ηλεκτρισμός σήμερα είναι είδος πρώτης ανάγκης»·
- ειδών ειδών, α. πολλών και διαφόρων ειδών, λογιών λογιών: «υπάρχουν ειδών ειδών άνθρωποι». β. σε μεγάλη ποικιλία: «σ’ αυτό το μαγαζί μπορείς να βρεις ειδών ειδών ποτά»·
- είναι άλλου είδους ταραχή, α. οτιδήποτε μας προξενεί μεγάλη συγκίνηση, μεγάλη ικανοποίηση, ιδίως πανέμορφη γυναίκα: «αγόρασα ένα αυτοκίνητο που είναι άλλου είδους ταραχή || η γυναίκα του τάδε είναι άλλου είδους ταραχή». β. οτιδήποτε μας δημιουργεί μεγάλα προβλήματα: «έχει τέτοια γκρίνια η γυναίκα του, που είναι άλλου είδους ταραχή || μπλέχτηκα με μια κωλοδουλειά, που είναι άλλου είδους ταραχή»·
- έκαστος στο είδος του, ο καθένας ασχολείται ευχάριστα και με μεράκι με αυτό που μπορεί να αποδώσει. Πρβλ. έκαστος στο είδος του κι ο Λουμίδης στους καφέδες·
- εν είδει, με τη μορφή, σαν…: «μου ’δωσε ένα χρηματικό ποσό εν είδει δανείου». Πρβλ.: καὶ τὸ πνεῦμα ἐν εἴδει περιστερᾶς ἐβεβαίου τοῦ λόγου τὸ ἀσφαλές (Απολυτίκιο των Θεοφανίων)·
- κάθε είδους, από όλα τα είδη, από κάθε κατηγορία: «μια κάβα έχει κάθε είδους ποτά || μέσα στη νύχτα κυκλοφορούν κάθε είδους άνθρωποι»·
- καθένας εις το είδος του έχει και την αξιάδα, βλ. φρ. έκαστος στο είδος του·
- μόνος στο είδος του, (για επαγγέλματα ή τέχνες) μοναδικός, αξεπέραστος ακόμη και σε σχέση με τους ομοτέχνους του: «δεν αφήνω εγώ το μηχανικό μου, γιατί είναι μόνος στο είδος του»·
- πληρώνει σε είδος, (για γυναίκες) δεν πληρώνει με χρήματα για κάποια εξυπηρέτηση που της έγινε ή για κάποιο προϊόν που αγόρασε, αλλά το ανταλλάσσει με το σεξ που προσφέρει: «όλοι θέλουν να την εξυπηρετούν, γιατί πληρώνει σε είδος»· βλ. και φρ. πληρώνω σε είδος·
- πληρώνω σε είδος, αγοράζω ένα προϊόν και αντί χρημάτων δίνω άλλο προϊόν ίσης αξίας ή, αντί να πληρώσω χρήματα, προσφέρω κάποια υπηρεσία μου: «έχω βιομηχανία ενδυμάτων και πολλές φορές, όταν αγοράζω κάτι από κάπου, πληρώνω σε είδος || είμαι ελαιοχρωματιστής κι ό,τι αγοράζω απ’ το μπακάλη της γειτονιάς μου, το πληρώνω σε είδος με διάφορα μερεμέτια που του κάνω»· βλ. και φρ. πληρώνει σε είδος·
- τι είδους άνθρωπος είναι; τι χαρακτήρας είναι, ποιο είναι το ποιόν του(;): «τι είδους άνθρωπος είναι ο τάδε;».

έννοια1

έννοια1, η κ. έγνοια, η ουσ. [<αρχ. ἔννοια], η έννοια. 1. η σκέψη, η φροντίδα, το ενδιαφέρον. (Τραγούδι: κουκλίτσα μου κερένια, παλιά γλυκιά μου έννοια). 2. ο μπελάς, η σκοτούρα, η ανησυχία: «έχω πολλές έννοιες στο κεφάλι μου»· βλ. και λ. έγνοια·
- είσαι στην έννοια μου ή σ’ έχω έννοια ή σ’ έχω στην έννοια μου, μεριμνώ, φροντίζω για σένα, σε έχω στη σκέψη μου, σε σκέφτομαι, ενδιαφέρομαι για σένα: «δε θα ξεχάσω να κάνω αυτό που σου υποσχέθηκα, γιατί σ’ έχω πάντα στην έννοια μου»·
- έννοια σου! απειλητικό ή καθησυχαστικό επιφώνημα για μελλοντική μας ενέργεια: «τώρα κάνεις ό,τι θέλεις, αλλά έννοια σου, γιατί πίσω έχει η αχλάδα την ουρά! || μην ξεχάσεις να πεις κάποιον καλό λόγο για μένα. -Έννοια σου!». (Λαϊκό τραγούδι: έννοια σου και δε θα μου γλιτώσεις, όλα τα σπασμένα εσύ θα τα πληρώσεις
- έννοια σου και θα καλοπεράσεις! να το έχεις καλά μέσ’ στο μυαλό σου, πως θα έρθει ο καιρός που θα σε τιμωρήσω σκληρά, που θα σε καταταλαιπωρήσω·
- έννοια σου και θα λογαριαστούμε! ή έννοια σου και θα τα πούμε! (απειλητικά) να μην ξεχνάς πως θα έρθει ο καιρός που θα λύσουμε τις διαφορές μας, πως θα αναμετρηθούμε δυναμικά·
- έννοια σου και θα μου το πληρώσεις! σου υπενθυμίζω πως θα έρθει κάποτε ο καιρός που θα σου ανταποδώσω τα ίσα, που θα σε εκδικηθώ·
- χόρευε κυρά και σειού, μα έχε κι έννοια του σπιτιού, βλ. λ. κυρά.

