Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περίσσευμα

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περίσσευμα κ. περίσσεμα, το,ουσ. [<μτγν. περίσσευμα], το περίσσευμα· (στη γλώσσα του στρατού) επιπλέον φαγητό από την κανονική μερίδα, η δεύτερη μερίδα: «μήπως έχει περίσσευμα, να με βάλεις ακόμα λίγο, γιατί πεινάω!».