Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πλάση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πλάση, η, ουσ. [<μσν. πλάση], όλη η ζωή που δημιούργησε ο Θεός, το σύμπαν, η οικουμένη: «την Ανάσταση χαίρεται όλη η πλάση». (Λαϊκό τραγούδι: φτωχό κορμί μου, τι τραβάς σ’ αυτήν εδώ την πλάση, ποτέ δε βρέθηκε κανείς, κορμάκι μου, για να σε ξεκουράσει).