ζωή

ζωή, η, ουσ. [<αρχ. ζωή], η ζωή. 1. το σύνολο των γεγονότων που συμβαίνουν από τη γέννηση ως το θάνατο, ο τρόπος με τον οποίο περνάμε το βίο μας: «περνάει η ζωή και δεν το παίρνεις χαμπάρι || ήταν δύσκολη η ζωή στα χρόνια των παππούδων μας || με τη ζωή που έκανε, πάλι καλά που άντεξε και τόσο πολύ». 2. το περιβάλλον, οι εξωτερικές συνθήκες μέσα στις οποίες ζει ο άνθρωπος ή ένας ζωντανός οργανισμός: «η ζωή στην Αθήνα έχει γίνει αφόρητη || προτιμώ τη ζωή στο χωριό || η ζωή του λυκόσκυλου σε διαμέρισμα είναι πολύ δύσκολη». 3. η ζωντάνια, η ζωτικότητα: «αυτός ο άνθρωπος είναι όλος ζωή και δύναμη». 4. η διάρκεια ενός αντικειμένου, ενός γεγονότος, μιας κατάστασης, η οντότητα μιας αφηρημένης έννοιας: «η λογοτεχνική ζωή του τόπου || η ζωή της επιχείρησης εξαρτάται από τη σωστή διαχείριση του κεφαλαίου». Υποκορ. ζωίτσα κ. ζωούλα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 229 φρ.)·
- αγάπες και λουλούδια, ζωή παραμυθένια, βλ. λ. αγάπη·
- άδεια ζωή, ζωή χωρίς σκοπό, χωρίς ενδιαφέροντα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, είναι άδεια η ζωή του»·
- ακούω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- ακούω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- αλλάζω ζωή, μεταβάλλω τη ζωή μου προς το καλύτερο ή προς το χειρότερο: «ήταν πολύ αλήτης, αλλά, απ’ τη μέρα που γνώρισε αυτή τη γυναίκα, άλλαξε ζωή και συμμαζεύτηκε || ήταν απ’ τα καλύτερα παιδιά, αλλά, απ’ τη μέρα που έμπλεξε με τα ναρκωτικά, άλλαξε ζωή και καταστράφηκε». (Τραγούδι: με τι χαρά με τι πνοή τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας. λάθος. Κι αλλάξαμε ζωή // αυτός που μου ’χε υποσχεθεί πως θα μ’ αλλάξει τη ζωή κι αυτός δεν είχε μες στα στήθια του ψυχή (Λαϊκό τραγούδι))·
- αν δεν παντρέψεις κόρη κι αν δε χτίσεις σπίτι, δεν ξέρεις τη ζωή, από το ότι και στις δυο αυτές περιπτώσεις βγαίνουν τόσα απρόβλεπτα έξοδα, που πολλές φορές, φέρνουν σε μεγάλη απόγνωση αυτόν που τις έχει αναλάβει·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, αντιμετωπίζω δυναμικά, αποφασιστικά τη ζωή μου, ιδίως όταν αντιμετωπίζω δυσκολίες: «αν δεν άρπαζε τη ζωή απ’ τα μαλλιά μετά τη χρεοκοπία του, τώρα θα ήταν στα θυμαράκια»·
- άστατη ζωή, ζωή με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «η άστατη ζωή έχει ως αποτέλεσμα την καταστροφή του ατόμου». (Λαϊκό τραγούδι: είν’ η ζωή μου άστατη,μ’ αρέσει η ελευθερία, σαν τους τσιγγάνους που δε ζουν στην ίδια πολιτεία
- αυτά έχει η ζωή, δηλώνει την άσχημη πλευρά της ζωής, τις αδικίες που γίνονται στη ζωή, χωρίς να μπορεί κανείς να επέμβει: «τόσο όμορφο παλικάρι και να είναι κουτσό! -Αυτά έχει η ζωή || ο ένας χέζεται στο τάλιρο κι ο άλλος δίπλα του δεν έχει να φάει! -Αυτά έχει η ζωή!». (Λαϊκό τραγούδι: στην ερημιά μου, φτωχή καρδιά μου, κράτα γερά κι εσύ με αναμνήσεις τώρα θα ζήσεις, αυτά έχει η ζωή)· βλ. και φρ. έτσι είναι η ζωή·
- αφαιρώ τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω: «δεν έχει κανείς το δικαίωμα να αφαιρεί τη ζωή του άλλου || η αφαίρεση της ζωής κάποιου είναι κακουργηματική πράξη»·
- αφήνω τη ζωή, πεθαίνω: «άφησε τη ζωή σε βαθιά γεράματα». (Λαϊκό τραγούδι: έφτασε η κακιά στιγμή, για πάντα να σωπάσω, μα πριν ν’ αφήσω τη ζωή,μπουζούκι θα σε σπάσω
- βάζω στοίχημα τη ζωή μου ή βάζω στοίχημα την ίδια μου τη ζωή, βλ. φρ. στοιχηματίζω τη ζωή μου·
- βάζω τη ζωή μου ή βάζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι τόσο σίγουρος για κάτι, που στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή: «βάζω τη ζωή μου πως αυτός μας κάρφωσε στην Ασφάλεια»·
- βαρέθηκα τη ζωή μου! έκφραση απηυδισμένου ατόμου από την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του: «απ’ το ένα στραβό στ’ άλλο, απ’ τη μια ατυχία στην άλλη, βαρέθηκα τη ζωή μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το μα το Θεό·
- βγαίνω στη ζωή, μπαίνω στη βιοπάλη: «έμεινε ορφανός στην παιδική ηλικία, γι’ αυτό βγήκε νωρίς στη ζωή»·
- βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, είναι ετοιμοθάνατος ή είναι στα πρόθυρα μεγάλης οικονομικής καταστροφής:  «είναι μια βδομάδα τώρα που βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου, χωρίς να μπορούν να κάνουν τίποτα άλλο οι γιατροί || μην πας να του ζητήσεις δανεικά, γιατί βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου»·
- βρίσκεται στο τέλος της ζωής του ή βρίσκεται στα τέλη της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκεται στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- βρίσκω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- βρίσκω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- γαϊδουρινό πρόσωπο, ζωή χαρισάμενη, βλ. λ. πρόσωπο·
- γαμώ τη ζωή μου! έκφραση αγανακτισμένου ή εκνευρισμένου ανθρώπου: «γαμώ τη ζωή μου, τίποτα δεν πάει καλά στη δουλειά μου!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το ρ. γαμώ, π.χ. γαμώ τη ζωή μου γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- για ζωή και για θάνατο, βλ. συνηθέστ. για μια ζωή·
- για μια ζωή, λέγεται για αντικείμενο ή για κατάσταση που προβλέπεται να έχει μεγάλη διάρκεια, που δε θα χρειαστεί να το αλλάξουμε ή να το αναθεωρήσουμε ή που δε θα διαφοροποιηθεί όσο ζούμε: «το αγοράζεις τώρα ακριβό, αλλά θα το έχεις για μια ζωή || έχει τόσα λεφτά, που μπορεί να κάθεται χωρίς να δουλεύει για μια ζωή || η αγάπη μου για σένα θα είναι για μια ζωή»·
- για ολόκληρη ζωή, βλ. φρ. για μια ζωή·
- γλεντώ τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις: «ό,τι βγάζει, τα τρώει, γιατί έχει μάθει να γλεντάει τη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: άντε σαν πεθάνω τι θα πούνε, πέθανε κάποιο παιδί, πέθανε ένας λεβέντης που γλεντούσε τη ζωή
- γλυκιά ζωή, η περίφημη ντόλτσε βίτα  (βλ. λ.). (Λαϊκό τραγούδι: σε πλάνεψε η ντόλτσε βίτα, αυτή που λεν’ ζωή γλυκιά και κάθε μέρα κατεβαίνεις της κοινωνίας τα σκαλιά
- γνωρίζω τη γυναίκα της ζωής μου, (για άντρες) βλ. λ. γυναίκα·
- γνωρίζω τον άντρα της ζωής μου, (για γυναίκες) βλ. λ. άντρας·
- δε δείχνει σημεία ζωής ή δε δείχνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε δίνει σημεία ζωής ή δε δίνει σημείο ζωής, βλ. λ. σημείο·
- δε φτάνει μια ζωή, χρειάζεται αφάνταστα μεγάλο χρονικό διάστημα: «για να μπορέσει να ορθοποδήσει αυτή η επιχείρηση δε φτάνει μια ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: όλα τα σ’ αγαπώ, που έχουν ειπωθεί, θέλω να σου τα πω, όμως δε φτάνει μια ζωή
- δεν είναι αυτή ζωή! ή δεν είναι ζωή αυτή! έκφραση απογοήτευσης κάποιου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα το Θεό·
- δεν έχει ζωή, α. (για πρόσωπα) πρόκειται να πεθάνει, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί αποφάσισαν πως δεν έχει ζωή». β. (για μηχανήματα) είναι εντελώς φθαρμένο, οπότε θεωρείται χωρίς μέλλον: «σκέφτομαι ν’ αγοράσω καινούριο αυτοκίνητο, γιατί αυτό που έχω δεν έχει ζωή». γ. (για καταστάσεις) δεν έχει μεγάλη διάρκεια, βαδίζει προς το τέλος της: «έτσι όπως πάνε, δεν έχει ζωή η σχέση τους και σύντομα θα το διαλύσουν»·
- δεν έχει ζωή μέσα του, είναι πολύ μαλθακός, πολύ αδύναμος ή πολύ δειλός: «αφού δεν έχει ζωή μέσα του, πώς να μαλώσω μαζί του! || τρέξε, πήδησε κι εσύ μαζί με τ’ άλλα παιδιά, δεν έχεις ζωή μέσα σου;»·
- δίνω ζωή, α. δημιουργώ ζωντάνια, κέφι σε μια ομάδα ανθρώπων: «σε λίγο θα μας έπαιρνε ο ύπνος, αν δεν ερχόταν ο τάδε να δώσει ζωή στο πάρτι μας». β. (για γιατρούς) κάνω διάγνωση για παράταση ζωής σε ασθενή: «μετά την εξέταση που του ’κανε, του ’δωσε ένα χρόνο ζωή ακόμα». (Λαϊκό τραγούδι: με μια ματιά δίνεις ζωή, με μια ματιά σκοτώνεις, αν θες με ρίχνεις στη φωτιά, αν θέλεις με γλιτώνεις!
- δίνω και τη ζωή μου ή δίνω τη ζωή μου (για κάποιον ή για κάτι), α. αγαπώ υπερβολικά κάποιον: «δίνω τη ζωή μου γι’ αυτόν τον άνθρωπο». β. κουράζομαι υπερβολικά, δυσκολεύομαι υπερβολικά για να αποκτήσω κάτι: «έδωσα τη ζωή μου για να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι». γ. λαχταρώ υπερβολικά να αποκτήσω κάτι: «δίνω και τη ζωή μου για να πάρω αυτό τ’ αυτοκίνητο». δ. δίνω τα πάντα, θυσιάζω, θυσιάζομαι: «δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα». (Λαϊκό τραγούδι: θα ’δινα και τη ζωή μου ακόμα, για να σε φίλαγα, νεράιδα μου, στο στόμα
- δίνω μάχη για τη ζωή ή δίνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. λ. μάχη·
- δίνω τη ζωή μου για την πατρίδα, θυσιάζομαι για την πατρίδα: «στο έπος της Αλβανίας πολλοί Έλληνες έδωσαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- διπλή ζωή, η εκτός από τη συνηθισμένη, από την καθημερινή και κοινωνικά αποδεκτή, που έχει κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «η διπλή ζωή του ανθρώπου αργά ή γρήγορα αποκαλύπτεται». (Λαϊκό τραγούδι: μες στη ζωή μου τη διπλή ζητώ μια λύση, γιατί ’ναι άβυσσος ο δρόμος που τραβώ, είναι μαρτύριο να σ’ αγκαλιάζει άλλος και γω για άλλονε, για άλλον, λαχταρώ)· 
- δυο πόρτες έχει η ζωή, βλ. λ. πόρτα·
- έβαλε τέλος στη ζωή του, αυτοκτόνησε: επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την ντροπή, έβαλε τέλος στη ζωή του»·
- έβαλε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του. (Λαϊκό τραγούδι: σε παρακαλώ απόψε την ψυχή μου βρες και κόψε, πάρε την αναπνοή μου βάλε τέρμα στη ζωή μου
- έγινε η ζωή μου κόλαση, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαρτύριο, βλ. φρ. έγινε η ζωή μου μαύρη·
- έγινε η ζωή μου μαύρη, υποφέρω τα πάνδεινα: «απ’ τη μέρα που έπεσαν έξω οι δουλειές μου, έγινε η ζωή μου μαύρη»·
- έδωσε τέλος στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- έδωσε τέρμα στη ζωή του, βλ. φρ. έβαλε τέλος στη ζωή του·
- είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου, διέτρεξα στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο: «ήταν τόσο σφοδρή η τράκα, που είδα τη ζωή να περνάει μπροστά απ’ τα μάτια μου». Από το ότι έχει αναφερθεί πως, όταν κάποιος αντιμετωπίζει στιγμιαία θανάσιμο κίνδυνο, βλέπει να ξετυλίγεται με κινηματογραφική ταχύτητα μπροστά στα μάτια του όλη του η ζωή·
- είδα το φως της ζωής, βλ. λ. φως·
- είναι γεμάτος ζωή, έχει ζωντάνια, δύναμη, ενεργητικότητα: «παρόλη την ηλικία του είναι γεμάτος ζωή»·
- είναι για δέκα ζωές (κάτι), α. είναι άφθονο, υπάρχει άφθονο: «το χρήμα που έχει αυτός ο άνθρωπος, είναι για δέκα ζωές». β. (για πράγματα ή μηχανήματα) είναι πάρα πολύ ανθεκτικό, είναι κατάγερο: «έκανα μια βιβλιοθήκη από μαόνι για δέκα ζωές || αγόρασα ένα μοτέρ για να τραβάει νερό, που είναι για δέκα ζωές»·
- είναι έργο ζωής, βλ. λ. έργο·
- είναι ζήτημα ζωής ή θανάτου ή είναι ζήτημα ζωής και θανάτου, βλ. λ. ζήτημα·
- είναι η ζωή μου (κάποιος ή κάτι), αποτελεί ό,τι το πολυτιμότερο έχω: «αυτή η γυναίκα είναι η ζωή μου || αυτή η επιχείρηση είναι η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: είσαι η ζωή μου,η αναπνοή μου, μ’ άναψες φωτιά μέσα στην καρδιά, δεν αντέχω πια
- είναι μεταξύ ζωής και θανάτου, βλ. φρ. βρίσκεται μεταξύ ζωής και θανάτου·
- είναι όλος ζωή, βλ. φρ. είναι γεμάτος ζωή·
- είναι στο τέλος της ζωής του ή είναι στα τέλη της ζωής του, είναι ετοιμοθάνατος: «οι γιατροί πληροφόρησαν τους συγγενείς του αρρώστου πως είναι στο τέλος της ζωής του»·
- είναι στο τέρμα της ζωής του, βλ. φρ. είναι στο τέλος της ζωής του·
- εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, τα πράγματα στη ζωή μας δεν έρχονται πάντα όπως τα σχεδιάζουμε, όπως τα υπολογίζουμε: «όταν μπλέχτηκα με το εμπόριο είχα μεγάλα όνειρα, αλλά εμείς γι’ αλλού πηγαίναμε κι αλλού η ζωή μας πάει, γιατί δεν κατάφερα να προκόψω»·
- έπιασε το νόημα της ζωής, βλ. λ. νόημα·
- έρχομαι στη ζωή, γεννιέμαι: «κάθε λεπτό που περνάει, έρχεται στη ζωή κι ένα παιδί»·
- έτσι είναι η ζωή, αυτή είναι συνήθως η κατάσταση, αυτή είναι συνήθως η πραγματικότητα και δεν μπορούμε να την αλλάξουμε: «απ’ τη στιγμή που έτσι είναι η ζωή, δεν μπορούμε να κάνουμε αλλιώς». (Λαϊκό τραγούδι: έτσι είν’ η ζωή και πως να την αλλάξεις, άλλος κλαίει κι άλλος γελάει δηλαδή)· βλ. και φρ. αυτά έχει η ζωή·
- εφ’ όρου ζωής, βλ. φρ. για μια ζωή· βλ. και λ. όρος·
- έφαγε τη ζωή με το κουτάλι, α. είναι πολύπειρος λόγω των πολλών δοκιμασιών που πέρασε στη ζωή του: «βρίσκει πάντα τον τρόπο να ξεπερνάει τις δυσκολίες που του τυχαίνουν, γιατί είναι άνθρωπος που έφαγε τη ζωή με το κουτάλι». β. γνώρισε όλες τις απολαύσεις της ζωής, ιδίως τις υλικές: «είναι μπουχτισμένος από γλέντια και διασκεδάσεις, γιατί έφαγε τη ζωή με το κουτάλι»·
- έφαγε τη ζωή του, α. την ανάλωσε για κάποιο σκοπό: «έφαγε τη ζωή του για να σπουδάσει αυτά τα παιδιά». β. την έζησε τζάμπα, ανώφελα, την κατάστρεψε: «έφαγε τη ζωή της κοντά του, γιατί αποδείχτηκε μεγάλο κάθαρμα»· 
- έφαγε το ξύλο της ζωής του, βλ. λ. ξύλο·
- έφεραν στη ζωή, (για ζευγάρια) δημιούργησαν ζωή, γέννησαν: «λίγο καιρό μετά το γάμο τους έφεραν στη ζωή ένα όμορφο κοριτσάκι». (Λαϊκό τραγούδι: κι όμως κανέναν δε μισώ για ό,τι κι αν μου κάνουν, άλλοι με φέραν στη ζωή κι άλλοι θα με πεθάνουν)· βλ. και φρ. φέρνω στη ζωή·  
- έχασε τη ζωή του, πέθανε, ιδίως σκοτώθηκε: «έχασε τη ζωή του σ’ ένα τροχαίο δυστύχημα || έχασε τη ζωή του στον πόλεμο»·
- έχει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- έχει η ζωή γυρίσματα, α. τίποτα δε διαρκεί μόνιμα, τα δεδομένα μιας κατάστασης διαφοροποιούνται κατά τη διάρκεια της ζωής: «τώρα που είσαι πλούσιος να ρίχνεις κι από καμιά ματιά στους φτωχούς, γιατί έχει η ζωή γυρίσματα». β. λέγεται και ως απειλή από άτομο που βρίσκεται σε μειονεκτική θέση και δεν μπορεί να ενεργήσει δυναμικά εναντίον κάποιου, αλλά τον προειδοποιεί πως μόλις αποκτήσει τη δύναμη, τη δυνατότητα, θα του συμπεριφερθεί ανάλογα». (Λαϊκό τραγούδι: έχει η ζωή γυρίσματα, έχει και μονοπάτια, γκρεμίζουν φτωχοκάλυβα και χτίζονται παλάτια!). Συνών. έχει ο καιρός γυρίσματα·
- έχω πείρα της ζωής, βλ. λ. πείρα·
- ζει διπλή ζωή, βλ. φρ. κάνει διπλή ζωή·
- ζει σκυλίσια ζωή, βλ. φρ. κάνει σκυλίσια ζωή·
- ζει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- ζω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. κάνω ζωή ανθρωπινή·
- ζω ζωή παραμυθένια, ζω μέσα σε πλούτο που ξεπερνά την πραγματικότητα: «είναι από πολύ πλούσιο σόι κι από μικρός ζει ζωή παραμυθένια»·
- ζω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- ζω ζωή χρυσή, ζω πάρα πολύ ευχάριστα και πλούσια, ζω μέσα στην ευτυχία: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, ζει ζωή χρυσή». (Τραγούδι: καθ’ ένας το ξέρει σε κείνα τα μέρη πως τρεις καμπαλέρος ζωή ζουν χρυσή
- ζω τη ζωή μου, την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις χωρίς να υπολογίζω τα έξοδα: «κάποτε δούλευε σαν το σκυλί, αλλά απ’ τη μέρα που τα κονόμησε, ζει τη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: ζήσε τη ζωή σου ζήσε και κορόιδο σαν τους άλλους να μην είσαι
- ζωή ανθρωπινή, αυτή που ζει κανείς καλά και χωρίς οικονομικές ή άλλες δυσκολίες: «χωρίς παράδες, δεν μπορεί να ζήσει κανείς ζωή ανθρωπινή»·
- ζωή είν’ αυτή! βλ. φρ. ζωή κι αυτή! (α)·
- ζωή είν’ αυτή Ζωίτσα μου ή θάνατος Θανάση μου! επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει μεγάλη απελπισία για τις δυσκολίες που παρουσιάζει η ζωή, όπου παράλληλα γίνεται και λογοπαίγνιο ανάμεσα στις λ. ζωή και Ζωίτσα (υποκορ. του κυρίου ονόματος Ζωή) και στις λ. θάνατος και Θανάσης (κύριο όνομα)·
- ζωή κι αυτή! α. επιφωνηματική έκφραση που δηλώνει την απογοήτευσή μας για τη ζωή, γιατί μας παρουσιάζεται συνεχώς με δυσκολίες: «απ’ το πρωί μέχρι το βράδυ σκοτώνεται στη δουλειά. -Ζωή κι αυτή!». β. λέγεται και με θαυμαστική διάθεση και με κάποια διάθεση ζήλιας για τη ζωή κάποιου που είναι γεμάτη από ανέσεις και πλούτη: «γεννήθηκε και μεγάλωσε στα πούπουλα. -Ζωή κι αυτή!»·
- ζωή μου! χαϊδευτική προσφώνηση σε αγαπημένο πρόσωπο που δηλώνει αγάπη, στοργή, τρυφερότητα ή πόθο: «τι έχεις, ζωή μου, κι είσαι στενοχωρημένο! || πού θέλεις να σε πάω, ζωή μου, διακοπές το καλοκαίρι!»·
- ζωή να ’χεις! α. δίνεται ως ευχή σε άτομο που μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε. β. λέγεται ειρωνικά σε κάποιον που περιμένει να του δοθεί κάτι ή να εξυπηρετηθεί από κάποιον, ιδίως κρατικό οργανισμό, και έχει την έννοια πως θα περιμένει πάρα πολύ: «περιμένω τη νομιμοποίηση του αυθαίρετου που έχω στη Χαλκιδική. -Ζωή να ’χεις!»·
- ζωή παραμυθένια, που η ευτυχία και ο πλούτος της ξεπερνούν την πραγματικότητα: «από μικρός λαχταρούσε μια ζωή παραμυθένια, αλλά πέθανε φτωχός και δυστυχισμένος»·
- ζωή σε λόγου μας! ευχή για μακροημέρευση που ανταλλάσσουν μεταξύ τους όσοι παρευρίσκονται σε μια κηδεία. (Λαϊκό τραγούδι: άιντε, ζωή σε λόγου μας, πάει κι ο Θοδωρής, είναι γιατί το έκοψε κι απ’ την ταβέρνα ξέκοψε, τον χάσαμε νωρίς
- ζωή σε λόγου σας! ευχή για μακροημέρευση σε στενούς συγγενείς εκλιπόντος·
- ζωή σε μας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου μας(!)·
- ζωή σε σας! βλ. φρ. ζωή σε λόγου σας(!)·
- ζωή στα κατσικομούλαρά μας! λέγεται ειρωνικά για κάτι που συνέβη και δε μας προκαλεί την παραμικρή έκπληξη ή για κάτι που συνέβη και πιστεύουμε πως καλώς συνέβη. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή στα κατσικομούλαρά μας,πέθανε ο Θύμιος, συμφορά μας. Μας άφησε γεια το δειλινό εκατόν δώδεκα χρονώ).
- ζωή της ζωής μου! προσφώνηση με την οποία δείχνουμε την απέραντη αγάπη, την απέραντη λατρεία στον ερωτικό μας σύντροφο. (Λαϊκό τραγούδι: φιλί μου, κορμί μου, ψυχή μου, φωτιά μου κι αγρύπνια μου, ζωή της ζωής μου, καρδιά μου, τρελά καρδιοχτύπια μου
- ζωή χαρισάμενη, ζωή ευχάριστη, χαρούμενη, χωρίς έγνοιες και σκοτούρες: «από μικρός λαχταρούσα μια ζωή χαρισάμενη, αλλά αλλιώς τα περιμέναμε κι αλλιώς μας ήρθανε». Από την καταληκτική φρ. του Αναστάσιμου Ύμνου ζωή χαρισάμενος, που ο απλός λαός, συσχέτισε με τη χαρά·
- ζωή χρυσή, ζωή πλούσια, ευτυχισμένη: «όλοι λαχταρούν μια χρυσή ζωή, πόσοι όμως μπορούν και τη ζουν!». (Λαϊκό τραγούδι: με ζουρνάδες και νταούλια και καλό κρασί κι όμορφα κορίτσια θέλω, να ζωή χρυσή)· 
- ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι, είναι απαραίτητο να βλέπουμε και την ευχάριστη πλευρά της ζωής: «ελάτε να το ρίξουμε έξω, ελάτε να γελάσουμε, γιατί ζωή χωρίς χιούμορ, θάλασσα χωρίς αλάτι». Πρβλ.: βίος ανεόρταστος μακρά οδός απανδόκευτος
- η αιώνια ζωή, η μεταθανάτιος ζωή, ιδίως στον Παράδεισο, ως απολαβή των ενάρετων ανθρώπων: «όσο ζούσε, όλη του η προσπάθεια ήταν να κερδίσει την αιώνια ζωή»·
- η άλλη ζωή, α. η μετά θάνατον ζωή, ο θάνατος. (Λαϊκό τραγούδι: στου κάτω κόσμου τα σκαλιά και στη ζωή την άλλη, θα σε γυρεύω να σε βρω να σ’ αγαπήσω πάλι). β. σύμφωνα με τις θεωρίες περί μετεμψύχωσης, το προηγούμενο στάδιο ζωής, όπου η ψυχή μας κατοικούσε σε άλλο σώμα ή και βρισκόταν σε άλλη έμβρυα κατάσταση: «εγώ στην άλλη ζωή θα πρέπει να ήμουν πρόβατο, γι’ αυτό είμαι τόσο θύμα»·
- η άνοιξη της ζωής, βλ. λ. άνοιξη·
- η αρένα της ζωής, βλ. λ. αρένα·
- η γραμμή της ζωής, βλ. λ. γραμμή·
- η εδώ ζωή, η ζωή που τώρα ζούμε, η επίγεια ζωή: «όλες οι αδικίες πληρώνονται στην εδώ ζωή»·
- η ζωή δεν είναι όνειρο, η ζωή είναι σκληρή, δύσκολη: «πρέπει να δουλέψεις σκληρά για να προκόψεις, γιατί η ζωή δεν είναι όνειρο». (Λαϊκό τραγούδι: δεν είναι όνειρο η ζωή, δεν είναι πανηγύρι. Απόψε που χωρίζουμε, είναι πικρό ποτήρι
- η ζωή είναι αλλού, α. άλλο είναι το νόημα της ζωής, αλλού βρίσκεται η ομορφιά της ζωής: «σκοτώνεσαι βλάκα μέρα νύχτα στη δουλειά, ενώ η ζωή είναι αλλού: γλέντια, ξενύχτια, γυναίκες, έι, ξύπνα!». β. το νόημα της ζωής βρίσκεται σε κάτι άλλο σοβαρότερο, ουσιαστικότερο: «άσε τα γλέντια και τα ξενύχτια, γιατί η ζωή είναι αλλού: η δημιουργία, η προσφορά στην κοινωνία, η οικογένεια!»·
- η ζωή είναι ένα αγγούρι. Άλλος το τρώει και ζορίζεται κι άλλος το τρώει και δροσίζεται, η ζωή για άλλους είναι δύσκολη και για άλλους εύκολη, άλλος υποφέρει και άλλος βρίσκει τον τρόπο να περνάει ευχάριστα. Η λέξη αγγούρι με την οποία παραλληλίζεται η ζωή επιδέχεται δυο ερμηνείες. Σύμφωνα με την πρώτη, το αγγούρι εκλαμβάνεται με την πρώτη του έννοια, ως κηπευτικό, που άλλοι, όταν το τρώνε, νιώθουν δυσφορία στο στομάχι και άλλοι νιώθουν ευχαρίστηση από τη δροσιά του· με τη δεύτερη ερμηνεία, αγγούρι θεωρείται το πέος, και σημαίνει πως άλλοι, όταν υφίστανται τη σεξουαλική πράξη, υποφέρουν από τον πόνο και άλλοι την ευχαριστιούνται. Βέβαια, κάποιος άλλος μπορεί να δώσει άλλες ερμηνείες· βλ. και φρ. ο κόσμος είναι μια σκάλα. Άλλοι την ανεβαίνουν κι άλλοι την κατεβαίνουν, λ. κόσμος·
- η ζωή κυλάει σαν νεράκι ή η ζωή κυλάει σαν το νεράκι, η ζωή φεύγει πολύ γρήγορα, χωρίς να το καταλάβουμε: «προσπάθησε να δημιουργήσεις κάτι τώρα που είσαι νέος, γιατί η ζωή κυλάει σαν νεράκι και κάποια μέρα θα ξυπνήσεις γέρος χωρίς να το καταλάβεις». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή κυλάει σαν το νεράκι όπου μπαίνει μες τ’ αυλάκι. Και κυλάει, και κυλάει πίσω δεν ξαναγυρνάει)· 
- η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή ή η ζωή μου κρέμεται σε μια κλωστή, κινδυνεύει άμεσα: «αν δεν κάνω την εγχείρηση που μου υπέδειξαν οι γιατροί, η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή»·
- η ζωή μου κρέμεται από μια τρίχα ή η ζωή μου κρέμεται σε μια τρίχα, βλ. φρ. η ζωή μου κρέμεται από μια κλωστή·
- η ζωή μου χαμογελάει ή μου χαμογελάει η ζωή, οι δουλειές μου, οι υποθέσεις στη ζωή μου, μου έρχονται ευνοϊκά: «τον τελευταίο καιρό είμαι πολύ ικανοποιημένος, γιατί η ζωή μου χαμογελάει»·
