Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλευρά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλευρά, η, ουσ. [<αρχ. πλευρά], η πλευρά. 1. μέρος, μπάντα: «εσύ από την πλευρά μου είσαι ή από την πλευρά του;». 2. άποψη: «σύμφωνα με τη δική μου πλευρά, νομίζω πως έχει δίκιο». 3. το καθένα από τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο ξύλο, που ακόμα μου πονούν τα πλευρά μου»· βλ. και λ. πλευρό. (Ακολουθούν 13 φρ.)·
- απ’ τη μια πλευρά…, απ’ την άλλη πλευρά όμως…, πρόταση της οποίας το δεύτερο σκέλος δηλώνει δισταγμό ή φόβο για την πραγματοποίηση αυτού που δηλώνει το πρώτο σκέλος: «απ’ τη μια πλευρά το ξέρεις πως θέλω να σε βοηθήσω να πιάσεις δουλειά στο εργοστάσιο, απ’ την άλλη πλευρά όμως διστάζω, γιατί όλοι γνωρίζουν πως είσαι γιος του φίλου μου και φοβάμαι μήπως κατηγορηθώ για μεροληψία»·
- είναι (οι δυο) πλευρές του ίδιου νομίσματος, βλ. συνηθέστ. είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, βλ. λ. όψη·
- έχει και την κακή πλευρά του ή έχει και τις κακές πλευρές του ή έχει και την κακή του πλευρά ή έχει και τις κακές του πλευρές, έχει και κακό χαρακτήρα σε αντιδιαστολή με τον καλό που μας παρουσιάζει: «μη σας πιάνει ο ενθουσιασμός με την αύξηση που σας έδωσε, γιατί έχει και τις κακές του πλευρές αυτός ο άνθρωπος»·
- έχει και την καλή πλευρά του ή έχει και τις καλές πλευρές του ή έχει και την καλή του πλευρά ή έχει και τις καλές του πλευρές, έχει και καλό χαρακτήρα σε αντιδιαστολή με τον κακό που μας παρουσιάζει: «μην το κατηγορούμε συνέχεια τον άνθρωπο, γιατί έχει και τις καλές του πλευρές»·
- η άλλη πλευρά του νομίσματος, βλ. συνηθέστ. η άλλη όψη του νομίσματος, λ. όψη·
- η μια πλευρά του νομίσματος, βλ. συνηθέστ. η μία όψη του νομίσματος, λ. όψη·
- θα σου μαυρίσω τα πλευρά, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοκοπήσω άγρια: «αν σε πιάσω στα χέρια μου, θα σου μαυρίσω τα πλευρά»·
- θα σου σπάσω τα πλευρά, (απειλητικά ή προειδοποιητικά) θα σε δείρω, θα σε ξυλοκοπήσω πολύ άγρια: «αν ενοχλήσεις ξανά την κόρη μου, θα σου σπάσω τα πλευρά»·
- θα σου τσακίσω τα πλευρά, βλ. φρ. θα σου σπάσω τα πλευρά·
- του μαύρισε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε άγρια: «κάποια στιγμή παρεξηγήθηκαν κι ο δικός σου του μαύρισε τα πλευρά»·
- του μέτρησε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε άγρια: «τον νευρίασε με τ’ αστεία που του ’κανε, κι αυτός πάνω στα νεύρα του του μέτρησε τα πλευρά»·
- του ’σπασε τα πλευρά, τον έδειρε, τον ξυλοκόπησε πολύ άγρια: «είχε παλιές διαφορές μαζί του κι όταν συναντήθηκαν, του ’σπασε τα πλευρά»·
- του τσάκισε τα πλευρά, βλ. φρ. του ’σπασε τα πλευρά.

