Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλην
πλην,
πρόθ. [<αρχ.
πλήν], πλην. 1. εκτός, με εξαίρεση: «στη συνέλευση προσήλθαν όλοι πλην
ενός». 2. ως ουσ. τα πλην, όλα όσα οδηγούν σε αρνητική απόφαση ή
κρίση σχετικά με κάτι, τα αρνητικά στοιχεία, τα μειονεκτήματα: «από τα πλην του
διαμερίσματος είναι ότι η κρεβατοκάμαρα βλέπει στο φωταγωγό». Συνών. τα κατά
/ τα μείον. Αντίθ. τα συν / τα υπέρ ·
- πλην
όμως, ωστόσο, αλλά όμως: «θέλει να ’ρθει κι αυτός στην εκδρομή, πλην όμως
νιώθει κάπως αδιάθετος»·
- πλην
του ότι, εκτός από το ότι: «της είπε τα πάντα για το ταξίδι του πλην του
ότι είχε μια περιπέτεια με μια αλλοδαπή»·
- πτωχός
πλην τίμιος, βλ. λ. τίμιος·
- συν
πλην, βλ. λ. συν·
- τα
συν και τα πλην, βλ. λ. συν.