Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλαδαρός

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλαδαρός, -ή, -ό, επίθ. [<αρχ. πλαδαρός], πλαδαρός· που δεν έχει νεύρο, ζωντάνια, σφρίγος, συνοχή: «μιλούσε μ’ ένα πλαδαρό τόνο που μας νύσταξε || το βιβλίο που προσπάθησα να διαβάσω ήταν γραμμένο σ’ ένα πλαδαρό κι άνευρο τόνο». Επίρρ. πλαδαρά