Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πιθανότητα
πιθανότητα,
η, ουσ.
[<αρχ. πιθανότητα], η πιθανότητα·
- κατά
πάσα πιθανότητα, λέγεται για κάτι που είναι σχεδόν σίγουρο: «είμαι
αισιόδοξος, γιατί, κατά πάσα πιθανότητα θα συμφωνήσει και θα γίνει η δουλειά ||
ο καιρός άλλαξε και κατά πάσα πιθανότητα θα βρέξει».