- η ζωή να περνά, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα ή αδιαφορία για τον τρόπο με την οποίο ζει κανείς τη ζωή του, έκφραση που δηλώνει παθητικότητα για την καθημερινότητά κάποιου. (Λαϊκό τραγούδι: αυτά, κατά τ’ άλλα καλά, αυτά, η ζωή να περνά
- η ζωή σου ο θάνατός μου ή ο θάνατός σου η ζωή μου, έκφραση που δηλώνει τη σκληρή ανταγωνιστική στάση ανάμεσα στα μέλη της κοινωνίας, δεν υπάρχει μεσαία λύση, ο ένας πρέπει να κερδίσει και ο άλλος να χάσει, η δική μου επιτυχία προϋποθέτει ή συνεπάγεται τη δική σου αποτυχία: «στις εισαγωγικές εξετάσεις για το πανεπιστήμιο δεν αντιγράφει κανείς, γιατί εκεί είναι ο θάνατος σου η ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: η ζωή σου ο θάνατός μου, μέσα στην ψευτιά του κόσμου // ο θάνατός σου η ζωή μου συναντούσα, βασανιζόμουνα, εδάκρυζα, πονούσα, γιατί οι άνθρωποι σαν λύκοι καρτερούν
- η μεγάλη ζωή, η πλούσια σε υλικές απολαύσεις: «πολλοί λαχταρούν τη μεγάλη ζωή, λίγοι όμως μπορούν να τη ζήσουν»·
- η μέλλουσα ζωή, βλ. φρ. η άλλη ζωή·
- θα πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- θερίζω ζωές, α. μακελεύω, εξολοθρεύω: «ο Β΄ παγκόσμιος πόλεμος θέρισε πολλές ζωές». β. (για επιδημικές νόσους) εξοντώνω μαζικά: «ο λοιμός θέρισε πολλές ζωές»·
- θυσιάζω τη ζωή μου, προσφέρω τη ζωή μου, σκοτώνομαι, ιδίως για κάποιο σκοπό, για κάποια ιδέα: «πολλά παλικάρια θυσίασαν τη ζωή τους για την πατρίδα»·
- καλή ζωή, κακιά διαθήκη, λέγεται σαν υπενθύμιση σε αυτούς που ξοδεύουν τα λεφτά τους σε γλέντια και διασκεδάσεις, χωρίς να νοιάζονται για τα γεράματά τους, ή για το αν θα αφήσουν κάποια περιουσία στους απογόνους τους·
- κάνει διπλή ζωή, εκτός από τη συνηθισμένη, την καθημερινή ζωή που είναι κοινωνικά αποδεκτή, έχει και κρυφές δραστηριότητες, ιδίως παράνομες ή εξωσυζυγικές: «ήταν ένας άνθρωπος αξιοσέβαστος και πέσαμε όλοι απ’ τα σύννεφα, όταν μάθαμε πως κάνει διπλή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αφού σου άρεσε διπλή ζωή να κάνεις, να καείς, να γίνεις στάχτη, να πεθάνεις!
- κάνει κλειστή ζωή, ζει αποτραβηγμένος από την κοινωνία, από την επικαιρότητα: «απ’ τη μέρα που πέθανε η γυναίκα του, κάνει κλειστή ζωή»·
- κάνει τρελή ζωή, ζει πολύ άστατα: «απ’ τη μέρα που χώρισε, κάνει τρελή ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: αν πεθάνω, από σένα θα πεθάνω κι αν θα σβήσω απ’ τον καημό μου θα χαθώ! Γιατί άρχισα τρελή ζωή να κάνω και στο δρόμο μου στραβά να περπατώ!
- κάνω άστατη ζωή, ζω με ασυλλόγιστες νυχτερινές διασκεδάσεις ή με ασταθείς ερωτικούς δεσμούς: «δεν τον θέλει κανένας για γαμπρό του, γιατί κάνει άστατη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν κάνω άστατη ζωή, δικός μου είναι λογαριασμός
- κάνω ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά·
- κάνω ζωή παραμυθένια, βλ. φρ. περνώ ζωή παραμυθένια·
- κάνω ζωή χαρισάμενη, βλ. φρ. περνώ ζωή χαρισάμενη·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. φρ. περνώ ζωή χρυσή·
- κάνω μαύρη ζωή, ζω με μεγάλα βάσανα, δυσκολίες, πίκρες, ταλαιπωρίες, φτώχεια και δυστυχία: «με πιάνει το παράπονο, γιατί όλοι χαίρονται τη ζωή τους και μόνο εγώ κάνω μαύρη ζωή». (Δημοτικό τραγούδι: μαύρη ζωή που κάνουμε εμείς οι μαύροι κλέφτες! Ποτέ μας δεν αλλάζουμε και δεν ασπροφορούμε ολημερίς στον πόλεμο τη νύχτα καραούλι
- κάνω σκυλίσια ζωή, ζω σε απάνθρωπες συνθήκες, ζω με στερήσεις και βάσανα, υποφέρω αφάνταστα: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, κάνει σκυλίσια ζωή». Από την εικόνα του σκύλου, που δεν έχει αφεντικό και ως εκ τούτου δεν έχει μόνιμη κατοικία και εξασφαλισμένη τροφή και περιφέρεται χειμώνα καλοκαίρι στους δρόμους·
- κάνω τη ζωή μου, βλ. φρ. ζω τη ζωή μου·
- κάνω τη μεγάλη ζωή, ζω μέσα σε πλούτο και σε υλικές απολαύσεις: «κάποτε έκανε τη μεγάλη ζωή, ώσπου ξεκοκάλισε την περιουσία που βρήκε απ’ τον πατέρα του, και τώρα κάνει τράκες απ’ τον έναν και τον άλλον»·
- κερδίζω τη ζωή μου, πορίζομαι τα μέσα για τη συντήρησή μου: «έχω μάθει να κερδίζω τη ζωή μου κάνοντας ένα σωρό δουλειές»·
- κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή! στερεότυπη έκφραση, όταν βλέπουμε ή ακούμε ότι κάποιος φροντίζει υπέρμετρα το σκυλί του: «έχει το σκυλί του με τα μπιφτέκια του, με τις μπριζόλες του, με τα φρίσκις του, με τους γιατρούς του, κι ύστερα σου λένε σκυλίσια ζωή!». Το υπονοούμενο της φρ. είναι πως εμείς ως άνθρωποι ζούμε πολύ χειρότερα από το συγκεκριμένο σκυλί·  
- κόπηκε το νήμα της ζωής του, βλ. λ. νήμα·
- κόστος ζωής, βλ. λ. κόστος·
- λέει την ιστορία της ζωής του, βλ. λ. ιστορία·
- λύνω το πρόβλημα της ζωής μου, βλ. λ. πρόβλημα·
- μαύρη ζωή, ζωή γεμάτη δυσκολίες, πίκρες, κακουχίες, φτώχεια, δυστυχία: «κοντά σου πέρασα μαύρη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: στην ξενιτιά, στην ξενιτιά με σπαραγμό σε νοσταλγώ κάθε βραδιά. Βράδυ πρωί μαύρη ζωή μακριά σου ζω Μανταλένα, Μανταλένα δε σε ξεχνώ
- μαύρη σελίδα της ζωής, βλ. λ. σελίδα·
- μαύρισε η ζωή μου, βλ. φρ. κάνω μαύρη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: σε πήραν απ’ τα χέρια μου, κοντεύει κι άλλος χρόνος και τη ζωή μου μαύρισε της μοναξιάς ο πόνος)·
- μια ζωή, διαρκώς, συστηματικά, από πάντα: «μια ζωή χάνει τα λεφτά του στα χαρτιά». (Λαϊκό τραγούδι: δε με θέλεις, μου το είπες, μια ζωή το ίδιο λες και γυρνώ σαν τους αλήτες, που δεν ξέρουνε γιορτές)· βλ. και φρ. για μια ζωή·
- μια ζωή την έχουμε, τυπικό δείγμα της λαϊκής νεοελληνικής ιδεολογίας, μέσω της οποίας δικαιολογεί κάποιος την τάση που έχει να γευτεί τις χαρές της ζωής, να ζήσει ανέμελα. (Λαϊκό τραγούδι: μια ζωή την έχουμε κι αν δεν τη γλεντήσουμε, τι θα καταλάβουμε, τι θα καζαντήσουμε
- μου ’κανε τη ζωή κόλαση ή μου ’κανε κόλαση τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- μου ’κανε τη ζωή μαύρη ή μου ’κανε μαύρη τη ζωή, βλ. φρ. μου μαύρισε τη ζωή. (Λαϊκό τραγούδι: νόμιζα κοντά σου πως θα βρω στοργή, πως θα μου γιατρέψεις κάθε μου πληγή, μα εσύ μου κάνεις μαύρη τη ζωή και αντί για μάννα με κερνάς χολή)·
- μου μαύρισε τη ζωή, με τη στάση του ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου μου προξένησε πολλά βάσανα, πολλές ταλαιπωρίες, πολλές πίκρες και δυστυχίες: «μου μαύρισε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το σπουδάσω»·
- μου σμπαράλιασε τη ζωή, κατάστρεψε ανεπανόρθωτα τη ζωή μου: «εγώ τον είχα για τον καλύτερο φίλο μου κι αυτός μου σμπαράλιασε τη ζωή, γιατί πήγε και τα ’φτιαξε με τη γυναίκα μου»·
- μου ’τυχε στο ζάρι της ζωής, βλ. λ. ζάρι·
- μου ’φαγε τη ζωή ή μου ’χει φάει τη ζωή, μου κατέστρεψε, έφθειρε, εξάντλησε τη ζωή μου με τη στάση ή τη συμπεριφορά του απέναντί μου: «μου ’φαγε τη ζωή αυτό το παιδί μέχρι να το φέρω στον ίσιο δρόμο». (Λαϊκό τραγούδι: πρόσεξε και συμμορφώσου, σου το λέω για καλό, μου ’χεις φάει τη ζωή μου, θα μου στρίψει το μυαλό
- μπαίνω στη ζωή, αρχίζω να δουλεύω για να εξασφαλίσω τα αναγκαία για τη συντήρησή μου, μπαίνω στη βιοπάλη: «τώρα τα βρίσκεις όλα έτοιμα απ’ τους γονείς σου, όταν μπεις όμως κι εσύ στη ζωή, τότε θα καταλάβεις τι εστί βερίκοκο!»·
- μπαίνω στη ζωή (κάποιου, κάποιας), α. συνδέομαι, ιδίως ερωτικά, με κάποιον (κάποια): «απ’ τη μέρα που μπήκε η τάδε στη ζωή του,έγινε το πιο φρόνιμο παιδί της παρέας μας || μπήκε στη ζωή του η τάδε και κινδυνεύει να τινάξει το σπίτι του στον αέρα». β. αναμειγνύομαι στις υποθέσεις κάποιου ατόμου: «απ’ τη μέρα που μπήκε στη ζωή μου, μου δημιουργεί συνέχεια προβλήματα»·
- να μη χαρώ τη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «αν σου λέω ψέματα, να μη χαρώ τη ζωή μου!». Συνών. να μη χαρώ ό,τι αγαπώ! / να μη χαρώ τα μάτια μου! / να μη χαρώ τα νιάτα μου! / να μη χαρώ τα παιδιά μου! / να μη χαρώ τη μάνα μου! / να μη χαρώ τη μανούλα μου! / να μη χαρώ το στεφάνι μου(!) ·
- να πάθεις την πλάκα της ζωής σου, βλ. λ. πλάκα·
- να χαρείς τη ζωή σου! παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «δώσε μου σε παρακαλώ αυτά τα λεφτά που μου χρειάζονται, να χαρείς τη ζωή σου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το έλα. Συνών. να χαρείς ό,τι αγαπάς! / να χαρείς τα μάτια σου! (τα δυο!) / να χαρείς τα νιάτα σου και τη λεβεντιά σου! (και την ομορφιά σου!) / να χαρείς τα παιδιά σου! / να χαρείς τη μάνα σου! / να χαρείς τη μανούλα σου! / να χαρείς το στεφάνι σου(!)·
- ξέρω τη ζωή, έχω μεγάλη πείρα ιδίως των δυσκολιών που έχει η ζωή: «πριν κάνεις οτιδήποτε θέλω να με συμβουλεύεσαι, γιατί ξέρω τη ζωή καλύτερα απ’ τον καθένα»·
- ο δρόμος της ζωής, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι πάντα στρωμένος με δάφνες, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ρόδα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με ροδοπέταλα, βλ. λ. δρόμος·
- ο δρόμος της ζωής δεν είναι στρωμένος με άνθη, βλ. λ. δρόμος·
- ο (η) σύντροφος της ζωής, βλ. λ. σύντροφος·
- ο χειμώνας της ζωής, βλ. λ. χειμώνας·
- οι γκίνιες της ζωής, βλ. λ. γκίνια·
- οι κόποι μιας ζωής, βλ. λ. κόπος·
- οι ξέμπαρκοι της ζωής, βλ. λ. ξέμπαρκος·
- οι χαρές της ζωής, βλ. λ. χαρά·
- όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, κάποτε όλοι πεθαίνουμε, είμαστε εφήμεροι, δεν είμαστε αθάνατοι: «όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτή τη ζωή, γι’ αυτό δε χρειάζονται τα μίση και τα πάθη». Λέγεται για να υπογραμμίσει τη ματαιότητα της ζωής, αλλά είναι και φορές που λέγεται σε αντιδιαστολή με την άλλη ζωή, που είναι αιώνια. Συνών. όλοι είμαστε περαστικοί απ’ αυτόν τον κόσμο·
- όποιος κυβερνά το σπίτι του, κυβερνά και τη ζωή του, βλ. λ. σπίτι·
- όπως τα φέρει η ζωή, όπως έρθουν οι περιστάσεις, όπως τα φέρει η τύχη: «αποφάσισε κι αυτός να παντρευτεί κι όπως τα φέρει η ζωή»·
- παθαίνω την πλάκα της ζωής μου, βλ. λ. πλάκα·
- παίζεται η ζωή μου, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου·
- παίζω τη ζωή μου, την εκθέτω σε μεγάλο κίνδυνο, την διακινδυνεύω, τη ρισκάρω: «ένας εργάτης οικοδομών παίζει κάθε μέρα τη ζωή του εκεί ψηλά στις σκαλωσιές». (Λαϊκό τραγούδι: τη ζωή μου έπαιξα με σένα, τη ζημιά σου πλήρωσα με αίμα
- παίζω τη ζωή μου κορόνα γράμματα, βλ. φρ. παίζω τη ζωή μου. Αναφορά στο τυχερό παιχνίδι κορόνα γράμματα· βλ. και λ. κορόνα·
- παίρνω τη ζωή (κάποιου), τον σκοτώνω, τον δολοφονώ: «έβγαλε το μαχαίρι του και μ’ ένα χτύπημα στην καρδιά του πήρε τη ζωή»·
- παίρνω τη ζωή μου (έτσι) όπως (μου) έρχεται, αντιμετωπίζω τις δύσκολες καταστάσεις που προκύπτουν με στωικότητα: «ο γιατρός με συμβούλεψε να μην έχω άγχος, γι’ αυτό παίρνω τη ζωή μου έτσι όπως έρχεται»·
- παίρνω τη ζωή μου λάθος, κάνω λανθασμένη, εσφαλμένη επιλογή, ακολουθώ λανθασμένο, εσφαλμένο δρόμο για να πετύχω στη ζωή μου: «όποιος παίρνει τη ζωή του λάθος, έρχεται δυστυχώς κάποια στιγμή που το πληρώνει ακριβά». (Τραγούδι: με τι καρδιά, με τι πνοή, τι πόθους και τι πάθος πήραμε τη ζωή μας· λάθος! κι αλλάξαμε ζωή
- πεζή ζωή, που δεν παρουσιάζει κανένα ενδιαφέρον, που καθημερινά επαναλαμβάνεται μονότονα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκε, ζει μια ήσυχη πεζή ζωή και είναι ευτυχισμένος». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα την πάθω όπως την έχουν πάθει όλοι, γιατί οι γυναίκες όλες είσαστε διαβόλοι, που μας τα κάνετ’ όλα ρόιδο στην πεζή μας τη ζωή, δε θα με γράψεις για κορόιδο την αυγή
- περνάει τη ζωή του ανάμεσα (μέσα) σε τέσσερις τοίχους, βλ. λ. τοίχος·
- περνώ απ’ τη ζωή (κάποιου), γνωρίζω κάποιον και διαδραματίζω σοβαρό ρόλο στη ζωή του: «αν δεν περνούσε απ’ τη ζωή μου αυτή η γυναίκα, δε θα είχα γνωρίσει τον πραγματικό έρωτα». (Λαϊκό τραγούδι: να σ’ αγαπώ κουράστηκα, βαριά σε καταράστηκα· απ’ τη ζωή μου πέρασες, με τσάκισες με γέρασες
- περνώ ζωή ανθρωπινή, βλ. φρ. ζω ανθρωπινά, λ. ανθρωπινός·
- περνώ ζωή και κότα ή την περνώ ζωή και κότα, ζω ξέγνοιαστα, πλουσιοπάροχα, χωρίς έγνοιες και φροντίδες: «απ’ τη μέρα που του ’πεσε το λαχείο, περνάει ζωή και κότα». Από το ότι παλιά το να τρώει κανείς συχνά κότα ήταν δείγμα πλούτου και καλοπέρασης. (Λαϊκό τραγούδι: κι έτσι δε θα ’χουμε ανάγκη από φώτα, θα την περνούμε μια χαρά ζωή και κότα, βρε θα κοιμόμαστε κι οι δυο απ’ τις εννιά να μη μας πιάνει ξεροβόρι παγωνιά
- περνώ ζωή παραμυθένια, ζω τόσο ευτυχισμένα και πλούσια, που η ζωή μου κυλά σαν να ζω σε παραμύθι: «οι δουλειές μου πηγαίνουν πάρα πολύ καλά, παντρεύτηκα και μια καλή γυναίκα, με την οποία έκανα και δυο παιδιά κι έτσι περνώ ζωή παραμυθένια»·
- περνώ ζωή πασαλίδικη, βλ. συνηθέστ. περνώ ζωή χρυσή·
- περνώ ζωή χαρισάμενη, ζω ζωή ευχάριστη, ξέγνοιαστη και ευτυχισμένη: «τον αγαπάει τόσο πολύ η γυναίκα του, που περνάει ζωή χαρισάμενη κοντά της»· βλ. και φρ. ζωή χαρισάμενη·
- περνώ ζωή χρυσή, ζω πλούσια και ευτυχισμένα. (Λαϊκό τραγούδι: ζωή χρυσή περνούσαμε τις νύχτες με φεγγάρι στης Σαλονίκης τις δροσιές μέσα στο Μπεξινάρι
- πικρή ζωή, ζωή με θλίψεις και στενοχώριες: «δε μπορώ ν’ αντέξω άλλο τέτοια πικρή ζωή»·
- πληρώνω με τη ζωή μου ή πληρώνω με την ίδια μου τη ζωή, θυσιάζομαι κυριολεκτικά ή μεταφορικά: «πλήρωσε με τη ζωή του για να σώσει τα παιδιά του μέσα απ’ το φλεγόμενο σπίτι || πλήρωσε με τη ζωή του για να σπουδάσει τα παιδιά του». (Λαϊκό τραγούδι: κλαίω τα βράδια στη θύμησή σου κι είναι το δάκρυ κατακλυσμός που ’χεις πληρώσει με τη ζωή σου να μην περάσει ο φασισμός
- σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις, ανάλογα με τις πράξεις σου, τις ενέργειές σου είναι και οι απολαβές σου: «μην παραπονιέσαι που ζεις φτωχικά, γιατί, απ’ ό,τι ξέρω, ποτέ δε θέλησες να δουλέψεις σκληρά στη ζωή σου και σ’ αυτή τη ζωή ό,τι δίνεις, παίρνεις»·
- σημαδεύω τη ζωή μου, πέφτω σε μεγάλο παράπτωμα που επενεργεί αρνητικά στην υπόλοιπη ζωή μου, συνδέω την ύπαρξη μου με κάτι συνήθως πολύ αρνητικό: «σημάδεψε τη ζωή του με την κατάχρηση που έκανε και τώρα δεν μπορεί να βρει πουθενά δουλειά»·
- σκόρπισε η ζωή μου, διαλύθηκε, καταστράφηκε: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου έχω την εντύπωση πως σκόρπισε η ζωή μου». (Τραγούδι: σκόρπισε η ζωή μου χάμου σαν το βότσαλο της άμμου
- σκυλίσια ζωή, πολύ σκληρή ζωή, μέσα σε κακουχίες, στερήσεις και απάνθρωπες συνθήκες: «όποιος δε γνώρισε τη σκυλίσια ζωή, δεν έμαθε τι εστί μεγάλος πόνος»·
- σμπαράλιασε η ζωή μου, καταστράφηκε ανεπανόρθωτα: «απ’ τη μέρα που χώρισα με τη γυναίκα μου, σμπαράλιασε η ζωή μου»·
- στη ζωή και στο θάνατο, αιώνια, για πάντα, σε οποιαδήποτε περίσταση: «θα ’μαστε μαζί στη ζωή και στο θάνατο». Συνήθως δίνεται ως όρκος μεταξύ ερωτευμένων ή νεόνυμφων. (Λαϊκό τραγούδι: πες το ότι θα ’μαστε μαζί και στο θάνατο και στη ζωή
- στη ζωή μου! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον: «στη ζωή μου, ακριβώς έτσι όπως στα λέω έγιναν τα πράγματα»·
- στη ζωή της πεθεράς μου! όρκος που δίνεται χάριν αστεϊσμού, αλλά και για να παραδεχτεί ο συνομιλητής μας ότι λέει ψέματα. Από το ότι πολλοί άντρες δε διατηρούν καλές σχέσεις με τις πεθερές τους·
- στη ζωή των παιδιών μου! ισχυρότερος όρκος από τον παραπάνω·
- στο τέλος της ζωής του ή στα τέλη της ζωής του, λίγο πριν πεθάνει: «πέθανε ευτυχισμένος, γιατί στο τέλος της ζωής του, είδε όλα του τα παιδιά να είναι μονοιασμένα»·
- στοιχηματίζω τη ζωή μου ή στοιχηματίζω την ίδια μου τη ζωή, είμαι εντελώς σίγουρος για κάτι: «στοιχηματίζω τη ζωή μου πως θα ’ρθει να σου ζητήσει συγνώμη»·   
- τ’ αστροπελέκια της ζωής, βλ. λ. αστροπελέκι·
- τα λεφτά σου ή τη ζωή σου, βλ. λ. λεφτά·
- τα ναυάγια της ζωής, βλ. λ. ναυάγιο·
- τα χαστούκια της ζωής ή της ζωής τα χαστούκια, βλ. λ. χαστούκι·
- τερμάτισε τη ζωή του, α. αυτοκτόνησε: «επειδή δεν μπορούσε ν’ αντέξει άλλο την κατακραυγή του κόσμου, τερμάτισε τη ζωή του πέφτοντας απ’ τη ταράτσα του σπιτιού του». β. (πιο σπάνια) πέθανε: «τερμάτισε τη ζωή του ανάμεσα στην οικογένειά του»·
- το τέλος της ζωής, βλ. λ. τέλος·
- το τέρμα της ζωής, βλ. λ. τέρμα·
- το σχολείο της ζωής, βλ. λ. σχολείο·
- το φθινόπωρο της ζωής, βλ. λ. φθινόπωρο·
- το φιλί της ζωής, βλ. λ. φιλί·
- τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου, έπαψα να τον σκέφτομαι, έπαψα να ενδιαφέρομαι γι’ αυτόν: «απ’ τη στιγμή που υπήρξε αχάριστος σε μένα, που τον βοήθησα αμέτρητες φορές, τον έβγαλα απ’ τη ζωή μου»·
- τον έφαγε η μεγάλη ζωή, τον κατάστρεψε οικονομικά η τάση που είχε να ζει σε πλούσιες υλικές απολαύσεις: «κάποτε ήταν πολύ πλούσιος, αλλά τον έφαγε η μεγάλη ζωή και τώρα ζει με δανεικά»·
- του αφαίρεσε τη ζωή, βλ. φρ. του πήρε τη ζωή·
- του θέρισε τη ζωή, τον σκότωσε, ιδίως σε τροχαίο δυστύχημα: «καθώς περνούσε κανονικά από τις διαβάσεις, έπεσε απάνω του ένας μεθυσμένος οδηγός και του θέρισε τη ζωή»·
- του ’κανα τη ζωή κόλαση, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: έχεις κάνει τη ζωή μου κόλαση, θα σου φύγω και θα φταις για όλα εσύ)·
- του ’κανα τη ζωή μαρτύριο, βλ. φρ. του ’κανα τη ζωή μαύρη. (Λαϊκό τραγούδι: μονά ζυγά τα θες όλα δικά σου και με πληγώνεις με τα πείσματά σου, άλλα λες το βράδυ κι άλλα το πρωί, μαρτύριο μου έχεις κάνει τη ζωή
- του ’κανα τη ζωή μαύρη, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ, του δυσκόλεψα τόσο πολύ τη ζωή, ώστε του έγινε αφόρητη: «επειδή ήταν τεμπέλης, τον πήρα στη δουλειά μου και του ’κανα τη ζωή μαύρη, μέχρι να μάθει να δουλεύει || είναι τόσο ζηλιάρα η γυναίκα του, που του ’κανε τη ζωή μαύρη με τις ζήλιες της». (Λαϊκό τραγούδι: όταν σε βλέπω βροχερή στιγμή δεν ησυχάζω· μαύρη μου κάνεις τη ζωή και βαριαναστενάζω
- του ’κανα τη ζωή παϊτόνι, βλ. συνηθέστ. του ’κανα τη ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή πατίνι, βλ. φρ. του ’κανα ζωή ποδήλατο·
- του ’κανα τη ζωή ποδήλατο, τον βασάνισα, τον ταλαιπώρησα πάρα πολύ: «του ’κανε τη ζωή ποδήλατο η γυναίκα του με την γκρίνια της». Από την εικόνα του ατόμου που νιώθει υπερβολική κούραση μετά από πολύωρη βόλτα με το ποδήλατό του·
- του ’κανα τη ζωή δύσκολη, του δημιούργησα απανωτά προβλήματα, ιδίως για λόγους εκδίκησης: «πολύ το ευχαριστήθηκα που του ’κανα τη ζωή δύσκολη, γιατί είναι καρφί της Ασφάλειας»·
- του κόβω το νήμα της ζωής, βλ. λ. νήμα·
- του κόστισε τη ζωή, είχε ως συνέπεια το θάνατό του: «το πάθος του για τα ναρκωτικά του κόστισε τη ζωή»·
- του πήρε τη ζωή, τον δολοφόνησε, τον σκότωσε, τον θανάτωσε: «τον βρήκε μέσα στο μπαράκι κι εκεί μπροστά στον κόσμο έβγαλε το πιστόλι του και με τρεις πιστολιές του πήρε τη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: φαίνεται μαραζώσανε το άμοιρο κορμί μου κι ο χάρος είν’ στα πρόθυρα να πάρει τη ζωή μου
- του ρίχνω τα μπινελίκια της ζωής του, βλ. λ. μπινελίκι·
- του ρίχνω τα πουστριλίκια της ζωής του, βλ. λ. πουστριλίκια·
- του στοίχισε τη ζωή, βλ. φρ. του κόστισε τη ζωή·
- του χάρισαν τη ζωή, (για θανατοποινίτες) δεν τον εκτέλεσαν, του έδωσαν χάρη: «λίγο καιρό πριν τον οδηγήσουν στο απόσπασμα, του χάρισαν τη ζωή». Ο πλ., επειδή η χάρη που δίνεται σε ένα θανατοποινίτη δεν εξαρτάται από ένα άτομο. Στη χώρα μας έχει καταργηθεί η ποινή του θανάτου·
- του χάρισε τη ζωή, δεν τον σκότωσε, ενώ θα μπορούσε: «την τελευταία στιγμή πέταξε μακριά το μαχαίρι που κρατούσε στο χέρι του και του χάρισε τη ζωή»·
- του χρωστώ τη ζωή μου, τον αναγνωρίζω ως σωτήρα μου, γιατί με έσωσε από βέβαιο θάνατο: «αυτόν το γιατρό που βλέπεις του χρωστώ τη ζωή μου»·
- τρίφτηκε στη ζωή, απόκτησε πείρα από τη συνεχή βιοπάλη: «από μικρός στην πιάτσα τρίφτηκε στη ζωή και τώρα δε τον ξεγελάει κανείς»·
- τρώω τα μπινελίκια της ζωής μου, βλ. λ. μπινελίκι·
- τρώω τα πουστριλίκια της ζωής μου, βλ. λ. πουστριλίκι·
- τρώω τη ζωή μου, φθείρομαι: «δεν το καταλαβαίνεις πως τρως τη ζωή σου μ’ αυτές τις ανοησίες που ασχολείσαι; || είναι πανέξυπνο παιδί κι απορώ πώς τρώει τη ζωή του μ’ αυτές τις παλιοπαρέες που έχει μπλέξει!»·
- φέρνω στη ζωή, (για γυναίκες) γεννώ: «αυτή η κοντούλα και μικροκαμωμένη που βλέπεις, έφερε στη ζωή εφτά παιδιά!»· βλ. και φρ. έφεραν στη ζωή·
- φεύγω απ’ τη ζωή, πεθαίνω: «έφυγε ευτυχισμένος απ’ τη ζωή του, γιατί είδε τα παιδιά του να προκόβουν». (Λαϊκό τραγούδι: κι όσοι με πίκραναν πολύ τώρα που φεύγω απ’ τη ζωή όλους τους συγχωράω
- χαίρομαι τη ζωή (μου), την περνώ με γλέντια και διασκεδάσεις ή με αυτά που με ευχαριστούν ιδιαίτερα: «δε βάζω ούτε δραχμή στην τράπεζα, γιατί με τα λεφτά που βγάζω χαίρομαι τη ζωή μου || όταν έχω λεύτερο καιρό χαίρομαι τη ζωή μου στο ύπαιθρο». (Τραγούδι: στη ζωή μας μια γυναίκα δε μας φτάνει, καπετάνιε τη ζωή για να χαρείς, ρίξε άγκυρα στο πρώτο το λιμάνι και καινούρια αγάπη κοίταξε να βρεις
- χαλώ τη ζωή μου, ενεργώ με τέτοιο τρόπο, που οδηγούμαι σε δύσκολες καταστάσεις, που οδηγούμαι στην καταστροφή μου: «δεν κατηγορώ κανένα, γιατί με τα ξενύχτια και τα μεθύσια μου χάλασα μονάχος τη ζωή μου». (Λαϊκό τραγούδι: δε θα μπορέσουν οι γονείς μας να μας χαλάσουν τη ζωή μας, θέλουν δε θέλουν θα μας βάλουν βέρα
- χάνω τη ζωή μου, πεθαίνω, σκοτώνομαι: «από την τάδε επιδημία έχασαν τη ζωή τους πολλοί άνθρωποι || στον τελευταίο σεισμό έχασαν τη ζωή τους πολλά άτομα». (Λαϊκό τραγούδι: μη με πληγώνεις και πονώ, άσε με για να γειάνω, καθημερινώς αισθάνομαι πως τη ζωή μου χάνω
- χάνω τη μάχη για τη ζωή, βλ. φρ. μάχη·
- χαραμίζω τη ζωή μου, ζω χωρίς να κάνω κάτι ουσιαστικό, κάτι εποικοδομητικό, ζω ανώφελα και, κατ’ επέκταση, καταστρέφομαι: «οι φίλοι μου σπούδαζαν ή έστηναν δουλειές κι εγώ χαράμιζα τη ζωή μου σε γλέντια και ξενύχτια». (Λαϊκό τραγούδι: αραμπάς περνά με τη βλάμισσα που χαράμισα τη ζωή μου, με ρεστάρισε, στραπατσάρισε το τσαρδί μου).  

