Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλερωμή
πλερωμή, η, ουσ. [<μσν. πληρωμή <πληρώνω], (στη γλώσσα της αργκό) η πληρωμή (βλ. λ.): «ποιος θ’ αναλάβει την πλερωμή του εμπορεύματος;».
πλερωμή, η, ουσ. [<μσν. πληρωμή <πληρώνω], (στη γλώσσα της αργκό) η πληρωμή (βλ. λ.): «ποιος θ’ αναλάβει την πλερωμή του εμπορεύματος;».