Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περιβάλλον

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περιβάλλον, το, ουσ. [ουδ. μτχ. του ρ. περιβάλλω], το περιβάλλον. 1. η κοινωνία όπου ζει κανείς, ο χώρος διαβίωσης κάθε ζωντανού οργανισμού ή συντήρησης ενός υλικού: «δεν ξέρει κανείς σε τι περιβάλλον ζει || για να μην αλλοιωθεί το γάλα, πρέπει να διατηρηθεί σε δροσερό περιβάλλον». 2. η ατμόσφαιρα που περιβάλλει τη γη, το οικοσύστημα: «η ρύπανση του περιβάλλοντος»·
- στενό περιβάλλον, α. το σύνολο των οικείων ατόμων ενός προσώπου: «ο γάμος έγινε σε στενό περιβάλλον». Συνήθως μετά το στενό ακολουθεί το οικογενειακό. β.τα άτομα με τα οποία είναι κανείς άρρηκτα συνδεδεμένος με φιλικούς ή συγγενικούς δεσμούς και που μπορούν να τον επηρεάσουν θετικά ή αρνητικά, οι στενοί φίλοι, οι στενοί συνεργάτες κάποιου: «η είδηση διέρρευσε απ’ το στενό περιβάλλον του υπουργού».