πλημμύρα
πλημμύρα,
η, ουσ.
[<μτγν. πλήμμυρα], η πλημμύρα. 1. η νεροποντή: «τέτοια πλημμύρα
χρόνια είχαμε να δούμε»· η υπεραφθονία καταναλωτικών αγαθών, ιδίως τροφίμων:
«υπάρχει πλημμύρα στην αγορά από βουργάρικα τυριά και κρέατα». 2. το
πολύ μεγάλο πλήθος, η πλημμυρίδα: «ο κόσμος έτρεχε πλημμύρα στους δρόμους για
να υποδεχτεί τον αρχηγό του κόμματός του»·
- σύστημα
πλημμύρα, βλ. λ. σύστημα.
σύστημα
σύστημα,
το, ουσ. [<αρχ.
σύστημα <συνίστημι], το σύστημα· τρόπος ή μέθοδος που χρησιμοποιείται για
την επίτευξη κάποιου αποτελέσματος: «όποιο σύστημα κι αν ακολουθήσεις, δε
γίνεται τώρα τίποτα, γιατί η δουλειά χάθηκε οριστικά». (Τραγούδι: ω ω ω, μ’
αρέσει αυτό το σύστημα το καουμποϊκό)·
- έχουμε
γερμανικό σύστημα, βλ. λ. γερμανικός·
- σύστημα
πλημμύρα, (στη γλώσσα του ποδοσφαίρου) υποτιθέμενος τρόπος παιχνιδιού σύμφωνα
με τον οποίο, όλοι μαζί οι παίχτες της μιας ομάδας, επιτίθενται εναντίον της
άλλης. Στην πραγματικότητα όμως η έκφραση δηλώνει ειρωνεία, όταν η ομάδα δεν
παίζει βάση προδιαγεγραμμένου τρόπου παιχνιδιού και για το λόγο αυτό χάνει:
«πάλι σύστημα πλημμύρα έπαιζε η ομάδα σου και την έφαγε;»·
- το
’κανε σύστημα, ενεργεί ή συμπεριφέρεται επίμονα με τρόπο που συνήθως ενοχλεί
τους άλλους: «του δάνεισα κάποτε κάτι χρήματα, κι από τότε το ’κανε σύστημα κι
όποτε χρειάζεται λεφτά, έρχεται σε μένα»·
- το
’χει σύστημα, ενεργεί ή συμπεριφέρεται επίμονα με τον ίδιο τρόπο: «κάθε
φορά που παίρνει το μισθό του, το ’χει σύστημα να καταθέτει τα μισά λεφτά στην
τράπεζα».