Θεός

Θεός, ο, ουσ. [<αρχ. θεός], ο Θεός. 1. κάθε πρόσωπο που λατρεύουμε ή που σεβόμαστε υπερβολικά: «έχει τον πατέρα του σαν Θεό». (Τραγούδι: ποιος σε πήρε και μου ’φυγες, αγαπούλα μου, φως μου, δε σκεφτόσουν πως ήσουνα μόνο εσύ ο Θεός μου). 2. αυτός που γνωρίζει τα πάντα, ο παντογνώστης: «ποιος είσαι, ρε παιδάκι μου, Θεός είσαι που ξέρεις πώς έγιναν τα πράγματα έτσι;». 3. θαυμαστικός χαρακτηρισμός του Κ. Καραμανλή από τους πολιτικούς φίλους του και ειρωνικός από τους πολιτικούς αντιπάλους του: «όλοι περιμένουν με αγωνία τι θα δηλώσει ο Θεός για την πολιτική κατάσταση». 4. αυτός που είναι πολύ ικανός σε αυτό με το οποίο ασχολείται: «ο Ν. Γκάλης υπήρξε ο Θεός του μπάσκετ», εξ ου και οι θαυμαστικές ιαχές των οπαδών της ομάδας του Άρη Θεσσαλονίκης, όπου έπαιζε παλιότερα ο Γκάλης: είσαι Θεός, είσαι Θεός, είσαι Θεός μοναδικός. Υποκορ. Θεούλης, ο και Θεουλάκης, ο· βλ. και λ. θεός. (Ακολουθούν 257 φρ.)·
- αδικία απ’ το Θεό, βλ. λ. αδικία·
- άι στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- άκρη Θεού, βλ. λ. άκρη·
- άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει, άλλα θέλουν, επιθυμούν οι άνθρωποι και άλλα ο Θεός αποφασίζει: «είχα αποφασίσει να πάω με την οικογένειά μου διακοπές, όμως αρρώστησε η γυναίκα μου, γιατί, βλέπεις, άλλα μετράει ο άνθρωπος κι άλλα ο Θεός ορίζει». Πρβλ. ἄλλαι μὲν βουλαὶ ἀνθρώπων, ἄλλα δὲ Θεὸς κελεύει·  
- αν θέλει ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- αν μιλάς στο Θεό, προσεύχεσαι, αν σου μιλάει ο Θεός, έχεις σχιζοφρένεια, ο άνθρωπος θεωρεί φυσικό να απορρίπτει ό,τι δεν μπορεί να κατανοήσει·
- Ανάσταση Θεέ μου! (Θεούλη μου!), βλ. λ. Ανάσταση·
- ανθρωπάκι του Θεού, βλ. λ. ανθρωπάκι·
- άνθρωπος του Θεού, βλ. λ. άνθρωπος·
- άνοιξε ο Θεός τα ουράνια, βλ. λ. ουράνια·
- άντε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- απ’ τη νύχτα του Θεού, από τα άγρια μεσάνυχτα: «σηκώθηκε απ’ τη νύχτα του Θεού να πάει στη δουλειά του»·
- απ’ το Θεό να το ’βρεις! α. ευχή σε κάποιον να του ανταποδώσει ο Θεός το καλό που μας έκανε. «απ’ το Θεό να το ’βρεις, παιδάκι μου, για το καλό που μου ’κανες!» β. πιο συχνά ως κατάρα σε κάποιον να τιμωρηθεί από το Θεό για το κακό που μας έκανε. (Δημοτικό τραγούδι: ο πόλεμος αρχίνησε στο τέλος του Οχτώβρη κι ο κερατάς ο Μουσουλή (= Μουσολίνης) απ’ το Θεό να το ’βρει
- απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «ε ρε και να σου τύχαινε, λέει, το λαχείο! -Απ’ το στόμα σου και στου Θεού τ’ αφτί!». Είναι και φορές που λέγεται και με παικτική διάθεση στον τύπο απ’ το στόμα σου και στου Θεού το ους(!)·
- από Θεού, βλ. συνηθέστ. εκ Θεού·
- αρνάκι του Θεού, βλ. λ. αρνάκι·
- αρνί που βλέπει ο Θεός, ο λύκος δεν το τρώει, βλ. λ. αρνί·
- ας μην (το) δώσει ο Θεός, έκφραση με την οποία απευχόμαστε να συμβεί το κακό για το οποίο γίνεται λόγος: «ας μην το δώσει ο Θεός να πάθεις κι εσύ το κακό που έπαθα εγώ». (Λαϊκό τραγούδι: είναι σαράκι φοβερό το πάθος το δικό μου κι ας μην το δώσει ο Θεός ούτε και στον εχθρό μου
- ας τον κρίνει ο Θεός, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον στην κρίση του Θεού επειδή αδυνατούμε να τον κρίνουμε ή αδυνατούμε να κατανοήσουμε το μέγεθος της αμαρτίας του: «αφού χτυπάει τους γέρους γονείς του, ας τον κρίνει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: με ντρόπιασε στους φίλους μου, πήγε να με πεθάνει· ας τηνε κρίνει ο Θεός, γι’ αυτά που μου ’χει κάνει
- αυτό που θέλει η γυναίκα το φοβάται κι ο Θεός, βλ. λ. γυναίκα·
- βαδίζω στο δρόμο του Θεού ή βαδίζω το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βγαίνω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- βρίσκομαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- γαμώ το Θεό μου! έκφραση εκνευρισμένου ή αγανακτισμένου ατόμου: «όλα τα λάθη, γαμώ το Θεό μου, εγώ θα τα κάνω!». Συνήθως η φρ. κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια μου! λ. γαμώ·
- γαμώ το Θεό σου! ή σου γαμώ το Θεό! α. επιθετική έκφραση εναντίον κάποιου που είναι ενοχλητικός, που μας δημιουργεί προβλήματα: «πάψε, γαμώ το Θεό σου, αυτή την γκρίνια!». β. εκστομίζεται και ως βρισιά. Η φρ. πιο αραιά από ότι η αμέσως παραπάνω κλείνει πάλι με το γαμώ. Για συνών. βλ. φρ. γαμώ τα καντήλια σου! ή σου γαμώ τα καντήλια! λ. γαμώ·
- γι’ αύριο έχει ο Θεός, βλ. λ. αύριο·
- για (τ’) όνομα του Θεού! α. παρακλητική έκφραση σε κάποιον για εύνοια ή εξυπηρέτηση: «για όνομα του Θεού, κάνε κάτι να βοηθήσουμε το παιδί!». β. παρακλητική έκφραση για την αποτροπή κάποιου κακού ή δυσκολίας: «για όνομα του Θεού, μη μας συμβεί κανένα ατύχημα, γιατί στην ερημιά που βρισκόμαστε, χαθήκαμε». γ. έκφραση αγανάκτησης ή δυσαρέσκειας για κάτι κακό ή ενοχλητικό που επαναλαμβάνεται από κάποιον: «για τ’ όνομα του Θεού, κόψε επιτέλους αυτό το πιοτό, γιατί θα σε καταστρέψει! || για όνομα του Θεού, μην έχεις κάθε μεσημέρι το ραδιοφωνάκι σου στη διαπασών, γιατί θέλουμε να κοιμηθούμε!». δ. έκφραση έκπληξης ή αμφισβήτησης για κάτι που βλέπουμε ή που μας λένε: «για όνομα του Θεού, είναι σόι πράγματα να μαλώνουν τ’ αδέρφια! || για όνομα του Θεού, γίνονται σήμερα αυτά που λες!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το μα και κλείνει με το και της Παναγίας·
- για την ορφανή, την ξένη, έχει ο Θεός ψωλή κρυμμένη, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, λ. πουλί·
- για της ορφανής τον κώλο έχει ο Θεός μεγάλο ψώλο, βλ. συνηθέστ. το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει·
- για το Θεό! βλ. φρ. προς Θεού(!)·
- δε βλέπω Θεού πρόσωπο, α. αντιμετωπίζω συνεχώς στη ζωή μου μεγάλες δυσκολίες και μεγάλα προβλήματα, δεν έχω προκοπή: «απ’ τη μέρα που γεννήθηκε, δε βλέπει Θεού πρόσωπο». β. είμαι πολύ άτυχος: «σε μένα θα τύχει το λαχείο που δε βλέπω Θεού πρόσωπο!». γ. ζω σε σκοτεινό, σε υπόγειο χώρο, όπου δε φτάνει ο ήλιος: «μένει σ’ ένα υπόγειο διαμερισματάκι και δε βλέπει Θεού πρόσωπο»· βλ. και φρ. δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο·
- δε με σώζει ούτε (ο) Θεός ή δε με σώνει κι ο Θεός, δεν υπάρχει από πουθενά σωτηρία, η καταδίκη μου είναι τελεσίδικη: «απ’ τη στιγμή που έμπλεξα με τα ναρκωτικά, δε με σώζει ούτε Θεός || έχω τόσα πολλά χρέη, που δε με σώζει ούτε ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: όπως έχω καταντήσει δε με σώνει κι ο Θεός·έχω γίνει μέσ’ στον κόσμο, αχ, ένας ζωντανός νεκρός
- δε φοβάται (ούτε) Θεό, δε σέβεται το Θεό και, κατ’ επέκταση, είναι εντελώς αδίστακτος: «μπορεί για εκατό ευρώ να σε κλείσει φυλακή, γιατί δε φοβάται ούτε Θεό αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: αναστενάζω δε γροικάς, κλαίω δε με λυπάσαι, δεν είσαι μάνας γέννημα ούτε Θεό φοβάσαι
- δε χάνει κανέναν ο Θεός ή κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, έκφραση αισιοδοξίας και συμπαράστασης σε δυστυχισμένο άτομο, που του υπενθυμίζουμε τη μεγαλοσύνη και το αμέριστο ενδιαφέρον του Θεού προς τον άνθρωπο: «βέβαια, σου ’τυχαν πολλές ατυχίες μαζί, αλλά κάνε κουράγιο, γιατί δε χάνει κανέναν ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: ας λένε πως δε χάνει κανέναν ο Θεός,μ’ αδίκησε ο κόσμος, με ξέχασε κι αυτός
- δεν έπρεπε ο Θεός να μου τα κονομήσει έτσι, έκφραση παράπονου από κάποιον, που έχει περιπέσει σε μεγάλη δυσκολία, σε αδιέξοδο·
- δεν έχει Θεό ή δεν έχει το Θεό του, α. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αχαρακτήριστο, αλλοπρόσαλλο, αναξιόπιστο: «μπροστά σ’ όλους τους επισήμους σκάλιζε με το δάχτυλο τη μύτη του. -Δεν έχει το Θεό του!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το ε. β. το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι αδίστακτο: «μην ξανοίγεσαι πολύ σ’ αυτόν τον άνθρωπο, γιατί δεν έχει το Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε βραδάκι με γελάς, γιατί Θεό δεν έχεις·σε περιμένω για να ’ρθεις, μα συ με άλλον τρέχεις
- δεν μπορεί κανένας να τα βάλει με το Θεό, στερεότυπη μοιρολατρική έκφραση, όταν αντιμετωπίζουμε μεγάλες φυσικές καταστροφές ή μεγάλες ατυχίες στη ζωή μας·
- δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει, δεν ξέρω πώς ακριβώς συμπεριφέρεται, δε γνωρίζω το χαρακτήρα του: «φαίνεται για καλός άνθρωπος, αλλά δεν ξέρω σε τι Θεό πιστεύει»·
- δεν υπάρχει Θεού πρόσωπο, επικρατεί απόλυτη ερημιά, δεν υπάρχει κανένας: «σ’ όλη τη διαδρομή δεν υπήρχε Θεού πρόσωπο»·
- δόξα να ’χει ο Θεός ή δόξα τω Θεώ ή δόξα σοι ο Θεός, δοξαστική επίκληση στο Θεό, όταν είμαστε ευχαριστημένοι από την πορεία των πραγμάτων στη ζωή μας ή ως απάντηση ικανοποίησης στην ερώτηση κάποιου τι γίνεσαι ή τι γίνεται ή τι κάνεις ή πώς πας ή πώς τα πας ή πώς πάνε τα κέφια ή πώς πάνε τα πράγματα. (Λαϊκό τραγούδι: πέτρα την πέτρα ολημερίς χτίζω και δε σε φτάνω, ήλιε μου πόσο είσαι πάνω και δόξα τω Θεώ).Συνών. δόξα ο γιαραμπής ή δόξα τω γιαραμπή·
- δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου τίποτα δεν είναι, μόνο αυτά που μας δίνει ο Θεός έχουν αξία, όπως υγεία, τύχη, μακροζωία κ.ά., ενώ των ανθρώπων που είναι υλικές προσφορές δεν αξίζουν τίποτα: «δε με νοιάζει για τα πλούτη σου, γιατί, δόσιμο, του Θεού το δόσιμο· τ’ ανθρώπου, τίποτα δεν είναι»·
- δουλειά κι άγιος ο Θεός, βλ. λ. δουλειά·
- δώρο Θεού, βλ. λ. δώρο·
- ε μα το Θεό! έκφραση αγανάκτησης ή δυσφορίας: «ε μα το Θεό, σταμάτα αυτές τις αγριοφωνάρες σου!». Συνών. ε μα την αλήθεια (α) / ε μα την πίστη μου! / ε μα το ναι! / ε μα τον άγιο(!)·
- ε ρε τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστική έκφραση για όμορφη γυναίκα που βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας·
 - έδωσε ο Θεός και…, ευδόκησε: «έδωσε ο Θεός κι έγινε καλά ο άνθρωπος || έδωσε ο Θεός και κατάλαβε το λάθος του»· βλ. και φρ. έκανε ο Θεός και(…)·
- είμαι Θεός, είμαι ο πρώτος και καλύτερος, ξεχωρίζω από τους υπόλοιπους ή έχω αυτή την εντύπωση: «όταν ήμουν νέος, μέσα στην παρέα μας ήμουν Θεός κι όλοι έκαναν αυτό που τους έλεγα». (Λαϊκό τραγούδι: εγώ που ήμουνα Θεός, θα φύγω τώρα σαν τρελός, θα φύγω σαν κυνηγημένος
- είμαι στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- είναι αμαρτία απ’ το Θεό, βλ. λ. αμαρτία·
- είναι βαρεμένος απ’ το Θεό, είναι ανόητος, βλάκας ή τρελός εκ γενετής: «τι να τον βαρέσεις, δε βλέπεις που είναι βαρεμένος απ’ το Θεό!»·
- είναι ευλογία Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- είναι, Θεέ μου, φύλαγε, α. είναι πολύ επικίνδυνος: «είναι ένας απατεώνας, ο Θεός να σε φυλάει». β. έχει ένα ελάττωμα σε μεγάλο βαθμό: «είναι ένας μπεκρής, ο Θεός να σε φυλάει». γ. η ασθένεια για την οποία γίνεται λόγος, είναι πολύ επικίνδυνη: «απ’ τη στιγμή που δεν έχει βρεθεί ακόμα το φάρμακο για το έιτζ, είναι Θεέ μου φύλαγε»·
- είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά, λέγεται για κείνους που δρουν ή συμπεριφέρονται ανεξέλεγκτα, απάνθρωπα, και έχει την έννοια πως θα τιμωρηθούν από το Θεό (ὃς τὰ πάνθ’ ὁρᾶ): «με βρήκες αδύναμο και μ’ εκμεταλλεύεσαι, όμως θέλω να ξέρεις πως είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν τσαλαπάτημα είμαι καθενός και μες στο βούρκο που με πέταξες κυλιέμαι, μα είναι και Θεός που βλέπει από ψηλά και με τη σκέψη πια αυτή παρηγοριέμαι
- είναι κρίμα απ’ το Θεό, βλ. λ. κρίμα·
- είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό, είναι εγκαταλελειμμένος από όλους και βρίσκεται σε άθλια κατάσταση, χωρίς να ενδιαφέρεται κανείς γι’ αυτόν: «απ’ τη μέρα που χρεοκόπησε, είναι ξεχασμένος απ’ το Θεό»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- είναι ο Θεός να σε φυλάει, βλ. φρ. είναι, Θεέ μου, φύλαγε·
- είναι στα χέρια του Θεού ή είναι στο χέρι του Θεού, βλ. λ. χέρι·
- είναι σταλμένος απ’ το Θεό, είναι ουρανοκατέβατος, απροσδόκητος, δραστικότατος για καλό ή για κακό: «στην πιο δύσκολη στιγμή της ζωής μου με βοήθησε ένας παλιόφιλος, λες κι ήταν σταλμένος απ’ το Θεό || τούτη η βροχή είναι σταλμένη απ’ το Θεό || τέτοιο κακό, να ξέρεις, είναι σταλμένο απ’ το Θεό, μήπως και βάλουμε λίγο μυαλό»·
- είναι χαρά Θεού, βλ. λ. χαρά·
- είχε Θεό, υπήρξε πολύ τυχερός, ιδίως στην περίπτωση κάποιου ατυχήματος: «τράκαρε μετωπικά με μια νταλίκα, αλλά είχε Θεό ο άνθρωπος, και τη γλίτωσε με μερικές γρατζουνιές»·
- εκ Θεού, που προέρχεται από το Θεό: «αυτή η βροχή ήταν δώρο εκ Θεού || αυτός ο σεισμός ήταν τιμωρία εκ Θεού»·
- εκ Θεού άρξασθαι, σε κάθε ενέργεια ή σε κάθε καινούρια αρχή να επιδιώκεις την ευλογία του Θεού: «αύριο κάνει αγιασμό στο καινούριο του μαγαζί, γιατί εκ Θεού άρξασθαι». Κατάλοιπο του αρχ. ἐκ Διὸς ἄρξασθε· βλ. και φρ. όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει·
- έκανε ο Θεός και…, έκφραση ανακούφισης, επιτέλους: «έκανε ο Θεός κι επέστρεψε κάποια ώρα στο σπίτι ο γιος του, κι έτσι ησύχασε ο άνθρωπος || προς τ’ απόγευμα, έκανε ο Θεός και σταμάτησε ο Βαρδάρης»· βλ. και φρ. έδωσε ο Θεός και(…)·
- εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε βόηθα Παναγιά ή εκεί που θα λέγαμε δόξα σοι ο Θεός, είπαμε Παναγία βοήθα, λίγο πριν απαλλαγούμε από κάποια δυσκολία, από κάποια στενοχώρια και θα ανακουφιζόμασταν, εμφανίστηκε άλλη·
- ένας Θεός ξέρει ή ένας Θεός το ξέρει, λέγεται στην περίπτωση που είναι αδύνατο να γνωρίζει κανείς κάτι (εκτός από το Θεό): «ένας Θεός ξέρει τι στενοχώριες περνάει αυτός ο άνθρωπος». (Λαϊκό τραγούδι: μ’ έφαγες ως το κόκαλο, σκέψου πού μ’ έχεις φέρει και πού θα καταλήξουμε ένας Θεός το ξέρει). Συνών. Κύριος οίδε(!)·
- ένας Θεός ξέρει αν... ή ένας Θεός ξέρει πότε... ή ένας Θεός ξέρει πού... ή ένας Θεός ξέρει πώς..., δηλώνει αδυναμία για υπεύθυνη και σαφή πληροφόρηση: «ένας Θεός ξέρει αν αποφασίσει να ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πότε θα ’ρθει || ένας Θεός ξέρει πού βρίσκεται τώρα || ένας Θεός ξέρει πώς θα ’ρθει με τέτοιον παλιόκαιρο»·
- ενώπιον Θεού και ανθρώπων, έκφραση που δηλώνει ηθική δέσμευση: «υπόσχομαι ενώπιον Θεού και ανθρώπων πως ποτέ δε θα σ’ αφήσω αβοήθητο»·
- ερημιά Θεού, βλ. λ. ερημιά·
- έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξημέρωσε: «μόλις έφεξε ο Θεός τη μέρα, ξεκίνησαν όλοι για τη δουλειά»·
- έφτασαν στο Θεό, (για τιμές καταναλωτικών αγαπών) έχουν πολύ μεγάλη, εξωφρενική άνοδο: «αν βγεις στη λαϊκή με τριάντα ευρώ, δεν μπορείς ν’ αγοράσεις σχεδόν τίποτα, γιατί οι τιμές έφτασαν στο Θεό»·
- έχει ο Θεός! α. έκφραση αισιοδοξίας ή έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρηγορήσουμε κάποιον που βρίσκεται σε δύσκολη θέση, ιδίως οικονομική, με την έννοια ότι ο Θεός δεν θα τον αφήσει έτσι. (Λαϊκό τραγούδι: Παναγιώτα μου, νταγιάντα κι έχει ο Θεός). β. μοιρολατρική έκφραση για κάποια δυσκολία που μας προέκυψε και εναποθέτουμε τις ελπίδες μας στο Θεό, προσδοκώντας τη βοήθειά του: «αν συνεχιστεί αυτή η αναδουλειά θα χρεοκοπήσουμε. -Έχει ο Θεός!»·
- έχει όλα τα καλά του Θεού, βλ. φρ. έχει όλα τα καλά του κόσμου, λ. κόσμος·
- ζει κρυφά απ’ το Θεό, είναι εξαφανισμένος από την πιάτσα, ζει σε πλήρη αφάνεια: «απ’ τη μέρα που μαθεύτηκε πως ήταν καταχραστής, ζει κρυφά απ’ το Θεό || έχει σιχαθεί τόσο πολύ τους ανθρώπους, που ζει κρυφά απ’ το Θεό»·
- ζευγαρώνει ο Θεός δυο κακούς, κι έτσι χαλάει μαζί δυο σπίτια, βλ. λ. σπίτι·
- η βασιλεία του Θεού, βλ. λ. βασιλεία·
- η κότα όταν πίνει νερό, κοιτάζει και το Θεό, βλ. λ. κότα·
- ήμαρτον Θεέ μου! επιφώνημα έκπληξης ή αγανάκτησης: «ήμαρτον Θεέ μου, γίνονται αυτά τα πράγματα! || ήμαρτον Θεέ μου, πόσες φορές πρέπει να στο πω για να το καταλάβεις!». Πολλές φορές, η φρ. κλείνει την πρόταση με την οποία αναφερθήκαμε άσχημα σε κάποιον ή τον κατηγορήσαμε, σαν να ζητάμε τη συγγνώμη του Θεού για αυτή μας την ενέργεια: «είναι τόσο κακός, που κάθε βράδυ γυρίζει σουρωμένος και δέρνει τη γυναίκα του, ήμαρτον Θεέ μου!» και συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα·
- θα μας δει ο Θεός, επιτιμητική έκφραση σε άτομο που δε συμπεριφέρεται σωστά στους συνανθρώπους του ή που ζει επιδεικτικά, σπάταλα σε μια γενικά δύσκολη εποχή και έχει την έννοια πως θα τον τιμωρήσει ο Θεός: «δεν είναι σωστό, με τόση φτώχεια που υπάρχει γύρω σου να κάνεις εσύ τόσο προκλητική ζωή, θα μας δει ο Θεός». Ο πλ. και όταν ο ομιλητής απευθύνεται μόνο σε ένα άτομο·
- θα μας κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση που ακούγεται ιδίως από ηλικιωμένους για νεαρούς που προκαλούν δημόσια με τη συμπεριφορά τους·
- θα σε κάψει ο Θεός, επιτιμητική παρατήρηση σε κάποιον που αδικεί απροκάλυπτα κάποιον, επιτιμητική έκφραση σε κάποιον με την οποία του υπενθυμίζουμε τη θεία δίκη: «δεν είναι σωστό να φέρεσαι μ’ αυτόν τον άσχημο τρόπο στους γονείς σου, γιατί θα σε κάψει ο Θεός»·
- θα σε τιμωρήσει ο Θεός, τελικά δε θα γλιτώσεις την τιμωρία: «μπορεί να τη γλίτωσες στο δικαστήριο με τους ψευδομάρτυρες που κουβάλησες, όμως στο τέλος δε θα τη γλιτώσεις, γιατί θα σε τιμωρήσει ο Θεός». (Λαϊκό τραγούδι: μου ’χεις καταστρέψει το ζωή μου, μ’ έκανες κουρέλι εντελώς, κι αν θα τη γλιτώσεις από μένα, θα σε τιμωρήσει ο Θεός)· 
- Θεέ και Κύριε! έκφραση απορίας, έκπληξης ή αγανάκτησης, για κάτι που βλέπουμε ή ακούμε·
- Θεέ βόηθα! ή βόηθα Θεέ μου! ή Θεέ βοήθα! ή βοήθα Θεέ μου! επίκληση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ βόηθα να γίνει το παιδί μου καλά! || βόηθα Θεέ μου, να πετύχω στη δουλειά μου!». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν. Συνών. Βαγγελίστρα βόηθα! ή βόηθα Βαγγελίστρα μου! ή Βαγγελίστρα βοήθα! ή βοήθα Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά βόηθα! ή Παναγία βοήθα! ή βόηθα Παναγιά μου! ή βοήθα Παναγιά μου! / Χριστέ βόηθα! ή βόηθα Χριστέ μου! ή Χριστέ βοήθα! ή βοήθα Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου! κ. Θε μου! ή Θεέ μου Μεγαλοδύναμε! ή Θε μου Μεγαλοδύναμε! έκφραση απορίας, έκπληξης, θαυμασμού, φόβου, τρόμου ή παράκλησης: «Θεέ μου, πώς δεν κατάλαβα ότι ήταν παλιάνθρωπος! || Θεέ μου, πάλι κέρδισε το λαχείο! || Θεέ μου, τι γυναικάρα είναι αυτή! || Θεέ μου, θα σκοτωθούμε! || Θεέ μου Μεγαλοδύναμε, κάνε να γίνει καλά το παιδί μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μα τι λέω στ’ αλήθεια, Θεέ μου, δεν μπορώ να σε χάσω ποτέ μου // κι ύστερα με πιάσαν, Θε μου,κάτι κλάματα, που με βρήκανε κουρέλι τα χαράματα // Θεέ μου Μεγαλοδύναμε που είσαι ψηλά εκεί πάνω, ρίξε μου λίγο τουμπεκί στον αργιλέ μου απάνω).Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αμάν ή το πω πω. Συνών. Βαγγελίστρα μου! / Παναγιά μου! ή Παναγία μου! / Χριστέ μου(!)·
- Θεέ μου (Θεούλη μου), βάλε το χέρι σου! (το χεράκι σου!), παράκληση στο Θεό να επέμβει υπέρ ημών σε κάποια δύσκολη στιγμή που περνάμε ή να επέμβει γενικά για να διορθώσει κάποια κακή κατάσταση που επικρατεί. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, (Θεούλη μου) κάνε να…, παρακλητική έκφραση στο Θεό για βοήθεια: «Θεέ μου, κάνε να βρει ο άντρας μου δουλειά || Θεούλη μου, κάνε να περάσει ο γιος μου στο πανεπιστήμιο»·
- Θεέ μου, Θεέ μου, που δε σ’ είδα ποτέ μου, έκφραση απηυδισμένου ατόμου από τη συνεχιζόμενη κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου, πώς βαστάς τα κεραμίδια ξεκάρφωτα! λέγεται με αγανάκτηση ή έκπληξη στο άκουσμα παράδοξων πληροφοριών, μεγάλης ανοησίας ή ασύστολης ψευδολογίας που μας λέει κάποιος, ή για παράξενα ή παράδοξα πράγματα που βλέπουμε·
- Θεέ μου σχώρα με, έκφραση με την οποία ζητάμε τη συγχώρεση του Θεού, όταν ανακοινώνουμε σε κάποιον τα ελαττώματα ή τις αδυναμίες κάποιου, ή ακόμα, όταν αναφερόμαστε στις δικές μας: «είναι μπεκρής, χαρτοπαίχτης, παιδεραστής, Θεέ μου σχώρα με». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν στον έρωτα λυγίσω, Θεέ μου σχώρα με,κι άμα πιω κι άμα μεθύσω, παρηγόρα με).Παρατηρείται σταυροκόπημα, ενώ, πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το αχ·
- Θεέ μου φύλαγε! επίκληση στο Θεός για προστασία: «Θεέ μου φύλαγε το παιδί από κάθε κακό!». Συνών. παναγιά μου φύλαγε! ή Παναγία μου φύλαγε! / Χριστέ μου φύλαγε(!)· βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει, οι ενέργειες του Θεού ή κάποιου ισχυρού ατόμου είναι ανεξέλεγκτες, δεν μπορούμε να τις αλλάξουμε ή να τις σχολιάζουμε: «άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει || με τόσο χρήμα που διαθέτει, άνθρωπέ μου, Θεός είναι κι ό,τι θέλει κάνει»·
- Θεός να φυλάει βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον, να συγχωρεθούν όλοι όσοι έχουν πεθάνει στην οικογένειά του, αλλά να συγχωρεθεί και αυτός ο ίδιος, όταν πεθάνει. Λέγεται ιδίως από τους ζητιάνους στο δρόμο ή έξω από τις εκκλησίες και τα νεκροταφεία μετά την ελεημοσύνη που τους δίνουμε ή και πριν από αυτή, όταν μας τη ζητούν με τη στερεότυπη φρ. μια βοήθεια χριστιανοί, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα σας·
- Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, ευχετική αναφορά σε εκλιπόντα που κάποτε μας βοήθησε ή μας εξυπηρέτησε σοβαρά, να συγχωρεθεί για ό,τι κακό μπορεί να έχει κάνει στη ζωή του: «καλά που ήταν και ο τάδε, Θεός σχωρέσ’ τα πεθαμένα του, που με βοήθησε και γλίτωσα τη φυλακή»·
- Θεός σχωρέσ’ το, (ειρωνικά για πράγματα) χάθηκε ή καταστράφηκε ή σίγουρα θα καταστραφεί: «ακόμα για κείνο τ’ αυτοκίνητο που είχα μιλάς, πάει, Θεός σχωρέσ’ το || αφού έδωσες τ’ αυτοκίνητό σου σ’ αυτόν τον ατζαμή, Θεός σχωρέσ’ το»·
- Θεός σχωρέσ’ τον, α. ευχή για να συγχωρεθούν οι αμαρτίες του εκλιπόντος. β. δηλώνει πως κάποιος βρίσκεται στα τελευταία του, πως σίγουρα θα πεθάνει: «αφού έχει καθολικό καρκίνο ο άνθρωπος, Θεός σχωρέσ’ τον»·
- Θεός φυλάξοι! ευχή να μη συμβεί ποτέ σε μας αυτό το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε τώρα: «έπιασε φωτιά το σπίτι του τάδε κι έγινε στάχτη. -Θεός φυλάξοι! || κόλλησε μια σπάνια αρρώστια, Θεός φυλάξοι!». Συνήθως ακολουθεί σταυροκόπημα. Συνών. έξω από δω! / έξω από μας! / μακριά από δω! / μακριά από μας(!)· βλ. και φρ. Θεέ μου φύλαγε(!)·
- Θεού θέλοντος, αν θέλει ο Θεός, θα γίνει κάτι που επιθυμώ: «Θεού θέλοντος, όλα θα πάνε καλά»·βλ. και φρ. με το θέλημα του Θεού, λ. θέλημα·
- Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος, με τη βοήθεια του Θεού, αλλά και αν ευνοεί η γενική κατάσταση που επικρατεί για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος και καιρού επιτρέποντος όλα θα πάνε καλά»·
- Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, με τη βοήθεια του Θεού, τη γενική κατάσταση που επικρατεί, αλλά και την καλή πορεία της υγείας μου για να γίνει κάτι που θέλω: «Θεού θέλοντος, καιρού επιτρέποντος και υγείας ούσης, θα πάω φέτος να κάνω κι εγώ διακοπές στην πολυδιαφημισμένη Χαλκιδική»·   
- κάμε του φτωχού καλό, θα το βρεις απ’ το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός, ενήργησε όπως σε καθοδηγήσει ο Θεός ή, εντέλει, όπως εσύ νομίζεις καλύτερα: «εγώ σου είπα πώς έχει η κατάσταση, από δω και πέρα κάνε ό,τι σε φωτίσει ο Θεός»·
- κανέναν δε χάνει ο Θεός ή ο Θεός δε χάνει κανέναν, για όλους μεριμνεί ο Θεός: «μη στενοχωριέσαι και όλα θα περάσουν, γιατί κανέναν δε χάνει ο Θεός»·
- … κι άγιος ο Θεός, έκφραση που δηλώνει πως κάτι καλό ή κακόεπαναλαμβάνεται κι έχει διάρκεια: «δουλειά κι άγιος ο Θεός || τεμπελιά κι άγιος ο Θεός»·
- κι ο Θεός βοηθός, ευχετική επίκληση για θεϊκή βοήθεια, ιδίως με την έναρξη κάποιας εργασίας ή προσπάθειας που είναι αμφιβόλου αποτελέσματος: «εγώ θα ξεκινήσω τη δουλειά κι ο Θεός βοηθός»· βλ. και φρ. ο Θεός βοηθός(!)·
- μα το Θεό! όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτό που λέμε σε κάποιον: «μα το Θεό, δε σου λέω ψέματα!». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και σκέφτομαι, μα το Θεό,στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, ο όρκος δίνεται μετά την απαίτηση του συνομιλητή μας με το ορκίσου και είναι φορές που συνοδεύεται και από σταυροκόπημα. Πολλές φορές, η φρ. κλείνει με το σου λέω· βλ. και φρ. να με κάψει ο Θεός(!)·
- μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα ή μακριά απ’ το βλέμμα του Θεού, λέγεται για τόπο πολύ απομονωμένο, απομακρυσμένο, ή για άνθρωπο που ζει απομονωμένος: «εδώ που ήρθα, ζω μακριά απ’ του Θεού το βλέμμα, και να πεθάνω, κανείς δε θα το μάθει»·
- μαλάκας άνθρωπος, χαρά Θεού, βλ. λ. μαλάκας·
- μάρτυς μου ο Θεός, έκφραση για να βεβαιώσουμε κάποιον πως του λέμε αλήθεια: «μάρτυς μου ο Θεός, όλα έγιναν ακριβώς έτσι όπως στα λέω»·
- μας ξέχασε ο Θεός, λέγεται στην περίπτωση που γενικά συμβαίνουν πολλά δεινά μαζεμένα:  «απ’ τη μια οι σεισμοί, απ’ την άλλη οι πυρκαγιές, οι πλημμύρες από δω, τα δυστυχήματα από κει, μας ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. τον ξέχασε ο Θεός·
- με πήρε ο Θεός τα μυαλά, ξαφνικά συμπεριφέρθηκα ανόητα, άστοχα, απερίσκεπτα, επιπόλαια, τρελά, όπως ποτέ δε συμπεριφερόμουν: «κάποια στιγμή με πήρε ο Θεός τα μυαλά και τους έκανα άνω κάτω με τις αγριοφωνάρες μου». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το λες και·
- με στράβωσε ο Θεός, βλ. φρ. με πήρε ο Θεός τα μυαλά·
- με το ευλογητός ο Θεός ημών, με την αρχή, με το ξεκίνημα μιας δουλειάς, υπόθεσης ή κάποιας διαδικασίας: «τον πήρα για μια δουλειά που είχα κλείσει και με το ευλογητός ο Θεός ημών ήθελε να τον πληρώσω! || με το ευλογητός ο Θεός ημών της ακροαματικής διαδικασίας, φάνηκε αμέσως ποιος ήταν ο αθώος και ποιος ο ένοχος». Αναφορά στην εκκλησιαστική φρ. εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε νῦν καὶ ἀεὶ καὶ  εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων, με την οποία αρχίζει η κάθε ακολουθία·    
- με το θέλημα του Θεού, βλ. λ. θέλημα·
- με του Θεού τη χάρη, με τη βοήθεια, με την ευσπλαχνία του Θεού: «με του Θεού τη χάρη πέρασα όλες τις δυσκολίες που μου έτυχαν στη ζωή». (Λαϊκό τραγούδι: μα με του Θεού τη χάρη, βγήκα πάλι παλικάρι
- μένω στο έλεος του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- μετά φόβου Θεού, βλ. λ. φόβος·
- μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου, δε βρήκα από κανέναν και από πουθενά βοήθεια, κυνηγήθηκα από τους πάντες: «ένα διάστημα δεν είχα πού την κεφαλήν κλίνη· μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου». (Λαϊκό τραγούδι: φύσηξ’ ο βοριάς της παρηγοριάς πάνω στο κορμί μου, άλλαξ’ ο καιρός μέχρι κι ο Θεός τα ’βαλε μαζί μου). Συνήθως λέγεται με παράπονο ή με ένα αίσθημα εγκατάλειψης·
- μη για όνομα του Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως παράτολμο ή κακό: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού!». Τις περισσότερες φορές, δικαιολογούμε και το λόγο για τον οποίο αποτρέπουμε το συνομιλητή μας να προβεί στην πράξη που δηλώνει: «θα πατήσω το πεντάλ και θα πιάσουμε διακόσια χιλιόμετρα την ώρα. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί θα σκοτωθούμε! || θα τον κλείσω στη φυλακή τον άτιμο. -Μη για όνομα του Θεού, γιατί έχει μικρά παιδιά να θρέψει!»·
- μη για το Θεό! βλ. φρ. μη για όνομα του Θεού(!)·
- μια χαρά Θεού ή μια χαρά Θεού είναι…, βλ. λ. χαρά·
- μόλις βγήκε, ο Θεός έσπασε το καλούπι, βλ. λ. καλούπι·
- μου βγαίνει ο Θεός, βασανίζομαι, ταλαιπωρούμαι, τυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός κάθε μέρα στη δουλειά». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία / μου βγαίνει η πίστη / μου βγαίνει η ψυχή / μου βγαίνει ο κώλος / μου βγαίνει ο πάτος / μου βγαίνει ο Χριστός / μου βγαίνει το λάδι·
- μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα, καταβασανίζομαι, καταταλαιπωρούμαι, κατατυραννιέμαι: «μου βγαίνει ο Θεός ανάποδα κάθε μέρα για να τα φέρω βόλτα». Συνών. μου βγαίνει η Παναγία ανάποδα / μου βγαίνει η πίστη ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή ανάποδα / μου βγαίνει η ψυχή απ’ το στόμα / μου βγαίνει ο κώλος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο πάτος απ’ έξω (απ’ όξω) / μου βγαίνει ο Χριστός ανάποδα·
- μου ’ρχεται, μα το Θεό να… ή μα το Θεό, μου ’ρχεται να…, λέγεται στην περίπτωση που ενσυνείδητα ή υποσυνείδητα νιώθουμε έντονη και ισχυρή την τάση να κάνουμε κάτι συγκεκριμένο: «κάθε φορά που βλέπω αυτόν τον παλιάνθρωπο, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να τον σπάσω στο ξύλο || κάθε φορά που βλέπω αυτόν το φουκαρά, μου ’ρχεται, μα το Θεό, να βάλω τα κλάματα». (Λαϊκό τραγούδι: είναι τώρα λίγος καιρός όπου την αγαπάω και μου ’ρχεται, μα το Θεό, στη μάνα της να πάω). Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το έτσι·
- να έχεις την ευλογία του Θεού, βλ. λ. ευλογία·
- να έχεις την ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- να με κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να με κάψει! είδος όρκου για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον, αναφορά στη θεϊκή τιμωρία για να τονίσουμε τις καλές μας προθέσεις: «αν δεν είναι τα πράγματα έτσι όπως στα λέω, να με κάψει ο Θεός! || αν κάνω εγώ αυτό το πράγμα, να με κάψει ο Θεός!»·
- να μη σου δώσει ο Θεός όσα μπορείς ν’ αντέξεις, λέγεται ως ευχή σε κάποιον, γιατί ο άνθρωπος σε μια δύσκολη στιγμή έχει απεριόριστη αντοχή, οπότε το υπονοούμενο είναι πως, αν του δώσει ο Θεός όσα μπορεί να αντέξει, τότε θα του δώσει πάρα πολλές δυσκολίες· 
- να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο, είδος κατάρας με την έννοια, να μην αξιωθείς, να μην προλάβεις να καλυτερεύσεις τη ζωή σου, να αντιμετωπίζεις συνέχεια μεγάλες δυσκολίες και προβλήματα: «για το κακό που μου ’κανες, να μη φτάσεις να δεις Θεού πρόσωπο»·
- να μην (το) δώσει ο Θεός, βλ. φρ. ας μην (το) δώσει ο Θεός·
- να σε κάψει ο Θεός! ή ο Θεός να σε κάψει! είδος κατάρας που απευθύνουμε εναντίον κάποιου·
- νεράκι του Θεού, βλ. λ. νεράκι·
- ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο, μετά από περίοδο δυσκολιών, άρχισε να βελτιώνεται η κατάσταση μου, άρχισα πάλι να ευημερώ: «μετά τη βοήθεια που δέχθηκα απ’ το φίλο μου, ξαναβλέπω Θεού πρόσωπο»·
- ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει, ο Θεός δεν τιμωρεί τυχαία τους ανθρώπους: «ο κόσμος δεν μπορεί να καταλάβει, και νομίζει πως ο Θεός ρίχνει την τιμωρία και σ’ όποιον πάει, όμως δεν είναι έτσι τα πράγματα, γιατί ξέρει ο Θεός ποιο δέντρο μαραίνει»·
- ο δούλος (η δούλη) του Θεού, βλ. λ. δούλος·
- ο δρόμος του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- ο Θεός αγαπάει τον κλέφτη, αγαπάει όμως και το νοικοκύρη, δεν υπάρχει περίπτωση να αδικήσει κανείς κάποιον και να μην το πληρώσει αργά ή γρήγορα·
- ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει, ηπιότερη έκφραση του ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε (βλ. φρ.)·
- ο Θεός αλλού πλάθει κι αλλού κλάνει, βλ. συνηθέστ. ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε·
- ο Θεός άλλους έπλασε κι άλλους έκλασε ή ο Θεός άλλους τους έπλασε κι άλλους τους έκλασε, χαρακτηριστική έκφραση απογοητευμένου ανθρώπου για την κακή πορεία των πραγμάτων στη ζωή του, καθώς βλέπει άλλους να πορεύονται με επιτυχία και προκοπή·
- ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί, ο Θεός μπορεί να αργεί πολλές φορές να επέμβει για βοήθεια ή για τιμωρία, αλλά σίγουρα κάποτε επεμβαίνει: «κάποια μέρα θα τιμωρηθείς από τη θεία δικαιοσύνη για το κακό που μου έχεις κάνει, γιατί ο Θεός αργεί, μα δε λησμονεί»·
- ο Θεός ας με συχωρέσει ή ο Θεός να με συχωρέσει, βλ. φρ. Θεέ μου σχώρα με·
- ο Θεός βοηθός! παράκληση ατόμου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να το βοηθήσει· βλ. και φρ. κι ο Θεός βοηθός·
- ο Θεός είναι μεγάλος! α. παρηγορητική υπενθύμιση της μακροθυμίας του Θεού σε περίπτωση απογοήτευσης ή υπενθύμιση της σωτήριας βοήθειας του Θεού σε περίπτωση μεγάλης δυστυχίας: «κάνε λίγο υπομονή και να δεις που όλα θα περάσουν, γιατί ο Θεός είναι μεγάλος». (Λαϊκό τραγούδι: κι αν σε πήρε κάποιος άλλος, ο Θεός είναι μεγάλος). β. δηλώνει πίστη πως τα πράγματα θα διορθωθούν: «μπορεί να περνάω δύσκολες μέρες, αλά ο Θεός είναι μεγάλος κι όλα θα φτιάξουν!»·
- ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν! μόνο ο Θεός κι εγώ γνωρίζουμε τι βάσανα και τι δυσκολίες πέρασα για να πετύχω κάτι: «ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι πέρασα για ν’ αγοράσω αυτό το σπιτάκι! || ο Θεός κι η ψυχή μου το ξέρουν τι τράβηξα για να σπουδάσω τα παιδιά μου!»·
- ο Θεός κι η ψυχή του, έκφραση με την οποία αφήνουμε κάποιον εντελώς ελεύθερο να αποφασίσει για θέμα που μας αφορά ή και που αφορά τον ίδιο και που έχει μια διάθεση δυσπιστίας για το αν ενεργήσει σωστά, όπως πρέπει: «εγώ πάντως του ζήτησα συγνώμη. Από εκεί και πέρα ο Θεός κι η ψυχή του || εγώ, ό,τι συμβουλή ήταν να του δώσω, του την έδωσα, τώρα το τι θα κάνει, ο Θεός κι η ψυχή του»·
- ο Θεός κι ο λόγος σου! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «δεν ξέρεις πόσο θέλω να γίνει καλά ο πατέρας σου! -Ο Θεός κι ο λόγος σου! || ε ρε και να σου τύχει το λαχείο που αγόρασες! -Ο Θεός κι ο λόγος σου!»·
- ο Θεός μαζί σου, ευχετική έκφραση σε κάποιον που αναχωρεί για κάπου ή που βρίσκεται στο ξεκίνημα μιας ενέργειάς του·
- ο Θεός μονάχα ξέρει, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει. (Λαϊκό τραγούδι: χαραμίστηκε η ζωή μου μες στα χέρια τα δικά σου, ο Θεός μονάχα ξέρει πόσα τράβηξα κοντά σου
- ο Θεός μονάχα ξέρει αν… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πότε… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πού… ή ο Θεός μονάχα ξέρει πώς…, βλ. φρ. ένας Θεός ξέρει αν… (Λαϊκό τραγούδι: κάποιο τρένο θα περάσει απ’ τη ζωή μας βιαστικό, τη βαλίτσα μας στο χέρι κι ο Θεός μονάχα ξέρει πού θα κάνουμε σταθμό
- ο Θεός ν’ αναπαύσει την ψυχή του, ευχή σε κάποιον που πέθανε·
- ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!), παράκληση κάποιου που έχει εμπλακεί σε δυσκολίες να επέμβει ο Θεός να τον βοηθήσει·
- ο Θεός να δώσει! λέγεται ευχετικά, όταν μας λέει κάποιος κάτι που μας συμφέρει, μας εξυπηρετεί ή μας ικανοποιεί, να το ακούσει ο Θεός για να το πραγματοποιήσει: «πολύ θα χαρώ, αν περάσει ο γιος σου στο πανεπιστήμιο! -Ο Θεός να δώσει»·
- ο Θεός να ευδοκήσει! βλ. φρ. ο Θεός να δώσει(!)·
- ο Θεός να κάνει το θαύμα του! βλ. φρ. ο Θεός να βάλει το χέρι του! (το χεράκι του!)·
- ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, ευχή να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφέρομαι ή να μην είναι έτσι το κακό που λέω για κάποιον, μακάρι να διαψευστώ: «άκουσα πως ο τάδε έβαλε χέρι στο ταμείο, ο Θεός να με βγάλει ψεύτη || ο Θεός να με βγάλει ψεύτη, αλλά έμαθα πως η τάδε του τα φοράει του φίλου μας»·
- ο Θεός να μη μας το χρωστάει αυτό το κακό ή ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό, λέγεται στην περίπτωση που απευχόμαστε να συμβεί και σε μας το κακό για το οποίο κουβεντιάζουμε: «έμεινε ολομόναχος στη ζωή, γιατί έχασε όλη του την οικογένεια σ’ ένα αυτοκινητιστικό δυστύχημα. -Ο Θεός να μη μας το χρωστάει τέτοιο κακό»·
- ο Θεός να μη το δώσει, ευχή για να μη συμβεί το κακό στο οποίο αναφερόμαστε·
- ο Θεός να μου κόβει μέρες και να σου δίνει χρόνια, έκφραση με την οποία δείχνουμε την υπέρμετρη αγάπη μας σε πολυαγαπημένο μας πρόσωπο·
- ο Θεός να σ’ ευλογεί, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να έχει την ευλογία του Θεού: «ο Θεός να σ’ ευλογεί, φίλε μου, που με βοήθησες»·
- ο Θεός να σε καλοδρομίζει, ευχή σε κάποιον που πρόκειται να ταξιδέψει·
- ο Θεός να σε πληρώσει ή ο Θεός να στο πληρώσει, ευχή ατόμου, που βοηθήσαμε, να αποζημιωθούμε από το Θεό ή κατάρα ατόμου, που του κάναμε κάποιο κακό, να τιμωρηθούμε από το Θεό·
- ο Θεός να σε φυλάει, ευχή σε κάποιον να έχει την προστασία του Θεού: «ο Θεός να σε φυλάει απ’ τους κακούς ανθρώπους». (Λαϊκό τραγούδι: Σακραμέντο και Νοτάη ο Θεός να σε φυλάει. Πέρασα κι από το Φρίσκο όλο μπελαλήδες βρίσκω
- ο Θεός να σε φωτίσει ή να σε φωτίσει ο Θεός ευχή σε κάποιον να τον καθοδηγήσει ο Θεός, ώστε να μπορέσει να ενεργήσει με τον ορθό, το σωστό, τον ενδεδειγμένο τρόπο, να τον βοηθήσει να πάρει τη σωστή απόφαση: «τα πράγματα είναι πολύ δύσκολα, γι’ αυτό εύχομαι να σε φωτίσει ο Θεός να κάνεις το σωστό»·
- ο Θεός να σου δίνει φώτιση, ευχή που δίνουμε σε κάποιον να τον καθοδηγεί ο Θεός, ώστε να ενεργεί ορθά, σωστά, ώστε να παίρνει τις σωστές αποφάσεις: «εκεί που θα πας, παιδάκι μου, ο Θεός να σου δίνει φώτιση». Πολλές φορές, μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το καλή·
- ο Θεός να στα φέρει δεξιά ή ο Θεός να τα φέρει δεξιά, ευχή σε κάποιον, που βασανίζεται από κάποιο πρόβλημα, να βρεθεί ευνοϊκή λύση, να έχει αίσια κατάληξη·
- ο Θεός να στα φέρνει (πάντα) δεξιά, ευχή σε κάποιον, που μας πληροφορεί πως γενικά όλα τα πράγματα στη ζωή του πηγαίνουν ευνοϊκά, να συνεχίσουν να πηγαίνουν ευνοϊκά, ή ευχή σε κάποιον, που μας βοήθησε, να είναι ευτυχισμένος, χωρίς προβλήματα·
- ο Θεός να το κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το πράγμα για το οποίο γίνεται λόγος, δεν έχει καμιά χρηστικότητα είτε λόγω παλαιότητας είτε λόγω ακαταλληλότητας ή, και αν την έχει, είναι μηδαμινή ή και επικίνδυνη:  «αγόρασε ένα μεταχειρισμένο αυτοκίνητο, αλλά ο Θεός να το κάνει αυτοκίνητο, γιατί φοβάσαι και να μπεις μέσα || αγόρασε ένα διαμέρισμα, αλλά ο Θεός να το κάνει διαμέρισμα, γιατί είναι στο υπόγειο μιας παλιάς οικοδομής»·
- ο Θεός να τον κάνει…, ειρωνική έκφραση, που δηλώνει πως το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος δεν έχει καμιά από τις ιδιότητες που το αποδίδουν ή, και αν τις έχει, είναι μηδαμινές: «θα πάω στο γιατρό μου για μια εξέταση. -Ο Θεός να τον κάνει γιατρό αυτόν τον κομπογιαννίτη || έδωσα την υπόθεσή μου σ’ έναν δικηγόρο, αλλά ο Θεός να τον κάνει δικηγόρο, γιατί είναι απ’ τους μεγαλύτερους χασοδίκες»·
- ο Θεός να φυλάει! βλ. φρ. Θεός φυλάξοι(!)·
- ο Θεός ο ίδιος να… ή ο ίδιος ο Θεός να…, δηλώνει εμμονή σε κάποια απόφασή μας: «ο Θεός ο ίδιος να μου το πει, εγώ δεν αποσύρω τη μήνυση που του ’κανα || ο Θεός ο ίδιος να με παρακαλέσει να μην πάω, εγώ θα πάω για να του μπω στο μάτι»·
- ο Θεός πάντα το καλό, ευχετική προσφώνηση ανάμεσα σε πότες, την ώρα που σηκώνουν το ποτήρι τους να πιουν. Συνήθως της φρ. προτάσσεται το άντε και (κι)·
- ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει, έκφραση που δηλώνει πως η τύχη είναι ευμετάβλητη και συνήθως απευθύνεται προειδοποιητικά σε κείνους που παινεύονται για την καλή τους τύχη: «μην κοκορεύεσαι για την καλή σου τύχη, γιατί ο Θεός σκάλες ανεβάζει και σκάλες κατεβάζει»· βλ. και φρ. ο Θεός άλλους ανεβάζει κι άλλους κατεβάζει·
- ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι, ο Θεός στέλνει τις μεγάλες στενοχώριες, τις μεγάλες συμφορές, τα μεγάλα βάρη, σε κείνους που μπορούν να τα αντέξουν: «ό,τι κακό και να σου τύχει εσένα, δε σε φοβάμαι, γιατί ο Θεός στα ψηλά βουνά ρίχνει το χιόνι»·
- ο Θεός της Ελλάδας, βλ. λ. Ελλάδα·
- ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά, παράλληλα με τη φροντίδα του Θεού, πρέπει και εμείς να φροντίζουμε για τα προς το ζην: «εσύ την άραξες στο σπίτι σου και τα περιμένεις όλα απ’ το Θεό. Βέβαια, ο Θεός τρέφει τα πουλιά, μα δεν τα βάζει και το φαΐ μέσ’ στη φωλιά». Πρβλ.: σύν Ἀθηνᾷ καὶ χεῖρα κίνει·
- ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει, λέγεται για άτομο που, χωρίς να κοπιάζει διόλου, του έρχονται όλα ευνοϊκά, ή λέγεται για άτομο του οποίου για την προκοπή του ενδιαφέρεται ενεργά κάποιος άλλος: «γι’ αυτόν δεν πρέπει ν’ ανησυχείς, γιατί ο καλόγερος κοιμάται κι ο Θεός του μαγειρεύει». Συνών. αυτός κοιμάται κι η τύχη του δουλεύει·
- ο κουβαλητής θυμάται το Θεό, μόνο όταν έχει το φορτίο στον ώμο του, βλ. λ. κουβαλητής·
- ο Λόγος του Θεού, βλ. λ. λόγος·
- ο Νόμος του Θεού, βλ. λ. νόμος·
- οίκος (του) Θεού, βλ. λ. οίκος·
- όλες οι μέρες είναι του Θεού, βλ. λ. μέρα·
- όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει, όποιον αγαπά ο Θεός τον υποβάλλει σε δοκιμασίες: «η στενοχωριέσαι με τις δυσκολίες που σου τυχαίνουν, γιατί όποιον αγαπά ο Θεός παιδεύει». Πρβλ.:
ν γὰρ ἀγαπᾷ Κύριος παιδεύει, μαστιγοῖ δὲ πάντα υἱὸν ὃν παραδέχεται. (Παύλου Προς Εβραίους, ιβ΄ 6]·
- όποιος δίνει σε φτωχό, δανείζει στο Θεό, όποιος ελεεί φτωχό, ο Θεός θα του το ανταποδώσει. Η φρ. υπάρχει γραμμένη σε πολλές εκκλησίες·
- όποιος λέει την αλήθεια, έχει το Θεό βοήθεια, βλ. λ. αλήθεια·
- όπου δε δίνει ο Θεός παιδιά, δίνει ο διάβολος ανίψια, βλ. λ. ανίψι·
- όπως ορίζει ο Θεός ή όπως ορίσει ο Θεός, σύμφωνα με την επιθυμία του Θεού: «δεν μπορείς ν’ αλλάξεις τίποτα στη ζωή, γιατί όλα γίνονται όπως ορίσει ο Θεός»·
- οργή Θεού, βλ. λ. οργή·
- όσο θέλεις δούλευε κι όσα θέλει ο Θεός θα σου δώσει, παρ’ όλη την εργατικότητα του ανθρώπου αν δεν υπάρχει και η θεϊκή βούληση, τότε δε θα μπορέσει να προκόψει·
- όταν γαμείς, λεν το φτωχό, να κοιτάς και το Θεό, βλ. λ. φτωχός·
- όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί, είναι και φορές που η ατυχία μας εμποδίζει να απολαύσουμε τα οφέλη από τις προσπάθειές μας, τα αγαθά τον κόπων μας: «καμιά φορά έρχονται έτσι τα πράγματα στη ζωή, που, όταν δίνει ο Θεός τ’ αλεύρι, παίρνει ο διάβολος το σακί»·   
- όταν θέλει να χαλάσει ο Θεός τον μέρμηγκα, του βάζει φτερά και πετάει, βλ. λ. μυρμήγκι·
- όταν ο Θεός μεθ’ ημών, ουδείς καθ’ ημών, όταν έχουμε την προστασία του Θεού, δεν πρέπει να φοβόμαστε κανένα κακό από οποιονδήποτε·
- όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός κοιμόταν ή όταν ο Θεός μοίραζε μυαλά, αυτός είπε όχι ευχαριστώ ή όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα, λέγεται ειρωνικά για άτομο που δεν έχει καθόλου μυαλό, που είναι πολύ κουτός, ανόητος, βλάκας: «μην τον συνερίζεσαι γι’ αυτά που λέει και κάνει, γιατί, όταν ο Θεός πετούσε μυαλά, αυτός κρατούσε ομπρέλα»·
- όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει, από το ότι, τα πάντα στη ζωή του ανθρώπου είναι ρευστά, απρόβλεπτα και εξαρτιόνται από τη βούληση του Θεού: «πάνε ν’ ανάψεις κανένα κεράκι τώρα που ξεκινάς καινούρια δουλειά, γιατί δεν πρέπει να σου διαφεύγει πως όταν οι άνθρωποι κάνουν σχέδια, ο Θεός γελάει»·    
- (ούτε) το Θεό μπάρμπα να ’χει, με κανένα τρόπο, σε καμιά περίπτωση δε θα πραγματοποιήσουμε ή δε θα αφήσουμε να πραγματοποιηθεί κάτι που τον συμφέρει ή που τον ωφελεί: «δε θα τον πάρω στη δουλειά μου, ούτε το Θεό μπάρμπα να ’χει || δε θα του δώσω την άδεια που θέλει, ούτε το Θεό μπάρμπα  να ’χει»·
- παιδιά ενός κατώτερου Θεού, βλ. λ. παιδί·
- παιδιά του Θεού, βλ. λ. παιδί·
- πήγαινε στην ευχή του Θεού! βλ. λ. ευχή·
- πήγαινε στο έλεος του Θεού! βλ. λ. έλεος·
- πήγε στο Θεό, πέθανε και σίγουρα η ψυχή του πήγε στον Παράδεισο: «ήταν πολύ καλός άνθρωπος ο σχωρεμένος και σίγουρα η ψυχή του πήγε στο Θεό». Συνηθισμένη δικαιολογία σε μικρό παιδί για το θάνατο ατόμου της οικογενείας του·
- πλάσμα του Θεού, βλ. λ. πλάσμα·
- πλούσια, Θεέ μου, τα ελέη σου! ή πλούσια τα ελέη του Θεού! αναφώνηση ευχαριστίας προς το Θεό για την αφθονία αγαθών, ιδίως τροφών που υπάρχουν σε ένα τραπέζι·
- ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε! ξέσπασε με τέτοια οργή και μανία, που προξενούσε φόβο: «μόλις μας είδε να τεμπελιάζουμε, άρχισε να φωνάζει σαν μανιακός και ποιος είδε το Θεό και δεν τον φοβήθηκε!»·
- προβατάκι του Θεού, βλ. λ. προβατάκι·
- προς Θεού! παρακλητική έκφραση με την οποία προσπαθούμε να παρεμποδίσουμε ή να αποτρέψουμε κάποιον να κάνει κάτι, ιδίως κακό, ή έκφραση που επιτείνει την άρνησή μας για κάτι κακό που μας προσάπτει κάποιος: «προς Θεού, πρέπει να προσέχουμε καλά μη μας συμβεί κανένα κακό! || μα τι λες, προς Θεού, ούτε που το σκέφτηκα να σε κατηγορήσω!»·
- πρώτα ο Θεός, βλ. φρ. Θεού θέλοντος·
- πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου, έκφραση με την οποία θέλουμε να υπογραμμίσουμε την αξία του καλού γείτονα: «ο καλός γείτονας είναι μεγάλη τύχη για κάποιον, γιατί δεν πρέπει να ξεχνάμε πως πρώτη βοήθεια του Θεού, δεύτερη του γειτόνου»·
- πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! α. έχω εξαντληθεί σωματικά ή οικονομικά: «ήταν τόσο κουραστική σήμερα η δουλειά, που πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει! || έπεσε τέτοια αναδουλειά στο μαγαζί και το πώς βαστώ, ένας Θεός το ξέρει!». β. μετά βίας συγκρατώ τα νεύρα μου, μετά βίας συγκρατιέμαι να μην ενεργήσω βίαια εναντίον κάποιου: «λέει τέτοιες ανοησίες και πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει!». Συνήθως μετά το ρ. της φρ. ακολουθεί το μόνο ή το μονάχα, ενώ πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άρθρο το·
- πώς κρατιέμαι, ένας Θεός το ξέρει! ή πώς κρατώ, ένας Θεός το ξέρει! βλ. φρ. πώς βαστιέμαι, ένας Θεός το ξέρει(!)·
- σε τι Θεό πιστεύεις; λέγεται σε άτομο που συμπεριφέρεται με μεγάλη σκληρότητα και δηλώνει συνήθως παράκληση να συμπεριφερθεί πιο ήπια ή με επιείκεια: «μην τον κλείσεις φυλακή για μια κωλοεπιταγή, που δεν είχε να σου πληρώσει, σε τι Θεό πιστεύεις;»·
- σημαδεμένος απ’ το Θεό, αυτός που είναι ανάπηρος, σακάτης εκ γενετής: «τον τρώει ένα σαράκι, γιατί έχει ένα παιδί σημαδεμένο απ’ το Θεό»·
- στην ευχή του Θεού, βλ. λ. ευχή·
- στο Θεό σου! βλ. φρ. για (τ’) όνομα του Θεού! (Λαϊκό τραγούδι: Έλλη, στο Θεό σου, τι έχεις στο μυαλό σου;)·
- στο φαΐ και στο γαμήσι ο Θεός δεν κάνει κρίση, κανένας δεν μπορεί να κατακρίνει κάποιον, με οποιονδήποτε τρόπο κι αν ενεργεί, για την απόκτηση ζωτικών αναγκών στη ζωή του·
- συν Θεώ, με τη βοήθεια του Θεού: «συν Θεώ όλα θα πάνε καλά»·
- τ’ αγαθά του Θεού, βλ. λ. αγαθό·
- τα ελέη του Θεού, βλ. λ. έλεος·
- τα καλά του Θεού, αφθονία υλικών αγαθών: «τα καλά του Θεού έχουμε, δε μας λείπει τίποτα»·
- τέλος και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέλος·
- τέρμα Θεού, βλ. λ. τέρμα·
- τέρμα και τω Θεώ δόξα, βλ. λ. τέρμα·
- τι Θεό λατρεύει, βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύει·
- τι Θεό λατρεύεις; βλ. φρ. σε τι Θεό πιστεύεις(;)·
- τι κάνει ο Θεός, όταν έχει κέφια! θαυμαστικό πείραγμα σε όμορφη γυναίκα που τη βλέπουμε να περνάει από μπροστά μας. Πολλές φορές, τη φρ. προτάσσεται το πω πω ή το ε ρε·
- τι να σε βαρέσω, που ’σαι βαρεμένος απ’ το Θεό, βλ. φρ. τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό·
- τι να σε χτυπήσω, που ’σαι χτυπημένος απ’ το Θεό, υποτιμητική έκφραση σε άτομο που δεν καταδεχόμαστε ούτε να το χτυπήσουμε, γιατί η μεγάλη βλακεία του, η μεγάλη ανοησία του θεωρούμε πως είναι χτύπημα από το Θεό· 
- το γκαβό πουλί ο Θεός δυο φορές το βλέπει, βλ. λ. πουλί·
- το γκαβό πουλί το δίνει ο Θεός φωλιά και ζει, βλ. λ. πουλί·
- το Θεό, ειρωνική έκφραση ή έκφραση φιλοφροσύνης στο ευχαριστώ που μας λέει κάποιος για κάποια εξυπηρέτηση ή άλλη διευκόλυνση που του κάναμε·
- το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο Θεός, βλ. φρ. το πολύ το Κύριε ελέησον το βαριέται κι ο παπάς, λ. παπάς·
- το ’χω Θεό (μου) ή το ’χω για Θεό (μου) ή το ’χω σαν Θεό (μου), το λατρεύω, το αγαπώ πάρα πολύ, ιδίως το χρήμα: «όλοι στην οικογένειά μου ήταν τσιγκούνηδες άνθρωποι κι έτσι έμαθα κι εγώ να ’χω σαν Θεό το χρήμα». (Λαϊκό τραγούδι: την έσπασες στα γρήγορα, γι’ άλλο κορόιδο τρέχεις, γιατί το χρήμα αγαπάς και για Θεό το έχεις!
- τον αγαπάει σαν Θεό, τον υπεραγαπά: «απ’ τη μέρα που γνωρίστηκαν τον αγαπάει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: ποιος το ’πε πως εγώ σε ξεχνώ, εγώ για σένα λιώνω νύχτα μέρα στο κόσμο σαν Θεό σ’ αγαπώ
- τον βλέπει σαν Θεό, τον υπεραγαπά, τον λατρεύει: «ο άντρας της δε της χαλάει χατίρι κι αυτή τον βλέπει σαν Θεό»·
- τον βλέπει στα μάτια σαν Θεό ή τον βλέπει σαν Θεό στα μάτια, βλ. λ. μάτι·
- τον έκανα Θεό ή τον έχω κάνει Θεό, τον θερμοπαρακάλεσα: «τον έκανα Θεό να με βοηθήσει, αλλά αυτός τίποτα || τον έκανα Θεό ν’ αποσύρει τη μήνυση κι ευτυχώς που τον έπεισα». (Λαϊκό τραγούδι: σ’ έχω κάνει Θεό μια φορά να σε δω, να σου πω σ’ αγαπώ γύρνα πίσω
- τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια, πρόκειται για πολύ τυχερό, για πολύ ευτυχισμένο άνθρωπο: «με ό,τι καταπιαστεί, βγάζει ένα σωρό λεφτά, λες και τον ευλόγησε ο Θεός με τα δυο τα χέρια»·  
- τον έχω Θεό (μου) ή τον έχω για Θεό μου ή τον έχω σαν Θεό (μου), τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ: «μην πεις κουβέντα για τον πατέρα του, γιατί τον έχει Θεό του». (Λαϊκό τραγούδι: σε είχα σαν Θεό μου σε λάτρευα πολύ, μα εσύ αντί για μάννα μου έδωσες χολή
- τον κοιτάζω σαν Θεό, τον λατρεύω, τον αγαπώ πάρα πολύ και παράλληλα τον σέβομαι υπερβολικά: «τους γονείς του τους κοιτάζει σαν Θεό». (Λαϊκό τραγούδι: αχ, σαν Θεό μου σε κοιτώ, αχ, σε λατρεύω σ’ αγαπώ· μα εσύ αδιαφορείς, δε γυρίζεις να με δεις
- τον ξέχασε ο Θεός, είναι υπέργηρος: «μη ρωτάς πόσο χρονών είναι, τον ξέχασε ο Θεός»· βλ. και φρ. μας ξέχασε ο Θεός·
- τον πήρε ο Θεός, πέθανε: «είναι μήνες τώρα που τον πήρε ο Θεός». Πρβλ. Άγιε μου Γιώργη γείτονα, να μ’ έπαιρνες να γλίτωνα (Λαϊκό τραγούδι)·
- τον τιμώρησε ο Θεός, τελικά δε γλίτωσε την τιμωρία: «μπορεί να ξέφυγε απ’ τους ανθρώπους, αλλά στο τέλος τον τιμώρησε ο Θεός»·
- του βγάζω το Θεό, τον βασανίζω, τον ταλαιπωρώ, τον τυραννώ: «του ’βγαλε το Θεό μέχρι να του επιστρέψει τα δανεικά που του είχε πάρει». Συνών. του βγάζω την Παναγία / του βγάζω την πίστη / του βγάζω την ψυχή / του βγάζω το λάδι / του βγάζω το Χριστό / του βγάζω τον κώλο / του βγάζω τον πάτο·
- του βγάζω το Θεό ανάποδα, τον καταβασανίζω, τον καταταλαιπωρώ, τον κατατυραννώ: «μπορεί να του βγάζω το Θεό ανάποδα κάθε μέρα, επειδή του ανέθεσα δύσκολη δουλειά, αλλά τον πληρώνω διπλάσια». Συνών. του βγάζω την Παναγία ανάποδα / του βγάζω την πίστη ανάποδα / του βγάζω την ψυχή ανάποδα / του βγάζω την ψυχή απ’ το στόμα / του βγάζω το Χριστό ανάποδα / του βγάζω τον κώλο απ’ έξω (απ’ όξω) / του βγάζω τον πάτο απ’ έξω (απ’ όξω)·
- του γαμώ το Θεό, α. τον καταξεφτιλίζω, τον καταντροπιάζω: «τον είδε που ενοχλούσε έγκυο γυναίκα κι εκεί μπροστά στον κόσμο του γάμησε το Θεό». β. τον τιμωρώ σκληρά, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «μόλις κατάλαβε ο πατέρας του πως ήταν πάλι πιωμένος του γάμησε το Θεό || τον άρπαξε στα χέρια του και του γάμησε το Θεό». γ. εκστομίζεται και ως βρισιά.Για συνών. βλ. φρ. του γαμώ τα καντήλια, λ. γαμώ·
- του ’δωσε ο Θεός πετσάκι κι αυτός άνοιξε βυρσοδεψείο, βλ. λ. πετσάκι·
- του Θεού το χρόνια δε σώνονται, α. λέγεται για τους βιαστικούς και ανυπόμονους ανθρώπους: «σιγά, ρε άνθρωπέ μου, μη βιάζεσαι, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται». β. λέγεται από αυτούς που δε βιάζονται, που αφήνουν για το μέλλον αυτά που μπορούν να κάνουν σήμερα, που αναβάλλουν συνεχώς: «έλα μωρέ, γιατί να βιαστώ, του Θεού τα χρόνια δε σώνονται»· 
- του τα δίνει ο Θεός με τη σέσουλα, βλ. φρ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι, λέγεται για την αφθονία υλικών αγαθών που έχει κάποιος, και που συνεχώς προστίθενται και άλλα: «πώς να μην είναι ευτυχισμένος, απ’ τη στιγμή που του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι;»·
- του τα δίνει ο Θεός με το τσουβάλι, βλ. συνηθέστ. του τα δίνει ο Θεός με το ζεμπίλι·
- του χρωστάει ο Θεός, λέγεται για άτομο που, με ό,τι καταπιάνεται, κερδίζει με ευκολία πάρα πολλά λεφτά: «μην απορείς για το χρήμα που βγάζει αυτός ο άνθρωπος, γιατί του χρωστάει ο Θεός»·
- Ύψιστε Θεέ! ή Ύψιστε Θεέ μου! βλ. λ. ύψιστος·
- υψώνω τα χέρια μου στο Θεό, βλ. λ. χέρι·
- φεύγω απ’ το δρόμο του Θεού, βλ. λ. δρόμος·
- φωνή λαού, οργή Θεού, βλ. λ. φωνή·
- χάλασε ο Θεός τον κόσμο, προκλήθηκε μεγάλη, ανυπολόγιστη καταστροφή από φυσικά κυρίως αίτια ή στοιχεία: «ήταν τόσο δυνατός ο σεισμός, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο || έγιναν τέτοιες πλημμύρες, που χάλασε ο Θεός τον κόσμο»·
- ψωλή καυλωμένη Θεό δεν ονομάζει, βλ. λ. ψωλή.

