Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περίσταση

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περίσταση, η, ουσ. [<αρχ. περίστασις <περιίστημι], η περίσταση·
- στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, βλ. λ. ύψος.

ύψος

ύψος, το, ουσ. [<αρχ. ὕψος], το ύψος· το ανάστημα του ανθρώπινου κορμιού: «τι ύψος έχεις;». (Ακολουθούν 16 φρ.)·
- ανεβαίνω στα ύψη, βλ. συνηθέστ. ανεβαίνω στα ουράνια, λ. ουράνια·
- είναι ή του ύψους ή του βάθους, ενεργεί πάντοτε ακραία: «ή πολύ ευγενικός θα είναι ή πολύ απότομος. Είναι δηλαδή, που λένε, ή του ύψους ή του βάθους»·
- η εξ ύψους βοήθεια, η βοήθεια που έρχεται από το Θεό: «η εξ ύψους βοήθεια δίνεται μόνο στους εργατικούς και τίμιους ανθρώπους»·
- ή του ύψους ή του βάθους, α. ενέργεια ή θέση των άκρων: «συμπεριφέρσου πιο συγκρατημένα κι άσε αυτή τη θεωρία ή του ύψους ή του βάθους». β. δηλώνει αδιαφορία για το αποτέλεσμα κάποιας ενέργειας, ό,τι βγει ας βγει, ό,τι γίνει ας γίνει: «παρά την αναδουλειά που επικρατεί στην αγορά, θα επεκτείνω τον κύκλο των εργασιών μου και ή του ύψους ή του βάθους». γ. βιαστική, παρακινδυνευμένη απόφαση, που μπορεί να οδηγήσει σε μεγάλη επιτυχία ή σε οικτρή αποτυχία: «έχω τη γνώμη πως δεν είμαι κατάλληλα προετοιμασμένος, για να δώσω εξετάσεις, αλλά θα πάω και, ή του ύψους ή του βάθους». Συνών. ή τιμάρι ή τομάρι·
- ο υδράργυρος σκαρφάλωσε στα ύψη, βλ. λ. υδράργυρος·
- παίρνω ύψος, (για αεροπλάνα ή για επιβάτες αεροπλάνων) υψώνομαι στον ουρανό: «μόλις απογειώθηκε το αεροπλάνο, πήραμε αμέσως ύψος»· βλ. και φρ. ρίχνω ύψος·
- περιμένει την εξ ύψους βοήθεια, α. βρίσκεται σε τόσο δεινή θέση, που περιμένει κάποιο θαύμα, για να γλιτώσει: «βρίσκεται σε τόσο δύσκολη θέση, που, το μόνο που μπορεί να κάνει, είναι να περιμένει την εξ ύψους βοήθεια». β. λέγεται και ειρωνικά για άτομο που αδρανεί, που τεμπελιάζει και ελπίζει σε κάποιο θαύμα, για να τελειώσει κάποια δουλειά ή υπόθεσή του: «ό,τι αρχίζει, τ’ αφήνει στη μέση και περιμένει την εξ ύψους βοήθεια για να τελειώσει»· 
- πετώ στα ύψη, είμαι πανευτυχής: «απ’ τη μέρα που έκανε δεσμό μ’ αυτή τη γυναίκα, πετάει στα ύψη»·
- πετώ ύψος, βλ. συνηθέστ. ρίχνω ύψος·
- ρίχνω ύψος, (για πρόσωπα, ιδίως για παιδιά) ψηλώνω: «τον άφησα μια πιθαμή μπόμπιρα και μέσα σε δυο χρόνια έριξε τόσο ύψος, που δε φτάνω να τον φιλήσω». Συνών. ρίχνω μπόι·
- στάσου στο ύψος σου ή στο ύψος σου, συμπεριφέρσου καθώς ταιριάζει σε σένα, καθώς ταιριάζει στη θέση σου, συμπεριφέρσου με υπεροχή: «ό,τι και να σου λένε οι άλλοι, εσύ στο ύψος σου»·
- στέκομαι στο ύψος μου, συμπεριφέρομαι σύμφωνα με το διανοητικό, πνευματικό ή ηθικό ανώτερο επίπεδο στο οποίο βρίσκομαι: «ό,τι και να του λένε, ό,τι και να του κάνουν οι άλλοι, αυτός στέκεται πάντα στο ύψος του»·
- στέκομαι στο ύψος των περιστάσεων, συμπεριφέρομαι με αίσθημα ευθύνης ανάλογα με τη σπουδαιότητα κάποιας περίστασης ή κατάστασης που αντιμετωπίζω: «όταν στην παρέα μας είχε αρχίσει η διχόνοια και η φαγωμάρα, αυτός στάθηκε στο ύψος των περιστάσεων και μας έκανε να ξαναβρούμε τη χαμένη συντροφικότητά μας»·
- το θερμόμετρο σκαρφάλωσε στα ύψη, βλ. λ. θερμόμετρο·
- τον ανεβάζω στα ύψη, βλ. συνηθέστ. τον ανεβάζω στα ουράνια, λ. ουράνια·
- χάνω ύψος, (για αεροπλάνα ή για επιβάτες αεροπλάνων) κατεβαίνω προς τη γη: «μόλις αρχίσαμε να χάνουμε ύψος, δημιουργήθηκε ένας μικρός πανικός μέσα στο αεροπλάνο».