Περισσότερες επιλογές αναζήτησης
Βρέθηκε 1 αποτέλεσμα
πενιά

ΕΚΤΥΠΩΣΗ ΣΕ PDF

πενιά, η, ουσ. [<πένα + κατάλ. -ιά]. 1. η κρούση χορδής έγχορδου οργάνου με πένα, ιδίως του μπουζουκιού, καθώς και ο ήχος που παράγεται από την κρούση. (Λαϊκό τραγούδι: όταν παίζει το μπουζούκι, δώσε βάση στην πενιά). 2. στον πλ. οι πενιές, (γενικά) τα μπουζούκια, λαϊκή ορχήστρα με μπουζούκια: «δε γίνεται να περάσει βδομάδα χωρίς να πάνε ν’ ακούσουνε πενιές»·
- γιαβάσικη πενιά, (στη γλώσσα της αργκό) χαμηλότονο παίξιμο που το χαρακτηρίζει πάθος: «μόλις χαμήλωσαν τα φώτα, άρχισε ο τάδε να παίζει γιαβάσικες πενιές». (Λαϊκό τραγούδι: παίξτε του και μπουζουκάκι για να σπάσει νταλκαδάκι με γιαβάσικη πενιά).