κερατιάτικα

κερατιάτικα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. κερατιάτικος]·
- άλλος πληρώνει τα κερατιάτικα, βλ. φρ. πληρώνω τα κερατιάτικα·
- πληρώνω κερατιάτικα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «πλημμύρισε το μαγαζί μου με τις τελευταίες βροχές και τώρα πληρώνω κερατιάτικα». Συνών. πληρώνω γαμησιάτικα / πληρώνω σπασμένα· 
 - πληρώνω τα κερατιάτικα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «πάω να πληρώσω τα κερατιάτικα του γιου μου». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «άλλοι κάνουν τις λοβιτούρες μέσα στο εργοστάσιο κι εγώ πληρώνω τα κερατιάτικα». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

λέζα1

λέζα1, η, ουσ. [<ίσως βενετ. leza]. 1. (στη γλώσσα της αργκό) το βάρος, η ευθύνη: «έχω τη λέζα της υπόθεσης, γι’ αυτό δε θα κάνω χατίρι σε κανέναν». 2. η στενοχώρια: «έχει μαύρη λέζα, γιατί έχασε όλα του τα λεφτά»·
- πληρώνω τη λέζα, πληρώνω τις ζημιές που έκανε κάποιος χωρίς να είμαι υπόλογος για αυτές, πληρώνω τα σπασμένα: «μόλις μέθυσε, άρχισε να σπάζει ό,τι έβρισκε μπροστά του, κι επειδή ήταν φίλος μου, πλήρωσα εγώ τη λέζα»·
- τραβώ τη λέζα, ταλαιπωρούμαι έντονα, βασανιστικά: «εσύ καλά κάθεσαι στο γραφείο σου, εγώ όμως κάθε μέρα τραβώ τη λέζα μέσα στους δρόμους για να πουλήσω το εμπόρευμα».

μαλλί

μαλλί, το, ουσ. [<μσν. μαλλίν <μαλλίον, υποκορ. του αρχ. ουσ. μαλλός], το μαλλί. 1. (στη γλώσσα της αργκό) τα λεφτά, τα χρήματα: «όταν έχεις μαλλί, όλοι σε υπολογίζουν». 2. στον πλ. ως επιφών. μαλλιά! έκφραση αμφισβήτησης στα λεγόμενα κάποιου: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά!». Πολλές φορές, μετά το επιφώνημα επαναλαμβάνεται από τον αμφισβητία και το ρ. της φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε!», ενώ είναι και φορές που ο αμφισβητίας επαναλαμβάνει όλη τη φρ. που του ανακοινώνεται: «ο τάδε αγόρασε καινούριο αυτοκίνητο. -Μαλλιά αγόρασε ο τάδε καινούριο αυτοκίνητο!». Για συνών. βλ. λ. αρχίδι (4). (Ακολουθούν 80 φρ.)·
- αρπάζω τη ζωή απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ζωή·
- αρπάζω την ευκαιρία απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. ευκαιρία·
- αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν άγρια, μαλλιοτραβήχτηκαν: «κάποια στιγμή νευρίασαν τόσο πολύ κι οι δυο, που αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά». Από το ότι, όταν συμπλέκονται δυο γυναίκες, συνήθως αρπάζονται από τα μαλλιά, σε αντίθεση με τους άντρες που γρονθοκοπούνται·
- άσπρα μαλλιά, μαύρα γαμήσια, βλ. φρ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή, έκφραση με ειρωνική διάθεση σε άτομο που έχουν αρχίσει να ασπρίζουν τα μαλλιά του, πράγμα που δείχνει πως έχει αρχίσει να γερνάει με όλα τα αρνητικά επακόλουθα των γηρατειών: «τη μια η πίεση, την άλλη το ουρικό οξύ, την παράλλη κάτι ταχυπαλμίες, μ’ έχουν κάνει να τρέχω συνέχεια από γιατρό σε γιατρό. -Άσπρα μαλλιά στην κεφαλή, κακά μαντάτα Νικολή». Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το εμ·
- άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής, ότι και παραπάνω με κύρια αναφορά στις αρνητικές επιπτώσεις στο σεξ·  
- άσπρα μαλλιά του κεφαλιού, κακά μαντάτα του μουνιού, βλ. συνηθέστ. άσπρα μαλλιά της κεφαλής, κακά μαντάτα της ψωλής·
- άσπρισαν τα μαλλιά μου ή άσπρισε το μαλλί μου, α. γέρασα ή γέρασα πρόωρα από τους πόνους και τις ταλαιπωρίες της ζωής: «άσπρισαν τα μαλλιά μου κι ούτε κατάλαβα για πότε πέρασε η ζωή μου!». (Λαϊκό τραγούδι: μόνη κι έρημη στο σπίτι κλαις κι εσύ τη συμφορά μου για το άμυαλο παιδί σου και ασπρίσαν τα μαλλιά σου). β. απόκτησα μεγάλη πείρα στη ζωή, ιδίως λόγω της μεγάλης ηλικίας μου: «σε μένα μη κάνεις τον έξυπνο, γιατί άσπρισαν τα μαλλιά μου σ’ αυτή τη ζωή». γ. περιμένω σε κάποιο ραντεβού πολύ περισσότερο από την προκαθορισμένη ώρα: «άντε, βρε παιδάκι μου, άσπρισαν τα μαλλιά μου να σε περιμένω». δ. πέρασε μεγάλο χρονικό διάστημα της ζωής μου, μέχρι να καταφέρω να πραγματοποιήσω κάτι: «άσπρισαν τα μαλλιά μου, μέχρι να χτίσω κι εγώ ένα σπιτάκι στην εξοχή». ε. εργάστηκα σε κάποια συγκεκριμένη επιχείρηση ανελλιπώς για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα: «δεν μπορεί κανείς να τον διώξει απ’ την επιχείρηση, γιατί μέσα σ’ αυτή άσπρισαν τα μαλλιά του». στ. ένιωσα έντονο τρόμο, τρομοκρατήθηκα: «μόλις τον είδα να πετάγεται βραδιάτικα απ’ τη γωνιά με το μαχαίρι στο χέρι, άσπρισαν τα μαλλιά μου». Από το ότι τυχαίνει, όταν κάποιος νιώσει έντονο τρόμο, να ασπρίσουν τα μαλλιά του·
- αφήνω μαλλί ή αφήνω μαλλιά, δεν τα κουρεύω σκόπιμα για να μακρύνουν: «αφήνει κι αυτός μαλλιά, γιατί είναι πάλι της μόδας»·
- βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του, βλ. συνηθέστ. βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, λ. μαλλιοκέφαλα·
- γίναμε μαλλιά κουβάρια, μαλώσαμε άγρια, πιαστήκαμε στα χέρια και κυλιστήκαμε στο χώμα, ανταλλάξαμε βίαια χτυπήματα, σκληρά λόγια ή απειλές: «είχαμε εκνευριστεί και οι δυο τόσο πολύ, που κάποια στιγμή αρπαχτήκαμε και γίναμε μαλλιά κουβάρια». (Λαϊκό τραγούδι: αδελφές και παλικάρια γίνανε μαλλιά κουβάρια). Για συνών. βλ. φρ. γίναμε μπίλιες, λ. μπίλια·
- δεν έχει δουλειά να κάνει και βρήκε μαλλί να ξάνει, βλ. λ. δουλειά·
- δίνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- έβγαλε η γλώσσα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά η γλώσσα μου, βλ. συνηθέστ. μάλλιασε η γλώσσα μου, λ. γλώσσα·
- έβγαλε ο κώλος μου μαλλί ή έβγαλε μαλλί ο κώλος μου, βλ. λ. κώλος·
- έβγαλε το στόμα μου μαλλιά ή έβγαλε μαλλιά το στόμα μου, βλ. λ. στόμα·
- έγιναν σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγιναν σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγιναν σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγιναν σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- έγινε σαν της γριάς τα μαλλιά ή έγινε σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- έγινε σαν της τρελής τα μαλλιά ή έγινε σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- είναι (για) να τραβάς τα μαλλιά σου! ή είναι (για) να τραβάει κανείς τα μαλλιά του! λέγεται για να δείξουμε την έντονη αντιπάθεια ή δυσαρέσκειά μας για κάποιον ή για κάτι: «δεν τον μπορώ τον τάδε, γιατί είναι για να τραβάς τα μαλλιά σου με τον παλιοχαρακτήρα που έχει! || μην πας να δεις την τάδε ταινία, γιατί είναι να τραβάς τα μαλλιά σου! || είναι τόσο βρομιάρης, που είναι για να τραβάει κανείς τα μαλλιά του!»·
- είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά, λέγεται για άποψη, εκδοχή, συμπέρασμα, παρομοίωση ή συσχετισμό που στερείται παντελώς λογικής βάσης ή που φτάνει στα όρια της υπερβολής: «το να λες πως το κατσαριδάκι σου μπορεί ν’ αναπτύξει διακόσια είκοσι χιλιόμετρα την ώρα, είναι τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά»·
- έπεσαν τα μαλλιά μου ή μου ’πεσαν τα μαλλιά, ένιωσα μεγάλη έκπληξη για κάτι θετικό ή αρνητικό που έπεσε στην αντίληψή μου: «οδηγούσε μια αυτοκινητάρα, που μου ’πεσαν τα μαλλιά, μόλις τον είδα || όταν τον είδα να σηκώνει το χέρι του για να χτυπήσει τον πατέρα του, μου ’πεσαν τα μαλλιά»· βλ. και φρ. μου πέφτουν τα μαλλιά·
- έπιασες το φαλακρό απ’ τα μαλλιά, βλ. λ. φαλακρός·
- έρχονται (τα) χιόνια στα μαλλιά μου ή έρχονται στα μαλλιά μου (τα) χιόνια, βλ. λ. χιόνι·
- έχω μαλλί να ξάνω, έχω πολλή δουλειά μπροστά μου: «παιδιά, εγώ πρέπει να πάω στο γραφείο μου, γιατί έχω μαλλί να ξάνω». Από την εικόνα του ατόμου που κατεργάζεται το μαλλί, ώστε να είναι έτοιμο για κλώσιμο·
- θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε ξεμαλλιάσω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε τιμωρήσω σκληρά: «αν σε ξανακούσω να βρίζεις τα θεία, θα σου βγάλω το μαλλί τρίχα τρίχα»·
- θα σου κόψω τα μαλλιά, θα σε τιμωρήσω, θα σε ντροπιάσω: «αν πεις ξανά κακό για το φίλο μου, θα σου κόψω τα μαλλιά». (Λαϊκό τραγούδι: δεν σου πάει κάθε μέρα να γυρεύεις παντρειά, κάτσε φρόνιμα, γκρινιάρα, θα σου κόψω τα μαλλιά!). Από το ότι το κόψιμο των μαλλιών στη γυναίκα, και το ξύρισμα του κεφαλιού στον άντρα ήταν παλιότερα τρόπος προσβολής της προσωπικότητας, διαπόμπευσης ή σπάσιμο του ηθικού, λόγος για τον οποίο ο στρατός ήθελε τους νεοσύλλεκτους κεκαρμένους. Εξάλλου, στη δεκαετία του 1960, με τους περίφημους γιαουρτοπολέμους, η πολιτεία είχε ψηφίσει το νόμο 4000, περί τεντιμποϊσμού, που από τις βασικές ποινές του ήταν το ξύρισμα του κεφαλιού του ενόχου και η διαπόμπευσή του στους δρόμους·   
- θα σου μαδήσω τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή θα σου μαδήσω το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. θα σου βγάλω τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- κάλλιο να χάσεις το μαλλί, παρά τ’ αρνί, βλ. λ. αρνί·
- κάνω τα μαλλιά μου, (και για τα δυο φύλα) χτενίζομαι: «κάνω τα μαλλιά μου χωρίστρα || κάνω τα μαλλιά μου περμανάντ || κάνω τα μαλλιά μου αλογουρά || μισό λεπτό να κάνω τα μαλλιά μου κι έρχομαι»·
- κατέβαινε το μαλλί! απειλητική έκφραση, με την οποία απαιτούμε από κάποιον να μας δώσει αμέσως τα χρήματα που μας οφείλει: «κατέβαινε γρήγορα το μαλλί, γιατί θα σε σύρω στα δικαστήρια! || έλα δω, ρε μπαταχτσή, κατέβαινε αμέσως το μαλλί που μου χρωστάς!». Συνών. κατέβαινε τα λεφτά! / κατέβαινε το παραδάκι! / κατέβαινε το χρήμα(!)· βλ. και φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- κλάνω μαλλί, δειλιάζω, φοβάμαι: «μόλις αγρίεψε ο άλλος, ο δικός σου έκλασε μαλλί και το βούλωσε»·
- μ’ άσπρισε τα μαλλιά, με βασάνισε, με ταλαιπώρησε υπερβολικά: «ήταν τόσο τζαναμπέτικο παιδί, που μ’ άσπρισε τα μαλλιά μέχρι να το μεγαλώσω»·
- μαθημένο το αρνί να του παίρνουν το μαλλί, βλ. λ. αρνί·
- μακραίνω τα μαλλιά μου ή μακραίνω το μαλλί μου, τα αφήνω να μεγαλώσουν: «μακραίνει τα μαλλιά του, γιατί είναι της μόδας»·
- μακριά μαλλιά και λίγη γνώση ή μακρύ μαλλί και λίγη γνώση, α. λέγεται ειρωνικά για κείνους τους νεαρούς, που αφήνουν τα μαλλιά τους μακριά, υπονοώντας πώς δεν έχουν μυαλό, επειδή μιμούνται τους ξένους. Έκφραση που άρχισε να ακούγεται από τα μέσα της δεκαετίας του 1960, όταν επικράτησε η μόδα στους νεαρούς να αφήνουν μακριά μαλλιά, θέλοντας να μιμηθούν τους τραγουδιστές ξένων μουσικών συγκροτημάτων, ιδίως τους Μπητλς. β. λέγεται και για γυναίκα. (Λαϊκό τραγούδι: είσαι γυναίκα που δε μοιάζει με καμιά, με μακριά μαλλιά και λίγη γνώση κι όταν θα πάθεις στη ζωή καμιά ζημιά, τότε θα δούμε ποιος θα σε γλιτώσει
- μαλλί μπαμπάκι, ψωλή φαρμάκι, βλ. λ. ψωλή·
- μαλλιά αγγέλου, ο φιδές: «χτες βράδυ, επειδή έκανε κρύο, η μητέρα μου μαγείρεψε μια σούπα με μαλλιά αγγέλου»·
- μαλλιά σαν βούρτσα, μαλλιά πολύ σκληρά και συνήθως κοντά: «σπάζει δυο χτένες, όταν χτενίζεται, γιατί έχει κάτι μαλλιά σαν βούρτσα»·
- με γεια το μαλλί! φιλοφρονητική έκφραση σε κάποιον που κουρεύτηκε πρόσφατα·
- μοιραίο μαλλί, (ιδίως γυναικεία) που είναι μακριά και καλύπτουν επιτηδευμένα μέρος του προσώπου: «πέρασε πάλι εκείνη η ξιπασμένη με το μοιραίο μαλλί»·
- μου πέφτουν τα μαλλιά ή μου πέφτει το μαλλί, έχω τριχόπτωση: «πρέπει να πάω να με δει κάποιος ειδικός, γιατί τον τελευταίο καιρό μου πέφτουν τα μαλλιά || δε θυμάμαι από πότε άρχισε να μου πέφτει το μαλλί»· βλ. και φρ. έπεσαν τα μαλλιά μου·
- μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. φρ. μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- μου ’χει κάνει άσπρα τα μαλλιά, βλ. φρ. μ’ άσπρισε τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει άσπρα τα μαλλιά, μαύρη την καρδιά. Σε μια νύχτα μου ’χεις κάνει το φτωχό κορμί σαν το δέντρο που το κάψαν χίλιοι κεραυνοί. Γιατί με πρόδωσες, γιατί;
- να πέφτει το μαλλί! κατηγορηματική έκφραση για άμεση πληρωμή: «τώρα που σου τέλειωσα τη δουλειά, να πέφτει το μαλλί!»· βλ. και φρ. κατέβαινε το μαλλί(!)·
- ξοδεύω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- ο λύκος κι αν εγέρασε κι άλλαξε το μαλλί του, μηδέ τη γνώμη του άλλαξε μηδέ την κεφαλή του, βλ. λ. λύκος·
- ο πνιγμένος απ’ τα μαλλιά του πιάνεται, όταν κανείς κινδυνεύει, χρησιμοποιεί ακόμα και τους πιο μάταιους, τους πιο απεγνωσμένους τρόπους για να σωθεί·
- πέσε το μαλλί! βλ. φρ. να πέφτει το μαλλί(!)·
- πέτρα που κυλάει, μαλλί δεν πιάνει, βλ. λ. πέτρα·
- πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος, ενώ υπολόγιζε πως θα κερδίσει ή θα ωφεληθεί από κάποιον ή από κάτι, στο τέλος, όχι μόνο δεν κέρδισε ή δεν ωφελήθηκε, αλλά βγήκε και χαμένος, ζημιωμένος: «ήθελε να τον συναντήσει για να του ζητήσει δανεικά, αλλά πήγε για μαλλί και βγήκε κουρεμένος γιατί όχι μόνο δεν του πήρε δανεικά, αλλά του ’δωσε κι αυτά τα λίγα που είχε απάνω του». (Λαϊκό τραγούδι: εδώ να κάτσεις φρόνιμα, τ’ ακούς ξεμυαλισμένη; Γιατί, αν ήρθες για μαλλί, άμυαλη, θα φύγεις κουρεμένη
- πιάσε τον αστακό και κούρεψε το μαλλί του, βλ. λ. αστακός·
- πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά ή πιάστηκαν μαλλί με μαλλί ή πιάστηκαν μαλλιά με μαλλιά, (ιδίως για γυναίκες) συνεπλάκησαν, τραβώντας η μια τα μαλλιά της άλλης (συνηθισμένος άλλωστε τρόπος μαλώματος των γυναικών): «επειδή είχε την εντύπωση πως κολλούσε τον άντρα της, την περίμενε έξω απ’ το κομμωτήριο και πιάστηκαν απ’ τα μαλλιά || κάποτε ήταν αγαπημένες φιλενάδες, αλλά πιάστηκαν μαλλί με μαλλί για έναν άντρα»·
- πληρώνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- πόσο πάει το μαλλί; πόσο κοστίζει, πόσο στοιχίζει, πόσο τιμάται: «είναι πολύ ωραίο ρολόι, αλλά πόσο πάει το μαλλί;»·
- στρώνω τα μαλλιά μου ή στρώνω το μαλλί μου, τα χτενίζω, τα φορμάρω με τη χτένα ή τις παλάμες μου: «καθόταν με τις ώρες μπροστά στον καθρέφτη και προσπαθούσε να στρώσει τα μαλλιά της || έστρωσε τα μαλλιά του με τις παλάμες του και κινήθηκε προς το μέρος της || στρώσε το μαλλί σου, γιατί πετάει απ’ τα πλάγια»·
- τ’ άσπρα μαλλιά, α. χαρακτηρίζει τη γεροντική ηλικία: «όταν βλέπεις άσπρα μαλλιά, να σηκώνεσαι και να παραχωρείς τη θέση σου || να σέβεσαι και να τιμάς τ’ άσπρα μαλλιά». β. χαρακτηρίζει τον άνθρωπο, ανεξαρτήτου ηλικίας, που πέρασε πολλές πίκρες, πολλές στενοχώριες, πολλά βάσανα στη ζωή του: «απ’ τ’ άσπρα μαλλιά του μπορείς να καταλάβεις τι πέρασε αυτός ο άνθρωπος μέσ’ στη ζωή του». (Λαϊκό τραγούδι: τι πόνους κρύβει μες την καρδιά του το μαρτυράνε τ’ άσπρα μαλλιά του, του σπιτιού κολόνα είναι ο πατέρας, σαν το βράχο στέκει σ’ ό,τι κι αν συμβεί
- τα γκρίζα μαλλιά, χαρακτηρίζουν το άτομο που έχει αρχίσει να γερνάει: «τα γκρίζα μαλλιά δίνουν μια ήρεμη γοητεία στον άντρα». (Λαϊκό τραγούδι: έγιναν γκρίζα τα μαλλιά μου κι ακόμα σ’ έχω στην καρδιά μου
- τα κάνω μαλλιά κουβάρια, α. δημιουργώ μεγάλη φασαρία, μεγάλη αναστάτωση, επιφέρω μεγάλη καταστροφή, ιδίως σε κάποιο κλειστό χώρο: «μπήκε νευριασμένος μέσα στο μαγαζί και τα ’κανε όλα μαλλιά κουβάρια». β. μπερδεύω, χαλώ μια δουλειά ή μια υπόθεση σε τέτοιο βαθμό, που δεν μπορεί κανείς να βγάλει άκρη: «τον άφησα για λίγες μέρες υπεύθυνο στη δουλειά μου και μου τα ’κανε μαλλιά κουβάρια»·
- τα κάνω σαν της γριάς τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της γριάς το μαλλί, βλ. λ. γριά·
- τα κάνω σαν της τρελής τα μαλλιά ή τα κάνω σαν της τρελής το μαλλί, βλ. λ. τρελός·
- της γριάς το μαλλί ή το μαλλί της γριάς, βλ. λ. γριά·
- της κακής κυράς και τα μαλλιά της φταίγουν, βλ. λ. κυρά·
- της κακιάς ψωλής τα μαλλιά της φταίνε, βλ. λ. ψωλή·
- τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά, α. τον συλλαμβάνω βίαια, τον ακινητοποιώ: «κάποια στιγμή προσπάθησε να του ξεφύγει, αλλά αυτός τον άρπαξε απ’ τα μαλλιά και τον γονάτισε». β. του ζητώ πιεστικά να μου επιστρέψει κάτι που μου οφείλει ή που μου ανήκει: «αν δεν τον άρπαζα απ’ τα μαλλιά, δε θα μου επέστρεφε τα δανεικά που μου χρωστούσε»·
- τον βουτώ απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον γραπώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον μαγκώνω απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά·
- τον πιάνω απ’ τα μαλλιά, βλ. φρ. τον αρπάζω απ’ τα μαλλιά. (Λαϊκό τραγούδι: κι απάνω στη στερνή γουλιά δίνουν οι άντρες δρασκελιά πιάνουν το Χάρο απ’ τα μαλλιά τον σέρνουν και τρεκλίζει. Και η ζωή ανθίζει)·
- του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ’βγαλε το μαλλί τρίχα τρίχα, τον ξεμάλλιασε, τον ξυλοκόπησε άγρια και, κατ’ επέκταση, τον τιμώρησε σκληρά: «όταν είδε ο πατέρας του πως ήταν πάλι μεθυσμένος, του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα»·
- του μάδησε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του μάδησε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- του ξερίζωσε τα μαλλιά τρίχα τρίχα ή του ξερίζωσε το μαλλί τρίχα τρίχα, βλ. φρ. του ’βγαλε τα μαλλιά τρίχα τρίχα·
- τους κάνω μαλλιά κουβάρια, με διαβάλματα ή άλλες ενέργειες δημιουργώ φασαρία, αναστάτωση, σε μια ομάδα ή σε ένα κύκλο ατόμων, ιδίως σε συγγενείς ή φίλους: «μπήκε στην παρέα τους και με διάφορα υπονοούμενα τους έκανε μαλλιά κουβάρια τους ανθρώπους»·
- τραβήχτηκαν απ’ τα μαλλιά, βλ. συνηθέστ. αρπάχτηκαν απ’ τα μαλλιά·
- τραβώ τα μαλλιά μου, α. νιώθω μεγάλο ψυχικό πόνο, μεγάλη απελπισία, μεγάλη απογοήτευση, μετανιώνω πικρά: «όταν την είχα, δεν ήξερα τι διαμάντι γυναίκα ήταν και τώρα που χωρίσαμε, τραβάω τα μαλλιά μου || τον βοήθησα οικονομικά, αλλά έμαθα πως ήταν απατεώνας, και τώρα τραβώ τα μαλλιά μου». β. νιώθω μεγάλη έκπληξη για καλό ή για κακό: «αν τον έβλεπες τι γυναικάρα κυκλοφορούσε, θα τραβούσες τα μαλλιά σου || τράβηξα τα μαλλιά μου, μόλις τον είδα να σηκώνει χέρι στον πατέρα του». (Λαϊκό τραγούδι: πάει ο κάβουρας το βράδυ, βρίσκει το τσαρδί ρημάδι! Ψάχνει για τη φαμελιά του και τραβάει τα μαλλιά του
- τρώω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χάνω τα μαλλιά μου, μου πέφτουν από κάποια ασθένεια ή από γηρατειά: «έκανε κάτι χημικές ακτινοβολίες για να καταπολεμήσει τον καρκίνο που είχε, κι έχασε τα μαλλιά του || οι περισσότεροι άντρες, καθώς γερνούν, χάνουν τα μαλλιά τους»·
- χάνω τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα·
- χέζω μαλλί, φοβάμαι υπερβολικά, τρομοκρατούμαι: «χέζω μαλλί, κάθε φορά που περνάω βράδυ έξω από νεκροταφείο»·
- χρωστώ τα μαλλιά της κεφαλής μου, βλ. συνηθέστ. χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, λ. μαλλιοκέφαλα.

