Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περπάτημα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περπάτημα, το, ουσ. [<μσν. περπάτημα], το περπάτημα· συνήθως στον πλ. τα περπατήματα, η νυχτερινή κυκλοφορία κάποιου, ιδίως για διασκέδαση ή για ερωτικές δραστηριότητες: «μόλις χώρισε με τη γυναίκα του άρχισε τα περπατήματα». (Λαϊκό τραγούδι: αμέσως μόλις ξέχασες τα μπατιρήματά σου, τον όρκο σου τον πάτησες και άμυαλη ξανάρχισες τα περπατήματά σου)· βλ. και λ. νυχτοπερπάτημα·
- το περπάτημα της χήνας, βλ. λ. χήνας.