Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλερώνω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλερώνω, ρ. [<μτγν. πλερώνω <πληρώνω], (στη γλώσσα της αργκό) πληρώνω (βλ. λ.): «ποιος θα πλερώσει το λογαριασμό;»· βλ. και λ. πληρώνω·
- πλερώνω και λέγω, (στη γλώσσα της αργκό) βλ. λ. λέγω.

λέγω

λέγω, ρ. [<αρχ. λέγω], βλ. λ. λέω. (Λαϊκό τραγούδι: οπα όπα, όπα όπα σου το λέγω αι σου το ’πα
- πλερώνω και λέγω, (στη γλώσσα της αργκό) έκφραση με την οποία ζητούσε κάποιος από την ορχήστρα να ακούσει και να χορέψει το τραγούδι της αρεσκείας του, να χορέψει την παραγγελιά του. Συνοδευόταν από χαρτούρα (βλ. λ.).