μαλλιοκέφαλα

μαλλιοκέφαλα, τα, ουσ. [<μαλλί + κεφάλι], τα μαλλιά της κεφαλής του ανθρώπου·
- βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του, κερδίζει πολλά χρήματα από τη δουλειά του τόσα πολλά δηλ., όσες είναι και οι τρίχες της κεφαλής του: «έχει ένα φαγάδικο μέσ’ στο λιμάνι και βγάζει τα μαλλιοκέφαλά του». Συνών. βγάζει άντερα ή βγάζει τ’ άντερά του / βγάζει λεφτά με ουρά / βγάζει λεφτά με τη σέσουλα / βγάζει λεφτά με το ζεμπίλι / βγάζει λεφτά με το τσουβάλι / βγάζει παρά με ουρά ή βγάζει παράδες με ουρά / βγάζει τα κέρατά του / βγάζει τα μαλλιά της κεφαλής του / βγάζει της Παναγιάς τα μάτια / βγάζει τρελά λεφτά (α) / βγάζει χοντρά λεφτά / βγάζει χοντρό χρήμα / βγάζει χρήμα με ουρά·
- δίνω τα μαλλιοκέφαλά μου, βλ. φρ. πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου·
- μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου, πλήρωσα, ξόδεψα υπέρογκο ποσό: «ο γάμος της κόρης μου μου στοίχισε τα μαλλιοκέφαλά μου». Συνών. μου στοίχισε τα μαλλιά της κεφαλής μου / μου βγήκε ο κούκος αηδόνι·
- ξοδεύω τα μαλλιοκέφαλά μου, κάνω υπέρογκα έξοδα: «ξόδεψα τα μαλλιοκέφαλά μου για να χτίσω ένα σπίτι στην εξοχή»·
- πληρώνω τα μαλλιοκέφαλά μου, πληρώνω μεγάλο ποσό χρημάτων: «μου ’κανε έλεγχο η εφορία και μ’ έβαλε να πληρώσω τα μαλλιοκέφαλά μου»·
- τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου, ξοδεύω, σπαταλώ, ιδίως σε διασκεδάσεις, μεγάλα χρηματικά ποσά: «επειδή μια ζωή την έχουμε, τρώω τα μαλλιοκέφαλά μου και το φχαριστιέμαι»·
- χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου, χάνω μεγάλο χρηματικό ποσό είτε σε εμπορική πράξη είτε σε τυχερό παιχνίδι, ιδίως χαρτοπαίγνιο: «μπλέχτηκα με μια δουλειά που δεν την ήξερα καλά κι έχασα τα μαλλιοκέφαλά μου || σταμάτησα να παίζω χαρτιά, γιατί κάθε φορά που παίζω χάνω τα μαλλιοκέφαλά μου»·
- χρωστώ τα μαλλιοκέφαλά μου, έχω υπέρογκα χρέη: «τον τελευταίο καιρό μαζεύει και την δεκάρα, γιατί χρωστάει τα μαλλιοκέφαλά του».

μάρμαρο

μάρμαρο, το, ουσ. [<αρχ. μάρμαρον <μάρμαρος, ὁ], το μάρμαρο. 1. άντρας, ιδίως γυναίκα, που είναι ψυχρή στον έρωτα: «τι να πάω να κάνω μαζί της, απ’ τη στιγμή που είναι σκέτο μάρμαρο!». 2. (με κατηγορηματική χρήση) στητό, σκληρό, δυνατό: «έχει πολύ γυμνασμένο κορμί, που είναι σκέτο μάρμαρο || έχει ένα στήθος μάρμαρο»·
- άλλος πληρώνει το μάρμαρο, βλ. φρ. πληρώνω το μάρμαρο·
- έχει καρδιά (από) μάρμαρο ή η καρδιά του είναι από μάρμαρο, βλ. λ. καρδιά·
- μένω μάρμαρο, α. μένω ακίνητος από μεγάλη έκπληξη, μένω άναυδος, απολιθώνομαι από κάποιο έντονο συναίσθημα: «τον είδα τη στιγμή που έβαζε χέρι στο ταμείο κι έμεινα μάρμαρο, γιατί δεν το περίμενα απ’ αυτόν τον άνθρωπο || έμεινα μάρμαρο μόλις τράβηξε ο άλλος το πιστόλι του!». Από την εικόνα του μαρμάρινου αγάλματος. β. κρατώ περήφανη στάση: «έκανε ένα σωρό προσπάθειες να με θίξει, αλλά έμεινα μάρμαρο μέχρι το τέλος». Από την εικόνα του μαρμάρινου αγάλματος· βλ. και φρ. μένω άγαλμα, λ. άγαλμα·
- πληρώνω το μάρμαρο, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «έφαγαν, ήπιαν, χόρεψαν, δεν είχαν στο τέλος να πληρώσουν κι επειδή ήταν κι ο αδερφός μου σ’ αυτή τη συντροφιά, πάω τώρα να πληρώσω το μάρμαρο». β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να έχω καμιά ανάμειξη: «δε θα πληρώνω το μάρμαρο για τις δικές σου λοβιτούρες». Από το ότι, όταν κάποιο άτομο σπάσει κάποιο μάρμαρο σε ένα σπίτι, τις πιο πολλές φορές, από ευγένεια, το πληρώνει ο ιδιοκτήτης. Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω τη νύφη·
- ποιος φταίει για το μάρμαρο, ποιος είναι ο υπαίτιος κάποιας ζημιάς ή κάποιας παράνομης πράξης: «η προκαταρκτική εξέταση που διέταξε ο ανακριτής, θα δείξει ποιος φταίει για το μάρμαρο»·
- στήθος μάρμαρο! βλ. λ. στήθος·
- τον αφήνω μάρμαρο, τον αφήνω άναυδο, κατάπληκτο, τον ακινητοποιώ από την μεγάλη έκπληξη, από το έντονο συναίσθημα που του προξενώ: «μόλις του ’δειξα το λαχείο που κέρδιζε τον πρώτο αριθμό, τον άφησα μάρμαρο || μας έκανε τον νταή, αλλά μόλις τράβηξα το μαχαίρι μου, τον άφησα μάρμαρο»· βλ. και φρ. τον αφήνω άγαλμα, λ. άγαλμα.

νύφη

νύφη, η, πλ. νύφες κ. νυφάδες, οι, ουσ. [<μσν. νύφη <αρχ. νύμφη], η νύφη. Υποκορ. νυφούλα κ. νυφίτσα, η (βλ. λ.). (Ακολουθούν 36 φρ.)·
- άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε, τα καινούρια πρόσωπα σε ένα σπίτι, σε μια επιχείρηση, φέρνουν συνήθως και καινούριες συνήθειες, καινούρια συστήματα: «απ’ τη μέρα που ήρθε νέος διευθυντής στο εργοστάσιο, χάραξε νέα γραμμή στην παραγωγή, γιατί, άλλες νυφάδες ήρθανε κι άλλα κουλούρια πλάσανε»·
- άλλος πληρώνει τη νύφη, βλ. φρ. πληρώνω τη νύφη·
- αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση που δεν κάνει κανείς αυτό που επείγεται να γίνει, αλλά ασχολείται με κάτι διαφορετικό: «λέω ν’ ανοίξουμε τις δουλειές μας και στο χώρο των ηλεκτρονικών. -Αλλού βαρούν τα τύμπανα κι αλλού χορεύει η νύφη. Κάτσε, ρε παιδάκι μου, πρώτα να ξεχρεώσουμε αυτή τη δουλειά που έχουμε και βλέπουμε τι θα κάνουμε μετά!»· 
- αν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω, χρειάζονται ορισμένες προϋποθέσεις για να βοηθηθούμε από κάποιον ή από το περιβάλλον μας: «πώς να σε βοηθήσω, ρε παιδάκι μου, να κάνεις δουλειά αφού δεν ξέρεις τι θέλεις να κάνεις; Βρες τη νύφη εσύ κι εγώ σε στεφανώνω», δηλ. αποφάσισε τι θέλεις να κάνεις κι εγώ σε βοηθάω·
- γιος ο γαμπρός δε γίνεται κι η νύφη θυγατέρα, βλ. λ. γιος·
- διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας, συναναστρεφόμαστε πάντα με άτομα που μας ταιριάζουν ή μας εξυπηρετούν: «αν δυσανασχετήσω τώρα γι’ αυτό το παλιόμουτρο που κάνεις παρέα, ξέρω πως θα μου πεις διαλέξαμε η νύφη μας να μοιάζει της γενιάς μας»· βλ. και φρ. βρήκε ο Φίλιππος το Ναθαναήλ·
- έκλασε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, η απρεπής συμπεριφορά δημιουργεί πολλές φορές αβάσταχτα προβλήματα. Λέγεται συνήθως με ειρωνική διάθεση·
- (η) νύ(μ)φη του Θερμαϊκού ή (η) νυφούλα του Θερμαϊκού, η πόλη της Θεσσαλονίκης: «η νύμφη του Θερμαϊκού θεωρείται από πολλούς η πρωτεύουσα των Βαλκανίων». (Λαϊκό τραγούδι: για σένα την αγάπη μου την έκανα τραγούδι, νυφούλα του Θερμαϊκού και του βορρά λουλούδι
- η νύφη, όταν γεννηθεί, της πεθεράς θα μοιάζει, δηλώνει πως ο άντρας τις περισσότερες φορές διαλέγει για σύζυγό του γυναίκα που μοιάζει στο χαρακτήρα με τη μητέρα του·
- η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα, αποκτούμε, πετυχαίνουμε κάτι, όταν το απαιτήσουμε, το επιδιώξουμε στην κατάλληλη ώρα, στην κατάλληλη στιγμή: «έχε το νου σου και, μόλις τον δεις κάπως μπόσικο, ζήτα του την αύξηση που θέλεις, γιατί, η νύφη ό,τι πάρει στην καβάλα»· βλ. και φρ. ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι·
- και νύφη! ευχή σε ανύπαντρη γυναίκα που είχε μια σπουδαία επιτυχία να τη συμπληρώσει ή να την ολοκληρώσει και με έναν γάμο. Πολλές φορές, της φρ. προτάσσεται το άιντε ή το άντε ή το και γρήγορα ή το του χρόνου ή το άιντε και γρήγορα ή το άιντε και του χρόνου ή το άντε και γρήγορα ή το άντε και του χρόνου·
- καμαρώνει σαν νύφη, η γυναίκα για την οποία γίνεται λόγος, νιώθει περήφανη, είναι πολύ ικανοποιημένη και το δείχνει με την έκφρασή της: «έπιασε αγκαζέ τον αρραβωνιαστικό της και καμάρωνε σαν νύφη || μόλις πήρε το πτυχίο στα χέρια της καμάρωνε σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- μαλώνουν όπως η νύφη με την πεθερά ή μαλώνουν σαν τη νύφη με την πεθερά, βλ. φρ. τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά·
- ντύνομαι νύφη, παντρεύομαι: «ήταν τρία χρόνια αρραβωνιασμένη και την Κυριακή ντύνεται νύφη»·
- ντύνομαι σαν νύφη, βλ. φρ. στολίζομαι σαν νύφη·
- ντύνουν τη νύφη, βλ. φρ. στολίζουν τη νύφη·
- ξεχνά η γρουσούζα η πεθερά, πως ήταν νύφη μια φορά, βλ. λ. πεθερά·
- όλα τα στραβά καρβέλια απ’ τη νύφη καμωμένα ή όλα τα στραβά ψωμιά απ’ τη νύφη καμωμένα, λέγεται στην περίπτωση που πάντα θεωρούμε το ίδιο πρόσωπο υπεύθυνο για κάτι κακό χωρίς να εξετάσουμε αν πραγματικά είναι. Από την εικόνα της κακιάς πεθεράς που συνήθως, για κάθε κακό που συμβαίνει, ενοχοποιεί τη νύφη της. Συνών. όλα τα στραβά καρβέλια η στραβή πινακωτή τα κάνει·
- όλα του γάμου δύσκολα κι η νύφη γκαστρωμένη, βλ. λ. γάμος·
- όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, λέγεται για τα ζευγάρια εκείνα που ο σύζυγος βγάζει τη γυναίκα του για διασκέδαση συνήθως την Κυριακή: «το ’χουμε έθιμο στην οικογένεια, όλη η βδομάδα του γαμπρού κι η Κυριακή της νύφης, γι’ αυτό, σήμερα μη με υπολογίζεται στην παρέα, γιατί θα βγω έξω με τη γυναίκα μου»·
- όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου, όταν δε θέλει κάποιος να κάνει κάτι, βρίσκει και τον τρόπο να το αποφύγει: «αφού τσινάει, δε θα σου τελειώσει τη δουλειά, γιατί, όποιος δε θέλει να παντρευτεί, λέει ότι η νύφη είναι του δρόμου»·
- ό,τι πάρει η νύφη από μπροστά κι η λεχώνα στο κρεβάτι, βλ. λ. παίρνω·
- ούτε νύφη να ντυνόσουν! βλ. φρ. ούτε νύφη να στολιζόσουν(!)·
- ούτε νύφη να στολιζόσουν! έκφραση αγανάκτησης προς γυναίκα, που, καθώς προσέχει πάρα πολύ το ντύσιμό της κατά τη διάρκεια που ντύνεται, μας αναγκάζει να την περιμένουμε πάρα πολύ. Παρομοίωση με την προετοιμασία της νύφης πριν την τελετή του γάμου, που είναι ιδιαίτερα χρονοβόρα.
- πληρώνω τη νύφη, α. πληρώνω τη ζημιά, το λογαριασμό χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «επειδή ξέρει ότι του έχω μεγάλη αδυναμία, πηγαίνει τρώει και πίνει κι ύστερα περνώ εγώ και πληρώνω τη νύφη». β. υφίσταμαι τις συνέπειες κάποιου ή κάποιων, χωρίς να έχω κάποια ανάμειξη σε κάτι: «ό,τι κακό θα γίνεται από δω και πέρα, θα το καρφώνω αμέσως στο διευθυντή, γιατί βαρέθηκα να πληρώνω συνέχεια τη νύφη για μαλακίες άλλων». Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τα σπασμένα / πληρώνω το μάρμαρο·
- ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της, ο έπαινος σε συγγενικό πρόσωπο είναι πολλές φορές χωρίς αξία: «να παίνευε κάποια άλλη την κόρη της θα τον πίστευα, αλλά, γι’ αυτήν θα πω: ποιος παινάει τη νύφη; Η τσιμπλού η μάνα της»· βλ. και φρ. αν δεν παινέψεις το σπίτι σου, θα πέσει να σε πλακώσει, λ. σπίτι·
- πολύφερνη νύφη, κοπέλα που βρίσκεται σε ηλικία γάμου και που λόγω της ομορφιάς ή του πλούτου της εκδηλώνουν ενδιαφέρον να την παντρευτούν πολλοί άντρες·
- σαν θέλ’ η νύφη κι ο γαμπρός, τύφλα να ’χει ο πεθερός, βλ. λ. πεθερός·
- σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω, όταν κανείς αποκτήσει πείρα σε κάτι, ξέρει πώς πρέπει να συμπεριφερθεί σε παρόμοια περίπτωση: «δεν μπορούσα να υποπτευθώ πως θα τον ενοχλούσε ο τρόπος με τον οποίον του συμπεριφέρθηκα, αλλά σαν ξαναγίνω νύφη, ξέρω να προσκυνήσω»·
- στολίζομαι σαν νύφη, (για γυναίκες) ντύνομαι πολύ επίσημα: «κάθε φορά που είναι να φάνε έξω το βράδυ με τον άντρα της, στολίζεται σαν νύφη». Ακούγεται πολύ σπάνια και για άντρα·
- στολίζουν τη νύφη, τη βοηθούν να ντυθεί με το νυφικό του γάμου της και με όλα τα παρελκυόμενα: «μέσα στο δωμάτιο είναι μαζεμένες οι φίλες και στολίζουν τη νύφη»·
- τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει, λέγεται ειρωνικά στην περίπτωση, όταν σε ένα γάμο η νύφη είναι πολλή άσχημη: «ο γαμπρός είναι μια χαρά παλικάρι, αλλά τα έξοδα του γάμου η νύφη δεν τα βγάζει»·
- τα λέω στην πεθερά για να τ’ ακούει η  νύφη ή τα λέω της πεθεράς για να τ’ ακούει η νύφη, λέω κάτι σε κάποιον που δεν τον ενδιαφέρει με κύριο σκοπό να το ακούσει αυτός που πραγματικά με ενδιαφέρει να το ακούσει, απευθύνομαι έμμεσα σε κάποιον τρίτο, για να ακούσει αυτός που είναι άμεσα ενδιαφερόμενος: «μια ζωή μ’ αυτόν τον τρόπο συμπεριφέρεται, τα λέει στην πεθερά για να τ’ ακούει η νύφη»·
- τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά ή τρώγονται σαν τη νύφη με την πεθερά, (για γυναίκες) βρίσκονται συνεχώς σε έντονη διαμάχη, γκρινιάζουν και μαλώνουν συνεχώς: «δυο αδερφές είναι κι αντί να ’ναι αγαπημένες, τρώγονται όπως η νύφη με την πεθερά». Από την αντιπαλότητα που παρατηρείται πολλές φορές ανάμεσα στην πεθερά και την νύφη. Λέγεται σπάνια και για άντρες·
- φταρνίστηκε η νύφη, σχόλασε ο γάμος, πολλές φορές από μικρή αιτία καταστρέφονται σπουδαία πράγματα. Λέγεται με ειρωνική διάθεση.

ξενοδοχείο

ξενοδοχείο, το, ουσ. [<μτγν. ξενοδοχεῖον], το ξενοδοχείο. 1. σπίτι ή επιχείρηση όπου πηγαίνει ή φεύγει κανείς ό,τι ώρα θέλει. (Λαϊκό τραγούδι: και μου γυρνάς με τα κλειδιά μετά τις δύο, βρε, τι το πέρασες εδώ ξενοδοχείο). Από το ότι στα ξενοδοχεία ο ενοικιαστής μπαίνει και βγαίνει χωρίς περιορισμό όποια ώρα της νύχτας ή της μέρας θέλει·
- όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει, είναι πολύ ηλίθιος, πολύ χαζός, πολύ βλάκας: «μην του εμπιστευθείς καμιά δουλειά, γιατί όρθιος κοιμάται, ξενοδοχείο πληρώνει».

σπασμένα

σπασμένα, τα, ουσ. [πλ. ουδ. του επιθ. σπασμένος]. 1. τα πιάτα, τα ποτήρια, τα μπουκάλια που έχουμε σπάσει σε κάποιο κέντρο διασκέδασης, ιδίως με μπουζούκια, επάνω στην έκρηξη του κεφιού μας: «γύρω απ’ το τραπέζι μας ήταν ένα σωρό σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: η πενιά ας μη γεράσει, στα μπουζούκια δώσε βάση, σπάστα, τα σπασμένα τα πληρώνω, το κορίτσι μου γλεντώ). 2. το ουδ. στον πλ. ως επιφών. σπασμένα! (ενν. τα χαρτιά) απάντηση που δίνουμε σε αυτόν που διευθύνει το παιχνίδι όταν μας ζητάει να σπάσουμε τα χαρτιά για να αρχίσει το παιχνίδι ότι αυτά τα έχουμε σπάσει. Στην περίπτωση που δεν τα έχουμε σπάσει και πούμε τη λ. σπασμένα! τότε το παιχνίδι μπορεί να αρχίσει κανονικά. Συνών. κομμένος! (8α)·
- βγάζω τα σπασμένα, ισοφαρίζω με κάτι τη ζημιά που έπαθα: «έχασα λεφτά στο χρηματιστήριο, αλλά, ευτυχώς, πήγαν πολύ καλά οι δουλειές μου κι έτσι έβγαλα τα σπασμένα»·
- πληρώνω σπασμένα, καλύπτω ανέλπιστα έξοδα ή ζημιές: «ακόμα πληρώνω σπασμένα από κείνη την πλημμύρα που έπαθα στο μαγαζί μου». Συνών. πληρώνω γαμησιάτικα / πληρώνω κερατιάτικα·
- πληρώνω τα σπασμένα, α. πληρώνω τη ζημιά χωρίς να είμαι ο υπαίτιος, πληρώνω κοροϊδίστικα: «έκανε ο αδερφός μου κάτι ζημιές με την παρέα του και πάω τώρα να πληρώσω τα σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: σου ’χω πολλά ως τώρα μαζεμένα και θα εξηγηθώ όμορφα κι απλά, γιατί θα τα πληρώσεις τα σπασμένα, στο ξαναλέω ακόμα μια φορά). β. υφίσταμαι τις συνέπειες των πράξεων κάποιου ή κάποιων άλλων, χωρίς να είμαι εγώ ο υπαίτιος: «κάνει ο αδερφός του διάφορες ζημιές τα βράδια στα μπουζούκια κι αυτός πηγαίνει την άλλη μέρα και πληρώνει τα σπασμένα». (Λαϊκό τραγούδι: κάθε μέρα με το σπίτι μου μαλώνω· τα δικά σου τα σπασμένα εγώ πληρώνω). Συνών. πληρώνω τα γαμησιάτικα / πληρώνω τα κερατιάτικα / πληρώνω τη νύφη / πληρώνω το μάρμαρο.

τζερεμές

τζερεμές, ο, πλ. τζερεμέδες οι κ. τζερεμέδια, τα, ουσ. [<τουρκ. cereme (= αγγαρεία, πρόστιμο)]. 1. άδικη, αδικαιολόγητη ζημιά ή οικονομική επιβάρυνση: «δεν έχω σκοπό να ξαναπληρώσω τζερεμέδες». 2. άνθρωπος που, όπου πάει, δημιουργεί μπερδέματα, φασαρίες: «δε θέλω στην παρέα μας αυτόν τον τζερεμέ, γιατί μας δημιουργεί συνέχεια προβλήματα». 3. άνθρωπος που στη νυχτερινή του διασκέδαση, ιδίως στα μπουζούκια, κάνει πολλές ζημιές (σπάσιμο πιάτων, πέταγμα λουλουδιών) με αποτέλεσμα να διογκώνεται ο λογαριασμός και αυτός ο ίδιος ο λογαριασμός: «είχαμε έναν τζερεμέ στην παρέα μας, που μας βγήκε ο κούκος αηδόνι, όταν έφτασε η ώρα του λογαριασμού || τόσο μεγάλο τζερεμέ πρώτη φορά πλήρωσα στη ζωή μου!». 4. άνθρωπος άχρηστος, τεμπέλης, ανάξιος λόγου, τιποτένιος: «τι να τον κάνω αυτόν τον τζερεμέ στη δουλειά μου;»·
- σκότωνε τρελούς, πλήρωνε τζερεμέδες, όταν στραφεί κανείς εναντίον ανόητων ή παράλογων ανθρώπων, η κατάληξη είναι πως οι ενέργειές του θα αποβούν στο τέλος σε βάρος του.

φόρος

φόρος, ο, ουσ. [ <αρχ. φόρος <φέρω], ο φόρος·
- βαρύς φόρος αίματος, βίαιος θάνατος πολλών συνήθως ανθρώπων: «κάθε Σαββατοκύριακο πληρώνουμε βαρύ φόρο αίματος στην άσφαλτο || η Ελλάδα πλήρωσε βαρύ φόρο αίματος κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου»·
- δεν πληρώνει φόρο (ενν. αυτός που μιλάει), βλ. φρ. μήπως φόρο πληρώνει(;)·
- μήπως φόρο πληρώνει; (ενν. αυτός που μιλάει), λέγεται ειρωνικά για κάποιον που μιλάει συνεχώς επί παντός επιστητού ή που δεν παύει να λέει συνεχώς ανοησίες: «όταν ανοίγει το στόμα του μιλάει με τις ώρες. -Μήπως φόρο πληρώνει;»·
- φόρος βλακείας, λέγεται για οικονομική ή άλλη ζημιά που υφίσταται κάποιος από καθαρή απερισκεψία του: «επειδή είναι επιπόλαιος, δε σιγουρεύει καλά τη δουλειά που κάνει και κάθε τόσο πληρώνει φόρο βλακείας»·
- φόρος τιμής, η απόδοση τιμής σε κάποιον από την επίσημη πολιτεία για τη μεγάλη του προσφορά στην πατρίδα: «οι νεοέλληνες αποτίνουν πάντα φόρο τιμής σε όλους όσοι έπεσαν για την ελευθερία της πατρίδας μας». 

