Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περαιτέρω

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περαιτέρω, τα, ουσ. [από το επίρρ. περαιτέρω], ιδίως εύχρ. στη φρ. για τα περαιτέρω, για όσα πρόκειται να ακολουθήσουν, για όσα ακολουθούν: «ας δούμε τώρα πώς έχει η κατάσταση και για τα περαιτέρω θα δούμε τι θα γίνει || πήρε την γκόμενά του και πήγαν στην γκαρσονιέρα του για τα περαιτέρω». (Λαϊκό τραγούδι: άντρα εκατό καράτια πώς τον έκανες κομμάτια, που κι εντάξει σου φερόμουν κι όλα σου τα χάρισα, τώρα για τα περαιτέρω είναι αλλουνού καπέλο, εγώ πήρα το δικό μου κι όμορφα καθάρισα).