Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περίεργος

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

περίεργος, -η, -ο, επίθ. [<αρχ. περίεργος <περι- + ἔργον], περίεργος. 1. που θέλει να τα μαθαίνει όλα, που ανακατεύεται διαρκώς σε ξένες υποθέσεις και συμπεριφέρεται αδιάκριτα, ή που έχει διάθεση να αποκτήσει όλο και περισσότερες γνώσεις, να δοκιμάσει νέες εμπειρίες: «πες του να μην είναι τόσο περίεργος, γιατί άρχισε να γίνεται ενοχλητικός || είναι περίεργος άνθρωπος και συνεχώς θέλει να σκαλίζει τα μηχανήματα για να δει πώς δουλεύουν || είναι πολύ περίεργος άνθρωπος και δεν αφήνει βιβλίο αδιάβαστο, γιατί θέλει συνεχώς να μαθαίνει». 2. που έχει παράξενη συμπεριφορά ή που καλύπτεται από μυστήριο, που δεν είναι συνηθισμένος: «είναι πολύ περίεργος άνθρωπος και ποτέ μου δεν κατάλαβα πώς σκέφτεται || είναι περίεργη υπόθεση, γι’ αυτό θέλει προσοχή || περίεργο που δε φάνηκε ακόμη, γιατί αυτός είναι πάντα τυπικός στα ραντεβού του». 3. στην κλητ. ως επιφών. περίεργε! ειρωνική παρατήρηση σε αδιάκριτο άτομο. Συνήθως συνοδεύεται από χειρονομία με την παλάμη να κινείται με τρόπο, όπως όταν θέλουμε να φοβίσουμε κάποιο μικρό παιδί πως θα το δείρουμε, ή με κούνημα το κεφαλιού αριστερά δεξιά. Και οι δυο περιπτώσεις συνοδεύονται επίσης από ειρωνικό χαμόγελο. Επίρρ. περίεργα κ. περιέργως, παράδοξα: «τι συμβαίνει και φέρεσαι περίεργα;»·
- όλως περιέργως, (ειρωνικά) εντελώς περίεργα, ασυνήθιστα: «όλως περιέργως ήταν συνεπής στο ραντεβού του».