Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
περίγελος
περίγελος, ο, ουσ. [<μτγν. περίγελως <περιγελῶ], αυτός που χλευάζεται, που κοροϊδεύεται από όλους: «με τα συνεχή μεθύσια σου έγινες ο περίγελος της γειτονιάς».
περίγελος, ο, ουσ. [<μτγν. περίγελως <περιγελῶ], αυτός που χλευάζεται, που κοροϊδεύεται από όλους: «με τα συνεχή μεθύσια σου έγινες ο περίγελος της γειτονιάς».