φως

φως, το, ουσ. [<αρχ. φῶς], το φως. 1. η όραση: «μόνο όποιος δεν έχει το φως του, μπορεί να νιώσει τη ζωή των τυφλών». 2. το ηλεκτρικό ρεύμα που παράγει φωτισμό: «δεν έχουμε φως στο σπίτι, γιατί έχει κάποια βλάβη η Δ.Ε.Η.». 3. (στη γλώσσα της αργό) τα χρήματα: «μιλάει όλο για επιχειρήσεις, αλλά φως ακόμα δεν είδα». 4. (στη γλώσσα των ναρκωτικών) ο πωλητής ναρκωτικών: «μόλις έρθει το φως, φώναξέ με». 5α. στον πλ. τα φώτα, οι γνώσεις που διαθέτει κάποιος, η σοφία: «κάθε φορά που έχω πρόβλημα καταφεύγω στα φώτα του τάδε». β. οι φανοί των αυτοκινήτων: «έβαλε μπρος και ξεκίνησε με τα φώτα σβηστά». 6. τα Φώτα, η γιορτή των Θεοφανίων, τα Θεοφάνια: «τα Θεοφάνια τιμά η εκκλησία τη βάφτιση του Χριστού». (Κάλαντα: σήμερα τα Φώτα κι οι φωτισμοί και χαρές μεγάλες και αγιασμοί). Υποκορ. φωτάκι κ. φωσάκι, το. (Ακολουθούν 56 φρ.)·
- αδυνάτισε το φως μου, ελαττώθηκε η όρασή μου, ιδίως λόγω προχωρημένης ηλικίας: «τον τελευταίο καιρό έχω αντιληφθεί πως ελαττώθηκε το φως μου, γι’ αυτό πρέπει να πάω πάλι στον οφθαλμίατρό μου»·
- ανάβω (το) πράσινο φως, βλ. φρ. δίνω (το) πράσινο φως·
- ανάβω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να παραχθεί φωτισμός: «μόλις μπήκε στο δωμάτιό του, άναψε το φως»·
- ανοίγω το φως, βλ. φρ. ανάβω το φως·
- βγάζω στο φως (κάτι), κάνω γνωστό, αποκαλύπτω, δημοσιοποιώ κάτι που είναι άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «απειλεί να βγάλει στο φως όλες τις παρανομίες του διευθυντή του»· βλ. και φρ. φέρνω στο φως (κάτι)·
- βγήκε στο φως (κάτι), έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, δημοσιοποιήθηκε από κάποιον κάτι που ήταν άγνωστο μέχρι τώρα στους πολλούς: «μετά τον τελευταίο έλεγχο στα οικονομικά της επιχείρησης, βγήκε στο φως η κατάχρηση του διευθυντή»· 
- βλέπω φως, ελπίζω, αισιοδοξώ πως στο εξής θα εξελιχθούν όλα ομαλά, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον: «τώρα που σταμάτησαν οι απεργίες και οι διάφορες καταλήψεις, αρχίζω να βλέπω φως για τη δουλειά μου || τώρα που έπεσε ο πληθωρισμός, ίσως δούμε φως κι εμείς οι φτωχοί»·
- βλέπω φως στην άκρη του τούνελ ή βλέπω φως στο βάθος του τούνελ, αισιοδοξώ πως μετά από περίοδο δυσκολιών, θα καλυτερέψουν τα οικονομικά μου: «τώρα που ηρέμησαν τα πράγματα και υπάρχει κοινωνική γαλήνη, βλέπω φως στο βάθος του τούνελ»·
- δε βλέπω φως, α. δεν υπάρχει ελπίδα πως θα καλυτερέψουν τα πράγματα, ιδίως τα οικονομικά, προς το συμφέρον μου ή προς το γενικό συμφέρον, δεν υπάρχει διέξοδο: «έχω ένα σωρό υποχρεώσεις στο τέλος του μηνός και δε βλέπω φως από πουθενά || μ’ αυτή την κυβέρνηση δε βλέπω φως για κάτι καλύτερο». β. δε βλέπω κάποια κίνηση, κάποια ενέργεια, κάποια απτή απόδειξη από κάποιον, που να εξυπηρετεί τις ανάγκες μου ή αυτό που με ενδιαφέρει: «λες πως θα με βοηθήσεις, αλλά μέχρι τώρα δε βλέπω φως»·
- δείχνω φως, (για χαρτοπαίγνιο) δείχνω τα λεφτά μου στο καρέ για να μπω στο παιχνίδι: «δεν μπαίνει κανείς στο παιχνίδι, αν πρώτα δε δείξει φως». Συνών. σκάω μύτη (β)·
- δίνω τα φώτα μου, προσφέρω σε κάποιον ή σε κάποιους τις γνώσεις μου, τη σοφία μου: «οι αρχαίοι Έλληνες έδωσαν τα φώτα τους σε όλη την ανθρωπότητα»·
- δίνω (το) πράσινο φως, επιτρέπω σε κάποιον να αρχίσει ελεύθερα μια ενέργεια ή μια διαδικασία: «ποιος σου ’δωσε το πράσινο φως να μεταφέρεις αυτά τα πράγματα απ’ το υπόγειο στο ισόγειο; || η Κυβέρνηση έδωσε το πράσινο φως στις εφορίες για την είσπραξη των φόρων». Συνών. δίνω το ελεύθερο να(…)·     
- είδα το φως, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Εβραίικο τραγούδι: είμαι απ’ το Ρεζή Βαρδάρι, τον παλιό συνοικισμό. Εβραιόπουλα λεβέντες είδαμε εκεί το φως. Το φωνάζω το καυχιέμαι: “Είμαι Θεσσαλονικιός. Και θα είμαι ως το τέλος γνήσιος και πιστός Ρωμιός”)·
- είδα το φως της ζωής, βλ. φρ. είδα το φως της ημέρας. (Λαϊκό τραγούδι: απ’ την ώρα που υπάρχω κι είδα της ζωής το φως,το σταυρό του μαρτυρίου κουβαλάω συνεχώς
- είδα το φως της ημέρας, γεννήθηκα: «είδα το φως της ημέρας στις 18 Αυγούστου του 1943»· βλ. και φρ. είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας·
- είδα το φως μου, α. μου προέκυψε περίπτωση που αποδείχτηκε πολύ συμφέρουσα: «απ’ τη μέρα που παντρεύτηκα αυτή τη γυναίκα, είδα το φως μου, γιατί είναι πάρα πολύ καλός άνθρωπος». β. μου έτυχε κάτι που με απάλλαξε από τις δυσκολίες: «ευτυχώς που μ’ έπεσε το λαχείο κι είδα το φως μου»·
- είδα φως, απαλλάχτηκα από τις δυσκολίες μου: «ευτυχώς που με βοήθησε ο φίλος μου μ’ ένα σημαντικό ποσό κι είδα φως»·
- είδα φως και μέρα, βλ. συνηθέστ. είδα το φως μου·
- είδα φως και μπήκα, α. (στη νεοαργκό) έκφραση με την οποία δικαιολογείται κάποιος που μπαίνει απρόσκλητος σε ένα χώρο, όπου παρατηρείται κάποια ζωηρή κίνηση: «εσύ πώς από δω; -Είδα φως και μπήκα». β. έκφραση με την οποία δηλώνουμε άγνοια ή προσποιούμαστε άγνοια για κάτι: «ξέρεις εσύ τίποτα για την υπόθεση; -Όχι, ρε παιδιά, είδα φως και μπήκα». Από την εικόνα του ατόμου που από περιέργεια μπαίνει σε ένα φωτισμένο χώρο·
- είδα φως κι ανέβηκα, βλ. φρ. είδα φως και μπήκα·
- είδε το φως της δημοσιότητας, (για δημοσιεύματα ή άλλη είδη γραπτού λόγου) δημοσιεύτηκε, εκδόθηκε, κυκλοφόρησε: «έδωσα το κείμενό μου στην εφημερίδα και είδε το φως της δημοσιότητας μετά από δυο βδομάδες || μετά το θάνατο του συγγραφέα, είδαν το φως της δημοσιότητας δυο ακόμη έργα του»·   
- είδε το φως ή είδε το φως της ημέρας, α. ήρθε στην επιφάνεια, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε: «μετά από καιρό ήρθε στο φως η λοβιτούρα που είχε κάνει με το διευθυντή του». β. (για δημοσιεύματα ή άλλα είδη γραπτού λόγου),  βλ. συνηθέστ. είδε το φως της δημοσιότητας·
- είναι έτη φωτός μπροστά, βλ. λ. έτος·
- είναι το φως μου, το άτομο για το οποίο γίνεται λόγος, είναι ό,τι πολυτιμότερο έχω στη ζωή μου: «αυτή η γυναίκα είναι το φως μου». (Λαϊκό τραγούδι: μα τον λατρεύω κι είναι το φως μου, γιατ’ είναι βλέπεις ο άνθρωπος μου
- είναι φως φανάρι, είναι ολοφάνερο, εντελώς ξεκάθαρο: «απ’ ό,τι μου λες, είναι φως φανάρι πως επιδιώκει να σε βάλει στο χέρι»·
- έχω τα φώτα, έχω τις απαιτούμενες γνώσεις σε κάτι: «για πες μου εσύ που είσαι γιατρός κι έχεις τα φώτα, υπάρχει ιατρικά τρόπος να κόψει κανείς το τσιγάρο;»·
- η πόλη του φωτός, βλ. λ. πόλη·
- ήρθε στο φως, έγινε γνωστό, αποκαλύφθηκε, φανερώθηκε: «κατά τη διάρκεια της ανάκρισης ήρθαν στο φως ανατριχιαστικές λεπτομέρειες του εγκλήματος»·
- ήχος και φως, βλ. λ. ήχος·
- θα σου αλλάξω τα φώτα, α. (απειλητικά) θα σε καταταλαιπωρήσω, θα σε καταβασανίσω: «απ’ ό,τι βλέπω, καλόμαθες στην τεμπελιά, αλλά, αν σε πάρω στη δουλειά μου, θα σου αλλάξω τα φώτα». β. θα σε δείρω άγρια και, κατ’ επέκταση, θα σε κατανικήσω: «αν τολμήσεις να παλέψεις μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα || αν αποφασίσεις να παίξεις τάβλι μαζί μου, θα σου αλλάξω τα φώτα»·
- ίδωμεν το φως το αληθινό(ν), έκφραση ικανοποίησης, όταν επιτέλους βλέπουμε ή μας συμβαίνει κάτι που επιθυμούσαμε πάρα πολύ. Από το εκκλησιαστικό: ἴδωμεν τό φῶς τό ἀληθινόν ἐλάβωμεν πνεῦμα ἐπουράνιον(…)·
- κλείνω το φως, βλ. φρ. σβήνω το φως·
- κόβω το φως, (ειδικά για τη Δ.Ε.Η.) διακόπτω την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος: «ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό κι η Δ.Ε.Η. έκοψε το φως στο σπίτι μου»·
- κόπηκε το φως, σταμάτησε η παροχή ηλεκτρικού ρεύματος που παράγει φωτισμό: «κόπηκε το φως σ’ όλο το τετράγωνο, γιατί η Δ.Ε.Η. κάνει κάτι έργα»·
- λούζομαι στο φως, βρίσκομαι σε περιβάλλον, σε χώρο που υπάρχει άπλετος φωτισμός: «μόλις άναψαν οι πολυέλαιοι, η αίθουσα λούστηκε στο φως || μόλις άνοιξα τα παράθυρα, το δωμάτιό μου λούστηκε στο φως του ήλιου»·
- μ’ άναψε (το) πράσινο φως, μου επέτρεψε, μου έδωσε το ελεύθερο να ενεργήσω με το συγκεκριμένο τρόπο με τον οποίο ενεργώ: «μόλις μ’ άναψε το πράσινο φως ο διευθυντής μου, πραγματοποίησα τις προσλήψεις που είχαν εξαγγελθεί»·
- μου άλλαξε τα φώτα, α. με καταβασάνισε, με καταταλαιπώρησε, με έδειρε άγρια και, κατ’ επέκταση, με κατανίκησε: «δεν ξαναμαλώνω μαζί του, γιατί την προηγούμενη φορά, που μάλωσα, μου άλλαξε τα φώτα». β. (και για τα δυο φύλα) με εξουθένωσε κατά την ερωτική πράξη: «ήταν τόσο λυσσάρα αυτή η γυναίκα, που μου άλλαξε τα φώτα». Συνών. μου άλλαξε τα πετρέλαια· 
- μου ’δωσε (το) πράσινο φως, βλ. φρ. μ’ άναψε (το) πράσινο φως·
- μου ’κοψαν το φως, διέκοψαν την παροχή ηλεκτρικού ρεύματος στο σπίτι μου από τη Δ.Ε.Η., επειδή δεν πλήρωσα το λογαριασμό: «μου ’κοψαν το φως, επειδή ξέχασα να πληρώσω το λογαριασμό». (Τραγούδι: μας κόψαν απόψε το φως, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, τιβί δε θα δούμε ευτυχώς, γιατί μας κόψαν απόψε το φως
- παίρνω (το) πράσινο φως, παίρνω την άδεια ή την εντολή από κάποιον να ενεργήσω ελεύθερα ή όπως από τα πριν είχε συμφωνηθεί: «μόλις πήρα το πράσινο φως απ’ το διευθυντή μου, άρχισα τις προσλήψεις»·  
- πλημμυρίζω στο φως, βλ. φρ. λούζομαι στο φως·
- πληρώνω το φως, πληρώνω στη Δ.Ε.Η. το λογαριασμό του ηλεκτρικού ρεύματος που έχω καταναλώσει: «πρέπει να περάσω κι απ’ τη Δ.Ε.Η. να πληρώσω το φως, για να μη μου το κόψουν»·
- ποιος στραβός δε θέλει το φως του! λέγεται στην περίπτωση που μας προτείνει κάποιος κάτι που το επιθυμούμε ή που μας είναι χρήσιμο ή ωφέλιμο και είναι αυτονόητο πως θα δεχτούμε αυτή την προσφορά: «θα ’θελες να σου δώσω ένα αυτοκίνητο; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του! || θα ’θελες να πας μ’ αυτή την ωραία γυναίκα; -Ποιος στραβός δε θέλει το φως του»·
- ποιος τυφλός δε θέλει το φως του! βλ. φρ. ποιος στραβός δε θέλει το φως του(!)·
- ρίχνω (άπλετο) φως (ιδίως σε κάποια υπόθεση), παρέχω (σωρεία) στοιχείων και τη διαφωτίζω, τη διευκρινίζω (εντελώς): «η κατάθεση του μάρτυρα κατά την ακροαματική διαδικασία, έριξε άπλετο φως στην υπόθεση»·
- σβήνω το φως, γυρίζω το διακόπτη του ηλεκτρικού ρεύματος, για να πάψει να φωτίζει η λάμπα: «καθώς έβγαινε απ’ το δωμάτιό του, έσβησε το φως»·
- στο φως μου! (ενν. ορκίζομαι) όρκος για να γίνουμε πιστευτοί σε αυτά που λέμε σε κάποιον με την έννοια να τυφλωθώ, αν λέω ψέματα: «στο φως μου, τα πράγματα έγιναν όπως ακριβώς στα λέω!»·
- της αλλάζω τα φώτα, την εξουθενώνω από τη συνεχή επιβολή της σεξουαλικής πράξης: «την είχα όλο το βράδυ στην γκαρσονιέρα και της άλλαξα τα φώτα». (Λαϊκό τραγούδι: κουκουρίκο κοκοκό, κοκοκό κάνει η κάτα, την τραβούσε με το ζόρι και της άλλαζε τα φώτα!). Συνών. της αλλάζω τα πετρέλαια·
- το άγιο φως, το φως που δίνει ο ιερέας στους πιστούς την Ανάσταση, το αναστάσιμο φως: «με το δεύτε λάβετε φως, οι πιστοί πήραν το άγιο φως απ’ το χέρι του παπά, που στεκόταν μπροστά στην Ωραία Πύλη»·
- του αλλάζω τα φώτα, α. τον καταταλαιπωρώ, τον καταβασανίζω, τον δέρνω άγρια και, κατ’ επέκταση, τον κατανικώ: «τον πήρα για βοήθεια στη μετακόμιση που έκανα, και του άλλαξα τα φώτα || τον έπιασε στα χέρια του κι όπως ήταν αγριεμένος, του άλλαξε τα φώτα || παίξαμε τάβλι και του άλλαξα τα φώτα». β. (για μηχανήματα ή πράγματα) το καταστρέφω εντελώς: «του ’δωσα τ’ αυτοκίνητό μου να κάνει μια βόλτα, κι αυτός του άλλαξε τα φώτα || μαζεύτηκαν όλοι οι φίλοι του γιου μου στο σαλόνι και του άλλαξαν τα φώτα». Συνών. του αλλάζω τα πετρέλαια·
- του αλλάζω τα φώτα στη δουλειά, βλ. λ. δουλειά·
- του ’δωσα μια (ενν. γροθιά, καρπαζιά, κλοτσιά, μπάτσα, μπουνιά, σφαλιάρα) και του άλλαξα τα φώτα, τον χτύπησα πάρα πολύ δυνατά: «του ’δωσα μια μπουνιά και του άλλαξα τα φώτα»·
- φέρνω στο φως, βλ. συνηθέστ. φέρνω στη ζωή, λ. ζωή·
- φέρνω στο φως (κάτι), αποκαλύπτω, φανερώνω: «η σκαπάνη του Ανδρόνικου έφερε στο φως τον τάφο του Φιλίππου». Συνών. φέρνω στην επιφάνεια (κάτι)· βλ. και φρ. βγάζω στο φως (κάτι)·
- φως μου! προσφώνηση λατρείας σε αγαπημένο πρόσωπο: «τι θέλεις να σου φέρω, φως μου, απ’ την αγορά;». (Λαϊκό τραγούδι: γλύκα μου και φως μου, το φιλί δώσ’ μου, μη με τυραννάς, πες πως μ’ αγαπάς, αχ δε με πονάς
- χάνω το φως μου, α. τυφλώνομαι: «έχασε το φως του από μια σπάνια αρρώστια». β. παθαίνω σκοτοδίνη, ιδίως ύστερα από ισχυρό χτύπημα που δέχομαι στο πρόσωπο ή στο κεφάλι: «έφαγα τέτοιο χαστούκι, που έχασα το φως μου || μου ’ρθε μια πέτρα στο κεφάλι και για ένα διάστημα είχα χάσει το φως μου». γ. χάνω κάποιο αγαπημένο μου πρόσωπο, είτε γιατί πέθανε είτε γιατί με εγκατέλειψε: «έχασα τη γυναίκα μου κι έχασα το φως μου»·
- χύνω (άπλετο) φως (ιδίως σε υπόθεση), βλ. φρ. ρίχνω (άπλετο) φως.

χρυσός

χρυσός, -ή, -ό, επίθ. [<μσν. χρυσός <αρχ. χρυσούς, κατά τα επίθ. σε -ός], χρυσός. 1. που έχει πολύ καλούς τρόπους, πολύ καλό χαρακτήρα και ήθος, που έχει πολύ καλά αισθήματα, πολύ καλή καρδιά: «μ’ αρέσει να κάνω παρέα μαζί του, γιατί είναι χρυσό παλικάρι || είναι πολύ τυχερός, γιατί παντρεύτηκε μια πολύ χρυσή γυναίκα». 2α. το αρσ. ως ουσ. ο χρυσός, το χρυσάφι: «ο χρυσός είναι το πιο ακριβό μέταλλο». β. οτιδήποτε θεωρούμε εξαιρετικά πολύτιμο: «είμαι πολύ τυχερός, γιατί έχω ένα φίλο που είναι σκέτος χρυσός || οι συμβουλές του ήταν χρυσός για μένα». 3. το ουδ. ως ουσ. το χρυσό, το χρυσό μετάλλιο: «ο πρώτος  Έλληνας αθλητής που πήρε το χρυσό στην άρση βαρών ήταν ο Πύρρος Δήμας». (Ακολουθούν 53 φρ.)·
- Αλωνάρη με τ’ αλώνια και με τα χρυσά πεπόνια, βλ. λ. Αλωνάρης·
- βάζω το χρυσό δοντάκι ή βάζω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- βγάζω το χρυσό δοντάκι ή βγάζω χρυσό δοντάκι·
- βρε καλέ μου, βρε χρυσέ μου! βλ. λ. καλός·
- βρήκε την κότα που (του) γεννάει τα χρυσά (τ’) αβγά ή βρήκε την κότα που (του) κάνει τα χρυσά (τ’) αβγά, βλ. λ. κότα·
- γράφω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- είναι το χρυσό πάπλωμα (κάποιος για κάποιον), βλ. λ. πάπλωμα·
- είναι χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- είναι χρυσό ψαλίδι, βλ. λ. ψαλίδι·
- έχει χρυσή καρδιά, βλ. λ. καρδιά·
- ζει σε χρυσό κλουβί, βλ. λ. κλουβί·
- ζω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- η σιωπή είναι χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- θα μας κάνει το χρυσό αβγό ή θα μας κάνει το χρυσό τ’ αβγό, βλ. λ. αβγό·
- θα τρώμε με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- κάθεται σε χρυσό θρόνο, βλ. λ. θρόνος·
- κάνω ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- κάνω χρυσή δουλειά ή κάνω χρυσές δουλειές, βλ. λ. δουλειά·
- μακαρόνια με τα χρυσά πιρόνια, βλ. λ. πιρούνι·
- μαύρος χρυσός, το πετρέλαιο: «πολλοί πόλεμοι έχουν γίνει μέχρι τώρα για το μαύρο χρυσό»·
- ο λόγος είναι αργυρός, μα η σιωπή χρυσός, βλ. λ. σιωπή·
- ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει, το ήθος, η ευγένεια του χαρακτήρα, τα ευγενικά αισθήματα του ανθρώπου, δε χάνονται με τις ατυχίες της ζωής, τη δυστυχία ή τη φτώχεια: «παρ’ όλες τις κατραπακιές που έφαγε απ’ τη μοίρα του, διατηρεί την αρχοντιά και την ευγένειά του, γιατί ο χρυσός κι αν ξεφλουδίζεται, πάλι χρυσάφι μένει». Συνών. ο βασιλικός κι αν μαραθεί, τη μυρωδιά την έχει / η λίρα και μέσα στα σκατά να πέσει, πάλι λίρα είναι·  
- όλοι με τα χρυσά βελούδα, ποιος θα βόσκει τα γαϊδούρια; βλ. λ. γαϊδούρι·
- ό,τι γυαλίζει, δεν είναι χρυσός, βλ. φρ. ό,τι λάμπει δεν είναι χρυσός·
- ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός, α. (για πρόσωπα) η εξωτερική ομορφιά δεν κρύβει πάντα και καλά αισθήματα: «τόσο όμορφο παιδί και να έχει τέτοια κακία! -Ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός». β. (για πράγματα) η επιφανειακή λάμψη δε σημαίνει πως έχει και αντίκρισμα: «έλεγξε τ’ αυτοκίνητο σ’ ένα μηχανικό και μην επαναπαύεσαι που έχει μοντέρνα γραμμή, γιατί ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός». (Λαϊκό τραγούδι: ό,τι λάμπει, δεν είναι χρυσός κι ό,τι βλέπεις μπορεί να ’ν’ αλλιώς
- παίρνω το χρυσό δοντάκι ή παίρνω χρυσό δοντάκι, βλ. λ. δοντάκι·
- περνώ ζωή χρυσή, βλ. λ. ζωή·
- πήρε τη χρυσή δόση, (στη γλώσσα των ναρκωτικών) βλ. λ. δόση·
- σέρνει ο λαγός το λέοντα με το χρυσό το ράμμα, βλ. λ. ράμμα·
- τα χρυσά δάχτυλα, βλ. λ. δάχτυλο·
- τα χρυσά πόδια, βλ. λ. πόδι·
- τα χρυσά χέρια, βλ. λ. χέρι·
- το πλήρωσα χρυσό, (για πράγματα) μου κόστισε πολύ ακριβά η αγορά ή η κατασκευή του: «πήρα στη γυναίκα μου ένα δαχτυλίδι για τη γιορτή της και το πλήρωσα χρυσό || έχτισα ένα σπιτάκι στην εξοχή και το πλήρωσα χρυσό»·
- το χρυσό γκολ, βλ. λ. γκολ·
- τον έκανα χρυσό, τον θερμοπαρακάλεσα, τον ικέτευσα: «τον έκανα χρυσό μέχρι ν’ αποσύρει τη μήνυση || τον έκανα χρυσό να με βοηθήσει, αλλά αυτός επέμενε στην αρχική του άρνηση»·
- τον πλήρωσα χρυσό, (για πρόσωπα) μου κόστισε πολύ ακριβά η υπηρεσία που μου προσέφερε: «βρήκα έναν πολύ καλό δικηγόρο να με υπερασπίσει στη δίκη, αλλά τον πλήρωσα χρυσό»· 
- τρώει με χρυσά κουτάλια, βλ. λ. κουτάλι·
- χαράζω με χρυσά γράμματα, βλ. λ. γράμμα·
- χρυσέ μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα: «τι φαγητό θέλεις να σου μαγειρέψω το μεσημέρι, χρυσέ μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι λες, χρυσέ μου, που δε θα βγω έξω με τις φιλενάδες μου!»· 
- χρυσή αλλαγή, βλ. λ. αλλαγή·
- χρυσή εποχή, βλ. λ. εποχή·
- χρυσή ευκαιρία, βλ. λ. ευκαιρία·
- χρυσή μου! α. προσφώνηση λατρείας από άντρα σε γυναίκα, αλλά και από γυναίκα σε γυναίκα: «γιατί, χρυσή μου, δεν έχεις κέφια! || θα ’ρθεις, χρυσή μου, να πιούμε ένα καφεδάκι!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «τι λες, χρυσή μου, που δε θα βγω έξω με τους φίλους μου! || τι λες, χρυσή μου, που θα σου δώσω να φορέσεις τη γούνα μου!». Συνοδεύεται συνήθως από μίμηση της γυναικείας φωνής από τον άντρα και ταυτόχρονο χάδι στο σαγόνι ή ελαφρό τσίμπημα στο μάγουλό του συνομιλητή του·
- χρυσή τύχη, βλ. λ. τύχη·
- χρυσή φωνή, βλ. λ. φωνή·
- χρυσό βραχιόλι, βλ. λ. βραχιόλι·
- χρυσό λαρύγγι, βλ. λ. λαρύγγι·
- χρυσό μου! α. προσφώνηση λατρείας από γυναίκα σε άντρα, αλλά και από άντρα σε γυναίκα: «θέλεις να σου φέρω τίποτα, χρυσό μου!». β. λέγεται και με ειρωνική διάθεση: «έτσι σ’ έμαθαν να λες, χρυσό μου!».
- χρυσοί γάμοι, βλ. λ. γάμος·
- χρυσός άνθρωπος, βλ. λ. άνθρωπος·
- χρυσός δίσκος, βλ. λ. δίσκος·
- χρυσός Ολυμπιονίκης, αθλητής που σε Ολυμπιακούς αγώνες κατέκτησε το χρυσό μετάλλιο: «ο Πύρρος Δήμας είναι χρυσός Ολυμπιονίκης || η Βούλα Πατουλίδου υπήρξε χρυσή Ολυμπιονίκης || πολλοί αθλητές μας υπήρξαν χρυσοί Ολυμπιονίκες στην Ολυμπιάδα του 2004 στην Αθήνα».