όψη

όψη, η, ουσ. [<αρχ. ὄψις], η όψη· βλ. και λ. υπόψη·
- είναι (οι δυο) όψεις του ίδιου νομίσματος, λέγεται για δυο περιπτώσεις που στην πραγματικότητα είναι ίδιες: «όσον αφορά στην οικονομία, οι απεργίες των εργατών και οι καταλήψεις των εργοστασίων, είναι οι δυο όψεις του ίδιου νομίσματος»·
- εκ πρώτης όψεως, με την πρώτη εντύπωση που αποκομίζει κανείς στη θέα ατόμου ή πράγματος χωρίς ουσιαστική εξέταση: «εκ πρώτης όψεως, τι να σου πω, μου φαίνεται καλός άνθρωπος || εκ πρώτης όψεως τ’ αυτοκίνητό σου φαίνεται κανόνι, θα το δούμε όμως και στην πράξη»·
- εξ όψεως, α. λέγεται για κάποιον που γνωρίζουμε μόνο από τη μορφή του κι όχι από προσωπική γνωριμία, που δεν έχουμε δηλαδή μιλήσει μαζί του: «δεν ξέρω να σου πω τι σόι άνθρωπος είναι, γιατί τον ξέρω μόνο εξ όψεως». β. λέγεται για κάτι που το γνωρίζουμε μόνο από το σχήμα του, τη μορφή του, αλλά δεν έχουμε προσωπική γνώμη για την ποιότητά του ή τη λειτουργικότητά του, γιατί δεν ήρθαμε ποτέ σε επαφή μαζί του: «αυτό τ’ αυτοκίνητο, αγόρι μου, το ξέρω μόνο εξ όψεως, γιατί δεν είναι για την τσέπη μου κι έτσι αδιαφορώ αν είναι καλό ή όχι»  
- η άλλη όψη του νομίσματος, η αντίθετη άποψη ενός ζητήματος, μιας υπόθεσης, ενός προβλήματος, η άλλη εκδοχή: «να δούμε πρώτα και την άλλη όψη του νομίσματος και μετά αποφασίζουμε»·
- η μία όψη του νομίσματος, η μια άποψη ενός ζητήματος, υπόθεσης ή προβλήματος, η μια εκδοχή: «αυτό που λες είναι η μία όψη του νομίσματος, για να πάρω όμως την απόφασή μου, πρέπει ν’ ακούσω και την άλλη»·
- λογαριασμός όψεως, βλ. λ. λογαριασμός·
- όψη, θρέψη καλή, στερεότυπη έκφραση των παλαιότερων γιατρών, που διαπίστωναν την ανάρρωση του ασθενή ή την καλή υγεία κάποιου από την όψη του και από την όρεξή του για φαγητό.

πλευρό

πλευρό, το, ουσ. [<αρχ. πλευρόν], το πλευρό. 1. το πλαϊνό μέρος του ανθρώπινου σώματος ή του σώματος των ζώων: «με πονάει το δεξί μου πλευρό». 2. το καθένα από τα κόκαλα του θώρακα των ανθρώπων και των θηλαστικών, το παΐδι: «έφαγα τόσο ξύλο, που ακόμα με πονάει το πλευρό μου»· βλ. και λ. πλευρά·
- αλλάζω πλευρό, γυρίζω από την άλλη πλευρά του κορμιού μου, ενώ είμαι ξαπλωμένος ή κατά τη διάρκεια του ύπνου μου: «το βράδυ στον ύπνο σου άλλαζες συνέχεια πλευρό»·
- βρίσκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του·
- είμαι στο πλευρό του, του συμπαραστέκομαι, τον υποστηρίζω, τον βοηθώ: «τον αγαπώ και τον υπολογίζω τόσο πολύ, που, ό,τι και να του τύχει, θα ’μαι στο πλευρό του». (Λαϊκό τραγούδι: μη φοβάσαι, σου το λέω, και καρδιοχτυπάς, θα ’μαι πάντα στο πλευρό σου, γιατί μ’ αγαπάς
- έχω στο πλευρό μου (κάποιον ή κάποιους), έχω τη συμπαράσταση, την υποστήριξη κάποιου: «όσο έχω στο πλευρό μου το φίλο μου, δε φοβάμαι τίποτα». (Λαϊκό τραγούδι: όταν έχω στο πλευρό μου εσάς τους τρεις, δεν μπορεί να με πικράνει πια κανείς
- μ’ αυτό το πλευρό να κοιμάσαι! (ειρωνικά) είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι πιστεύω πως τα πράγματα έγιναν έτσι όπως μου τα λες ή πως θα γίνουν έτσι όπως τα λες ή είσαι γελασμένος, αν νομίζεις ότι τα πράγματα θα γίνουν έτσι όπως τα θέλεις ή όπως σε συμφέρουν·
- ξύπνησε από λάθος πλευρό, ξύπνησε πολύ κακόκεφος: «μην του μιλάς, γιατί ξύπνησε από λάθος πλευρό και είναι μέσα στα νεύρα του». Συνών. ξύπνησε ανάποδα / ξύπνησε με τον κώλο στον ανήφορο / ξύπνησε στο πλάι / ξύπνησε στραβά·
- στέκομαι στο πλευρό του, βλ. φρ. είμαι στο πλευρό του.