Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περίσσος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περίσσος, -α, -ο, επίθ. [<περίσσιος], περίσσιος. Επίρρ. περίσσα.